fbpx

Δικαιοσύνη και ΜΜΕ: Μια ακανθώδης σχέση

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών Γιώργος Νούλης, ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών Νίκος Παπασπύρου και η Δημοσιογράφος Ιωάννα Μάνδρου μίλησαν για τις παθογένειες που κατατρέχουν το παραπάνω δίπολο αλλά και τις λύσεις που θα το αναζωογονήσουν

Χρόνος ανάγνωσης 14 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 14 λεπτά

Δείτε επίσης

Γιατί γίνεται αρκετές φορές λόγος για ποινικό λαϊκισμό στη χώρα μας; Είναι μόνο οι τηλεδίκες που φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στην έξαρση του φαινομένου ή μήπως και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει ένα ανεξέλεγκτο τοπίο; Τι ισχύει με την κριτική στις δικαστικές αποφάσεις; Έχουν οι θεράποντες του δικαίου και οι δημοσιογράφοι τα εργαλεία να αντιδράσουν, προκειμένου να συρρικνώσουν τις στρεβλώσεις που παρατηρούνται;

Αυτά και πολλά ακόμη ζητήματα τέθηκαν προς συζήτηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε την Πέμπτη 20 Ιουνίου η Εταιρία Δικαστικών Μελετών υπό τον τίτλο «Απονομή της δικαιοσύνης και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ)», κηρύσσοντας την λήξη των εργασιών της περιόδου 2023-2024.

Ένας διαπρεπής εισαγγελέας, ένας καθηγητής συνταγματικού δικαίου και μία έμπειρη δημοσιογράφος, εκφράζοντας διαφορετικές εμπειρίες, θέσεις και προβληματισμούς, ομονόησαν στο εξής: ότι οι άμεσα εμπλεκόμενοι με τη Δικαιοσύνη καλούνται – και μάλιστα σύντομα – να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την ανάσχεση συμπεριφορών που υπονομεύουν το κύρος του δικαιοδοτικού έργου αλλά και της ενημέρωσης των πολιτών, εάν δεν θέλουν η σημερινή δύσκολη εξίσωση να καταστεί ακόμη πιο σύνθετη.

Γιώργος Νούλης

«Η προσπάθεια χειραγώγησης των δικαστικών κρίσεων μέσω του εκφοβισμού των δικαστών με δημόσιο προπηλακισμό είναι εξόχως απειλητική για την ίδια την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης»

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών κ. Γιώργος Νούλης παρατήρησε, αρχικώς, πως τα τελευταία έτη βλέπουμε μία διαρκώς εντεινόμενη διασταύρωση της ποινικής διαδικασίας με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όμως, στη συνάντηση αυτή των μέσων ενημέρωσης με την ποινική δικαιοσύνη παρατηρούνται στρεβλώσεις και εκτροπές καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν αντιλαμβάνονται όλα τα μέσα τη συνταγματική τους υποχρέωση ως προς τους όρους ενημέρωσης των πολιτών και το δικαίωμα των τελευταίων για έγκυρη και αντικειμενική πληροφόρηση.

Εν συνεχεία, ο κ. Νούλης αναφέρθηκε στα επιμέρους στάδια της ποινικής διαδικασίας στα οποία συνήθως εντοπίζεται χρονικά η εκδήλωση του ενδιαφέροντος των μέσων ενημέρωσης. Το πρώτο στάδιο παρατηρείται ήδη από πολύ νωρίς, ειδικότερα από τον σχηματισμό της δικογραφίας από τις αστυνομικές αρχές και την υποβολή της στον αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών προς αξιολόγηση. Όπως τόνισε, έχει επανειλημμένως παρατηρηθεί το φαινόμενο, ιδίως σε υποθέσεις μείζονος ενδιαφέροντος, να διαρρέει αυθαίρετα αποδεικτικό υλικό και να δημοσιοποιούνται ακόμη και με λεπτομέρειες στοιχεία της υπόθεσης από την Ελληνική Αστυνομία προτού καν ο σχετικός φάκελος αποσταλεί στην Εισαγγελία. Αυτές οι δημοσιογραφικές επιτυχίες, όπως υπογράμμισε, πιστώνονται στο αστυνομικό ρεπορτάζ, το οποίο παραδοσιακά έχει προνομιακή διείσδυση στις κατάλληλες πηγές. Εντούτοις, τόνισε ότι πρόκειται για μία πρακτική παράνομη, με πειθαρχικό και ποινικό ενδιαφέρον, εν όψει της διάταξης του άρθρου 252 του Ποινικού Κώδικα, που τυποποιεί το πλημμέλημα της παραβίασης του υπηρεσιακού απορρήτου.

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Γεώργιος Νούλης, μιλάει κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που διοργάνωσε η Εταιρία Δικαστικών Μελετών, με θέμα «Απονομή της δικαιοσύνης και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» στην Πλάκα, Αθήνα 20 Ιουνίου 2024. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Το δεύτερο στάδιο στο οποίο εκδηλώνεται η διείσδυση των μέσων ενημέρωσης στην ποινική διαδικασία εντοπίζεται, σύμφωνα με τον κ. Νούλη, στην ενδιάμεση διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Είναι κοινή αντίληψη ότι αφ’ ης στιγμής η δικογραφία για την οποία παραγγέλθηκε η διενέργεια της κύριας ανάκρισης παραληφθεί από τον ανακριτή και ενεργοποιηθεί το δικαίωμα των διαδίκων να λάβουν αντίγραφα, το υλικό της – σε απειροελάχιστο χρόνο – διαρρέει στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και μετά την ολοκλήρωση της κύριας ανάκρισης και τη λήψη αντιγράφου της εισαγγελικής πρότασης επί της ουσίας της υπόθεσης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών από τα διάδικα μέρη. Αυθημερόν η πρόταση, ολόκληρη ή αποσπάσματά της, καθίσταται κτήμα του φιλοθεάμονος κοινού με ξύλινους και αναχρονιστικούς τίτλους. Η εν λόγω συμπεριφορά, εφόσον επιδεικνύεται από δικηγόρο ή διάδικο, τυγχάνει παράνομη και ποινικώς ελεγκτέα, εν όψει της διάταξης του άρθρου 251, παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα, που τυποποιεί το ιδιαίτερο πλημμέλημα της παραβίασης δικαστικού απορρήτου, όπως ανέφερε.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον κ. Νούλη, το τρίτο στάδιο είναι η διαδικασία στο ακροατήριο. Μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο κακουργιοδικείο, παρατηρείται σε τηλεοπτικά παράθυρα το απαράδεκτο φαινόμενο της διεξαγωγής περισσότερων δικών για την ίδια υπόθεση, πέραν της μίας και κανονικής στο ακροατήριο. Οι μετέχοντες σε αυτές τις συζητήσεις «καλλιεργούν συστηματικά το θλιβερό άθλημα του ποινικού λαϊκισμού», όπως επί λέξει παρατήρησε, για να τονίσει εν συνεχεία ότι τα ίδια πρόσωπα διαπλάθουν, κατά τρόπο άκρως προβληματικό, το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

Ωστόσο, η κορύφωση του λαϊκισμού συναντάται στην διατύπωση της εισαγγελικής πρότασης προς το δικαστήριο, η οποία αν δεν είναι αρεστή στα μέσα ενημέρωσης και το διαμορφούμενο από αυτά «κοινό περί δικαίου αίσθημα» χαρακτηρίζεται ως απάδουσα, ενεργοποιώντας ενίοτε αντανακλαστικά που στοχεύουν στη δολοφονία χαρακτήρων. Πρόκειται, όπως επεσήμανε, για συμπεριφορές οι οποίες προσβάλλουν ευθέως το τεκμήριο αθωότητας, κορυφαία κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, η οποία έλαβε θέση στο Ελληνικό Σύνταγμα ήδη από την 3η Εθνοσυνέλευση του 1827 στην Τροιζήνα.

Στο τρίτο σκέλος όπου υφίσταται πλήγμα η ορθή εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας έχουμε, όπως παρατήρησε, την προσπάθεια χειραγώγησης της δικαστικής κρίσης. Με αιχμή του δόρατος συγκεκριμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δρομολογούνται οργανωμένες εκστρατείες προκειμένου να υπαγορευτεί στους εισαγγελείς υπό το βάρος της αρνητικής δημοσιότητας ο χειρισμός σοβαρότατων ποινικών υποθέσεων. Προς την ίδια κατεύθυνση, τόνισε ότι χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ποινική υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, στο πλαίσιο της οποίας με την επικοινωνιακή πίεση που ασκήθηκε από μερίδα μέσων ενημέρωσης επιδιώχθηκε η μεταβολή της βαρύτητας της ποινικής δίωξης.

Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Γεώργιος Νούλης (Κ) μιλάει δίπλα στον Αρεοπαγίτη ε.τ. Κυριάκο Οικονόμου (Α) και στην δημοσιογράφο Ιωάννα Μάνδρου (Δ), κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που διοργάνωσε η Εταιρία Δικαστικών Μελετών, με θέμα «Απονομή της δικαιοσύνης και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» στην Πλάκα, Αθήνα 20 Ιουνίου 2024. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Ακολούθως, κατά τον κ. Νούλη δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η προσπάθεια χειραγώγησης των δικαστικών κρίσεων μέσω του εκφοβισμού των δικαστών με δημόσιο προπηλακισμό είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και εξόχως απειλητική για την ίδια την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Και αυτό διότι στοχεύει στη δημιουργία φοβικών και άβουλων δικαστών, που θα υποτάσσονται αμαχητί στον ποινικό λαϊκισμό και στη δικανική οχλοκρατία, προκειμένου να είναι αρεστοί στο ευρύτερο κοινό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εν προκειμένω, αποτελεί η δίκη στο ΜΟΔ Αθηνών για την περιβόητη υπόθεση της 12χρονης του Κολωνού. Στην πολύκροτη αυτή υπόθεση η μητέρα του κοριτσιού παραπέμφθηκε με ομόφωνο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και σύμφωνη εισαγγελική πρόταση για διακεκριμένη μαστροπεία. Μετά την εκφορά της – καταδικαστικής για τη μητέρα – εισαγγελικής πρότασης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, η εισαγγελέας δέχτηκε ανηλεείς επιθέσεις για να αποδομηθεί η σοβαρότητα της πρότασής της καθώς και η υπηρεσιακή της κατάρτιση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ετυμηγορία να είναι απαλλακτική για τη μητέρα του κοριτσιού με ψήφους 4-3, μειοψηφισάντων των τακτικών δικαστών. «Πρόκειται για μια υπόθεση την οποία δεν δίκασε η έδρα, αλλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», όπως με μία δόση πικρίας παρατήρησε.

Στο τέλος της εισήγησής του διερωτήθηκε πώς μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Κατά τον κ. Νούλη, υπάρχει ένα τετράγωνο το οποίο διαθέτει σημαντικά εργαλεία για την άμβλυνση των φαινομένων του ποινικού λαϊκισμού. Το τετράγωνο αυτό συντίθεται από την Πολιτεία με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, τους δημοσιογράφους, τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, αλλά και τους δικηγορικούς συλλόγους. Όπως καταληκτικώς επεσήμανε, το σύνολο του τετραγώνου πρέπει να σταθεί στο ύψος που οι περιστάσεις επιβάλλουν.

Νίκος Παπασπύρου

«Βιώνουμε έναν ανατροφοδοτούμενο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ποινικό λαϊκισμό, ενίοτε εμπλεκόμενο και με το πολιτικό σύστημα, ο οποίος εν δυνάμει απειλεί τη Δικαιοσύνη»

Ακολούθησε η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Νίκου Παπασπύρου, ο οποίος αναφέρθηκε, σε ένα πρώτο επίπεδο, στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κυρίως στις σχέσεις της Δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, όπως επίσης και στην ανατροφοδότηση του ποινικού λαϊκισμού από τα μέσα ενημέρωσης.

Ειδικότερα, όπως παρατήρησε, η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου επικεντρώνεται σε δύο κατηγορίες ζητημάτων. Η πρώτη κατηγορία σχετίζεται με τη δημοσιοποίηση στοιχείων της δικογραφίας ή την προσπάθεια χειραγώγησης εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων, κάτι που ασφαλώς θέτει ζητήματα στάθμισης με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά και το δικαίωμα στην επανένταξη, το οποίο θίγεται από τον δημόσιο στιγματισμό. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τη δημοσιοποίηση στοιχείων δικογραφίας ή την προσπάθεια χειραγώγησης εκκρεμούς υπόθεσης, το ΕΔΔΑ είναι αρκετά αυστηρό, όπως επεσήμανε, δεδομένου ότι δέχεται ευρύτατους περιορισμούς στην ευχέρεια που έχουν τα μέσα ενημέρωσης. Η στάση του Δικαστηρίου είναι εύλογη διότι διακυβεύονται σημαντικά έννομα αγαθά που δεν μπορούν να μείνουν απροστάτευτα, όπως εξήγησε.

Περαιτέρω, αναφερόμενος σε παλαιότερη νομολογία του ΕΔΔΑ, τόνισε ότι το κράτος έχει υποχρέωση να διερευνά κάθε περίπτωση που διαρρέουν στοιχεία δικογραφιών, τα οποία δεν είναι κρίσιμα για το δημοσίου ενδιαφέροντος ζήτημα που κρίνεται (λ.χ. δηλώσεις που σκανδαλίζουν).

Ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νικόλαος Παπασπύρου (Α), ο Αεροπαγίτης ε.τ. και πρόεδρος της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών, Ιωάννης Χαμηλοθώρης (Κ) και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, Γεώργιος Νούλης (Δ), συμμετέχουν στο πάνελ της εκδήλωσης που διοργάνωσε η Εταιρία Δικαστικών Μελετών, με θέμα «Απονομή της δικαιοσύνης και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» στην Πλάκα, Αθήνα 20 Ιουνίου 2024. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Βέβαια, σχετικά με το ζήτημα της κριτικής σε περατωθείσες δικαστικές υποθέσεις, παρατήρησε ότι η στάση του Δικαστηρίου είναι διαφορετική. Πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται ευρύτατο πεδίο κριτικής στα μέσα ενημέρωσης και τους τρίτους, με εξαίρεση τους δικηγόρους για τους οποίους ισχύουν ειδικές δεσμεύσεις.

Επιπροσθέτως, τόνισε ότι αν ο νόμος θέτει περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, κάτι τέτοιο πρέπει να γίνεται με απολύτως ουδέτερο τρόπο. Όπως επί παραδείγματι ανέφερε, ο νόμος για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, κατά τον τρόπο που ίσχυε έως το 2019 αλλά και για ένα μικρό διάστημα τα τελευταία χρόνια, είχε πρόβλημα συνταγματικότητας, διότι τιμωρούσε τα ψεύδη προς μία κατεύθυνση. «Τιμωρούσε, για την ακρίβεια, τα ψεύδη που έθιγαν τη δημόσια εικόνα που το κράτος θέλει για τους θεσμούς, αλλά δεν τιμωρούσε τα ψεύδη που αντιστρόφως εξωραΐζαν την πραγματικότητα», σύμφωνα με τον κ. Παπασπύρου. Κάτι τέτοιο συνιστά πρόβλημα από πλευράς ελεύθερης έκφρασης, διότι στερείται ουδετερότητας και κατ’ επέκταση αντικειμενικότητας, όπως ανέφερε.

Κατά τον ίδιο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου προκύπτει πως το κράτος έχει ευρύτατα περιθώρια αλλά και υποχρέωση να ελέγχει και να τιμωρεί τα μέσα ενημέρωσης που προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου ή προσπαθούν να χειραγωγήσουν την εκκρεμή διαδικασία.

Η υποχώρηση του κράτους πρόνοιας, η μετανάστευση, αλλά και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κουλτούρες, μία τεχνοκρατική και μία λαϊκή συντηρητική οι οποίες βρίσκονται σε διαρκή διαπάλη μεταξύ τους, είναι κάποια από τα αίτια που εξηγούν την απήχηση του ανατροφοδοτούμενου από τα μέσα ενημέρωσης ποινικού λαϊκισμού, όπως επίσης σημείωσε.

Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, ανεξαρτήτως των αιτιών, σήμερα τεράστια ευθύνη έχουν τα μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο, διότι εκμεταλλεύονται τα βαθύτερα συναισθήματα που έχει η ανθρώπινη φύση μέσω της υποβολής, της επιλεκτικής ή κατά παραποίηση έκθεσης των δεδομένων και φυσικά μέσω της ορατότητας που εξασφαλίζουν.

Αναφερόμενος στη δίκη για το Μάτι, επεσήμανε ότι κρίσιμα στοιχεία της πραγματικότητας, όπως – μεταξύ άλλων – το γεγονός ότι η συνολική ποινή επί δυνατότητα μετατροπής δεν επηρεάζεται από τη συνολική ποινή, αλλά από την ποινή βάσης, παρακάμφθηκαν από δημοσιολογούντες και δημοσιογράφους, με αποτέλεσμα να αποπροσανατολιστεί η ουσία του δημόσιου διαλόγου και να καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι η απόφαση ήταν προϊόν μιας κακής σύνθεσης. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, όπως υπογράμμισε, η συνεχής ανατροφοδότηση ενός κλίματος θυμού, η ομογενοποίηση της δημόσιας αντίδρασης, η θέση του εγκλήματος στο κέντρο της δημόσιας πολιτικής – ενίοτε αποπροσανατολιστικά – και η παρουσίαση της ποινής ή και της προσωρινής κράτησης ως μέσο εκτόνωσης του θυμού.

Επίσης, αναφερόμενος στη νομολογία του Στρασβούργου για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τόνισε ότι δεν αρκεί μόνο η αληθής ανεξαρτησία, αλλά και η εικόνα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που δίδεται προς το κοινό. Με άλλα λόγια, «κλονίζεται το κράτος δικαίου όταν δημιουργούνται ακόμη και εύλογες αμφιβολίες στον αντικειμενικό παρατηρητή», όπως εξήγησε.

Παράλληλα, τόνισε ότι η διάκριση ανάμεσα στα δικαστήρια ουσίας και στα ακυρωτικά δικαστήρια δεν είναι μόνο μια διάκριση με τεχνικά χαρακτηριστικά που εξυπηρετεί την καλύτερη οργάνωση των πόρων, αντιθέτως συνιστά συνταγματική απαίτηση, ώστε το ένα να λειτουργεί ως αντίβαρο του άλλου. Υπό την έννοια αυτή, όπως σημείωσε, έχουμε έναν καταμερισμό εργασίας για να αποφεύγονται οι υπέρμετρες εξουσίες.

Λίγο προτού ολοκληρώσει την εισήγησή του, αναφέρθηκε στον εμφανή κίνδυνο να παρακάμπτεται η εξατομικευμένη κρίση των δικαστών με διαρκείς νομοθετικές μεταβολές, οι οποίες ενίοτε υπαγορεύονται από το λαϊκό θυμικό. Τέλος, παρατήρησε ότι είναι κρίσιμο να διαφυλαχτεί η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα της Δικαιοσύνης, κάτι που όμως προϋποθέτει τη δημόσια στήριξή της και κυρίως την απαλλαγή από την πάγια και στρεβλή πεποίθηση ότι για «μη αρεστές αποφάσεις» ευθύνονται οι εκάστοτε συνθέσεις.

Ιωάννα Μάνδρου

«Η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις είναι αναγκαία, πρέπει όμως να γίνεται με επιχειρήματα και σεβασμό στη δικαστική ανεξαρτησία»

Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την παρέμβαση της Ιωάννας Μάνδρου, δημοσιογράφου που επί 40 συναπτά έτη καλύπτει θέματα Δικαιοσύνης, η οποία τόνισε ότι ένα τόσο ευαίσθητο και πολυπαραγοντικό ζήτημα δεν πρέπει να προσεγγίζεται με γενικεύσεις και αφορισμούς.

Προτού καυτηριάσει τα φαινόμενα των τηλεδικών, η κ. Μάνδρου σημείωσε ότι οι σχέσεις του Τύπου με τη Δικαιοσύνη, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, υπήρχαν πάντοτε και δεν νοείται να εκλείψουν. Επιβάλλονται, όπως τόνισε, από το θεσμικό ρόλο που έχει ο Τύπος στην ενημέρωση της κοινής γνώμης, όπως επίσης και από τη θεσμική βαρύτητα των δικαστικών αποφάσεων. Αυτή η συνεργασία ανάμεσα στον Τύπο και τη Δικαιοσύνη δεν περιορίζεται μονάχα στις ποινικές υποθέσεις για τις οποίες υπάρχει ένα έντονο ενδιαφέρον, αλλά εκτείνεται τόσο σε εξελίξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης όσο και σε δικαστικές κρίσεις που έρχονται από τα Ανώτατα Δικαστήρια, όπως ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι οποίες δημιουργούν νέες νομικές συνθήκες για μεγάλες κοινωνικές ομάδες.

Η δημοσιογράφος Ιωάννα Μάνδρου (Κ-Α) συνομιλεί με την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα (Κ-Δ), στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Εταιρία Δικαστικών Μελετών, με θέμα «Απονομή της δικαιοσύνης και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» στην Πλάκα, Αθήνα 20 Ιουνίου 2024. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ

Οι σχέσεις αυτές, πράγματι, σύμφωνα με την κ. Μάνδρου, έχουν εμπεδωθεί τα τελευταία χρόνια από πάρα πολλούς δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι κατέχουν νευραλγικές θέσεις. Μάλιστα, όπως τόνισε, με πρωτοπόρο το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχουν οργανωθεί, ειδικώς στο ΣτΕ αλλά και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ειδικές υπηρεσίες επικοινωνίας, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο σε τυπικές ανακοινώσεις, αλλά παρέχουν εκτενείς περιλήψεις σε θέματα επικαιρότητας, μηδενίζοντας έτσι τις πιθανότητες για παραπλάνηση της κοινής γνώμης.

Εξέφρασε μάλιστα την άποψη ότι, αν αυτή η επίσημη και θεσμική ενημέρωση που γίνεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο καταστεί το ίδιο ευρεία από την ποινική και την πολιτική δικαιοσύνη σε σειρά αποφάσεων, δικαστικών ή εισαγγελικών ενεργειών, τότε θα περιοριστεί κατά πολύ η δημοσιογραφική αυθαιρεσία, η παραπλάνηση, το ψεύδος, η διαστρεβλωμένη είδηση, η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

Επιπλέον, καθώς ζούμε σ’ ένα περιβάλλον όπου η πληροφορία δεν μπορεί αποτελεσματικά να ελεγχθεί, πρέπει να υπάρξουν σοβαρές και ουσιαστικές συζητήσεις για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, την προστασία της ανεξαρτησίας στη δικαστική κρίση αλλά και την προστασία των δημοσιογράφων, όπως παρατήρησε, για να επισημάνει επίσης ότι «τα φαινόμενα των τηλεδικών έχουν κλονίσει στοιχειώδεις εγγυήσεις, όπως τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, τα δικαιώματα των θυμάτων, το τεκμήριο της αθωότητας».

Αναφερόμενη στην υπόθεση του Ματιού, αναγνώρισε πως πράγματι υπήρξαν μέσα ενημέρωσης τα οποία κατά κόρον προέβαλαν την άποψη ότι η δίωξη που έπρεπε τελικώς να ασκηθεί κατά των υπευθύνων έπρεπε να είναι κακουργηματικής φύσεως. Εντούτοις, οι εισαγγελικές αρχές τρεις φορές είχαν διαφορετική άποψη, κατέληξαν δηλαδή στο πλημμέλημα, όπως εκεί κατέληξε και το Συμβούλιο Εφετών το οποίο παρέπεμψε τη δίκη στο ακροατήριο. Προφανώς, οι προσπάθειες να στραφεί το ανακριτικό έργο προς τη μία ή την άλλη πλευρά δεν είναι αθώες, όπως παρατήρησε.

Σχετικά με την υπόθεση της 12χρονης του Κολωνού, η κ. Μάνδρου ανέφερε ότι, παρά το γεγονός πως το κατηγορητήριο ήταν στοιχειοθετημένο και κατ’ επέκταση η μητέρα δεν ήταν έξω από την εγκληματική δράση, δημιουργήθηκε για άγνωστους λόγους ένα κοινωνικό κίνημα υπέρ της, το οποίο υποστηρίχθηκε από μερίδα μέσων ενημέρωσης και κυρίως από το διαδίκτυο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την αθώωσή της, συντασσόμενη έτσι με την άποψη που εξέφρασε ο κ. Νούλης.

Επίσης, απαντώντας στον κ. Παπασπύρου σχετικά με την υπόθεση του Ματιού και τα κρίσιμα στοιχεία που δεν τονίστηκαν στον δημόσιο διάλογο, αντέτεινε ότι η ποινή βάσης δεν «μπήκε κάτω από το χαλί», αντιθέτως από την ίδια τονίστηκε, σημειώνοντας επιπλέον ότι ο δημοσιογραφικός λόγος, ακριβώς επειδή απευθύνεται στο ευρύ κοινό, δεν μπορεί να είναι τεχνικός. Σχετικά με την κριτική που ασκείται στις δικαστικές αποφάσεις, η κ. Μάνδρου τόνισε ότι αυτή είναι αναγκαία, πρέπει όμως να γίνεται με επιχειρήματα και σεβασμό στη δικαστική ανεξαρτησία. Στην υπόθεση του Ματιού δικαίως κατά την ίδια ασκήθηκε τόσο έντονη κριτική, η δε έφεση που ασκήθηκε για το σύνολο της απόφασης είναι μία ένδειξη ότι η κριτική που ασκήθηκε κάθε άλλο παρά αβάσιμη ήταν.

Τέλος, υπογράμμισε ότι πρέπει να υπάρξουν επιμορφωτικά σεμινάρια, ειδικώς για τους δημοσιογράφους που ασχολούνται με δικαστικά θέματα, διότι πρόκειται για ζητήματα μείζονος σημασίας που αφορούν τον καθέναν και την καθεμία ξεχωριστά αλλά και τη δικαιοσύνη ως βαρύτατο θεσμικό παράγοντα της Δημοκρατίας.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -