Υπέρ του προστίμου των 20.000 ευρώ που επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας τάχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξαιτίας παραβίασης της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας ως προς την υποχρέωση μη δημοσιοποίησης εγγράφων της ποινικής προδικασίας (ΣτΕ 791/2023).
Ο λόγος που ώθησε το ΕΣΡ στην επιβολή του προστίμου ήταν η εκ μέρους της εκπομπής αυτούσια παρουσίαση και προβολή αποσπασμάτων της ιατροδικαστικής και τοξικολογικής έκθεσης σχετικά με τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, γεγονός που απαγορεύεται. Στο πλαίσιο μάλιστα της επίμαχης εκπομπής, παρουσιάστηκαν και αναγνώσθηκαν τμήματα του ιατροδικαστικού πορίσματος και της τοξικολογικής εξέτασης και οι συντελεστές αυτής αναφέρθηκαν στα κρίσιμα σημεία αυτού, τα οποία προσπάθησαν να αξιολογήσουν και να ερμηνεύσουν με τη βοήθεια ενός ιατροδικαστή που συμμετείχε σε ζωντανή σύνδεση.
Δεν (επιτρέπεται να) δημοσιοποιούνται έγγραφα ή άλλα στοιχεία που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας
Η εκτενής αναπαραγωγή και παρουσίαση αποσπασμάτων εγγράφων και εκθέσεων της ποινικής προδικασίας (ιατροδικαστική και τοξικολογική έκθεση), με τη συνοδεία συναφών κρίσεων και εκτιμήσεων, δεν ήταν αναγκαία για την πληροφόρηση του κοινού, καθότι ο εν λόγω στόχος θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί με τη γενική αναφορά στα επίμαχα περιστατικά της υπόθεσης και των γενικών πληροφοριών που είχαν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΣΡ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Δικαιοσύνη και ΜΜΕ: Μια ακανθώδης σχέσηΈτσι, λοιπόν, επιβλήθηκε στην εταιρεία το πρόστιμο των 20.000 ευρώ, το οποίο επεδίωξε ανεπιτυχώς ο τηλεοπτικός σταθμός να «ανατρέψει» με αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζουν οι δημοσιογράφοι σε μία δημοκρατική κοινωνία δεν τους απαλλάσσει, καταρχήν, από την υποχρέωση να τηρούν τις διατάξεις του ποινικού δικαίου με μόνη την επίκληση της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, όπως υπογράμμισε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Υπό την έννοια αυτή, η ελευθερία του Τύπου δεν επιτρέπεται να αποτελεί «όχημα» για την παραβίαση διατάξεων του κοινού ποινικού δικαίου.
Ακολούθως, το Συμβούλιο της Επικρατείας στον ισχυρισμό της εταιρείας ότι το ιατροδικαστικό πόρισμα παρουσιάστηκε σε επίσημη εκδήλωση Τύπου κι ως εκ τούτου το πρόστιμο του ΕΣΡ στην πραγματικότητα υποδεικνύει τους όρους άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, αντέτεινε ότι, στην εν λόγω εκδήλωση τύπου οι αρμόδιες αρχές ανέφεραν τις λεπτομέρειες που έκριναν ότι μπορεί να ανακοινωθούν, χωρίς να παραβιαστεί η μυστικότητα της ποινικής προδικασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, η παρουσίαση αυτούσιων αποσπασμάτων του πορίσματος στην εκπομπή συνιστά παραβίαση του Κώδικα δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών (άρθρο 11 παρ. 6 του προεδρικού διατάγματος 77 του 2003).
Περαιτέρω, η επίκληση και προσκόμιση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του ΕΣΡ κατά τη διαδικασία ακρόασης ή ενώπιον του Δικαστηρίου ότι είχε παραδοθεί αυτούσιο το κείμενο του πορίσματος από τις επίσημες αρχές στον Τύπο δεν αποδείχθηκε, όπως κρίθηκε, ενώ επίσης το γεγονός ότι φωτογραφίες των επίδικων στοιχείων της ποινικής προδικασίας είχαν ήδη αναρτηθεί σε άλλα ειδησεογραφικά μέσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αίρει την ευθύνη του σταθμού.
Μάλιστα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι το ΕΣΡ, παρότι μπορούσε να προχωρήσει στην επιβολή προστίμου από 15.000 έως 1.500.000 ευρώ, παράλληλα με προσωρινή αναστολή ή ακόμη και επ’ αόριστον διακοπή της μετάδοσης της τηλεοπτικής εκπομπής, επέβαλε μία επιεική κύρωση. Τέλος, κρίθηκε ότι η κύρωση των 20.000 ευρώ που επιβλήθηκε στην εταιρεία και όχι στους δημοσιογράφους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδρά αποτρεπτικά για όσες και όσους διενεργούν ρεπορτάζ για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 791/2023