fbpx

Αντιποίηση της δικηγορίας: Όταν μη νομικοί παρέχουν συμβουλές σε δανειολήπτες (ΑΠ 237/2024)

Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου περί νομικής πλάνης, καθώς αποδείχθηκε ότι ο ίδιος γνώριζε την έλλειψη αρμοδιότητας του δικηγορικού λειτουργήματος, ενώ και οι δημοσιεύσεις και η διαφήμιση των "υπηρεσιών" του Σωματείου αποδείκνυαν την πρόθεση παραπλάνησης του κοινού και τη συστηματική παράνομη δράση.

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Ορθή έκρινε ο Άρειος Πάγος την καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου κατά κατηγορουμένου, ο οποίος είχε ήδη κριθεί ένοχος για την πράξη της αντιποίησης του δικηγορικού λειτουργήματος (κατά παράβαση της νομοθεσίας περί άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος) καθώς προσέφερε -ως πρόεδρος του σωματείου-ένωσης καταναλωτών- νομικές υπηρεσίες σε δανειολήπτες ως προς το ζήτημα της ρύθμισης των χρεών τους, χωρίς να διαθέτει τη δικηγορική ιδιότητα.

Πραγματικά περιστατικά

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα είχε διαπιστώσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το σωματείο, παρουσιαζόταν ψευδώς ως νομικό πρόσωπο που προσέφερε νομικές υπηρεσίες, παρά το γεγονός ότι τα μέλη του δεν είχαν την απαιτούμενη δικηγορική ιδιότητα. Μάλιστα, το Σωματείο, αν και αναγνωρίστηκε το 2002 ως Καταναλωτική Ένωση με καταστατικό σκοπό την προστασία των καταναλωτών, δεν είχε εγγραφεί στο Μητρώο Ενώσεων Καταναλωτών του Ν. 2251/1994  έως το 2016, με αποτέλεσμα να στερείται των αρμοδιοτήτων και εν γένει εξουσιών που απονέμονται στις Ενώσεις Καταναλωτών δυνάμει του σχετικού νόμου.

Στη συνέχεια και κατά το επίδικο διάστημα, Μάρτιο με Μάιο 2016, ο κατηγορούμενος προέβαλε ψευδώς ότι το Σωματείο διέθετε οργανωμένο νομικό τμήμα που παρείχε νομικές υπηρεσίες, για υποθέσεις σχετικές με τον Ν.3869/2010 (Νόμο Κατσέλη), παρά το γεγονός ότι ούτε το ίδιο το σωματείο, ούτε ο ίδιος είχαν τη δικηγορική ιδιότητα. Ο κατηγορούμενος είχε επαφή με δανειολήπτες και τους καθοδηγούσε σχετικά με τις διαδικασίες ένταξης στο νόμο για την αναδιάρθρωση χρεών, συμπληρώνοντας αιτήσεις και επιλέγοντας δικηγόρους για τη νομική βοήθεια. Επίσης, συνήθιζε να δημοσιεύει αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες ηλεκτρονικές πλατφόρμες, προβάλλοντας επιτυχίες του “νομικού τμήματος” του Σωματείου σε υποθέσεις ρύθμισης οφειλών. Ενδεικτικά, αναρτούσε επιτυχίες του “Ι. Κ.” σε περιπτώσεις ρύθμισης χρεών, όπως μειώσεις χρεών ή εξαιρέσεις ακινήτων από την εκποίηση, παρουσιάζοντας ψευδώς ότι το Σωματείο είχε τη δυνατότητα να αναλαμβάνει τέτοιες υποθέσεις και να προσφέρει νομική εκπροσώπηση. Παράλληλα, διαφημιζόταν η δυνατότητα παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας, πράξη που αντίκειται στην νομοθεσίας περί άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος.

Με αυτό το σκεπτικό, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου περί καλής πίστης και νομικής άγνοιας, καθώς αποδείχθηκε ότι ο ίδιος γνώριζε την έλλειψη νομικής αρμοδιότητας, ενώ και οι δημοσιεύσεις και η διαφήμιση των “υπηρεσιών” του Σωματείου αποδείκνυαν την πρόθεση παραπλάνησης του κοινού και τη συστηματική παράνομη δράση. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η δράση του κατηγορουμένου συνιστούσε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, καθώς οι ενέργειες του δεν περιορίζονταν μόνο στην παροχή συμβουλών, αλλά επεκτείνονταν και στη διαφήμιση της ικανότητας του να αναλαμβάνει νομικές υποθέσεις. Αυτή η  συμπεριφορά αποτελούσε παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των πολιτών που αναζητούσαν νομική βοήθεια. Με το σκεπτικό αυτό, το Δικαστήριο τον καταδίκασε για αντιποίηση της δικηγορικής ιδιότητας κατ’ εξακολούθηση και του επέβαλε χρηματική ποινή (80 ημερήσιες μονάδες προς 26 ευρώ, ανασταλείσα για τρία έτη).

Η κρίση του Αρείου Πάγου

Κατόπιν αυτής της εξέλιξης, ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση ήταν εσφαλμένη, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όσο και ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, επικαλούμενος ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του, ενώ επίσης υπήρξαν σημαντικές παρατυπίες στη διαδικασία (510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ)

Σύμφωνα με τον αναιρεσείοντα, η απόφαση του Δικαστηρίου στερείτο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για τους λόγους καταδίκης του, καθώς δεν εξετάστηκαν επαρκώς τα στοιχεία της υπεράσπισής του, ούτε υπήρξε επαρκής απόδειξη για την ύπαρξη της πράξης που του αποδόθηκε. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, υπογραμμίζοντας ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και επεσήμανε ότι ο κατηγορούμενος, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος, ενήργησε ως δικηγόρος, δίνοντας νομικές συμβουλές και εκπροσωπώντας άτομα σε δικαστικές υποθέσεις, πράξεις που είναι αποκλειστικά αρμοδιότητα των δικηγόρων. Η πράξη της αντιποίησης άσκησης δικηγορίας, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, αποδείχθηκε μέσω των στοιχείων της δικογραφίας και της μαρτυρίας των προσώπων, που επηρεάστηκαν από τις ενέργειες του κατηγορουμένου.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ένσταση του κατηγορουμένου δεν διατυπώθηκε με σαφήνεια, ούτε επαναλήφθηκε στην έφεση, γεγονός που κατέστησε την ένσταση αβάσιμη, με αποτέλεσμα να απορρίψει και τον ισχυρισμό περί απόλυτης ακυρότητας. Σχετικά με την εκ νέου εξέταση των ουσιαστικών ζητημάτων της υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν παρουσίασε νέα στοιχεία, ή ισχυρισμούς στην έφεση που να αμφισβητούν την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οπότε η υπόθεση «έκλεισε» χωρίς νέα στοιχεία υπεράσπισης.

Τέλος, ούτε ο  ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης έγινε δεκτός, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σε καλή πίστη, ή ότι υπήρχε αμφιβολία για την ακεραιότητα των πράξεων του. Αντίθετα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πράξη της αντιποίησης άσκησης δικηγορίας τελέστηκε με πλήρη συνείδηση και πρόθεση από την πλευρά του αιτούντος. Επομένως, ο Άρειος Πάγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου ήταν ορθή, ενώ η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι, καταδικάζοντας τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης. 

Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΑΠ (Ποιν) 237/2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -