Η δημοσίευση του Συλλογικού Τόμου υπό τον τίτλο «Η Αίτηση Ακυρώσεως» αποτελεί εκδοτικό γεγονός. Το ογκώδες αυτό εγχείρημα, το οποίο συντονίστηκε υπό την επιμέλεια του Αθανάσιου Ράντου, Γενικού Εισαγγελέα στο ΔΕΕ, πρώην Προέδρου του ΣτΕ και της Ευγενίας Πρεβεδούρου, Καθηγήτριας στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης, αποτίει φόρο τιμής στην καρδιά του του όλου χώρου του δημοσίου δικαίου, την αίτηση ακύρωσης.
Η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023 στη Νομική Βιβλιοθήκη, υπό τον συντονισμό του Ευάγγελου Βενιζέλου, πρώην Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ανέδειξε τις πολύτιμες συμβολές εκλεκτών δικαστών και δημοσιολόγων, οι οποίοι παραδίδοντας ένα έργο αναφοράς ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στη συστηματοποίηση της αχανούς ύλης του εμβληματικού ενδίκου βοηθήματος του διοικητικού δικονομικού δικαίου.
Ευάγγελος Βενιζέλος
«Πάντα παραμένει ζωντανή εντός μου η απορία εάν είναι συνταγματικά θεμιτή η μεταστοιχείωση του ενδίκου μέσου της έφεσης σε αναίρεση»
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε υπό τον συντονισμού του Ευάγγελου Βενιζέλου, πρώην Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ο οποίος στην εισαγωγική του τοποθέτηση ανέφερε ότι και οι 15 μελέτες που φιλοξενούνται στον συλλογικό τόμο προέρχονται συμπωματικά από πρόσωπα που κινούνται στον βαθμό του παρέδρου, καθώς και από επιστήμονες της ευρύτερης ακαδημαϊκής κοινότητας. Υπάρχει, συνεπώς, όπως ο ίδιος παρατήρησε μια πολύτιμη ώσμωση που καταγράφεται στο συγκεκριμένο πολύ σημαντικό πόνημα. Ο τόμος είναι ογκώδης και επιβλητικός αλλά το βασικό του χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη εγκυρότητα λόγω των υπογραφών και της τεκμηρίωσης καθώς και η χρηστικότητα.
Μάλιστα, κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι η τελευταία φορά με την οποία ο αναθεωρητικός νομοθέτης ασχολήθηκε με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης και γενικότερα με θέματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας ήταν το 2001. Τότε είχαμε έναν πολύ γόνιμο διάλογο ανάμεσα στον αναθεωρητικό νομοθέτη και το ΣτΕ, το οποίο διατύπωσε την άποψή του για τη νομοτεχνική κατάστρωση των άρθρων 94 και 95 του Συντάγματος σε δύο πρακτικά της διοικητικής ολομέλειας, το 6/2000 και το 4/2001, τα οποία μαζί με τα δύο επόμενα που ακολούθησαν για την αναθεώρηση του 2008, συνιστούν ένα πολύ ενδιαφέρον corpus για τη συμμετοχή του ΣτΕ στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας.
Στη συνέχεια ο ίδιος σημείωσε ότι αναμένει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακούσει τις αναφορές στο ένδικο μέσο της έφεσης κατά των ακυρωτικών αποφάσεων των διοικητικών εφετείων, καθότι όπως σημείωσε «παραμένει ζωντανή η απορία εάν είναι συνταγματικά θεμιτή η μεταστοιχείωση του ενδίκου μέσου της έφεσης σε αναίρεση».
Ιωάννης Σαρμάς
«Όλη η εξέλιξη δείχνει σήμερα ότι το ΣτΕ δεν βλέπει πια με την αυτοπεποίθηση που έβλεπε την αίτηση ακύρωσης»
Ο Ιωάννης Σαρμάς, πρώην Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και πρώην Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανέφερε ότι η εισήγησή του έχει τον παράξενο τίτλο: «Ποιος υπονομεύει την αίτηση ακύρωσης;».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αίτηση ακύρωσης δεν είναι μια απλή αίτηση δικαστικής προστασίας, ένα κοινό ένδικο βοήθημα, αλλά το εργαλείο θεραπείας της αντικειμενικής νομιμότητας, το μέσο ανόρθωσης του τρωθέντος κράτους δικαίου.
Τα σκέλη της εισήγησης του κ. Σαρμά διαρθρώθηκαν σε τρία μέρη, όπου στο πρώτο ο ίδιος αναφέρθηκε στην ιδιορρυθμία της αίτησης ακύρωσης, στο δεύτερο εξέτασε πώς το θεμελιακό χαρακτηριστικό της αίτησης ακύρωσης διατηρείται ακμαίο και υπό το ισχύον δίκαιο, ενώ στο τρίτο μέρος εξέθεσε τις αιτίες οι οποίες συντελούν στην υπονόμευση της δογματικής ακεραιότητας της αίτησης ακύρωσης, η οποία φαίνεται να έχει απωλέσει ένα μέρος της της αυτοπεποίθησής της.
Με τρεις από τις πρώτες του αποφάσεις, το ΣτΕ προσδιόρισε την όλως ιδιάζουσα φύση της αίτησης ακύρωσης, διακηρύσσοντας συγχρόνως και τις συνέπειες που κατά την αντίληψή του απορρέουν από αυτήν. Όπως σημειώθηκε, οι εν λόγω τρεις αποφάσεις που οριοθετούν και προσδιορίζουν την αίτηση ακύρωσης συνιστούν τις κατευθυντήριες γραμμές δυνάμει των οποίων συγκροτήθηκε η γενική νομολογιακή θεώρηση της αίτησης ακύρωσης ως επιτελικού θεσμού του κράτους δικαίου.
Όπως υπογράμμισε ο πρώην Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, με την αίτηση ακύρωσης δεν θωρακίζονται μόνο δικαιώματα και δεν κατοχυρώνονται κατ’ αποκλειστικότητα ιδιότητες ή έννομες καταστάσεις του διοικουμένου, μόνο παρεμπιπτόντως ισχύουν αυτά, αλλά σε περίπτωση που αυτή ευδοκιμήσει αποεπενδύεται από τη νόμιμη εξουσία δράσης η διοικητική αρχή, δηλαδή απονομιμοποιείται. Αυτό κατά τον ίδιο εξηγεί περαιτέρω γιατί για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αίτησης ακύρωσης ως θεσμού θεραπείας της αντικειμενικής νομιμότητας έχει τόση σημασία η καθ’ αυτή αναζήτηση της εκτελεστότητας της προσβαλλομένης πράξης. Η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης είναι η εν δυνάμει ιδιότητα της πράξης να πλήττει την αντικειμενική νομιμότητα. Στην αίτηση ακύρωσης δεν μας ενδιαφέρει η έκταση του δικαιώματος του διοικουμένου αλλά η φύση και το περιεχόμενο της διοίκησης, υπό την έννοια αυτή η εξουσία της διοίκησης και όχι το δικαίωμα του διοικουμένου την οριοθετούν και την προσδιορίζουν.
Στο δεύτερο μέρος, ο κ. Σαρμάς αναφέρθηκε κατά βάση στη διεύρυνση της εννοίας του εννόμου συμφέροντος η οποία εντοπίζεται διαχρονικά στην πορεία της νομολογίας του Ανώτατου Ακυρωτικού της χώρας, χωρίς μάλιστα τον φόβο μήπως η αίτηση ακύρωσης καταλήξει να καταστεί λαϊκή αγωγή.
Έτσι, λοιπόν, σε συνέχεια των παραπάνω, ο έμπειρος δικαστικός λειτουργός επέμεινε στην κρίση που διατρέχει την αίτηση ακύρωσης τις τελευταίες δεκαετίες. Το ΣτΕ αν και πρωτοπόρο στην Ελλάδα στην εισαγωγή της πληροφορικής για την έρευνα της νομολογίας, αν και είδε να διπλασιάζονται σχεδόν τις τελευταίες δεκαετίες οι οργανικές του θέσεις και παρά τις όποιες γενναίες δικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν έχει επιτύχει να μειώσει τις καθυστερήσεις, που εντοπίζονται στο πρόσωπο των διαβόητων αναβολών, οι οποίες υπονομεύουν ευθέως την αίτηση ακύρωσης. Εξ άλλου η αίτηση ακύρωσης απαιτεί, χάριν της αποτελεσματικότητάς της, ταχεία διεκπεραίωση της διαφοράς και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την παρέμβαση ενός δικαστηρίου με κύρος – ικανού να επιλύσει τη διαφορά σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, τελεσίδικα και αμετάκλητα.
Μάλιστα, ο ίδιος στάθηκε στο γεγονός ότι σήμερα το ΣτΕ δεν βλέπει πια με την αυτοπεποίθηση που έβλεπε παλιότερα την αίτηση ακύρωσης. Αποδεχόμενο τις άστοχες συγκρίσεις με τις προσφυγές ουσίας, την βλέπει μόνο υπό το πρίσμα του ατομικού δικαιώματος της δικαστικής προστασίας και των αρχών της δίκαιης δίκης και όχι ως έλεγχο άσκησης εξουσίας από τη διοίκηση.
Στο τέλος της εισήγησής του, ο ίδιος ευχήθηκε «στην εποχή μας να αναδειχθεί εγγενώς στην αίτηση ακύρωσης το προσφορότερο μέσο ώστε να πάψει να υπονομεύεται από αυτά που την υπονομεύουν».
Πάνος Λαζαράτος
«Πριν κάποια χρόνια η προσέγγιση της διοικητικής δικονομίας διεξαγόταν με θεολογικούς όρους»
Ο Πάνος Λαζαράτος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και βαθύς γνώστης της διοικητικής δικονομίας τόσο από ακαδημαϊκή όσο και από πρακτική πλευρά, σημείωσε ότι το διοικητικό δίκαιο διαπλάστηκε μέσα από τη διοικητική δικονομία. Μάλιστα ο ίδιος, στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών παραδόσεων της διοικητικής δικονομίας, έχει την ευκαιρία να επαναλάβει πολλά πράγματα που αφορούν το διοικητικό δίκαιο.
Στη συνέχεια εξήρε τις αρετές του τόμου, δίνοντας έμφαση στη συνεκτική εικόνα που θα αποκτήσει κανείς μέσα από τη μελέτη του, τον οποίο υπογράφουν σημαντικοί θεράποντες του δημοσίου δικαίου, που μάλιστα ανέφερε ονομαστικά. Στην ίδια κατεύθυνση, θέλησε να αναδείξει ότι η αίτηση ακύρωσης αποτελεί ένα ωραίο νοητικό εργαλείο, δεδομένου ότι οι όροι έχουν ακρίβεια.
Μάλιστα, ο ίδιος έδωσε και μια συμβουλή σε όσες και όσους φιλοδοξούν να εξελιχθούν στο χώρο του Δημοσίου Δικαίου, που είναι η καθημερινή ανάγνωση των άρθρων 17-40 του ΠΔ 18/89 σε συνδυασμό με τα Στοιχεία του Ευκλείδη.
Αθανάσιος Ράντος
«Η αίτηση ακύρωσης είναι η πραγματική μήτρα του όλου χώρου του δημοσίου δικαίου»
Ο Αθανάσιος Ράντος, Γενικός Εισαγγελέας στο ΔΕΕ, πρώην Πρόεδρος του ΣτΕ και ενός εκ των επιμελητών του τόμου, με εξομολογητική διάθεση, σημείωσε ότι η πρώτη του επαφή με την αίτηση ακύρωσης πραγματοποιήθηκε στις 28 Αυγούστου 1976, όταν στα 22 του έτη ως ασκούμενος εισήλθε στο ΣτΕ.
Στη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής ανάφερε ότι καταπιάστηκε με την αίτηση ακύρωσης ως δικαστής, ασχολούμενος με την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, αλλά και ως εισηγητής δημιουργώντας ευρετήρια νομολογίας που μέχρι το 1991 είχε το Ανώτατο Ακυρωτικό. Το διάνυσμα της επαγγελματικής του ζωής τον βοήθησε να αντιληφθεί ότι πρώτα δημιουργήθηκε και διαπλάστηκε η αίτηση ακύρωσης και στη συνέχεια δημιουργήθηκε το ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο. «Η αίτηση ακύρωσης είναι η πραγματική μήτρα του όλου χώρου του δημοσίου δικαίου», όπως παρατήρησε.
Παράλληλα, ο κ. Ράντος μοιράστηκε ότι το συγκεκριμένο πόνημα δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης που ο ίδιος είχε δώσει στον εαυτό του για το διάστημα που θα ακολουθούσε μετά την αφυπηρέτησή του.
Δεν δίστασε, μάλιστα, να σημειώσει και τον κυριότερο εχθρό της αίτησης ακύρωσης που είναι οι καθυστερήσεις, επιβεβαιώνοντας και τα όσα είχε πει νωρίτερα ο κ. Σαρμάς.
Τέλος, έδωσε την ευχή στις νεότερες γενιές δικαστών να παραδώσουν και εκείνοι στις επόμενες γενιές μια αίτηση ακύρωσης έτσι ακριβώς όπως την έλαβαν, δηλαδή ζωντανή και εξελισσόμενη.
Ευγενία Πρεβεδούρου
«Είμαι υπέρ του δικαστικού βολονταρισμού υπό την προϋπόθεση τήρησης των συνταγματικών ορίων»
Η Ευγενία Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ και δεύτερη επιμελήτρια του τόμου, τόνισε την κυριότερη πρόκληση που αντιμετώπισε, που ήταν η κατανομή της ύλης. Κατά την ίδια, όλοι οι συγγραφείς, ακόμη και στα λιγότερο δημοφιλή σημεία της αίτησης ακύρωσης, προσέγγισαν τα ζητήματα με κριτικό πνεύμα και διάθεση προσωπικού στίγματος.
Επιπρόσθετα, είναι αξιοπρόσεκτο, όπως σημείωσε, ότι η παρουσίαση της αίτησης ακύρωσης γίνεται από τους δικαστές που σε τελική ανάλυση συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωσή της. Το ΣτΕ, εξ άλλου, δεν διέπλασε μόνο το διοικητικό δίκαιο μέσω της αίτησης ακύρωσης αλλά διαμόρφωσε την αίτηση ακύρωσης προσδίδοντάς της την αναγκαία ευελιξία.
Τέλος, διευκρίνισε ότι, «είναι υπέρ του δικαστικού βολονταρισμού υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση αυτού διενεργείται εντός των συνταγματικών ορίων».