Αρκετοί πολίτες έχουν σπεύσει να υπογράψουν το ψήφισμα για τα Τέμπη. Για κάποιους ήταν αυτονόητη κίνηση, αφού το τραγικό δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου του 2023 αποτέλεσε βαθύ τραύμα στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η συζήτηση για τη νομική αξία των υπογραφών έχει προσεγγιστεί είτε με όρους απαξίας, είτε με όρους ενθουσιασμού, και πάντως όχι με την απαιτούμενη μετριοπάθεια. Επιλέγοντας συνειδητά να μένουμε μακριά από ακραία δίπολα, διατυπώνουμε το πιο κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί, πράγματι, το αίτημα 1.500.000 πολιτών για την τροποποίηση της ποινικής ευθύνης Υπουργών και της βουλευτικής ασυλίας να έχει κάποια τύχη;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι μάλλον καταφατική και τις πτυχές αυτής, όπως γνωστοποιήθηκε, επεξεργάζεται ειδική επιτροπή αποτελούμενη από σημαντικούς νομικούς της χώρας, προκειμένου να εξεταστεί το θεσμικό αποτύπωμα της συγκεκριμένης μαζικής κινητοποίησης.
Το NB Daily παρακολούθησε τη χθεσινή συνέντευξη τύπου, η οποία διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Ατόμων Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, και κατέγραψε τις θέσεις που διατυπώθηκαν από την Πρόεδρο του οικείου Συλλόγου Μαρία Καρυστιανού, τον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρη Βερβεσό, την πρώην Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρία Καραμανώφ, και τον Αναπληρωτή Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών Νίκο Παπασπύρου.
Στη συνέντευξη τύπου παρέστησαν εκ μέρους των κοινοβουλευτικών κομμάτων οι βουλευτές Αλέξανδρος Αυλωνίτης (ΣΥΡΙΖΑ), Μιλένα Αποστολάκη (ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), Νικόλαος Καραθανασόπουλος (ΚΚΕ), Βασίλης Βηλιάρδος (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ), Νικόλαος Βρεττός (ΝΙΚΗ) και Ζωή Κωνσταντοπούλου (ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ), καθώς επίσης και ο εκπρόσωπος τύπου της Νέας Αριστεράς Κωστής Καρπόζηλος, οι οποίοι ανέπτυξαν τις θέσεις των κομμάτων τους επί του θέματος.
Μαρία Καρυστιανού
«Η διαφθορά ενίοτε σκοτώνει»
Αρχικώς, η κ. Καρυστιανού παρατήρησε ότι ο λόγος της συνάντησης είναι η έκφραση μιας δημοκρατικής κίνησης με ύψιστη σημασία για την πραγματική λειτουργία ενός κράτους δικαίου. Το τραγικό γεγονός των Τεμπών ανάγκασε, όπως σημείωσε, τους γονείς των θυμάτων του δυστυχήματος να απαιτήσουν την εφαρμογή του νόμου περί λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για ένα αίτημα που υποστηρίζεται από τουλάχιστον 1,5 εκ. Έλληνες, με στόχο την τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών μέσα από την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, τόνισε ότι είναι αντιφατικό οι πολιτικοί οι οποίοι συγκεντρώνουν μεγάλη εξουσία και δύναμη στα χέρια τους να τελούν υπό ακαταδίωκτο καθεστώς. Αντιθέτως, αυτή η μεγάλη εξουσία -και άρα ευθύνη- θα έπρεπε να υπόκειται σε αυστηρούς ελέγχους από το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, κάτι που θα ήταν χρήσιμο και ωφέλιμο ακόμη και για το ίδιο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, το οποίο με τον τρόπο αυτό θα έδειχνε εμπράκτως την ευαισθησία του σε ζητήματα λογοδοσίας.
Τέλος, η κ. Καρυστιανού κάλεσε τους βουλευτές και τους δημοσιογράφους να αρθούν στο ύψος της περίστασης, κάνοντας ειδική αναφορά στον «πληγωμένο», όπως τον αποκάλεσε, θεσμό της Δικαιοσύνης, ο οποίος μπορεί να ανακτήσει τις δυνάμεις του μόνο μέσα από τη δράση έντιμων λειτουργών, στους οποίους οι γονείς εναποθέτουν αρκετές ελπίδες.
Δημήτρης Βερβεσός
«Η συνταγματική διάταξη για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία δυστυχώς διαχρονικά παραμένει ένα αδειανό πουκάμισο»
Εν συνεχεία, ακολούθησε η σύντομη εισήγηση του κ. Βερβεσού, ο οποίος τόνισε ότι η Ολομέλεια των Δικηγόρων συμμετέχει στη δίκη για τα Τέμπη. Η παράσταση πολιτικής αγωγής (υπεράσπιση κατηγορίας) έγινε δεκτή από τον εφέτη ανακριτή της Λάρισας, όπως παρατήρησε.
Η προσπάθεια της Ολομέλειας δεν έχει, κατά τον ίδιο, συμβολικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί δημόσια παρέμβαση που συμπυκνώνει και δίνει θεσμικό περίβλημα στην ομόθυμη δυσφορία του ελληνικού λαού απέναντι σε ένα καθεστώς διαχρονικής ατιμωρησίας που έχει ως προκάλυμμα τη βουλευτική ασυλία.
Προς την ίδια κατεύθυνση, επέμεινε στη θέση ότι ο δικηγορικός κόσμος, ως φυσικός υπερασπιστής του κράτους δικαίου και των πιο αδύναμων πολιτών, θα καταβάλει κάθε θεσμική προσπάθεια ώστε η φωνή των πολιτών που συμπάσχουν στην υπόθεση των Τεμπών, να έχει ένα θεσμικό αποτύπωμα.
Επίσης, όπως επί λέξει επεσήμανε: «Η συνταγματική διάταξη για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία δυστυχώς διαχρονικά παραμένει ένα αδειανό πουκάμισο», καλώντας στη συνέχεια τα κόμματα που έχουν την απαιτούμενη δημοκρατική ευαισθησία να δράσουν αμελλητί.
Τέλος, ολοκλήρωσε την παρέμβασή του τονίζοντας ότι η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων θα είναι παρούσα και θα συνδράμει με κάθε νομικό μέσο. Ήδη, όπως γνωστοποίησε, έχει συγκροτηθεί μία επιτροπή από διαπρεπείς νομικούς της χώρας, μεταξύ των οποίων ο Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, ο Καθηγητής της Νομικής Αθηνών Πάνος Λαζαράτος, ο Αν. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών Νίκος Παπασπύρου και η πρώην Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρία Καραμανώφ, ώστε να εξεταστούν οι όροι υπό τους οποίους αυτή η συλλογή των υπογραφών θα έχει θεσμική ακτινοβολία.
Μαρία Καραμανώφ
«Ο καταλογισμός των αστικών και ποινικών ευθυνών είναι το θεμέλιο του κράτους δικαίου»
Ακολούθησε η κ. Καραμανώφ, η οποία τόνισε ότι η πρωτοφανής ανταπόκριση της κοινωνίας στο αίτημα των οικογενειών των θυμάτων των Τεμπών να βρεθεί μία διέξοδος προς την απονομή της Δικαιοσύνης υποδηλώνει μια κοινή αγωνία για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Η ίδια, μάλιστα, διερωτήθηκε εάν υπάρχει πράγματι κράτος δικαίου στη χώρα μας σε όλες του τις θεσμικές εκφάνσεις, για να απαντήσει ότι είναι ένα ερώτημα που πλανάται στη δημόσια ζωή για αρκετά χρόνια, και πλέον μετά το τραγικό δυστύχημα τίθεται στο προσκήνιο με τρόπο αμείλικτο.
Οι γονείς, όπως παρατήρησε, δεν έχουν λάβει ακόμη την έγκυρη τεκμηριωμένη απάντηση από τη Δικαιοσύνη, κάτι αναγκαίο για να καλυφθούν οι ίδιοι στα πολλά και εύλογα ερωτήματα που υπάρχουν.
Ακολούθως -παρατήρησε ότι- στο δίκαιο δεν νοείται να υπάρχουν κενά και αδιέξοδα, διότι λειτουργούν υπονομευτικά για το κύρος του, ταυτόχρονα, δε, διαβρώνουν την εμπιστοσύνη της Πολιτείας σε αυτό. Είναι καθήκον της νομικής κοινότητας να συμπληρώσει τα κενά και να άρει τα αδιέξοδα, όπως επεσήμανε, αναφέροντας επιπλέον ότι αν και το επίμαχο άρθρο του Συντάγματος είναι ξεκάθαρο, απομένουν σε εμάς δύο δρόμοι, ο ένας εκ των οποίων εντοπίζεται στην συνταγματική αναθεώρηση. Περαιτέρω, επεσήμανε ότι ο καταλογισμός των αστικών και ποινικών ευθυνών είναι το θεμέλιο του κράτους δικαίου. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει επίγνωση του προβλήματος και έχει δημιουργήσει ρήγματα στη βουλευτική ασυλία, καθότι έχει κρίνει ότι θα ήταν αντίθετο προς την θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου να μπορούν τα κράτη να απαλλάσσουν ολόκληρες κατηγορίες προσώπων από ποινικές ή όποιες άλλες ευθύνες. Αξιοποιώντας πάλι τα πορίσματα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η πρώην Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας υπενθύμισε ότι όσο πιο ευρεία είναι η ασυλία, τόσο πιο επιτακτική πρέπει να είναι η ανάγκη που τη δικαιολογεί.
Τέλος, ανέφερε ότι αν και η συνταγματική αναθεώρηση συνιστά έναν μακρύ και αβέβαιο δρόμο, πρέπει με σοβαρότητα να εξεταστεί ο δεύτερος δρόμος, πώς δηλαδή θα αξιοποιηθούν οι υπογραφές για να προωθηθεί μία νομοθετική ρύθμιση.
Νίκος Παπασπύρου
«Το μεικτό σύστημα της ποινικής ευθύνης υπουργών μπορεί να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα, δίχως να τεθεί ζήτημα παραβίασης του Συντάγματος»
Τον κύκλο της συνέντευξης τύπου ολοκλήρωσε ο κ. Παπασπύρου, ο οποίος ανέφερε ότι το σημερινό άρθρο 86 του Συντάγματος εξαρτά όχι μόνο τη δίωξη αλλά και τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών υπουργών από τη βούληση της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής. Το ένα ζήτημα είναι, συνεπώς, όπως τόνισε, η αναθεώρηση του Συντάγματος, το οποίο ωστόσο ανήκει στην εξουσία της επόμενης Βουλής, εφόσον η οικεία διάταξη θεωρηθεί αναθεωρητέα.
Ωστόσο, το δεύτερο ζήτημα -στο οποίο επέμεινε ο Καθηγητής- είναι η δυνατότητα της ορθολογικής άσκησης των συγκεκριμένων εξουσιών στο πλαίσιο της ισχύουσας διατύπωσης του Συντάγματος. Όπως ανέφερε, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούνται, κατά βάση, δύο μοντέλα για την ποινική ευθύνη υπουργών: στο πρώτο η Δικαιοσύνη ενεργεί από μόνη της (χαρακτηριστική η περίπτωση της Γερμανίας), ενώ στο δεύτερο ακολουθείται ένα μεικτό σύστημα (χαρακτηριστική η περίπτωση της Γαλλίας), στο πλαίσιο του οποίου η διαδικασία και η διερεύνηση δεν εξαρτώνται από την βούληση της Βουλής, αλλά υπάρχει ένα ειδικό δικαστικό φίλτρο. Ακριβέστερα, όπως επεσήμανε, υπάρχει μία επιτροπή η οποία αποτελείται από δικαστές της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και δέχεται τέτοιες καταγγελίες τις οποίες αξιολογεί με βάση την από νομικής άποψης σοβαρότητάς τους. Μία τέτοια ιδέα, όπως υποστήριξε, μπορεί να εφαρμοστεί και στη δική μας περίπτωση, χωρίς να τεθεί ζήτημα παραβίασης του Συντάγματος.