«Μωσαϊκό» προσεγγίσεων, θέσεων και απόψεων για την «Αντεγκληματική Πολιτική, Ποινική Νομοθεσία και Δικαιοσύνη» συνέθεσε το διήμερο (23 & 24 Νοεμβρίου) Συνέδριο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που διεξήχθη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Με την παρουσία πλήθους δικαστικών λειτουργών, καθώς και Καθηγητών Πανεπιστημίου, η μεγαλύτερη δικαστική ένωση της χώρας άφησε το δικό της αποτύπωμα ως προς τη χαρασσόμενη πολιτική στο πεδίο της Δικαιοσύνης.
Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΕνΔΕ
Δριμύ ήταν το «κατηγορώ» του Προέδρου της ΕνΔε Χριστόφορου Σεβαστίδη, ο οποίος αντιτέθηκε στην επιλογή αυστηροποίησης και καταστολής, ως κυβερνητικής πολιτικής. Μιλώντας για νέο δόγμα, έκανε παραλληλισμό με το πάλαι ποτέ Δόγμα Μηδενικής Ανοχής: «Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 διατυπώθηκε στις ΗΠΑ η θεωρία των Σπασμένων Παραθύρων που αποτέλεσε τη βάση για την εφαρμογή της πολιτικής μηδενικής ανοχής αρχικά στη Ν. Υόρκη και στη συνέχεια μέσω Λονδίνου στον υπόλοιπο κόσμο. Οι κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Θάτσερ επιχείρησαν έναν αναπροσδιορισμό της αποστολής του κράτους, το οποίο αποσύρεται από το οικονομικό πεδίο μειώνοντας τον κοινωνικό του ρόλο την ίδια στιγμή που σκληραίνει την ποινική του παρέμβαση».
Ο κ. Σεβαστίδης εκτίμησε ότι «Η μηδενική ανοχή και η συνακόλουθη αυστηροποίηση της νομοθεσίας δεν αγγίζουν την λεγόμενη αφανή/σκοτεινή εγκληματικότητα, τα εγκλήματα του λευκού κολάρου, που τελούνται από άτομα που απολαμβάνουν σεβασμό και κατέχουν υψηλό κοινωνικό status. Αυτοί που πρέπει να εξοικειώνονται με την πειθαρχία της φυλακής και τον φόβο του ποινικού νόμου είναι τα φτωχά στρώματα της κοινωνίας.
»Η κυρίαρχη τάξη νομοθετεί συνήθως σε βάρος της εργατικής τάξης και σπάνια σε βάρος του εαυτού της. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό. Μέσα από την σύγκρουση συμφερόντων και αξιών ομάδων ανθρώπων, παράγεται εξουσία και κυριαρχία μέρος της οποίας είναι και οι ποινικοί νόμοι. Όσο μεγαλύτερη ισχύς καταγράφεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα εγκληματοποίησης των πράξεων των ατόμων αυτής της ομάδας».
Χρ. Σεβαστίδης: «Οι ανακοινώσεις της Ένωσής μας απαξιώνονται εύκολα στην κοινή γνώμη ως δήθεν συντεχνιακή κάλυψη σε συναδέλφους»
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρθηκε στη διάχυση «ηθικού πανικού» στην κοινωνία, με κυρίαρχο ρόλο των ΜΜΕ. «Η ανησυχία των πολιτών, ιδίως των μεγάλων αστικών πόλεων, δεν οφείλεται τόσο στην πραγματική ανάπτυξη του εγκληματικού φαινομένου, όσο στην κατασκευή μιας πλασματικής κατάστασης, η οποία προέρχεται από την ταύτιση του αδυνάτου με το θύμα, την υιοθέτηση εσωτερικών εχθρών, τη δραματοποίηση της εγκληματικής πραγματικότητας και την πρόσληψη εικόνων από τα ΜΜΕ που συντελούν στην κατασκευή συλλογικού πανικού». Ο ίδιος εκτίμησε, δε, ότι προσφάτως ξεκίνησε από τα μέσα ενημέρωσης μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση δημιουργίας φόβου και πανικού για την νεανική εγκληματικότητα, όμοια με αυτήν που επιχειρήθηκε στην Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ολλανδία και την Γερμανία πριν από δύο δεκαετίες περίπου, όταν μειώθηκε το ηλικιακό όριο ποινικής ευθύνης των εφήβων και αναγορεύτηκε η ευθύνη των γονέων σε πολιτικό και ποινικό ζήτημα».
»Κάθε νηφάλια φωνή που επιχειρεί να θέσει τα ζητήματα στην πραγματική τους διάσταση καταγγέλλεται ως υποστηρικτική των δραστών και απομονώνεται», πρόσθεσε ο κ. Σεβαστίδης. «Η στάση των δικαστικών αρχών που σε συγκεκριμένες υποθέσεις δεν επηρεάστηκαν από τον συλλογικό πανικό και την άσκηση πίεσης και εφάρμοσαν τον νόμο. Από την επόμενη ημέρα τα Μέσα Ενημέρωσης στοχοποίησαν τους δικαστικούς λειτουργούς ως επιεικείς, αδιάφορους, βασικούς υπαίτιους για την ατιμωρησία και την αύξηση της εγκληματικότητας. Πρώην αστυνομικοί έχουν μόνιμη θέση στα τηλεοπτικά πάνελ ως τάχα ειδικοί για να επιβεβαιώσουν πως το δόγμα της μηδενικής ανοχής εφαρμόζεται απαρέγκλιτα από την αστυνομία που συλλαμβάνει τους δράστες αλλά σκοντάφτει στους ασυνείδητους δικαστικούς λειτουργούς. Οι ανακοινώσεις της Ένωσής μας απαξιώνονται εύκολα στην κοινή γνώμη ως δήθεν συντεχνιακή κάλυψη σε συναδέλφους».
Kevin Browne, Πανεπιστήμιο Νότιγχαμ
Από τα «ηχηρά» ονόματα του Συνεδρίου, ο Καθηγητής Kevin Browne, Phd, Κέντρο Ιατροδικαστικής και Οικογενειακής Ψυχολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, εστίασε στην εικόνα και τη συχνότητα της νεανικής παραβατικότητας στην Αγγλία και την Ουαλία, σε σχέση με την ηλικία, παρέχοντας απολογισμό των παραγόντων κινδύνου καθώς και των προστατευτικών παραγόντων.
Στην Αγγλία και την Ουαλία, όπως είπε ο κ. Browne, έχουν καταγραφεί 59.045 συλλήψεις για αδικήματα που έχουν καταστεί γνωστά, προσώπων ηλικίας 10-17 ετών, από την 1η Απριλίου 2022 έως τις 31 Μαρτίου 2023, με 3.800 από αυτές να αφορούν εγκλήματα με μαχαίρι. Στο πλαίσιο τους, 16.549 άτομα παρέστησαν στο δικαστήριο ενώ σε 11.911 επιβλήθηκε δικαστική ποινή. Μόνο στο 5% επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης.
Όπως έχει άλλωστε αποδειχθεί, τα δύο τρίτα των νεαρών παραβατών που τίθενται υπό κράτηση, επαναλαμβάνουν το αδίκημα εντός 12 μηνών. Η παροχή ενός περιβάλλοντος, όπου τα παιδιά και οι έφηβοι αισθάνονται ασφάλεια, κι ενώ παράλληλα προάγεται η θετική μαθησιακή διάσταση, μπορεί να ενισχύσει την αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή τους, έτσι ώστε ο νεαρός παραβάτης να σπάσει τον κύκλο των εγκληματικότητας και του εγκλήματος. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό για τους ευάλωτους νέους με νευροδιαφορετικότητα, καθώς η ΔΦΑ και η ΔΕΠΥ μπορεί να επιδεινωθούν από την ιδρυματική φροντίδα, σε αντίθεση με την ανάδοχη φροντίδα, που μπορεί να μειώσει την αντίκτυπο στη συμπεριφορά.
Κώστας Κοσμάτος, Νομική Σχολή ΔΠΘ
Το θέμα «Αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας: συνέπειες, μύθοι και πραγματικότητα» ανέπτυξε ο Κώστας Κοσμάτος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, αναφερόμενος μεταξύ άλλων στα στατιστικά στοιχεία που αφορούν την εγκληματικότητα.
«Με βάση στοιχεία που προκύπτουν από τη βάση δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, από το 2011 έως και το 2023, με αναφορές στο σύνολο των εγκλημάτων και δραστών, με έμφαση στους ανήλικους δράστες, από τα οποία προκύπτει ότι η εγκληματικότητα στη χώρα μας:
– μέχρι το 2021 βρίσκεται σε μια «σταθερότητα» στο σύνολο των εγκλημάτων,
– από το έτος 2022 έχει αυξητική τάση σε ποσοστό 20% περίπου στο σύνολό της, ενώ η συμμετοχή των ανηλίκων στη συνολική εγκληματικότητα στη χώρα μας κυμαίνεται διαχρονικά από 3%-7%, ενώ
εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξητική τάση το έτος 2023 (ετήσια μεταβολή για τα έτη 2022 και 2023 αφορά σε αύξηση της τάξης του 61,4%).
»Η αύξηση της εγκληματικότητας δεν αποτελεί συνδεόμενο στοιχείο με την αυστηροποίηση της ποινικής μας νομοθεσίας», εκτίμησε ο κ. Κοσμάτος. Και πρόσθεσε: «Η πρώτη παρατήρηση αφορά στην στατιστικά αποδεδειγμένη θέση ότι η αυστηροποίηση στην απειλή της ποινής, όχι μόνο δεν φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα αλλά φαίνεται ότι είναι μάλλον αδιάφορη, καθώς η τάση αύξησης της εγκληματικότητας είναι ορατή. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στο ότι η αυστηροποίηση των επιβαλλόμενων ποινών επιδρά αρνητικά στο ήδη υπερφορτωμένο σωφρονιστικό σύστημα».
Χ. Ζαραφωνίτου: «Αν και στη σύγχρονη εποχή η ανάγκη για ασφάλεια έχει μια πρωτεύουσα ιεράρχηση για την καθημερινότητα των πολιτών, μια αντεγκληματική πολιτική που εξαντλείται αποκλειστικά στις ποινικές κυρώσεις δεν μπορεί να είναι ορθολογική, δεδομένου ότι οι θεμελιώδεις πυλώνες της (πρέπει) είναι η πρόληψη, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και η κοινωνική επανένταξη»
Χριστίνα Ζαραφωνίτου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
«Η ορθολογικοποίηση των ποινικών κυρώσεων ως έκφραση μιας αποτελεσματικής και ανθρωποκεντρικής πολιτικής», ήταν ο θεματικός άξονας γύρω από τον οποίο μίλησε η Χριστίνα Ζαραφωνίτου, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Παρότι το έγκλημα αποτελεί ένα κανονικό κοινωνικό φαινόμενο, παγκόσμια και διαχρονικά επαναλαμβανόμενο έστω και εννοιολογικά διαφοροποιούμενο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προκαλεί δυσάρεστες συγκινησιακές αντιδράσεις (φόβο, αποδοκιμασία, θυμό)», σημείωσε η κ. Ζαραφωνίτου. «Τις αντιδράσεις αυτές καλείται να αμβλύνει η επιβολή της ποινής μέσα από τους αποδιδόμενους σε αυτήν σκοπούς και λειτουργίες καθώς και μέσα από τη συμβολική επιβεβαίωση του κύρους του θιγομένου από το έγκλημα αξιακού και θεσμικού πλαισίου. Το Jus punienti έχει απασχολήσει την εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Το πέρασμα από την ιδιωτική στη δημόσια απονομή δικαιοσύνης συμβάδισε με την εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού και οριοθετήθηκε στο πλαίσιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η αντεγκληματική πολιτική δεν αρκεί να είναι αποτελεσματική αλλά οφείλει να προστατεύει και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και πρόσθεσε η ίδια: «Αν και στη σύγχρονη εποχή η ανάγκη για ασφάλεια έχει μια πρωτεύουσα ιεράρχηση για την καθημερινότητα των πολιτών, μια αντεγκληματική πολιτική που εξαντλείται αποκλειστικά στις ποινικές κυρώσεις δεν μπορεί να είναι ορθολογική, δεδομένου ότι οι θεμελιώδεις πυλώνες της (πρέπει) είναι η πρόληψη, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και η κοινωνική επανένταξη. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η επιστημονική έρευνα που αναδεικνύει την αξιολογική βαρύτητα των προστατευόμενων εννόμων αγαθών και την αναλογία τους με τις προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τον τρόπο εφαρμογής τους, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στο θεμελιώδη για τη δημοκρατία θεσμό της δικαιοσύνης».
Κωνσταντίνος Ι. Πανάγος, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
«Πρώτα παιδιά, έπειτα παραβάτες: Οι σύγχρονες διεθνείς τάσεις για την ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων και η ελληνική νομοθεσία», επιγράφεται η ομιλία που εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Ι. Πανάγος, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, MSc in Criminal Justice Policy, LSE.
Στην εισήγηση παρουσιάστηκαν οι σύγχρονες τάσεις για την ποινική μεταχείριση τωνανήλικων παραβατών της ποινικής νομοθεσίας, με βάση τις σύγχρονες θεωρητικές αναλύσεις σχετικά με την παιδική ηλικία, τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη φιλική προς το παιδί δικαιοσύνη και το θεωρητικό πρότυπο, που διαμορφώθηκε πρόσφατα στον διεθνή χώρο και συνοψίζεται με τον όρο «Πρώτα παιδιά, έπειτα παραβάτες» (Children first, offenders second).
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις κατευθύνσεις του διεθνούς θεσμικού πλαισίου και των σύγχρονων θεωρητικών αναλύσεων για τη λειτουργία και την πρακτική των φορέων της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας (και δη στην άσκηση των καθηκόντων των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών).
Ντίνα Τσουκαλά, ΕΡΤ
Στην παρέμβασή της, η δημοσιογράφος της ΕΡΤ Ντίνα Τσουκαλά έδωσε βαρύτητα στο «κοινό περί Δικαίου αίσθημα». «Στο όνομα μίας ηθικής που δεν είναι καν απτή, αλλά προσεγγίζεται με το συναίσθημα, το κοινό περί δικαίου αίσθημα λειτουργεί κάποιες φορές ως Προκρούστεια κλίνη για τον κατηγορούμενο βαρύτατων εγκλημάτων», είπε χαρακτηριστικά. «Το κοινό περί Δικαίου αίσθημα είναι αδηφάγο και ανυπόμονο, γι’ αυτό και γιγαντώνεται από την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η αργοπορία γεννά πάντα ερωτήματα στην κοινή γνώμη, πόσο μάλλον ότι φτάνει στην παραγραφή η οποία ισοδυναμεί με ατιμωρησία για την κοινή γνώμη. «Να σαπίσει στη φυλακή. Μα τι νόμοι είναι αυτοί να μπορεί μετά από κάποια χρόνια να βγει με άδεια ή να αποφυλακιστεί…», λένε με περίσσια ευκολία αυτόκλητοι σχολιαστές, επικριτές, χωρίς θεσμικό ρόλο. Ζητούν μάλιστα ακόμη και την επαναφορά, παρά την κατάργησή της, της θανατικής ποινής για τον κατηγορούμενο βαρύτατων εγκλημάτων. Ουδείς λόγος βέβαια για το τεκμήριο αθωότητας και τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Υπάρχουν υποθέσεις με πρωταγωνιστές προβεβλημένα πρόσωπα, στις οποίες ακόμη και μία καταγγελία είναι αρκετή για να ταυτιστεί η κοινή γνώμη με τον δράστη ή το θύμα, ανάλογα με τις ομοιότητες που βρίσκει ότι έχει σε καθέναν από αυτούς. Στην περίπτωση δε που η υπόθεση αρχειοθετηθεί και δεν φτάσει ποτέ στο ακροατήριο, τότε η λαϊκή ετυμηγορία αποφαίνεται: «Κουκούλωμα!».
Ντ. Τσουκαλά: «Στην περίπτωση που η υπόθεση αρχειοθετηθεί και δεν φτάσει ποτέ στο ακροατήριο, τότε η λαϊκή ετυμηγορία αποφαίνεται: «Κουκούλωμα!»
Και πρόσθεσε η δημοσιογράφος σε άλλο σημείο: «Ιδιαίτερα μάλιστα στις υποθέσεις που χαρακτηρίζονται ως σκάνδαλα και σε εκείνες στις οποίες οι εμπλεκόμενοι είναι πολιτικοί, η κοινή γνώμη είναι ακόμη περισσότερο δύσπιστη και συχνά εξοργισμένη από χειρισμούς που πιστεύει πως έχουν στόχο την ατιμωρησία. Είναι κάτι που δυστυχώς συνοδεύει και τις μεγάλες τραγωδίες που ζήσαμε, όπως το Μάτι και τα Τέμπη όπου οι συγγενείς αισθάνονται ότι αν δεν παλέψουν οι ίδιοι να ακουστεί η φωνή τους, οι υπεύθυνοι θα μείνουν ατιμώρητοι».
Γιώργος Παπανικολάου, Northumbria University
Ο Γιώργος Παπανικολάου, Αναπληρωτής Καθηγητής Εγκληματολογίας, Νομική Σχολή, Northumbria University στη Μ. Βρετανία, ανέπτυξε το θέμα: «Πέρα από το αδιέξοδο της αυστηροποίησης: εναλλακτικές στρατηγικές για την αντεγκληματική πολιτική».
Κρίνοντας ότι το ζήτημα της αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας και ιδίως του πλαισίου ποινών αφορά μια συζήτηση, η οποία έχει περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα και σπανίως βασίζεται στα πορίσματα της εκτενούς πλέον διεθνούς επιστημονικής έρευνας, ο κ. Παπανικολάου προσέγγισε το ζήτημα σε δυο άξονες: έναν κυρίως άξονα μεταξύ των ποινολογικών αντιλήψεων για την πρόληψη του εγκλήματος και την αχρήστευση (incapacitation) του εγκληματία, και έπειτα ένα δευτερεύοντα μεταξύ γενικής και ειδικής πρόληψης.
Σύμφωνα πάντα με τον Καθηγητή, «Η λήψη υπόψη αυτών των πορισμάτων εγείρει μια σειρά στρατηγικών ερωτημάτων όχι μόνο σε σχέση με τη θέση της αυστηροποίησης, αλλά και τον ίδιο το ρόλο της ποινικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας «ορθολογικής» αντεγκληματικής πολιτικής».
Κατερίνα Παπαβασιλείου, Πρόεδρος Εφετών
Στο υψηλής δυσκολίας κεφάλαιο ως προς τα αίτια της εγκληματικότητας στάθηκε η Κατερίνα Παπαβασιλείου, Πρόεδρος Εφετών, με έμφαση στις θεωρίες Εγκληματολογίας, από αυτή του Lombroso έως αυτή του Edwin Sutherland, αλλά και τη θεωρία των εγκλημάτων του λευκού κολλάρου. Η κ. Παπαβασιλείου κατέστησε μεταξύ άλλων σαφή τη μηχανική της ανομίας, με συναισθηματική αποστασιοποίηση από τη σημασία των κανόνων.
«Έχουμε την αντίφαση ανάμεσα στην πολιτισμική έμφαση που δίνεται στην οικονομική ευμάρεια (ως έκφραση της πολιτισμικής δομής) και στα κοινωνικά εμπόδια που μπαίνουν στην πλήρη πρόσβαση στην ευκαιρία (ως έκφραση της κοινωνικής δομής)», ανέφερε χαρακτηριστικά. «Όταν αυτές οι δομές δεν βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους και η πρώτη επιβάλλει συμπεριφορές που η δεύτερη εμποδίζει, τότε ως συνέπεια έρχεται μια ένταση, που οδηγεί στην παραβίαση των κανόνων ή στην απουσία τους».
2η Ημέρα Συνεδρίου
Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, ΑΠΘ
Η εισήγηση της κ. Καστανίδου, Καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ανέδειξε αρχικώς το γεγονός ότι ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του Ποινικού Δικαίου προκύπτει από κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος και δεν μπορεί για τον λόγο αυτό να αμφισβητείται από τον κοινό νομοθέτη. Στη συνέχεια, αξιολόγησε τις νομοθετικές παρεμβάσεις της τελευταίας 5ετίας, υπό το πρίσμα των επιμέρους θεμελιωδών αρχών που διέπουν το φιλελεύθερο Ποινικό Δίκαιο.
Όλγα Τσόλκα, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔ) της ΕΕ και τους εθνικούς Ποινικούς Κώδικες αναφέρθηκε η Όλγα Τσόλκα, Αναπλ. Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου. Άξονες της παρέμβασής της ήταν, μεταξύ άλλων, οι εθνικοί φορείς της νομοθετικής και δικαστικής λειτουργίας ως αποδέκτες των επιταγών του ΧΘΔ της ΕΕ, «όταν εφαρμόζουν δίκαιο της Ένωσης», η «αρχή της ομοιογένειας» του Χάρτη με την ΕΣΔΑ, η κανονιστική σημασία των επιταγών του ΧΘΔ της ΕΕ στο πεδίο του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου.
Η κ. Τσόλκα εστίασε σε νομολογιακά παραδείγματα κατά την τυποποίηση μιας ποινικά αξιόλογης συμπεριφοράς, όπως την απαγόρευση δυσανάλογης προς το αδίκημα ποινής, την Αρχή της μη αυτοενοχοποίησης, τη Διασύνδεση των οδηγιών της ΕΕ για τα δικονομικά δικαιώματα υπόπτων και κατηγορουμένων με τις επιταγές του ΧΘΔ.
Μαρία Καραμανώφ, ΣτΕ
«Η εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία» ήταν ο πυρήνας της παρέμβασης της Μαρίας Καραμανώφ, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. Η εισήγησή της προσέγγισε την εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία, ως κορυφαία μεταξύ των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τον κάθε δικαστή προσωπικά, αλλά και ως το συνταγματικά κατοχυρωμένο και απαράβατο μέτρο που καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
«Η δικαστική ανεξαρτησία παραμένει τυπικά η θεμελιώδης εγγύηση ότι η δικαστική λειτουργία επιτελεί πράγματι τον διττό της προορισμό, συνιστάμενο στην επίλυση διαφορών, αφενός, και στην παρακολούθηση και έλεγχο της πορείας του Κράτους Δικαίου προς την πραγμάτωση των αξιών και σκοπών που προβλέπει το Σύνταγμα, αφετέρου», ανέφερε η κ. Καραμανώφ. «Παρά ταύτα, η σχετική της θέση συχνά υποβαθμίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με μέτρα και πρακτικές που θέτουν υπό αμφισβήτηση την υπερέχουσα σημασία της έναντι άλλων επιθυμητών χαρακτηριστικών της Δικαιοσύνης».
»Οι ισχύουσες θεσμικές εγγυήσεις της εσωτερικής δικαστικής ανεξαρτησίας εξετάζονται κριτικά με αναφορά στις χαρακτηριστικές ιδιότητες που οφείλει να έχει κάθε αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου μεγάλης κλίμακας», πρόσθεσε, για να επισημάνει την ανάγκη εμπέδωσης της ανεξαρτησίας, ιδίως στους νεώτερους δικαστές, μέσω της δικαστικής πρακτικής στο πλαίσιο της ιεραρχικής οργανωτικής δομής της Δικαιοσύνης.
Θ. Δαλακούρας: Με αναφορά στην αυστηροποίηση του δικονομικού συστήματος, εστίασε στους διαφαινόμενους κινδύνους για τη φυσιογνωμία της ποινικής δίκης
Θεοχάρης Δαλακούρας, ΔΠΘ
Με καίριο ερώτημα διάνθισε την ομιλία του ο Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, «Οι πρόσφατες νομοθετικές επεμβάσεις στον νέο ΚΠΔ: Προώθηση ή Αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα;».
Ο Καθηγητής επέμεινε μεταξύ άλλων στη φιλελεύθερη φυσιογνωμία του ΚΠΔ ως δικαιοκρατική αξίωση, στις στοχεύσεις του Ν. 5090/2024 περί επιτάχυνσης, καθώς και στους συντελεστές αποτελεσματικότητας του αιτήματος επιτάχυνσης. Έθιξε πλείστα όσα επιμέρους ζητήματα, όπως τις ρυθμίσεις του Ν. 5090/2024 στο στάδιο της προδικασίας, στο στάδιο της ενδιάμεσης διαδικασίας, τις τροποποιήσεις σε επιμέρους διατάξεις της διαδικασίας στο ακροατήριο. Με αναφορά στην αυστηροποίηση του δικονομικού συστήματος, ο ίδιος εστίασε δε στους διαφαινόμενους κινδύνους για τη φυσιογνωμία της ποινικής δίκης.
Βασίλειος Αδάμπας, ΔΠΘ
Ο Επίκουρος Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης και Αντεισαγγελέας Βασίλειος Αδάμπας ανέλυσε την επίδραση της αυστηροποίησης του ποινικού δικαίου στον εφαρμοστή του δικαίου. Ο κ. Αδάμπας έκανε σύντομη μνεία των δομικών χαρακτηριστικών του Ποινικού Δικαίου και του «εσφαλμένου τρόπου δόμησης και χρήσης της ποινικής νομοθεσίας σήμερα», προβαίνοντας σε διαπιστώσεις ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο ο δικαστής συχνά επιχειρεί να διορθώσει την υπερβολή. Παράλληλα, επεσήμανε τη γενικότερη απροθυμία αξιολόγησης της συνταγματικής συμβατότητας επιλογών του νομοθέτη, υπογραμμίζοντας την απαγόρευση ελέγχου της προσωπικής θέσης του δικαστικού λειτουργού. Ο Καθηγητής αναζήτησε, δε, τα αίτια αναφορικά με τους εφαρμοστές εκείνους υπερθεματίζουν για την αυστηρότητα και την αυστηροποίηση.
Ευτύχης Φυτράκης, ΕΑΠ
«Η ποινική αυστηρότητα ως πολιτικό δόγμα» ήταν ο τίτλος της παρέμβασης του Ευτύχη Φυτράκη, Δ.Ν.-Δικηγόρου, Διδάσκοντος ΕΑΠ. «Η τιμωρητικότητα, σε ατομικό επίπεδο, παραπέμπει στο αρχέγονο ένστικτο της εκδίκησης – νικώντας κατά κράτος την ορθολογική επιλογή της αποκατάστασης. Η ποινή γίνεται «συγκρουσιακή», η επανένταξη υποχωρεί», τόνισε μεταξύ άλλων ο κ. Φυτράκης, εκτιμώντας ότι η «τιμωρητικότητα» λειτουργεί ως «παραισθησιογόνα ουσία».
Ο ίδιος εκτίμησε δε ότι η αυστηρότητα έχει ετερόκλητους οπαδούς: τους κλασσικούς συντηρητικούς κύκλους, οπαδούς της «σιδηράς πυγμής», του σκληρού κράτους, αλλά και κινήματα απελευθέρωσης (όπως το φεμινιστικό), υπεράσπισης δικαιωμάτων (Διεθνής Αμνηστία), προστασίας του παιδιού.