Το πρακτικό διαμεσολάβησης, ως σύμβαση του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου, που ενσωματώνει τη βούληση των μερών και παράγει δεσμευτικότητα, μπορεί να προσβληθεί για λόγους ακυρότητας, ή ακυρωσίας, ενώ σε σχέση με την κατάργηση εκκρεμούς δίκης, συνιστά μία sui generis μέθοδο εξώδικης επίλυσης της διαφοράς με ισχύ δικαστικού συμβιβασμού.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή που άσκησε συμμετέχον σε διαμεσολάβηση μέρος, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του πρακτικού διαμεσολάβησης, λόγω έλλειψης των απαιτούμενων κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4640/2019 τυπικών στοιχείων, ελαττώματος στη βούλησή του εξαιτίας της πλάνης του ως προς το περιεχόμενο του συμφωνητικού και αντίθεσης στα χρηστά ήθη.
Ισχυρισμοί ενάγοντος
Έλλειψη στοιχείων κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4640/2019
Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το πρακτικό διαμεσολάβησης με απλή υπογραφή, χωρίς επικύρωση του γνησίου της, σε αντίθεση με την εναγόμενη και τη διερμηνέα της. Υποστήριξε, επίσης, ότι αγνοούσε τη γλώσσα της διαδικασίας και ότι η διαμεσολαβήτρια όφειλε να διορίσει διερμηνέα, ενώ αντιθέτως η εναγόμενη είχε μαζί της φίλη, που λειτούργησε ως διερμηνέας. Τέλος, πως με το πρακτικό ρυθμίστηκαν και έτερα ζητήματα πέραν της επίδικης οφειλής.
Πλάνη ως προς το περιεχόμενο του συμφωνητικού
Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το συμφωνητικό, χωρίς να αντιληφθεί πλήρως τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, εξαιτίας της αγχώδους διαταραχής του και της φαρμακευτικής αγωγής που λάμβανε. Κατά συνέπεια, η ψυχική του κατάσταση, κατά την κρίσιμη στιγμή, τον εμπόδισε να κατανοήσει πλήρως το περιεχόμενο του πρακτικού, γεγονός που οδήγησε σε πλάνη ως προς τις συμφωνηθείσες υποχρεώσεις και δικαιώματα.
Αντίθεση στα χρηστά ήθη
Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι οι όροι της συμφωνίας είναι αισχροκερδείς και καταπλεονεκτικοί, καθώς περιορίζουν υπέρμετρα την ελευθερία του, ενώ η εναγόμενη, λόγω εκμετάλλευσης της κουφότητάς του, ήτοι της διαταραχής της νόησης και της αντίληψής του, πέτυχε να λάβει για τον εαυτό της μια φανερά δυσανάλογα παροχή.
Σκέψεις και κρίσεις δικαστηρίου
Το δικαστήριο εξέτασε τη νομική φύση του πρακτικού διαμεσολάβησης, επισημαίνοντας ότι αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο, που ενσωματώνει τη βούληση των μερών και παράγει δεσμευτικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι φέρει ιδιόχειρες υπογραφές και πληροί τις προϋποθέσεις του ΚΠολΔ. Επιπλέον, ότι αναγνωρίζεται από το νόμο ως μέσο κατάργησης δίκης, εφόσον καλύπτει το αντικείμενο αυτής μέσω της συμφωνίας που επιτεύχθηκε. Πρόκειται, έτσι, για μία sui generis μέθοδο εξώδικης επίλυσης διαφορών, με ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, όσον αφορά την παύση εκκρεμούς δίκης.
Αναφορικά με τους τρόπους προσβολής του, το δικαστήριο επισήμανε ότι το πρακτικό διαμεσολάβησης μπορεί να προσβληθεί, είτε από τα μέρη της διαμεσολάβησης για ελαττώματα της βούλησης, είτε από τρίτους που θίγονται, μέσω της ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Ζήτημα, δε, ακυρότητας του πρακτικού, εγείρεται σε περίπτωση που ελλείπουν από το περιεχόμενό του τα αναγκαία σύμφωνα με το νόμο στοιχεία, ή δεν υφίσταται εξουσία διάθεσης της διαφοράς, ή η εμπεριεχόμενη σε αυτό δικαιοπραξία παραβιάζει την ισχύουσα νομοθεσία, σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενό του (175 ΑΚ), λόγω εικονικότητας (138-139 ΑΚ), λόγω ανηθικότητας, λόγω αισχροκέρδειας και λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (178-179 ΑΚ). Σε περίπτωση που το πρακτικό παραβιάζει διατάξεις δημόσιας τάξης (3, 174 ΑΚ), τρίτοι με έννομο συμφέρον μπορούν να το προσβάλουν μέσω ανακοπής, καθώς δεν συνιστά δικαστική απόφαση και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Επί της αγωγής, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υπογραφή του ενάγοντος στο πρακτικό διαμεσολάβησης ήταν έγκυρη, καθώς η νομοθεσία απαιτεί μόνο την ιδιόχειρη υπογραφή των μερών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, χωρίς την ανάγκη επικύρωσης του γνησίου. Επίσης, έκρινε αβάσιμο τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί αδυναμίας κατανόησης της ελληνικής γλώσσας και ανάγκης διερμηνέα, καθώς δεν προέκυψαν αποδεικτικά στοιχεία, που να καταδεικνύουν δυσκολία κατανόησης των όρων, ή σχετικό αίτημα για τη συνδρομή διερμηνέα. Επιπλέον, δέχθηκε ότι βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, η ρύθμιση επιπλέον ζητημάτων στο συμφωνητικό, πέραν της επίδικης οφειλής, είναι νόμιμη.
Περαιτέρω, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ο ισχυρισμός περί της πλάνης του ενάγοντος, σχετικά με το περιεχόμενο του συμφωνητικού, καθώς η υπογραφή του πρακτικού παρουσία του πληρεξουσίου δικηγόρου του αποδεικνύει ότι είχε πλήρη κατανόηση των όρων. Το δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η ιατρική βεβαίωση που προσκομίστηκε δεν στηρίζει τον ισχυρισμό περί διαταραχής της σκέψης ή της βούλησης του ενάγοντος κατά την υπογραφή, ενώ η διαταραχή από την οποία πάσχει είναι ήπια, και δεν επηρεάζει την ικανότητά του να κατανοεί και να συμφωνεί.
Τέλος, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί αισχροκέρδειας και υπέρμετρης δέσμευσης της ελευθερίας του, καθώς το συμφωνηθέν ποσό ήταν μικρότερο από το πραγματικά οφειλόμενο, και συμφωνήθηκε βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν. Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε ότι οι συμφωνίες των μερών ήταν έγκυρες και σύμφωνες με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.
* Η κ. Κατερίνα Αδαμίδου είναι δικηγόρος και διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια – υπεύθυνη συντονισμού υπηρεσιών Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας ΕΟΔΙΔ.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΠΠρΑθ 2929/2024