fbpx

Διανομείς και Συλλογικές συμβάσεις εργασίας: «Φρένο» στο αίτημα για προσφυγή σε διαιτησία

Το Σωματείο Αυτοαπασχολουμένων Διανομέων & Τροφίμων Αττικής υποστήριξε ότι η συμμετοχή ενός Συμβούλου του ΣτΕ και ενός Αρεοπαγίτη στη Δευτεροβάθμια Πενταμελή Επιτροπή Διαιτησίας ήταν παράνομη, καθώς παραβίαζε το άρθρο 89 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης.

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Υπέρ εναγόμενης εταιρείας παροχής υπηρεσιών φαγητού και διανομής τροφίμων τάχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών. Εναντίον της είχε στραφεί το Σωματείο Αυτοαπασχολουμένων Διανομέων & Τροφίμων Αττικής, αφότου οι διαπραγματεύσεις προς σύναψη επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας απέβησαν άκαρπες, αλλά και απερρίφθη η μονομερής προσφυγή σε διαιτησία.

Πιο συγκεκριμένα, το Σωματείο είχε καταθέσει αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε την ακύρωση των δύο διαιτητικών αποφάσεων, ήτοι, της απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του ΟΜΕΔ και της απόφασης της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του ΟΜΕΔ. Οι επίδικες διαιτητικές αποφάσεις είχαν απορρίψει την αίτηση μονομερούς προσφυγής για διαιτησία, που είχε καταθέσει το Σωματείο, με σκοπό την την κατάρτιση επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ του σωματείου και της εταιρείας, προς ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των διανομέων.

Τι ορίζει ο νόμος

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 σχετικά με τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, υπάρχουν μόνο δύο λόγοι που στοιχειοθετούν την δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία, όταν αποτύχουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ή η μεσολάβηση. Είτε όταν η συλλογική διαφορά αφορά δημόσιες επιχειρήσεις ή υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, είτε όταν η επίλυση της διαφοράς και η σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενους με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Εν προκειμένω, το Σωματείο είχε στηριχθεί αποκλειστικά στην δεύτερη προϋπόθεση, υποστηρίζοντας ότι η μονομερής προσφυγή δικαιολογείται λόγω κοινωνικού και οικονομικού συμφέροντος. Οι ενάγοντες εργαζόμενοι ισχυρίστηκαν ότι οι διαιτητικές αποφάσεις ήταν άκυρες λόγω πλημμελούς αιτιολόγησης, παραμόρφωσης εγγράφων και αντισυνταγματικής σύνθεσης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, λόγω συμμετοχής δικαστικών λειτουργών.

Κρίση του Δικαστηρίου

Το δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα του Σωματείου για πρόσβαση στην διαιτησία δεν είχε αιτιολογηθεί επαρκώς και πλήρως, όπως απαιτεί ο νόμος (αρ. 16 παρ. 2 του Ν. 1876/1990).

Το Σωματείο δεν είχε τεκμηριώσει επαρκώς τη σύνδεση των αιτημάτων των εργαζομένων διανομέων, όσον αφορά την σύναψη ΣΕΕ με τους απαιτούμενους λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος.

Αντ’ αυτού – και πάντα σύμφωνα με το δικαστήριο – το Σωματείο περιορίστηκε σε γενικές αναφορές, όπως ότι η εταιρεία απασχολεί «χιλιάδες οικονομικά εξαρτημένους διανομείς» και εφαρμόζει «αδιαφανές σύστημα δυναμικής τιμολόγησης», χωρίς να υπάρχει παράθεση συγκεκριμένων ποσοτικών ή ποιοτικών δεδομένων. Παράλληλα, η δικαστική απόφαση ανέφερε ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για τη μείωση των μισθολογικών αμοιβών, τις επιπτώσεις στην αγορά, ή τη σχέση της διαφοράς με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, καθιστώντας τους ισχυρισμούς αόριστους και μη τεκμηριωμένους.

Επιπλέον, η αίτηση μονομερούς προσφυγής επαναλάμβανε τη γλώσσα του νόμου, χωρίς να εξειδικεύει το πώς η επίλυση της διαφοράς μέσω της διαιτησίας θα εξυπηρετούσε τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας. Το δικαστήριο επισήμανε ότι, ενώ το Σωματείο επικαλέστηκε τη συμβολή του κλάδου της διανομής τροφίμων στο ΑΕΠ, δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν την άμεση σύνδεση της εν λόγω εργατικής διαφοράς με τη λειτουργία της οικονομίας. Τέλος, κρίθηκε και ότι οι ισχυρισμοί περί κοινωνικού dumping και μείωσης αποδοχών παρουσιάστηκαν αόριστα, καθώς δεν συνοδεύτηκαν από εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση, που να τεκμηριώνει ότι η συλλογική διαφορά επιβάλλεται να επιλυθεί για λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος.

Ως προς τη συμμετοχή των δικαστικών λειτουργών (ενός Συμβούλου του ΣτΕ και ενός Αρεοπαγίτη) στη Δευτεροβάθμια Πενταμελή Επιτροπή Διαιτησίας, το δικαστήριο έκρινε ότι η συμμετοχή τους δεν παραβίαζε το άρθρο 89 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα διασφάλιζε την αρχή της αμεροληψίας και της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Τούτο διότι, οι δικαστές που συμμετέχουν στις εν λόγω επιτροπές απολαμβάνουν πλήρη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, ενώ οι ίδιες οι επιτροπές ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, οι οποίες είναι συνταγματικά ανεκτές.

Παρομοίως, το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραμόρφωσης των υποβληθέντων εγγράφων και αλλοίωσης του περιεχομένου τους. Σύμφωνα με το δικαστήριο, οι διαιτητικές αποφάσεις βασίστηκαν στη διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί του σωματείου ήταν γενικοί και αόριστοι, αφού δεν στηρίχθηκαν σε συγκεκριμένα προσκομισθέντα ποσοτικά, ή ποιοτικά στοιχεία, που να τεκμηριώνουν τη σύνδεση της συλλογικής διαφοράς με λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το δικαστήριο απέρριψε τελικά την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, υποχρεώνοντας το Σωματείο να καταβάλει 600 ευρώ ως δικαστικά έξοδα υπέρ της εταιρείας.

Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΤρΕφΑθ 30/2025

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -