fbpx

Μπορεί να είναι τολμηρή και συναινετική η αναμενόμενη, πέμπτη Αναθεώρηση του Συντάγματος;

Η πενταετία για την εκ νέου ενεργοποίηση του συνταγματικού νομοθέτη συμπληρώθηκε την 28η Νοεμβρίου 2024. Το 2025 μπορεί, τυπικά, να εκκινήσει η πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Το αυστηρό Σύνταγμά μας δεν επιτρέπει την αναθεώρησή του, αν δεν παρέλθουν πέντε έτη από την περάτωση της προηγούμενης (άρθρο 110 παρ. 6 Συντ.). Η τελευταία, τέταρτη κατά σειρά στη μεταπολιτευτική περίοδο, ολοκληρώθηκε την 28η Νοεμβρίου 2019. Τότε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Α΄ 187) το Ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ οι αναθεωρημένες διατάξεις. Η πενταετία για την εκ νέου ενεργοποίηση του συνταγματικού νομοθέτη συμπληρώθηκε την 28η Νοεμβρίου 2024. Έτσι, από την επομένη μπορεί, τυπικά, να εκκινήσει η πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Στις προηγηθείσες όμοιες το 1986, το 2001 και το 2019 χρειάστηκε να μεσολαβήσει σχεδόν διπλάσιος του καθορισμένου ελάχιστου χρόνου για την εκκίνηση της νέας διαδικασίας. Τόση ή, έστω, ανάλογης διάρκειας αναμονή πιθανολογούνταν ότι δεν θα απαιτηθεί για την επόμενη αναθεωρητική πρωτοβουλία. Άλλωστε, η εκδήλωσή της αποτελούσε, με αναφορά στο άρθρο 16 Συντ. για την ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διακριτή συνιστώσα του εκλογικού προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας στις διαδοχικές, «δίδυμες», αναμετρήσεις του 2023. Η άνετη επικράτησή της σε εκείνες του Ιουνίου και η έγκριση των προγραμματικών δηλώσεων, με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, κατέστησαν τη Συνταγματική Αναθεώρηση μέρος του κυβερνητικού προγράμματος κατά τη διανυόμενη βουλευτική περίοδο.

Η «χαρακτηριστική επιμέλεια» και η «αξιοσημείωτη μεθοδικότητα», που επιδεικνύει η κυβέρνηση καθόλη τη διάρκεια της θητείας της στην προώθηση των προεκλογικών εξαγγελιών της, επέτρεπαν την εκτίμηση ότι η επεξεργασία της πρότασης αναθεώρησης θα είχε ολοκληρωθεί πριν από την παρέλευση της πενταετίας, και θα κατατίθετο το αργότερο τις πρώτες εβδομάδες του 2025. Ωστόσο, ο Πρωθυπουργός, σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση την 17η Δεκεμβρίου 2024, συγκεκριμενοποίησε το χρονοδιάγραμμα. Αναφέροντας ότι η σχετική συζήτηση θα ξεκινήσει στο δεύτερο μισό του νέου έτους, κατέστησε την πέμπτη Αναθεώρηση του Συντάγματος και επισήμως αναμενόμενη.

Η τετραετής διάρκεια της διανυόμενης βουλευτικής περιόδου συμπληρώνεται τον Ιούνιο του 2027. Ακόμη και αν σημειωθεί απόκλιση από το χρονοδιάγραμμα που ανακοινώθηκε, θα απομένει, λοιπόν, ικανός και πάντως επαρκής χρόνος για την ολοκλήρωση της συζήτησης.

Δίχως χρονική πίεση

1. Στην ίδια συνέντευξη ο Πρωθυπουργός εξέφρασε την επιθυμία η συζήτηση να λάβει χώρα σε συνθήκες που θα διευκολύνουν τη διεξαγωγή της δίχως χρονική πίεση. Η ουσία της αναφοράς του δεν είναι πάντως προφανής. Οι εργασίες της Επιτροπής Αναθεώρησης ορίζονται χρονικά από την Ολομέλεια και, συνήθως, παρατείνονται με νεότερες αποφάσεις της μία ή και περισσότερες φορές. Εξάλλου, οι γενικές βουλευτικές εκλογές ακολουθούν, υποχρεωτικά, την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της αναθεωρητικής διαδικασίας ενώπιον της προτείνουσας Βουλής. Τέλος, η τετραετής διάρκεια της διανυόμενης βουλευτικής περιόδου συμπληρώνεται τον Ιούνιο του 2027. Ακόμη και αν σημειωθεί απόκλιση από το χρονοδιάγραμμα που ανακοινώθηκε, θα απομένει, λοιπόν, ικανός και πάντως επαρκής χρόνος για την ολοκλήρωση της συζήτησης.

Ο Πρωθυπουργός εξέφρασε, επίσης, την προσδοκία να «προτείνουμε μια τολμηρή Συνταγματική Αναθεώρηση». Ο προκρινόμενος επιθετικός προσδιορισμός, ασυνήθης σε διαδικασίες προσαρμογής νομικών κανόνων στα νέα δεδομένα, φαίνεται, καταρχήν, να υπηρετεί, πρωτίστως, επικοινωνιακές ανάγκες. Η επιλογή του θα μπορούσε πάντως να εισφέρει το ζητούμενο χαρακτηριστικό ή γνώρισμα της πέμπτης Αναθεώρησης του Συντάγματος. Επειδή αναμένεται να κινηθεί οριζόντια και να καταλάβει σε όλο το θεματικό της εύρος την ύλη του, ο επιθετικός προσδιορισμός είναι σε θέση να της προσδώσει, όχι μόνον πολιτικά, το ελλείπον, σε όλες τις προηγούμενες όμοιες και με την εξαίρεση εκείνης του 1986, στίγμα της.

2. Η ετυμολογία του επιθετικού προσδιορισμού και η προβολή του στη φύση της, εκ των πραγμάτων εξαιρετικής και μάλλον της σημαντικότερης πολιτειακής, διαδικασίας επιτρέπουν, αν δεν επιβάλλουν κιόλας, να γίνει δεκτό ότι η αναθεώρηση είναι τολμηρή, όταν θέτει ζητήματα, τα οποία είτε δεν την απασχόλησαν διόλου ή σοβαρά στο παρελθόν, είτε η συζήτησή τους έχει περιοριστεί, ή εξαντλήθηκε αποκλειστικά στο διάλογο μεταξύ των, κάθε λογής, «ειδικών». Το κοινό στοιχείο όλων εντοπίζεται στην εισαγωγή μιας ανατρεπτικής, διαφορετικής και διακριτής από την επικρατούσα, θεώρησης στη λειτουργία του πολιτεύματος. Η ανάδειξη ή η επαναφορά στην επικαιρότητα τέτοιων ζητημάτων αποτελεί, προνομιακά, υπόθεση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτή και μόνον αυτή καθορίζει, εν πολλοίς δεσμευτικά, την «ατζέντα» του αναθεωρητικού εγχειρήματος. Απομένει να διευκρινιστεί, ποια ζητήματα θα μπορούσαν να καταστήσουν τολμηρή την πέμπτη Αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως επιδιώκεται από τον Πρωθυπουργό.

Τέτοιο δεν πρέπει να θεωρείται, επειδή στην ουσία θα προσδώσει συνταγματική περιωπή στους ήδη ισχύοντες νομοθετικούς ορισμούς, η ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αντιθέτως, τολμηρά ζητήματα μπορεί να αναζητηθούν στις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας τον Νοέμβριο του 2018 και τον Ιανουάριο του 2019 [βλ. Γ. ΣωτηρέληΘ. Ξηρού, Η τέταρτη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2014-2019), Αθήνα 2020, σ. 116 επ. και 208 επ.], ή σε κείμενο εργασίας, έτσι και αλλιώς ιδιαίτερα προωθημένο ακόμη και σήμερα, ομάδας επιστημόνων και τεχνοκρατών (βλ. Ν. ΑλιβιζάτουΠ. ΒουρλούμηΓ. ΓεραπετρίτηΓ. ΚτιστάκηΣτ. ΜάνουΦ. Σπυρόπουλου, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα. Κείμενα εργασίας, Αθήνα 2016). Οι συντάκτες του στο σύνολο τους, με μία εξαίρεση, βρέθηκαν στο παρελθόν ή εξακολουθούν να βρίσκονται, ιδεολογικά και πολιτικά, κοντά στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ένας μάλιστα εξ αυτών φέρεται να συμπράττει, σύμφωνα με μερίδα του Τύπου, στην επεξεργασία του σχεδίου της πρότασής της.

Υπό τους διαγραφόμενους όρους, τολμηρή μπορεί να θεωρηθεί, μεταξύ άλλων, η Αναθεώρηση που προτείνει η νέα Βουλή, όταν η θητεία της προηγούμενης έχει τερματιστεί πρόωρα, να εκλέγεται για τον απομένοντα χρόνο, ή οι γενικές βουλευτικές εκλογές να διενεργούνται σε σταθερή ημερομηνία ανά τετραετία με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, ή η νομοθετική παραγωγή να υπόκειται σε προληπτικό δικαστικό έλεγχο νομιμότητας. Τολμηρή είναι, επίσης, η Aναθεώρηση, όταν προτείνεται η ενοποίηση των τριών δικαιοδοσιών ή η ίδρυση ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου, έστω και αν δεν είναι το Συνταγματικό, ή η κατάργηση, άλλως η σύντμηση, του χρονικού περιορισμού για την εκκίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας ή ο επανακαθορισμός των πλειοψηφιών στις δύο διακριτές φάσεις της για την υπερψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων.    

Η αναμενόμενη, πέμπτη, Αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να είναι τολμηρή, έστω και όταν οι προτάσεις της έχουν μονοκομματική προέλευση.

Η «τολμηρή» Αναθεώρηση

Η Πρωθυπουργική αναφορά στην τολμηρή Αναθεώρηση εντοπίζεται στην οικεία Επιτροπή και στη συζήτηση που θα διεξαχθεί ενώπιόν της. Οι προτάσεις της περιλαμβάνονται σε έκθεση, την οποία υποβάλλει στην Ολομέλεια μετά την επεξεργασία των κατατεθεισών παραδεκτώς προτάσεων. Δηλαδή, όσων φέρουν την υπογραφή, τουλάχιστον, πενήντα (50) βουλευτών (άρθρο 110 παρ. 2 Συντ.). Από τη σύνθεση της θητεύουσας Βουλής τις εν λόγω αριθμητικές προδιαγραφές πληροί, αυτοτελώς, μόνον η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Οι λοιπές -σήμερα οκτώ (8) και τις επόμενες εβδομάδες ενδεχομένως εννέα (9), αν δεν συνεχιστούν οι απώλειες βουλευτών από τους «Σπαρτιάτες» που θα προκαλέσει τη διάλυση της κοινοβουλευτικής τους ομάδας- θα μπορούσαν να καταθέσουν παραδεκτώς πρόταση Αναθεώρησης μόνον αν συμπράξουν, πιθανότατα όχι μόνο δύο, περισσότερες (κοινοβουλευτικές ομάδες). Διαφορετικά, οι προτάσεις τους, υπολειπόμενες του ελάχιστου αριθμού των απαιτούμενων υπογραφών, δεν θα απασχολήσουν την Επιτροπή Αναθεώρησης.

Αναγνωρίζοντας ότι «από τη φύση της η Αναθεώρηση επιβάλλει ευρύτερες συναινέσεις», ο Πρωθυπουργός στη συνέντευξή του επαναλαμβάνει το αυτονόητο. Δηλαδή, ότι «σε μία από τις δύο Βουλές θα χρειαστούμε εκατό ογδόντα (180) ψήφους». Επισημαίνει ότι θα επιδιωχθεί η συγκέντρωσή τους σε όσο το δυνατόν περισσότερα άρθρα στην προτείνουσα Βουλή και παραδέχεται ότι οι επόμενες εκλογές θα έχουν ως αντικείμενο τη Συνταγματική Αναθεώρηση. Τέλος, συμπληρώνει ότι προσέρχεται «σε αυτή τη συζήτηση, ειλικρινώς, με συναινετική διάθεση, γιατί αυτό επιβάλλει το Σύνταγμα». Η δηλωμένη διαθεσιμότητά του καθαυτή δεν αρκεί, πάντως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συναίνεση και να επιτευχθεί η αυξημένη-ειδική πλειοψηφία στην πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας, ακριβέστερα στις δύο ψηφοφορίες μετά τη συζήτηση της έκθεσης της Επιτροπής Αναθεώρησης στην Ολομέλεια της προτείνουσας Βουλής.

2. Η ύπαρξη στη σύνθεση της θητεύουσας Βουλής περισσότερων κοινοβουλευτικών ομάδων φαίνεται και θα μπορούσε, καταρχήν, να διευκολύνει τις σχετικές διεργασίες. Ωστόσο, η συναίνεση προϋποθέτει και απαιτεί παραχωρήσεις ή/και υποχωρήσεις από τον «ισχυρό» στους «αδυνάτους», για να πεισθούν και να εισφέρουν τις κρίσιμες ψήφους τους. Αν οι τελευταίοι καταφέρουν να καταθέσουν παραδεκτώς πρόταση ή προτάσεις Αναθεώρησης, οι υποχωρήσεις ή οι παραχωρήσεις, θα λάβουν στην πράξη, κατά πάσα βεβαιότητα, τη μορφή της αποδοχής και της υπερψήφισης προτεινόμενων επιλογών. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η σύμπραξη κοινοβουλευτικών ομάδων της αντιπολίτευσης δεν καταστεί τελικά δυνατή, οι προτάσεις τους, όσο ενδιαφέρουσες ή τολμηρές και να είναι, δεν πρόκειται να απασχολήσουν την Επιτροπή Αναθεώρησης. Τότε, χώρος για παραχωρήσεις ή υποχωρήσεις από την πλειοψηφία θα αναζητηθεί, υποχρεωτικά, σε διατάξεις που περιλαμβάνονται στην πρότασή της.

Η συναινετική διάθεση του Πρωθυπουργού, εφόσον αποδειχθεί πραγματική και εκφραστεί συγκεκριμένα, δύσκολα θα βρει ανταπόκριση. Η προτείνουσα Βουλή καθορίζει, σύμφωνα με τη μάλλον κρατούσα και πάντως ορθότερη άποψη, τις αναθεωρητέες διατάξεις και την κατεύθυνση του αναθεωρητικού εγχειρήματος. Η έγκριση αμφότερων κατά τη πρώτη φάση της διαδικασίας από την αυξημένη-ειδική πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) του συνόλου των βουλευτών δεν περικλείει και την ουσιαστική δέσμευση της αναθεωρητικής Βουλής, όταν κληθεί να διαμορφώσει το περιεχόμενο και να διατυπώσει τις νέες διατάξεις. Διερωτάται, λοιπόν, κανείς, γιατί η αντιπολίτευση να δώσει, ουσιαστικά, «λευκή επιταγή» στο σχηματισμό που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές, ακόμη και στην περίπτωση που επικρατήσει, όπως προκύπτει σήμερα δημοσκοπικά, ο συναινετικός κοινοβουλευτισμός;

Υπό αυτά τα δεδομένα, η αναμενόμενη, πέμπτη, Αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να είναι τολμηρή, έστω και όταν οι προτάσεις της έχουν μονοκομματική προέλευση. Εξάλλου, θα καταστεί συναινετική, τουλάχιστον στις σημαντικές επιλογές της, μόνον κατά τη δεύτερη φάση της διαδικασίας. Δηλαδή, όταν η αναθεωρητική Βουλή διατυπώσει τις νέες συνταγματικές διατάξεις.

κ. Θανάσης Γ. Ξηρός είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ και Δικηγόρος

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -