Στις 4 Μαρτίου 2025, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε το φιλόδοξο σχέδιο “ReArm Europe”, με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η πρωτοβουλία αυτή, ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβάνει δάνεια 150 δισεκατομμυρίων ευρώ και επιδιώκει την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων για την αναβάθμιση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και των στρατιωτικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών.
Η ανακοίνωση της νέας αμυντικής πολιτικής της ΕΕ ήρθε σε μια ιδιαίτερα τεταμένη γεωπολιτική συγκυρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αναστείλουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, ενισχύοντας την πίεση για μια διαπραγματευτική λύση με τη Ρωσία. Αυτή η κίνηση δημιούργησε ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς ανέδειξε το ενδεχόμενο η ΕΕ να βρεθεί απροετοίμαστη και στρατιωτικά εκτεθειμένη σε περίπτωση που η αμερικανική στρατηγική μεταβληθεί περαιτέρω.
Αν και η πρωτοβουλία αυτή μοιάζει με αναμενόμενο βήμα προς τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, εγείρει σημαντικά νομικά και θεσμικά ζητήματα, που αφορούν τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών-μελών, τη δημοσιονομική διαχείριση και την ίδια τη νομιμότητα της πρωτοβουλίας υπό το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο.
Ένα χρηματοδοτικό πείραμα που δοκιμάζει τα όρια των Συνθηκών
Το πιο φιλόδοξο και ταυτόχρονα προβληματικό στοιχείο της πρωτοβουλίας είναι ο τρόπος χρηματοδότησής της. Η πρόταση προβλέπει την ενεργοποίηση ειδικών δημοσιονομικών μηχανισμών που θα επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, χωρίς να υπόκεινται στους αυστηρούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Παράλληλα, περιλαμβάνει σχέδιο κοινού δανεισμού ύψους 150 δισ. ευρώ, με στόχο τη συγκέντρωση κεφαλαίων για κοινές στρατιωτικές προμήθειες.
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση συγκρούεται με τις βασικές αρχές των ευρωπαϊκών συνθηκών, καθώς η άμυνα παραδοσιακά θεωρείται εθνική αρμοδιότητα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4(2) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), το οποίο διασφαλίζει ότι ζητήματα εθνικής ασφάλειας παραμένουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των κρατών-μελών. Το γεγονός ότι η ΕΕ θα μπορούσε να διαχειριστεί απευθείας κεφάλαια για στρατιωτικούς σκοπούς δημιουργεί νομικές αμφισβητήσεις, καθώς οι Συνθήκες δεν προβλέπουν τέτοιου είδους χρηματοδότηση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρόμοιου εγχειρήματος, που προκάλεσε νομικά ζητήματα ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης NextGenerationEU, το οποίο εισήγαγε τον κοινό δανεισμό για την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία. Αν και τότε το Δικαστήριο της ΕΕ δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προσέγγισης, η χρήση παρόμοιου μηχανισμού για στρατιωτικούς σκοπούς θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες νομικές προκλήσεις και πιθανή δικαστική επανεξέταση.
Επιπλέον, η πρόταση για διακρατική χρηματοδότηση προκαλεί ανησυχίες σε κράτη-μέλη με αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές, όπως η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες, που αντιτίθενται σε οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής κοινών στρατιωτικών δαπανών, χωρίς σαφή μηχανισμό ελέγχου και καταμερισμού ευθυνών.
Η λεπτή ισορροπία μεταξύ αμυντικής αυτονομίας και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Η δημιουργία ενός πιο συνεκτικού αμυντικού μηχανισμού απαιτεί σαφή νομική βάση, κάτι που αυτή τη στιγμή απουσιάζει. Η Συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει ένα θεσμικό πλαίσιο για τη συνεργασία στην άμυνα, αλλά δεν επιτρέπει τη συγκρότηση ενός ενιαίου στρατιωτικού μηχανισμού που θα λειτουργεί σε επίπεδο ΕΕ.
Η επέκταση της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής σε ένα πιο ολοκληρωμένο στρατιωτικό σύστημα θα απαιτούσε πιθανότατα αναθεώρηση των Συνθηκών, κάτι που δεν είναι εύκολο ούτε πολιτικά, ούτε νομικά. Ορισμένες χώρες έχουν ήδη εκφράσει επιφυλάξεις σχετικά με την παραχώρηση περισσότερων εξουσιών στην ΕΕ στον τομέα της άμυνας, γεγονός που καθιστά μια τέτοια συνταγματική μεταρρύθμιση αμφίβολη.
Παράλληλα, η Επιτροπή επιχειρεί να παρακάμψει το πρόβλημα μέσω διοικητικών και χρηματοδοτικών μηχανισμών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε νομικές προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Αν το ΔΕΕ κρίνει ότι η πρωτοβουλία παραβιάζει τις Συνθήκες, τότε η υλοποίηση του σχεδίου μπορεί να παγώσει, ή να απαιτήσει τροποποίηση της νομικής του βάσης.
Το πολιτικό (και θεσμικό) δίλημμα ενός ευρωπαϊκού στρατού
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα, που σχετίζονται με την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, είναι η προοπτική δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού. Η ιδέα αυτή, αν και έχει προταθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, συνεχίζει να προκαλεί πολιτικές και νομικές αντιδράσεις.
Βασικό πρόβλημα αποτελεί ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων: Αν και η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) της ΕΕ επιτρέπει τη στρατιωτική συνεργασία, δεν καθορίζει ποιος θα έχει τον τελικό έλεγχο των στρατιωτικών δυνάμεων. Αν ένας ευρωπαϊκός στρατός τεθεί υπό την άμεση διοίκηση της ΕΕ, θα σημάνει την μεταφορά κυριαρχικών αρμοδιοτήτων από τα κράτη-μέλη στις Βρυξέλλες, γεγονός που θα απαιτούσε άμεση συνταγματική αναθεώρηση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ένωσης.
Παράλληλα, εγείρονται κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό ενός ευρωπαϊκού στρατού. Αν η ΕΕ υιοθετήσει ένα μοντέλο κοινής χρηματοδότησης, οι διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών για τη συμβολή τους ενδέχεται να εμποδίσουν την υλοποίηση της πρωτοβουλίας. Επιπλέον, η νομική ευθύνη για στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ παραμένει ασαφής, καθώς δεν υπάρχει προηγούμενο κοινής στρατιωτικής δράσης υπό ενιαία ευρωπαϊκή διοίκηση, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει θεσμικά και πολιτικά αδιέξοδα.
Δείτε σχετική Έκδοση εδώ