fbpx

Συνταγματική Αναθεώρηση: «Μήπως πρέπει να δούμε το Kοινοβούλιο αλλιώς;»

Η διαΝΕΟσις, επιδιώκοντας να εμπλουτίσει τον δημόσιο διάλογο, άνοιξε τον φάκελο της Συνταγματικής Αναθεώρησης, θέτοντας στο επίκεντρο της πρώτης εκδήλωσης – από τις πολλές που θα ακολουθήσουν – το Κοινοβούλιο – Το “NB Daily” παρακολούθησε τη συζήτηση και την παρουσιάζει

Χρόνος ανάγνωσης 27 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 27 λεπτά

Δείτε επίσης

Το 2025 αναμένεται να είναι έτος έντονων συζητήσεων, ζυμώσεων και διεργασιών για τον καταστατικό χάρτη της χώρας, με τις θέσεις των διαφόρων φορέων να κατατίθενται με ολοένα μεγαλύτερη έμφαση στον δημόσιο διάλογο ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης.

Η διαΝΕΟσις, επιδιώκοντας να διευρύνει το φάσμα των προβληματισμών για τις κατευθύνσεις που πρέπει να λάβει το συνταγματικό κείμενο, συμμετέχει ενεργά στη συζήτηση, καταθέτοντας ιδέες και προτάσεις με τη συμβολή προσωπικοτήτων εγνωσμένου κύρους.

Η συνολική πρωτοβουλία για τον διάλογο γύρω από τη Συνταγματική Αναθεώρηση ανήκει στον Μιχάλη Πικραμένο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για μια σειρά εκδηλώσεων που θα ακολουθήσουν. Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη εκδήλωση επικεντρώθηκε στο Κοινοβούλιο, έναν θεσμό που συχνά παραμένει στο περιθώριο της σχετικής συζήτησης, καθώς το ενδιαφέρον των φορέων εστιάζει σε άλλες θεματικές ενότητες.

Η εκδήλωση, η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου, υπό τον συντονισμό του Σπύρου Βλαχόπουλου, Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, συγκέντρωσε σημαντικούς νομικούς με πλούσια ακαδημαϊκή, δικαστική, δικηγορική αλλά και κυβερνητική εμπειρία

Ο Διονύσης Νικολάου, Γενικός Διευθυντής της διαΝΕΟσις, απευθύνει σύντομο χαιρετισμό κατά την έναρξη της εκδήλωσης για τη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Μεταξύ αυτών η Λίνα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Νίκος Παπασπύρου, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, ο Νίκος Σημαντήρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και ιδίως Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, ο Θανάσης Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ, η Ιφιγένεια Καμτσίδου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, ο Ιωάννης Σαρμάς, τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Πρ. Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών (2013-2015), Πρ. Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Κώστας Μαυριάς, Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής των Ελλήνων, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων, Επίτιμος Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου, καθώς και ο Ανδρέας Δρυμιώτης, Πολιτικός Αναλυτής.

Σπύρος Βλαχόπουλος

«Το κοινοβούλιο αποτελεί τη λαϊκή αντιπροσωπεία και ο ρόλος του δεν μπορεί να είναι αποδυναμωμένος»

Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, ανέδειξε τη σημασία του Κοινοβουλίου στη Συνταγματική Αναθεώρηση, επισημαίνοντας ότι συχνά παραμελείται, ενώ δεν θα έπρεπε. «Το Κοινοβούλιο αποτελεί τη λαϊκή αντιπροσωπεία και ο ρόλος του δεν μπορεί να είναι αποδυναμωμένος», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι στην πράξη λειτουργεί περισσότερο ως όργανο επικύρωσης πολιτικών αποφάσεων, που έχουν ήδη ληφθεί από την Κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό.

Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, συντονίζει τη συζήτηση στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Αναρωτήθηκε, μάλιστα, αν είναι καιρός να αναθεωρηθεί η θεσμική του λειτουργία και να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του στην άσκηση πολιτικής. «Μήπως πρέπει να δούμε το Κοινοβούλιο αλλιώς;», κατέληξε, καλώντας σε έναν ουσιαστικό διάλογο για την ενίσχυση της νομοθετικής εξουσίας.

Λίνα Παπαδοπούλου

«Ο αποκλεισμός κομμάτων από τις εκλογές είναι μια σοβαρή διαδικασία, που απαιτεί δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Ένα συνταγματικό δικαστήριο θα μπορούσε να αναλάβει αυτόν τον έλεγχο»

Η Λίνα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ανέλυσε το ζήτημα της απαγόρευσης συμμετοχής πολιτικών κομμάτων στις εκλογές, εστιάζοντας στο άρθρο 29 του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό:

«Έλληνες πολίτες, που έχουν το εκλογικό δικαίωμα, μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, η οργάνωση και η δράση των οποίων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Η συζήτηση περί αναθεώρησης του άρθρου 29 δεν είναι νέα. Παρότι δεν περιλήφθηκε ρητή πρόβλεψη για τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, η συνταγματική διάταξη αφήνει περιθώρια ερμηνείας, καθώς τα κόμματα οφείλουν να υπηρετούν τη δημοκρατία.

Η Λίνα Παπαδοπούλου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, μιλάει κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις με θέμα «Συνταγματική Αναθεώρηση και Κοινοβούλιο», την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Μέχρι το 2013, επικρατούσε η άποψη ότι η ίδρυση και συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα ήταν απολύτως ελεύθερη. Ωστόσο, η εμπειρία της Χρυσής Αυγής, μιας εγκληματικής οργάνωσης με κομματικό μανδύα, οδήγησε σε μια διαφορετική, δυναμική και εξελικτική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων. Η ερμηνεία αυτή ανατρέχει όχι μόνο στο γράμμα του Συντάγματος, αλλά και στις προθέσεις του ιστορικού νομοθέτη.

Έκτοτε, θεσπίστηκαν νομοθετικά μέτρα, όπως η απαγόρευση χρηματοδότησης και ο αποκλεισμός από τις εκλογές. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι ρυθμίσεις αυτές περιέχουν αντισυνταγματικές διατάξεις. Η κ. Παπαδοπούλου εξέφρασε τη θέση ότι δεν υπάρχει αντισυνταγματικότητα, συντασσόμενη τόσο με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και του Αρείου Πάγου. Μάλιστα, επεσήμανε ότι η δεύτερη πρόταση του άρθρου 29 παρέχει μια επιφύλαξη που δίνει το «πράσινο φως» για την απαγόρευση.

Η ίδια τόνισε ότι, εάν θεσπιστεί ερμηνευτική δήλωση που θα διευκρινίζει ρητά την επιφύλαξη υπέρ του νομοθέτη, θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα αξιόπιστο όργανο ελέγχου. Η σύσταση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να διασφαλίσει τόσο την προστασία της δημοκρατίας, όσο και τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις για τα κόμματα που αποκλείονται, δεδομένου ότι σήμερα δεν υπάρχει αντίστοιχος μηχανισμός προστασίας στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

Τέλος, υπογράμμισε ότι αν προχωρήσει μια τέτοια Συνταγματική Αναθεώρηση, θα πρέπει να αφορά ερμηνευτική δήλωση, ώστε να μην μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι έως τώρα αποκλεισμοί ήταν αντισυνταγματικοί.

Νίκος Παπασπύρου

«Η αποτυχία του μηχανισμού συναίνεσης του Συντάγματος στις αλλαγές του εκλογικού νόμου είναι εμφανής. Η απαίτηση 200 θετικών ψήφων για να εφαρμοστεί άμεσα ένας νέος εκλογικός νόμος δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα»

Ο Νίκος Παπασπύρου, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, επικεντρώθηκε στο εκλογικό σύστημα και την ανάγκη θεσμικής σταθερότητας και συναίνεσης. Όπως σημείωσε, η ελληνική εκλογική ιστορία, βασισμένη σε συστήματα ενισχυμένης αναλογικής, καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει η αναγκαία συναίνεση για τη διαμόρφωση ενός σταθερού εκλογικού πλαισίου, με αποτέλεσμα το ζήτημα να αποτελεί διαχρονικά αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθεσης.

Αναλύοντας το ισχύον εκλογικό σύστημα, εντόπισε δύο βασικά προβλήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης. Το πρώτο αφορά στο ύψος της πλειοψηφικής ενίσχυσης, καθώς το σημερινό μικτό σύστημα προβλέπει μπόνους για το πρώτο κόμμα, ενώ εφαρμόζει απλή αναλογική για τα υπόλοιπα. Το δεύτερο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι το σύστημα δεν προβλέπει τη δομή της αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η αξιωματική αντιπολίτευση.

Ο Νίκος Παπασπύρου, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, τοποθετείται στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Τονίζοντας τη σημασία της σταθερότητας και της ασφάλειας δικαίου, επεσήμανε ότι ο συνταγματικός μηχανισμός συναίνεσης, που απαιτεί 200 θετικές ψήφους για να ισχύσει ένας εκλογικός νόμος άμεσα, αλλιώς εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές, έχει αποτύχει στην πράξη. «Ο μηχανισμός συναίνεσης του Συντάγματος έχει αποτύχει», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα, σύμφωνα με τον κ. Παπασπύρου, είναι η ανάγκη συνταγματικού ελέγχου των εκλογικών συστημάτων. Αν και δεν υποστηρίζει την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, θεωρεί αναγκαία τη δυνατότητα ευθείας συνταγματικής προσφυγής για ζητήματα εκλογικής νομοθεσίας και εκλογικών συστημάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνταγματικότητα των ρυθμίσεων.

Όσον αφορά την υποχρεωτικότητα της ψήφου, υπογράμμισε ότι δεν τίθεται ζήτημα αναθεώρησης. Όπως σημείωσε, η διάταξη αυτή προβλέπει ένα ηθικό και νομικό καθήκον των πολιτών και εναπόκειται στη συνείδησή τους.

Νίκος Σημαντήρας

«Εάν το Σύνταγμα εξουσιοδοτούσε τον νομοθέτη να καθορίζει τα κωλύματα εκλογιμότητας υπό προληπτικό συνταγματικό έλεγχο, θα μπορούσαμε να πετύχουμε μεγαλύτερη ευελιξία χωρίς να διακυβεύεται η συνταγματική τάξη»

Ο Νίκος Σημαντήρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, υπογράμμισε ότι η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι μια διαδικασία που αφορά αποκλειστικά τους νομικούς, αλλά πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα που αφορά κάθε πολίτη. Όπως σημείωσε, η αποστολή των νομικών έγκειται στην ανάδειξη των ερμηνευτικών προβλημάτων που προκύπτουν κάθε φορά, χωρίς όμως να καθορίζουν την πολιτική κατεύθυνση της αναθεώρησης.

Αναφερόμενος στα κωλύματα εκλογιμότητας, επεσήμανε ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση μέχρι στιγμής έχει ακολουθήσει τη λογική της σταδιακής επικαιροποίησης και προσαρμογής τους, επιχειρώντας να απαντήσει σε ερμηνευτικά προβλήματα που ανακύπτουν στη νομολογία. Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει έως τώρα μια γενναία αναθεώρηση του ζητήματος, παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις καθιστούν κάτι τέτοιο αναγκαίο.

Ο Νίκος Σημαντήρας, Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, συμμετέχει στο πάνελ της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Η βάση της συζήτησης, σύμφωνα με τον κ. Σημαντήρα, πρέπει να είναι ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος και η καθολικότητα του εκλογικού δικαιώματος, το οποίο διακρίνεται σε ενεργητικό και παθητικό. Το Σύνταγμα επιτρέπει τον περιορισμό του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος σε τρεις περιπτώσεις, τις οποίες ορίζει ρητά, δίνοντας στον νομοθέτη τη δυνατότητα να τις εξειδικεύσει. Αντίθετα, στο παθητικό εκλογικό δικαίωμα, το Σύνταγμα δεν εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη να προσδιορίσει νέα κωλύματα, αλλά το ίδιο καθορίζει ένα σύνθετο σύστημα εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα της εκλογιμότητας.

Όπως επεσήμανε, η θέσπιση αναλυτικών ρυθμίσεων στο ελληνικό Σύνταγμα εγκυμονεί τον κίνδυνο της αυστηρά «σύμφωνης με τον νόμο» ερμηνείας του, ενώ όσο πιο λεπτομερείς είναι οι ρυθμίσεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να καταστούν γρήγορα ανεπίκαιρες. Κατά την άποψή του, το Σύνταγμα θα πρέπει να προβλέπει ρητά την εξουσιοδότηση του νομοθέτη να εξειδικεύει τα κωλύματα εκλογιμότητας, πάντα σε συνδυασμό με έναν προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της εκλογικής νομοθεσίας με τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος.

Θανάσης Ξηρός

«Η διάλυση της Βουλής, με πρόταση της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας, έχει χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά. Από το 1974, οι περισσότερες πρόωρες εκλογές προκλήθηκαν με αυτήν την πρόβλεψη, διαστρεβλώνοντας τη συνταγματική ρύθμιση»

Ο Θανάσης Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ, στην εισήγησή του ανέλυσε τη θητεία και τη σύνθεση της Βουλής, επισημαίνοντας κρίσιμα ζητήματα που αναδεικνύονται στο πλαίσιο της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης.

Αναφορικά με τη θητεία της Βουλής, τόνισε ότι η πλήρης τετραετής διάρκειά της δεν αποτελεί απόλυτο κανόνα. Το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα πρόωρης διάλυσης της Βουλής για συγκεκριμένους λόγους, θεσμικά συνδεδεμένους με το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και την κοινοβουλευτική αρχή. Ο θεμιτός λόγος διάλυσης της Βουλής είναι όταν δεν μπορεί να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση, δηλαδή όταν ανακύπτει ζήτημα απώλειας της ψήφου εμπιστοσύνης.

Ωστόσο, υπάρχει και η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής με πρόταση της κυβέρνησης που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της, εφόσον τίθεται ζήτημα εθνικής σημασίας. Όπως ανέφερε, από το 1974 έως σήμερα, έχουν διεξαχθεί 19 βουλευτικές εκλογές, εκ των οποίων οι 11 προκλήθηκαν με βάση αυτή τη διάταξη, με αποτέλεσμα η εφαρμογή της στην πράξη να οδηγεί σε στρέβλωση της συνταγματικής ρύθμισης.

Ο Θανάσης Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ, αναλύει ζητήματα συνταγματικής αναθεώρησης κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Σε ό,τι αφορά την παράταση της τετραετούς θητείας της Βουλής, επεσήμανε ότι αυτή προβλέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η κατάσταση πολέμου, η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του. Αυτές οι περιπτώσεις, σύμφωνα με τον κ. Ξηρό, θα πρέπει να επανεξεταστούν από τον αναθεωρητικό νομοθέτη στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης.

Αναφερόμενος στη σύνθεση της Βουλής, υπογράμμισε ότι το Σύνταγμα απαιτεί τη λειτουργία της σε ενιαία σύνθεση, δηλαδή με 300 μέλη. Οι διαδικασίες για την κάλυψη κενών θέσεων καθορίζονται κυρίως από τον εκλογικό νόμο, ο οποίος προβλέπει ότι τη θέση ενός βουλευτή που αποχωρεί, καταλαμβάνει ο πρώτος αναπληρωματικός στην ίδια εκλογική περιφέρεια. Παράλληλα, η διάταξη αυτή συμπληρώνεται από τη δυνατότητα διενέργειας αναπληρωματικών εκλογών.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Ξηρό, η διαδικασία των αναπληρωματικών εκλογών δεν είναι αναγκαία. Αν κενωθεί μια βουλευτική έδρα, αυτή θα πρέπει να πληρούται με βάση το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, που ήδη έχει εκφραστεί στις προηγούμενες εκλογές, και όχι μέσω νέας εκλογικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και έναν ή δύο χρόνους μετά τις εκλογές, αλλοιώνοντας έτσι τη σύνθεση της Βουλής.

Ιφιγένεια Καμτσίδου

«Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι η θεσμική γέφυρα μεταξύ λαού και κυβέρνησης. Παρότι διαθέτουμε επαρκή μέσα ελέγχου, αυτά δεν αποδίδουν ουσιαστικά αποτελέσματα, καθώς το κομματικό σύστημα και οι πολιτικοί συσχετισμοί ακυρώνουν τη λειτουργία τους. Χρειάζονται συνταγματικές αλλαγές, που θα εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας»

Η Ιφιγένεια Καμτσίδου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ανέλυσε τον ρόλο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος. Όπως επεσήμανε, μέσα από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, διαμορφώνεται η σχέση μεταξύ εκλογικού σώματος, λαϊκής αντιπροσωπείας και κυβέρνησης, καθιστώντας τον βασικό πυλώνα της δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μία, τα μέσα ήπιου κοινοβουλευτικού ελέγχου, τα οποία υποχρεώνουν την κυβέρνηση και τα μέλη της να εμφανιστούν στη Βουλή και να λογοδοτήσουν για συγκεκριμένες πράξεις. Από την άλλη, ο αυστηρός κοινοβουλευτικός έλεγχος, που περιλαμβάνει εξεταστικές επιτροπές και προτάσεις μομφής, οι οποίες, θεωρητικά, μπορεί να επιφέρουν συνέπειες στα μέλη της κυβέρνησης.

Η Ιφιγένεια Καμτσίδου, Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, μιλάει στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τον ρόλο του Κοινοβουλίου στη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει ένα επαρκές οπλοστάσιο μέσων κοινοβουλευτικού ελέγχου, η εφαρμογή τους στην πράξη δεν παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα. Όπως σημείωσε η κ. Καμτσίδου, οι συνέπειες που προκύπτουν για τους υπουργούς είναι ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες. «Δεν έχουμε δει ποτέ υπουργό να απομακρύνεται από το αξίωμά του, επειδή υπήρξε διαρκές αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου», παρατήρησε, τονίζοντας ότι, αν και η αντιπολίτευση αξιοποιεί συστηματικά τις ελεγκτικές της αρμοδιότητες, οι διαδικασίες αυτές παραμένουν αναποτελεσματικές.

Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, όπως ανέφερε, μοιάζει να εξαρτάται πλήρως από το κομματικό σύστημα και την κοινοβουλευτική του αποτύπωση. Σε αυτό το πλαίσιο, έθεσε το ερώτημα εάν το Σύνταγμα θα μπορούσε, ή θα έπρεπε να ρυθμίσει εξαντλητικά τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του ελέγχου.

Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος μπορεί να καταστεί ουσιαστικός, μόνο εάν ανταποκριθεί στα κανονιστικά αιτήματα της εποχής. «Πρέπει να βρούμε συνταγματικούς τρόπους, που θα εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και θα εξαναγκάζουν την κυβέρνηση σε λογοδοσία», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ξενοφών Κοντιάδης

«Το φαινόμενο των interna corporis, όπου η Βουλή αποφασίζει χωρίς κανέναν εξωτερικό έλεγχο, αποτελεί παθογένεια του κοινοβουλευτικού μας συστήματος»

Ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, ξεκίνησε την εισήγησή του, διερωτώμενος αν είναι αναγκαία η θέσπιση ενός δεύτερου αντιπροσωπευτικού σώματος, όπως μιας Γερουσίας. Όπως σημείωσε, ένα τέτοιο σχήμα είναι συνυφασμένο με ομοσπονδιακά κράτη, ή προεδρικά συστήματα διακυβέρνησης, γεγονός που το καθιστά ασύμβατο με το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Πολύ περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη κουλτούρας συναίνεσης, η συνύπαρξη δύο σωμάτων θα προκαλούσε σοβαρές δυσλειτουργίες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. «Σκοπιμότερο είναι να μην προβλεφθεί στο Σύνταγμα ένα δεύτερο αντιπροσωπευτικό σώμα», τόνισε χαρακτηριστικά.

Αντί για αυτό, η συζήτηση θα πρέπει να στραφεί στην ανάγκη ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Η Βουλή, ως επίσημο βήμα διαλόγου για μείζονα ζητήματα, προϋποθέτει μια ισχυρή αντιπολίτευση με αναγνωρισμένα δικαιώματα και δυνατότητες παρέμβασης. Ωστόσο, στο ισχύον σύστημα, η θέση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι προνομιακή, τόσο θεσμικά, όσο και λόγω της συστηματικής κατάχρησης διαδικαστικών δικαιωμάτων σε βάρος της μειοψηφίας. Η δυνατότητα της αντιπολίτευσης να ελέγχει την κυβέρνηση είναι περιορισμένη, καθώς τα θεσμικά εργαλεία κοινοβουλευτικού ελέγχου που διαθέτει, συχνά παραμένουν αναποτελεσματικά. Η κοινοβουλευτική πρακτική έχει διαμορφώσει μια συνθήκη, κατά την οποία, παρότι η αντιπολίτευση μπορεί να ασκεί ελεγκτικές αρμοδιότητες, στην πράξη αυτές δεν οδηγούν σε ουσιαστικές συνέπειες για την εκτελεστική εξουσία.

Ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, μιλάει στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Κοντιάδης υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης των δυνατοτήτων της αντιπολίτευσης, ώστε να συμβάλει στην ποιότητα του κοινοβουλευτικού έργου, διαμορφώνοντας έναν πιο ισορροπημένο θεσμικό μηχανισμό, στον οποίο η αρχή της πλειοψηφίας θα συνδυάζεται με την πολιτική ισότητα. Παράλληλα, επεσήμανε το ζήτημα των interna corporis, δηλαδή των εσωτερικών διαδικασιών της Βουλής, που είναι δικαστικώς ανέλεγκτες. Όπως εξήγησε, η ασυλία των κοινοβουλευτικών διαδικασιών από οποιονδήποτε εξωτερικό έλεγχο έχει οδηγήσει σε στρεβλώσεις, καθώς επιτρέπει στη Βουλή να λειτουργεί με διαδικαστικές ατέλειες και χωρίς ουσιαστικές δικλείδες διαφάνειας.

Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, πρότεινε μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων. Μεταξύ αυτών, την αποκάθαρση και βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος, με την κατάργηση επικαλυπτόμενων, ή αντιφατικών διατάξεων, και την κωδικοποίηση των υπολοίπων, ώστε να διαμορφωθεί ένα σαφέστερο και πιο λειτουργικό πλαίσιο κοινοβουλευτικής δράσης. Παράλληλα, υποστήριξε την ανάγκη εγκαθίδρυσης ενός μόνιμου μηχανισμού αξιολόγησης της ποιότητας της νομοθεσίας, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια των νομοθετικών διαδικασιών. Ακολούθως, πρότεινε τη ρητή κατοχύρωση της υποχρέωσης των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών (interna corporis). Όπως σημείωσε, η δυνατότητα της δικαστικής εξουσίας να παρεμβαίνει σε τέτοια ζητήματα θα ενίσχυε τη διαφάνεια και τη λογοδοσία της νομοθετικής εξουσίας, αποτρέποντας φαινόμενα αυθαιρεσίας ή καταχρηστικής άσκησης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Τέλος, ανέδειξε το πρόβλημα των κενών βουλευτικών εδράνων, το οποίο, όπως τόνισε, απαξιώνει την κοινοβουλευτική διαδικασία. Η απουσία μεγάλου αριθμού βουλευτών από κρίσιμες συνεδριάσεις υπονομεύει την ουσιαστική λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, καθιστώντας αναγκαία την τροποποίηση των κανόνων που διέπουν την απαρτία και τη συμμετοχή στις ψηφοφορίες.

Ευάγγελος Βενιζέλος

«Η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι ένα εργαστηριακό πείραμα. Πριν μιλήσουμε για αλλαγές, πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι τα αναξιοποίητα κοιτάσματα του ισχύοντος Συντάγματος. Η αναθεώρηση είναι μια διαδικασία που απαιτεί ιστορική επίγνωση και θεσμική συστολή»

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, πρώην Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ανέπτυξε μια ευρύτερη θεώρηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, θέτοντας ως κεντρικό άξονα την ανάγκη ιστορικής επίγνωσης και θεσμικής σύνεσης.

Ξεκινώντας, αναφέρθηκε στη Βουλή όχι απλώς ως νομοθετικό σώμα, αλλά ως φόρουμ δημόσιου διαλόγου, ως μικρογραφία της πολιτικής κοινωνίας, ως τον χώρο όπου αποτυπώνονται και διαμορφώνονται οι εκλογικοί και κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί. Παράλληλα, επεσήμανε ότι η Βουλή δεν λειτουργεί αποκομμένα, αλλά είναι ενταγμένη σε ένα σύγχρονο επικοινωνιακό σύστημα, επηρεαζόμενη άμεσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Υπογράμμισε ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν πρέπει να προσεγγίζεται αποσπασματικά, ή με εμπειρισμό. Αντίθετα, απαιτείται μια συνολική θεώρηση, που θα λαμβάνει υπόψη τους θεσμικούς καταναγκασμούς και την ιστορική διάσταση της συνταγματικής ζωής. «Το Σύνταγμα είναι ένα ζωντανό σύστημα και εξελίσσεται, χωρίς να γνωρίζουμε πότε θα προκύψει ένα νέο ζήτημα στη Βουλή», σημείωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η αναθεώρηση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μηχανιστική διαδικασία, αποκομμένη από τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, αναπτύσσει τις απόψεις του για τη συνταγματική αναθεώρηση στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Προτού ξεκινήσει μια συζήτηση για Συνταγματική Αναθεώρηση, τόνισε την ανάγκη να εξεταστούν πρώτα τα αναξιοποίητα κοιτάσματα του ισχύοντος Συντάγματος. Όπως ανέφερε, στο κεφάλαιο που αφορά τη Βουλή, ο Κανονισμός της Βουλής περιλαμβάνει πληθώρα αδρανών, ή ελάχιστα εφαρμοζόμενων διατάξεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πριν τεθεί ζήτημα συνταγματικής μεταβολής.

Στην προσέγγιση αυτών των θεμάτων, επεσήμανε την ανάγκη για μεγαλύτερη ιστορική επίγνωση και θεσμική αυτοσυγκράτηση. Η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν είναι εργαστηριακό φαινόμενο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους συνταγματικής μηχανικής. Αντίθετα, αποτελεί μια διαδικασία που επηρεάζεται από ιστορικά φαινόμενα, πολιτικούς συσχετισμούς και θεσμικές διεργασίες, τα αποτελέσματα της οποίας εκτείνονται στον ιστορικό χρόνο.

Χρησιμοποιώντας τη μεταφορά της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, τόνισε ότι η ανακίνηση της διαδικασίας Αναθεώρησης δοκιμάζει ταυτόχρονα την αυστηρότητα και την τυπικότητα του Συντάγματος. «Η έναρξη μιας Αναθεώρησης είναι η δοκιμασία του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος», επεσήμανε, προειδοποιώντας ότι ο κίνδυνος λαθών είναι ιδιαίτερα σοβαρός. Η ευθύνη όσων συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή είναι μεγάλη, καθώς η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν αφορά μόνο την εκάστοτε πολιτική συγκυρία, αλλά τη θεσμική αρχιτεκτονική της χώρας στο βάθος του χρόνου.

Ιωάννης Σαρμάς

«Η συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνεται με γνώμονα τη βελτίωση διατάξεων, που δεν έχουν αποδειχθεί προβληματικές στην πράξη. Πρέπει να υπάρχει επιτακτική ανάγκη και ευρεία συναίνεση, διαφορετικά δημιουργούνται θεσμικά ρήγματα»

Ο Ιωάννης Σαρμάς, τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσέγγισε τη Συνταγματική Αναθεώρηση με μετριοπάθεια, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να υπάρχει επιτακτική ανάγκη για οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος. Όπως σημείωσε, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα βελτίωσης διατάξεων όταν δεν έχουν προκύψει προβλήματα στην πράξη. Παράλληλα, τόνισε ότι η διαδικασία της Αναθεώρησης προϋποθέτει ευρεία συναίνεση, καθώς η έλλειψή της δημιουργεί θεσμικές δυσκολίες και πολιτικά προβλήματα στη συνέχεια.

Αναφερόμενος στο ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, επεσήμανε την ανάγκη να προβλεφθεί ρητά στο Σύνταγμα η δικαιοδοσία της πολιτικής δικαιοσύνης σε ζητήματα, που αφορούν τις εκλογές. Αν και λέγεται ότι οι εκλογές τελούν υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής, δεν υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση που να αποδίδει συγκεκριμένη αρμοδιότητα στα δικαστήρια να λειτουργούν εγγυητικά για το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας.

Ο Ιωάννης Σαρμάς, τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παρεμβαίνει στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Σχετικά με τις διατάξεις περί ασυμβιβάστων και κωλυμάτων εκλογιμότητας, υπογράμμισε ότι αυτές τελούν υπό την εποπτεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι σχετικές ρυθμίσεις ελέγχονται, ως προς τη συμβατότητά τους με το άρθρο 3 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κάτι που σημαίνει ότι κάθε αλλαγή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Όσον αφορά τα διαδικαστικά ζητήματα στην απονομή της δικαιοσύνης, ο κ. Σαρμάς επεσήμανε ότι αυτά δεν εξαιρούνται του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι τα δικαστήρια δεν λειτουργούν όπως η εκτελεστική εξουσία, καθώς η ιεραρχία τους έχει διαφορετική δομή. Ο Πρόεδρος ενός ανωτάτου δικαστηρίου, όπως τόνισε, δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη λειτουργία των επιμέρους τμημάτων του, καθώς αυτά λειτουργούν ως ανεξάρτητες μονάδες λήψης αποφάσεων, με τον ρόλο του Προέδρου να είναι κατά βάση συμβουλευτικός και όχι παρεμβατικός.

Σχετικά με το ζήτημα των interna corporis, αναγνώρισε τη σοβαρότητα του προβλήματος, αλλά εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα ουσιαστικής αντιμετώπισής του. Ιδιαίτερα στο θέμα της εισαγωγής άσχετων τροπολογιών, σημείωσε ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική λύση, εκτός εάν θεσπιστεί δικαστικός έλεγχος εντός του Κοινοβουλίου—προοπτική με την οποία διαφώνησε. Η δικαστική εξουσία, όπως τόνισε, δεν πρέπει να αναλάβει αρμοδιότητες ελέγχου των interna corporis, καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε.

Κλείνοντας, επεσήμανε ότι η κυβερνησιμότητα και η ύπαρξη μιας κυβέρνησης που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής είναι η πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η Βουλή, όπως τόνισε, δεν είναι ένα σώμα που υπάρχει απλώς για να αναπαράγει αναλογικά τη σύνθεση του εκλογικού σώματος, αλλά ένα θεσμικό όργανο που έχει ως κύρια αποστολή την ανάδειξη μιας κυβέρνησης, η οποία θα κυβερνήσει τη χώρα με το πρόγραμμά της.

Κώστας Μαυριάς

«Εδώ και 36 χρόνια, κάθε νομοσχέδιο παραπέμπεται στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής – αν αυτό δεν συνέβαινε, θα ήταν εξαιρετικά ύποπτο. Για τον λόγο αυτό, η παραπομπή πρέπει να καταστεί υποχρεωτική και όχι προαιρετική, όπως προβλέπει σήμερα το Σύνταγμα»

Ο Κώστας Μαυριάς, Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής των Ελλήνων, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων και Επίτιμος Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου, εστίασε στην ανάγκη θεσμικών παρεμβάσεων που αφορούν τις επιτροπές της Βουλής, και ειδικότερα τις διαρκείς επιτροπές.

Όπως επεσήμανε, το Σύνταγμα προβλέπει ότι το νομοθετικό έργο μπορεί να ασκείται όχι μόνο από την Ολομέλεια, αλλά και από τις Διαρκείς νομοθετικές Επιτροπές. Οι Επιτροπές αυτές διακρίνονται, κατά την άποψή του, σε δύο είδη: τις νομοθετούσες Επιτροπές, που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα, και τις γνωμοδοτούσες Επιτροπές, που έχουν μόνο εισηγητικό χαρακτήρα. Το Σύνταγμα δεν χρησιμοποιεί συγκεκριμένη ορολογία για τη διάκριση αυτή, ωστόσο, στην κοινοβουλευτική πρακτική, η διαφορά είναι σημαντική.

Η λειτουργία των Διαρκών Επιτροπών επηρεάζει άμεσα και τον ρόλο της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Όταν μια Επιτροπή είναι νομοθετούσα, η Επιστημονική Υπηρεσία καταθέτει την έκθεσή της σε αυτήν. Αντίθετα, όταν είναι γνωμοδοτούσα, η έκθεση κατατίθεται απευθείας στην Ολομέλεια, επιτρέποντας μια πιο σφαιρική αποτίμηση της νομοθετικής διαδικασίας. Όπως υπενθύμισε, η τελευταία φορά που λειτούργησε νομοθετούσα Επιτροπή ήταν το 2008.

Στην πράξη, η Βουλή έχει επιλέξει να λειτουργεί πάντα με γνωμοδοτούσες Επιτροπές, ώστε η νομοθετική συζήτηση να γίνεται ενιαία. Η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε ως λύση επιτάχυνσης της διαδικασίας, κάτι που, κατά τον κ. Μαυριά, πρέπει να επανεξεταστεί από τον αναθεωρητικό νομοθέτη.

Ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα αφορά την κατάθεση νομοσχεδίων, που περιέχουν άσχετες διατάξεις. Το Σύνταγμα ρητά ορίζει ότι τα νομοσχέδια δεν πρέπει να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, που δεν συνδέονται με το κύριο αντικείμενό τους. Ωστόσο, όπως σημείωσε, η πρακτική αυτή έχει καταστρατηγηθεί. Η ανάγκη θεσμικής παρέμβασης στο θέμα αυτό είναι επιτακτική.

Τέλος, αναφέρθηκε στην κοινοβουλευτική πρακτική ελέγχου των νομοσχεδίων, υπογραμμίζοντας ότι εδώ και 36 χρόνια δεν έχει υπάρξει ποτέ περίπτωση νομοσχεδίου, που να μην παραπεμφθεί στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν εξαιρετικά ύποπτο. Για τον λόγο αυτόν, πρότεινε να καταστεί η παραπομπή των νομοσχεδίων υποχρεωτική, αντί να παραμένει προαιρετική, όπως ορίζει το Σύνταγμα σήμερα.

Ανδρέας Δρυμιώτης

«Από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, έχουμε 20 εκλογές με 10 διαφορετικά εκλογικά συστήματα – αυτό δεν δείχνει πολιτική σοβαρότητα. Πρέπει να υπάρξει σταθερότητα και θεσμικός εξορθολογισμός, με αυστηρότερα κριτήρια για τη συμμετοχή κομμάτων στις εκλογές»

Ο Ανδρέας Δρυμιώτης, πολιτικός αναλυτής, ανέδειξε το πρόβλημα της διαρκούς μεταβολής των εκλογικών συστημάτων στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα έχουν διεξαχθεί 20 εκλογικές αναμετρήσεις με 10 διαφορετικά εκλογικά συστήματα. Η συνεχής αλλαγή του εκλογικού νόμου, όπως τόνισε, δεν αποτελεί ένδειξη πολιτικής σοβαρότητας, αλλά εργαλείο μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, με στόχο την εξυπηρέτηση συγκυριακών συμφερόντων.

Προσεγγίζοντας το ζήτημα από πρακτική και οικονομική σκοπιά, επεσήμανε το υψηλό κόστος των εκλογών, το οποίο υπολογίζεται σε 100 εκατομμύρια ευρώ για το Υπουργείο Εσωτερικών και 400 εκατομμύρια ευρώ για την εθνική οικονομία συνολικά. Η οικονομική επιβάρυνση, που συνεπάγεται κάθε εκλογική διαδικασία, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ένα σταθερό και αποτελεσματικό εκλογικό σύστημα.

Ο Ανδρέας Δρυμιώτης, Πολιτικός Αναλυτής, σχολιάζει τις προτεινόμενες αλλαγές στη συνταγματική αναθεώρηση κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025.

Σύμφωνα με τον κ. Δρυμιώτη, το ελληνικό πολιτικό σκηνικό επιβάλλει τη διαμόρφωση ενός εκλογικού συστήματος, που θα ευνοεί το πρώτο κόμμα, διασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα της διακυβέρνησης. Όπως σημείωσε, η εμπειρία των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων καταδεικνύει την ανάγκη για ρυθμίσεις, που θα αποτρέπουν την πολυδιάσπαση και την τεχνητή διόγκωση του πολιτικού χάρτη.

Αναφερόμενος στις εκλογές του Ιουνίου 2023, επεσήμανε ότι συμμετείχαν 31 κόμματα, εκ των οποίων τα 20 έλαβαν ποσοστό μικρότερο του 0,5%. Αντίστοιχα, στις εκλογές του Μαΐου 2023, συμμετείχαν 35 κόμματα, με τα 22 εξ αυτών να συγκεντρώνουν λιγότερο από 0,5% των ψήφων. Για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου, πρότεινε την επιβολή υψηλού παραβόλου συμμετοχής στις εκλογές, με τον όρο ότι όποιο κόμμα δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει το 0,5% των ψήφων θα χάνει το ποσό αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριξε ότι θα επιτευχθεί ο απαραίτητος εξορθολογισμός του εκλογικού συστήματος, αποτρέποντας την αλόγιστη συμμετοχή κομμάτων χωρίς ουσιαστική πολιτική εκπροσώπηση.

Μιχάλης Πικραμένος

«Ο νομοθέτης δεν μπορεί να αγνοεί τις βασικές κατευθύνσεις της νομολογίας, καθώς αυτό οδηγεί σε ανασφάλεια δικαίου. Ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων θα αποτρέψει πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ενώ η υιοθέτηση νόμων-πλαισίων θα εξορθολογίσει τη νομοθέτηση»

Ο Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ, ανέδειξε ως βασικό πρόβλημα του ελληνικού κράτους την έλλειψη θεσμικής συνέχειας στη νομοθέτηση και την αδυναμία του νομοθέτη να ακολουθεί τις βασικές γραμμές της νομολογίας. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την εμπειρία από τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό, τόνισε ότι η σημερινή αντισυνταγματικότητα σε συγκεκριμένα ζητήματα δεν θα υπήρχε, εάν ο νομοθέτης του 2012 είχε ακολουθήσει τις βασικές αρχές της νομολογίας του ΣτΕ ήδη από τη δεκαετία του 1980, ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ πολεοδομικού σχεδιασμού και οικοδομικού κανονισμού. Αυτή η απόκλιση, όπως ανέφερε, έχει οδηγήσει σε μια γενικευμένη ανασφάλεια δικαίου, για την οποία δεν ευθύνεται ούτε το δικαστήριο, ούτε η βραδύτητα της δικαιοσύνης.

Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε την ανάγκη θεσμοθέτησης προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια προσέγγιση θα είχε αποτρέψει προβλήματα, όπως αυτά που προκύπτουν από τις τροπολογίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κατασταλτικός έλεγχος των τροπολογιών δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό στο κράτος δικαίου, αλλά δημιουργεί μια ασαφή και ρευστή κατάσταση, χωρίς σαφείς θεσμικές εγγυήσεις.

Ο Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, μιλάει στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025. Δίπλα του, η Φαίη Μακαντάση, Επικεφαλής Ερευνών του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού “διαΝΕΟσις”.

Παράλληλα, έθεσε το ζήτημα του τρόπου νομοθέτησης, επισημαίνοντας ότι απαιτείται αλλαγή στον τρόπο διαμόρφωσης των νόμων. Όπως υποστήριξε, η νομοθέτηση θα πρέπει να βασίζεται σε νόμους-πλαίσια, με τις βασικές κατευθύνσεις να καθορίζονται από τη Βουλή, ενώ ένα μεγάλο μέρος των επιμέρους ρυθμίσεων θα πρέπει να μεταφερθεί στον κανονιστικό νομοθέτη. Η σημερινή πρακτική, όπου η Βουλή λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό επικυρωτικά, οδηγεί σε μια κατάσταση, όπου οι βουλευτές συχνά δεν έχουν συνολική γνώση των διατάξεων που ψηφίζουν. Μικρότεροι, πιο συγκροτημένοι νόμοι, με σαφείς στρατηγικές κατευθύνσεις και ουσιαστική κοινοβουλευτική συζήτηση για τους στόχους της νομοθέτησης, αποτελούν, κατά τον κ. Πικραμένο, μια πιο αποτελεσματική προσέγγιση για ένα σύγχρονο Κοινοβούλιο.

Τέλος, αναφερόμενος στη λειτουργία των ανώτατων δικαστηρίων, εξέφρασε τη διαφωνία του με την αντίληψη ότι τα δικαστικά τμήματα λειτουργούν ως «κάστρα», απομονωμένα μεταξύ τους. Όπως τόνισε, ο Πρόεδρος πρέπει να έχει ενοποιητικό και συντονιστικό ρόλο στη λειτουργία των Τμημάτων και της Ολομέλειας, πάντα στο πλαίσιο της δικαστικής ανεξαρτησίας. Αν και είναι αδιανόητο ο Πρόεδρος να παρεμβαίνει στην ουσία των δικαιοδοτικών κρίσεων, διαθέτει εργαλεία για να συντονίζει τα Τμήματα, ως προς την αποτελεσματικότητα και την εσωτερική τους λειτουργία.

Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι ο δικαστής δεν είναι αποκομμένος από το κράτος, αλλά αποτελεί δημόσιο λειτουργό και κρατικό όργανο, που λογοδοτεί όχι μόνο στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, αλλά και στην Ευρώπη.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -