Η σχέση της Δικαιοσύνης με τη Μεταπολίτευση δεν έχει φωτιστεί όσο έχουν φωτιστεί λοιπές πτυχές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Είναι κοινός τόπος ότι τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου έχουν αλώσει στο πέρασμά τους πτυχές με ειδικό βάρος στη συνδιαμόρφωση των εξελίξεων. Υπό την έννοια αυτή, η συμβολή της Δικαιοσύνης στο ασφαλές πέρασμα της χώρας στο δημοκρατικό φάσμα κάθε άλλο παρά αποτελεί ζήτημα ήσσονος σημασίας. Για την ακρίβεια, τα διλήμματα της μεταβατικής δικαιοσύνης κατά τη Μεταπολίτευση, είχαν ένα σημαντικό ιστορικό βάρος για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε σημαντικές δίκες, όπως εκείνη των πρωταιτίων, των βασανιστών στη Χαλκίδα, αλλά και του Πολυτεχνείου. Ένα βάρος στο οποίο κάποιοι ανταποκρίθηκαν επιτυχώς, ενώ άλλοι όχι. Κι ένα βάρος που υπαγόρευε ότι το βεβαρημένο παρελθόν έπρεπε να αποτιναχθεί, με τη Δικαιοσύνη να καλείται να λειτουργήσει εγγυητικά στη νέα εποχή που ανέτειλε για την Ελλάδα.
Την ανεπεξέργαστη αυτή σχέση έφεραν στο προσκήνιο το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην αίθουσα Γερουσίας της Βουλής, σε μια ξεχωριστή ημερίδα, την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου, με θέμα «Η ελληνική Δικαιοσύνη και η μετάβαση στη Δημοκρατία».
Το “NB Daily” βρέθηκε στην εκδήλωση για να παρακολουθήσει την Α’ Συνεδρία, στην οποία συμμετείχαν οι Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, Δημήτριος Τίτσιας, Εφέτης, Μαρία Χασιρτζόγλου, Επίτιμη Αρεοπαγίτης, Ελευθερία Κώνστα, Εφέτης, και Γεώργιος Μικρούδης, Αρεοπαγίτης. Τον συντονισμό ανέλαβε η επίτιμη Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα.
Κωνσταντίνος Τασούλας
«Η δικτατορία δεν έπεσε το βράδυ της 24ης Ιουλίου. Έπεσε σιγά σιγά, με πολλή προσοχή και πολύ αριστοτεχνικές κινήσεις»
Ο Πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας, ανέδειξε τη σχέση της Δικαιοσύνης με τη μεταπολίτευση, ένα θέμα που, όπως υποστήριξε, δεν έχει λάβει την προσοχή που του αρμόζει. Παρότι η μεταπολίτευση έχει αναλυθεί υπό πολιτικές, κοινωνικές, εθνικές και στρατιωτικές παραμέτρους, δεν έχει γίνει ποτέ μια σε βάθος εξέταση της σύνδεσής της με τη Δικαιοσύνη.
Ανατρέχοντας στην ιστορία, τόνισε τη σημασία που απέδιδε στη Δικαιοσύνη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο αρχιτέκτονας της μεταπολίτευσης. Όπως εξήγησε, ο Καραμανλής είχε προσωπικές εμπειρίες που διαμόρφωσαν την προσέγγισή του. Πριν γίνει Πρωθυπουργός, υπέστη συκοφαντίες και άδικες κατηγορίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το καλοκαίρι του 1955, όταν κατηγορήθηκε ψευδώς ότι ζήτησε χρήματα για την αναθεώρηση μιας σύμβασης με τη Siemens. Ο Καραμανλής αντέδρασε άμεσα, καταθέτοντας μήνυση κατά του κατήγορου, και η υπόθεση εκδικάστηκε άμεσα, οδηγώντας σε καταδίκη του συκοφάντη.
Ο κ. Τασούλας αναφέρθηκε και σε άλλη κατηγορία φαυλότητας που διατυπώθηκε το 1966, ενώ ο Καραμανλής βρισκόταν στο Παρίσι. Σε μια ανοιχτή επιστολή του, ο Καραμανλής υπερασπίστηκε τις επιλογές του, τονίζοντας ότι οι αποφάσεις του για τη Δικαιοσύνη βασίζονταν στην αμεροληψία και το κοινό καλό, όχι στο προσωπικό και κομματικό συμφέρον. Αυτή η προσήλωση στη δικαιοσύνη και την αμεροληψία, όπως τόνισε ο Πρόεδρος της Βουλής, αποτελούν τον πυρήνα της στάσης του Καραμανλή απέναντι στο κράτος.
Στην κρίσιμη περίοδο της μεταπολίτευσης, ο Καραμανλής, ως Πρωθυπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, είχε ως στόχο να αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία της χώρας, αποφεύγοντας τον διχασμό που χαρακτήριζε την Ελλάδα από το 1915 και εντάθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Στους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, Υπουργός Δικαιοσύνης, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση της Δικαιοσύνης. Οι δίκες των πρωταιτίων της δικτατορίας διεξήχθησαν με βάση τις αρχές του δικαίου, χωρίς τη χρήση αναδρομικών νομοθεσιών και έκτακτων στρατοδικείων.
Ο κ. Τασούλας υπογράμμισε ότι η αποκατάσταση της Δικαιοσύνης και η επιστροφή της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης συνέβαλαν στη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας. Σημείωσε ότι αυτό το πνεύμα αποφυγής του διχασμού και υπεράσπισης των αρχών του δικαίου έδωσε στην Ελλάδα την αξιοπιστία μιας δυτικής δημοκρατίας. Η Διεθνής Αμνηστία επαίνεσε την Ελλάδα για τον τρόπο διεξαγωγής των δικών, αναγνωρίζοντας ότι αυτές δεν έγιναν με όρους εκδίκησης, αλλά δικαιοσύνης.
Κλείνοντας, ο κ. Τασούλας επεσήμανε τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η μεταπολιτευτική Δικαιοσύνη, ειδικά στην αποφυγή των πιέσεων του λεγόμενου «κοινού περί δικαίου αισθήματος». Παρά τις φωνές που ζητούσαν αυστηρότερη τιμωρία των υπευθύνων της δικτατορίας, η Δικαιοσύνη παρέμεινε ανεξάρτητη και αμερόληπτη, αποδεικνύοντας την ακεραιότητά της. Αυτό, όπως τόνισε, αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για την επιτυχία της μεταπολίτευσης στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης, δημοκρατικής Ελλάδας.
Σοφία Βιτάλη, Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας
Στην ομιλία της, η Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας Σοφία Βιτάλη, ανέδειξε τον ρόλο της Δικαιοσύνης ως πυλώνα σταθερότητας και προστασίας των θεμελιωδών αξιών της Δημοκρατίας σε κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Αναφέρθηκε στη δημιουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1929, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου βαθύτατων ιστορικών ανακατατάξεων, όπως ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή. Σε αυτό το κλίμα, η Δικαιοσύνη βρέθηκε αντιμέτωπη με κρίσιμες αποφάσεις, ενώ η χρήση έκτακτων στρατοδικείων, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974, αντικατόπτριζε την κρίση των θεσμών που διήρκεσε από το 1915 έως το 1974.
Η μεταπολίτευση, όπως εξήγησε η κ. Βιτάλη, αποτέλεσε σημείο καμπής για την ελληνική πολιτεία, σηματοδοτώντας τη μετάβαση σε ένα νέο πολιτειακό καθεστώς. Από την 23η Ιουλίου 1974 έως την 16η Ιουνίου 1975, όταν τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας ανέδειξε τη σημασία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως κεντρικού θεσμού για τη λειτουργία του κράτους δικαίου.
Τέλος, επισημάνθηκε ο καθοριστικός ρόλος του προηγούμενου Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, υπό την προεδρία του Συμβούλου Επικρατείας Παναγιώτη Τσούκα, ανέλαβε την πρωτοβουλία και τη διοργάνωση της εκδήλωσης. Τα μέλη του Δ.Σ., Ελένη Κουλεντιανού, Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος, Ειρήνη Σπανάκη και Δημήτρης Τσαρούχας, συνεργάστηκαν στενά, συμβάλλοντας στην επιτυχή οργάνωση. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στον τότε Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλη Πικραμένο, για τη συμβολή του.
Ευάνθης Χατζηβασιλείου
«Η Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου του 1974 έσπασε την κατάρα της νεότερης ελληνικής ιστορίας των έκτακτων στρατοδικείων»
Η έννοια της «μεταβατικής δικαιοσύνης» έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, όπως παρατήρησε αρχικώς ο Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων Ευάνθης Χατζηβασιλείου. Η έννοια, εκφεύγοντας από τα στενά όρια της νομικής επιστήμης, έχει εξελιχθεί σε μια έννοια που περιλαμβάνει και φιλοσοφικές διαστάσεις, όπως τις διαδικασίες μνήμης και συμφιλίωσης.
Περαιτέρω, όπως υποστήριξε, η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος στην απονομή μεταβατικής δικαιοσύνης το 1975. Οι δίκες μετά τη χούντα δεν ήταν μόνο ποινικές, αλλά και πολιτειακές διαδικασίες που προωθούσαν τη συνεπή εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαμορφώνοντας την κοινωνική κουλτούρα και τη διεθνή θέση της χώρας. Ωστόσο, αυτή η πρόοδος βασίστηκε σε ένα δύσκολο και απογοητευτικό παρελθόν που οδήγησε την Ελλάδα να κάνει μια νέα αρχή το 1975. Αυτό το παρελθόν εμφορείται από θεσμικές ατασθαλίες, τις οποίες, όπως υπενθύμισε, οι συνταγματολόγοι αποκαλούν «κρίση των θεσμών». Οι κρίσεις αυτές εκφράστηκαν μέσα από δύο κύριους διχασμούς: τον Εθνικό Διχασμό του 1915 και τον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940. Στο πλαίσιο αυτών των διχασμών, διεξήχθησαν δίκες πολιτικού χαρακτήρα που δεν τιμούσαν τη χώρα και ιδίως τον νομικό της πολιτισμό.
Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του Ιδρύματος της Βουλής, η αρχή έγινε με τη δίκη των «Έξι» το 1922, η οποία αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής αντεκδίκησης. Στη δίκη αυτή, η ηγεσία της μιας παράταξης ουσιαστικά εξοντώθηκε, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Παρά το γεγονός ότι η κοινή γνώμη ήθελε «να πέσουν κεφάλια», οι βασικοί κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας διασύρθηκαν: οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν του νόμιμου δικαστή τους, και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία χωρίς αποδείξεις δόλου.
Αυτή η χρήση των έκτακτων στρατοδικείων έγινε κακή παράδοση, που άνοιξε το δρόμο για μελλοντικές δίκες εκδίκησης. Το 1935, μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα, οι βενιζελικοί αντέδρασαν με τη συγκρότηση στρατοδικείων, καταδικάζοντας αντιπάλους σε θάνατο, μεταξύ αυτών και στρατηγούς που δεν είχαν καν εμπλακεί στο κίνημα αλλά είχαν καταθέσει ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη των «Έξι». Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όπως υπενθύμισε, 25 έκτακτα στρατοδικεία δίκαζαν χιλιάδες άτομα. Περίπου 3.000 άτομα εκτελέστηκαν, ακολουθώντας μια πρακτική που εφάρμοζε τη θανατική ποινή στους καταδικασθέντες ομόφωνα. Μεταξύ των επιφανέστερων επικριτών αυτής της περιόδου ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος περιέγραψε τις δίκες αυτές ως «φθηνές και ανεπίτρεπτες», καταδεικνύοντας την ανησυχία του για την εκμετάλλευση της δικαιοσύνης για πολιτικούς σκοπούς.
Μετά τον εμφύλιο, τα έκτακτα μέτρα διατηρήθηκαν με το ψήφισμα του 1952, και οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1955, οπότε η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή τις σταμάτησε. Αυτές οι διαδικασίες, ωστόσο, συνέχιζαν να βαραίνουν την ελληνική δημοκρατία, η οποία χαρακτηρίστηκε «καχεκτική» από τον εκλιπόντα καθηγητή Ηλία Νικολακόπουλο.
Η χούντα του 1967-1974 αναζωπύρωσε τις κακές πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στη δικαιοσύνη και στους θεσμούς της χώρας. Το 1974-1975, όμως, η μεταπολίτευση έφερε ελπίδα και προοπτική, τονίζοντας ότι η συντακτική πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 καθόρισε τον τρόπο δίωξης των πρωταιτίων της χούντας, με τις δίκες να διεξάγονται από τακτικά δικαστήρια. Με τη θεμελιώδη αρχή της δίκαιης δίκης και της απουσίας αναδρομικών νόμων, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε μια προσέγγιση μακριά από το φάσμα της εκδίκησης, θέτοντας ισχυρά ερείσματα στην πορεία της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας, όπως τέλος ανέφερε.
Δημήτριος Τίτσιας
«Οι πρώην δικτάτορες, οι οποίοι κάποτε ασκούσαν απόλυτη εξουσία, βρέθηκαν στο εδώλιο, αναγκαζόμενοι να δηλώσουν τα προσωπικά τους στοιχεία, συμβολίζοντας την ισότητα ενώπιον του νόμου»
Στις 23 Αυγούστου 1975, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών συνεδρίασε στην κατάμεστη αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού για την ολοκλήρωση της ιστορικής δίκης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, όπως υπογράμμισε στην αρχή της ομιλίας του ο εφέτης Δημήτριος Τίτσιας. Υπό την προεδρία του Ιωάννη Ντεγιάννη, η δίκη αποτέλεσε ένα κορυφαίο γεγονός της μεταπολιτευτικής περιόδου, ενώ ειδική αναφορά έκανε και στους εισαγγελείς της υπόθεσης, Κωνσταντίνο Σταμάτη και Σπύρο Κανίνια, οι οποίοι κατηγόρησαν τους δεκαοχτώ στρατιωτικούς πρωταίτιους για δύο κακουργήματα: τη στάση και την εσχάτη προδοσία.
Όπως σημείωσε, η κατηγορία της στάσης αφορούσε τη χρήση όπλων χωρίς άδεια και την άρνηση των κατηγορουμένων να υπακούσουν στις εντολές του βασιλιά και του τότε Υπουργού Γεωργίου Ράλλη. Η εσχάτη προδοσία περιλάμβανε δύο τρόπους τέλεσης: την εξαναγκαστική επιβολή κυβέρνησης που δεν είχε τη συγκατάθεση του βασιλιά και την πλήρη μεταβολή του πολιτεύματος από βασιλευομένη δημοκρατία σε δικτατορία.
Η δίκη, που συχνά χαρακτηρίζεται ως η «ελληνική Νυρεμβέργη», διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, από τις 28 Ιουλίου έως τις 23 Αυγούστου 1975, και καλύφθηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης. Όπως υποστήριξε ο Δημήτριος Τίτσιας, το δικαστήριο επικεντρώθηκε αυστηρά στα γεγονότα της νύχτας του πραξικοπήματος και στις προπαρασκευαστικές ενέργειες των κατηγορουμένων. Η πολιτική αγωγή αποβλήθηκε, καθώς τα έννομα αγαθά που προσβάλλονταν δεν θεωρήθηκαν ατομικά, ενώ οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν ενεργά στη διαδικασία, ζητώντας από τους συνηγόρους τους να απέχουν από οποιαδήποτε υπερασπιστική ενέργεια.
Σύμφωνα με τον Δημήτριο Τίτσια, η σημασία της δίκης δεν περιορίστηκε στις νομικές της πτυχές. Η ίδια η πραγματοποίησή της και οι συνθήκες μεγάλης δημοσιότητας προσέδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα. Οι πρώην δικτάτορες, οι οποίοι κάποτε ασκούσαν απόλυτη εξουσία, βρέθηκαν στο εδώλιο, αναγκαζόμενοι να δηλώσουν τα προσωπικά τους στοιχεία, συμβολίζοντας την ισότητα ενώπιον του νόμου. Η δίκη αυτή ενίσχυσε τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, δείχνοντας ότι η χώρα μπορούσε να διαχειριστεί τη μετάβασή της μέσω των θεσμών της, εδραιώνοντας το κράτος δικαίου.
Κατά την προδικασία, διατυπώθηκαν κρίσιμα νομικά ζητήματα, όπως το αν η εσχάτη προδοσία ήταν στιγμιαίο ή διαρκές έγκλημα. Όπως μάλιστα αναφέρθηκε, το Πενταμελές Εφετείο έκρινε ότι το έγκλημα ήταν διαρκές, αλλά ο Άρειος Πάγος αργότερα αποφάνθηκε ότι ήταν στιγμιαίο, περιορίζοντας τη δικαιοδοσία για τη δίωξη άλλων εκτός του άμεσου πυρήνα των πρωταιτίων. Η Συντακτική Πράξη της 3ης Οκτωβρίου 1974 υπήρξε καταλύτης για τη διεξαγωγή της δίκης, καθώς απέσυρε τη δικαιοδοσία από τα στρατοδικεία και τη μεταβίβασε στα τακτικά ποινικά δικαστήρια.
Οι κατηγορούμενοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο Εφετών, επικαλούμενοι την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, την παροχή αμνηστίας για τα εγκλήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης από το Προεδρικό Διάταγμα 519/1974 και το επιχείρημα ότι η επανάσταση δημιουργεί δίκαιο. Και τα τρία επιχειρήματα απορρίφθηκαν, με το δικαστήριο να σημειώνει ότι η λαϊκή αποδοχή αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση οποιασδήποτε «επανάστασης».
Η απόφαση για μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια κάθειρξη, που ανακοινώθηκε το απόγευμα της 23ης Αυγούστου, υπογράμμισε την πρόθεση της Ελλάδας να προχωρήσει χωρίς εκδικητικότητα. Ωστόσο, η ανακοίνωση της μετατροπής της ποινής φάνηκε βεβιασμένη, πιθανώς λόγω πολιτικών σταθμίσεων που απαιτούσαν ταχύτητα, προκειμένου η Ελληνική Δημοκρατία να στραφεί προς το μέλλον, όπως τέλος παρατήρησε.
Μαρία Χασιρτζόγλου
«Στη δίκη των βασανιστών στη Χαλκίδα κυρίαρχη ήταν η εντύπωση ότι το δικαστήριο με επιμονή αγνόησε τη βαναυσότητα και τη βαθιά περιφρόνηση που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι στην ανθρώπινη υπόσταση των θυμάτων»
Η επίτιμη Αρεοπαγίτης Μαρία Χασιρτζόγλου στη συνέχεια ανέδειξε τις δίκες βασανιστών της περιόδου της δικτατορίας ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταβατικής δικαιοσύνης στη μεταπολίτευση. Αναφέρθηκε στην έκθεση της Επιτροπής του Στρασβούργου, η οποία «αποκαλύπτει συγκλονιστικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση βασανιστηρίων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας», με 233 θύματα και πέντε θανάτους λόγω κακοποίησης.
Στο πλαίσιο αυτό, ξεχώρισε δύο σημαντικές δίκες: τη δίκη της ΕΑΤ-ΕΣΑ και τη δίκη της Χαλκίδας. Η πρώτη ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα με αυστηρές ποινές, ενώ η δεύτερη προκάλεσε αγανάκτηση, καθώς οι ελάχιστες ποινές φυλάκισης εξαγοράστηκαν ή ανεστάλησαν. Η διαφορετική μεταχείριση αποδόθηκε στη δυνατότητα απόδειξης βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στην περίπτωση της ΕΑΤ-ΕΣΑ, κάτι που δεν επιτεύχθηκε στη δίκη της Χαλκίδας, όπως εξήγησε.
Η κ. Χασιρτζόγλου τόνισε τη σημασία του Συντάγματος του 1975, που καθιέρωσε για πρώτη φορά την ποινικοποίηση των βασανιστηρίων ως εγκλημάτων κατά της δημοκρατίας, ενώ επεσήμανε ότι την εποχή εκείνη ο όρος «βασανιστής» δεν είχε νομική βαρύτητα. Επίσης, επεσήμανε τις μαρτυρίες των 34 κρατουμένων του Κορυδαλλού, που αποκάλυψαν τη βαναυσότητα των βασανιστών. Με τις ποινές που επιβλήθηκαν «θεωρήθηκε πως οι δικαστές αμέλησαν να αναγνωρίσουν τη βαναυσότητα και τη βαθιά περιφρόνηση που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι στην ανθρώπινη υπόσταση των θυμάτων», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας επίσης ότι κάποιοι καταδικασθέντες συνέχισαν την καριέρα τους στην αστυνομία, γεγονός που ενέτεινε την αίσθηση ατιμωρησίας.
Κλείνοντας, σχολίασε τις τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν. Οι βασανιστές Μάλλιος και Μπάμπαλης εκτελέστηκαν από τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η «17 Νοέμβρη», που – όπως υπενθύμισε – δήλωσε πως «έπραξε ό,τι οι θεσμοί δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κάνουν».
Ελευθερία Κώνστα
«Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από την απόφαση της δίκης των βασανιστών στη Χαλκίδα είναι η έλλειψη ψυχραιμίας και διορατικότητας»
Εν συνεχεία, η Εφέτης Ελευθερία Κώνστα, λαμβάνοντας τη σκυτάλη για τη δίκη των βασανιστών στη Χαλκίδα, αναφέρθηκε στη δρακόντεια φύση των μέτρων ασφαλείας και την αυστηρή στάση του δικαστηρίου. Το δικαστήριο αποσκοπούσε στην αποτροπή σκηνών και θεατρινισμών, όπως είχαν παρατηρηθεί στις προηγούμενες δίκες των βασανιστών της ΕΑΤ-ΕΣΑ, επιδεικνύοντας αυστηρότητα στις διαδικασίες.
Η υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων, όπως τόνισε, εστίασε στο ότι δρούσαν ως στυλοβάτες του κοινωνικού καθεστώτος και όχι του δικτατορικού, επικαλούμενοι τον Αναθεωρητικό Νόμο 509 του 1947 και τον νόμο περί προσηλυτισμού. Υποστήριξαν ότι οι ενέργειές τους στόχευαν στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και όχι στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος, ενώ αρνήθηκαν ότι διεξήγαγαν βασανιστήρια, χαρακτηρίζοντας τις σχετικές κατηγορίες ως προσπάθεια δυσφήμησης της Ασφάλειας Αθηνών.
Παρά τις αρνήσεις, υπογράμμισε ότι οι μαρτυρίες των παθόντων ήταν αποκαλυπτικές. Περιέγραψαν βασανιστήρια όπως το παιχνίδι με το αυτοκίνητο, που προκαλούσε τρόμο στους κρατούμενους, και απειλές σωματικής βλάβης και βιασμού. Κατατέθηκαν επίσης περιγραφές για τη φάλαγγα και άλλες βίαιες πρακτικές που άφησαν ανεξίτηλα τραύματα στα θύματα.
Η αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας αμφισβητήθηκε έντονα, όχι μόνο μέσω των καταθέσεών τους, αλλά και μέσω της προσωπικής τους ταυτότητας. Ερωτήματα σχετικά με τη θρησκευτική τους πίστη χρησιμοποιήθηκαν εις βάρος τους, αποκαλύπτοντας ιδεολογικές προκαταλήψεις που επηρέασαν τη δικαστική απόφαση. Αυτή η πρακτική ανέδειξε έναν βαθύ διχασμό που ήταν ακόμα ζωντανός, παρά την επιθυμία για μετάβαση στη δημοκρατία, σημείωσε.
Κλείνοντας, παρατήρησε ότι παρά το γεγονός ότι η κοινωνία προχωρούσε προς μια νέα ιστορική περίοδο, με την αναγνώριση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας ως νόμιμου κόμματος, το δικαστήριο δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί πλήρως στον ιστορικό του ρόλο, επιδεικνύοντας «έλλειψη ψυχραιμίας και διορατικότητας», όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε στο τέλος της ομιλίας της.
Γεώργιος Μικρούδης
«Μετά την πτώση ενός ανελεύθερου καθεστώτος, οι πρώτοι που θέλουν να το ξεχάσουν είναι οι δημόσιοι λειτουργοί»
Τέλος, ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Μικρούδης, κληθείς να μιλήσει για τη δίκη του Πολυτεχνείου, παρατήρησε ότι την εποχή εκείνη η χούντα βρισκόταν στον έβδομο χρόνο της, με έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια, εν μέρει εξαιτίας της πετρελαϊκής κρίσης και πολιτικών σκανδάλων. Οι φοιτητές, ήδη τραυματισμένοι από την καταστολή της Νομικής τον Φεβρουάριο, κλιμάκωσαν τις αντιδράσεις τους με την κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 14 Νοεμβρίου.
Η κατάσταση, όπως περιέγραψε ο κ. Μικρούδης, κλιμακώθηκε όταν στρατιωτικά άρματα αναπτύχθηκαν στους δρόμους, ενώ η κήρυξη στρατιωτικού νόμου συνοδεύτηκε από βίαιες συγκρούσεις και ανθρώπινες απώλειες. «Οι δρόμοι γέμισαν με τραυματίες και νεκρούς, με πιο συγκλονιστική την περίπτωση ενός πεντάχρονου παιδιού που πυροβολήθηκε, ενώ έπαιζε στο πεζοδρόμιο», ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι ο ακριβής αριθμός των νεκρών παραμένει ασαφής.
Η δίκη ξεκίνησε στις 16 Οκτωβρίου 1975 στον Κορυδαλλό, με καθημερινές συνεδριάσεις που διαρκούσαν μέχρι το απόγευμα. Όπως επισήμανε ο κ. Μικρούδης, υπήρχε μεγάλη ένταση, καθώς οι συνεδριάσεις δεν περιορίζονταν στις συνήθεις διαδικασίες, ενώ τα ΜΜΕ κάλυπταν εκτενώς τη δίκη. Ανέφερε επίσης ότι η διαδικασία είχε πολιτική διάσταση, κάτι που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και οι δύο πλευρές.
Ο πρόεδρος της δίκης, με αποφασιστικότητα, επέμεινε να επικεντρωθούν οι καταθέσεις στα πραγματικά περιστατικά. Ο κ. Μικρούδης εξήγησε ότι η στρατηγική αυτή διατήρησε τον ποινικό χαρακτήρα της δίκης, αποφεύγοντας ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Παράλληλα, υπήρξαν εντάσεις εντός της υπεράσπισης, με διαφωνίες και μεταθέσεις ευθυνών μεταξύ κατηγορουμένων, ιδίως ανάμεσα στον Ιωαννίδη και τον Παπαδόπουλο.
Η απόφαση εξεδόθη στις 30 Δεκεμβρίου 1985, μετά από 62 συνεδριάσεις. Δώδεκα κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και 20 καταδικάστηκαν, με την απόφαση να βασίζεται αμιγώς σε αποδεικτικά στοιχεία.
Τέλος, επεσήμανε ότι η συγκεκριμένη δίκη θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της εποχής της. «Η απόφαση ήταν καλά δομημένη και αιτιολογημένη», παρατήρησε, για να τονίσει ότι αν αναλογιστούμε πως μόλις είκοσι χρόνια πριν η Ελλάδα είχε βιώσει δικαστικές εκτελέσεις, η δίκη αποτέλεσε μια «ηθική και δίκαιη διαδικασία, πολύ πιο δίκαιη από άλλες που είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν».
Στην Β’ Συνεδρία της εκδήλωσης, συμμετείχαν οι: Ιωάννης Παπαθανασίου, Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Δημήτριος Σαρμάς, Εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας, και Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπληρωτής Καθηγητής της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, μεταξύ άλλων, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Φλωρίδης, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης και πρώην Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Χαράλαμπος Αθανασίου, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος, ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Διομήδης Κυριλλόπουλος, η επίτιμη Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου.