Η δολοφονία της 43χρονης γυναίκας, μητέρας ενός 15χρονου παιδιού, στη μικρή κοινωνία της Σαλαμίνας, ο κυνισμός κατά την ομολογία του 71χρονου δράστη, η καταγγελία της ίδιας – λίγες μέρες νωρίτερα – για κακοποίηση στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής όπου διέμενε, το panic button που δεν πρόλαβε να πατήσει. Η πιο πρόσφατη γυναικοκτονία είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, πτυχή ενός ευρύτερου φαινομένου που σοκάρει ολοένα και περισσότερο με την έκταση και την έντασή του, αυτό της ενδοοικογενειακής βίας.
Το NB Daily συνομίλησε με τη Χριστίνα Ζαραφωνίτου, καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Διευθύντρια του Π.Μ.Σ. «Εγκληματολογία» και του Εργαστηρίου Αστεακής Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, αξιοποιώντας τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα, Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου, σε εκδήλωση του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, υπό τον τίτλο «Εγκλήματα βίας σε συντροφικό/ενδοοικογενειακό περιβάλλον».
«Προκύπτει αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται αδικήματα με πολλά και διαφορετικά κίνητρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων και τη σχέση δράστη-θύματος», επισημαίνει η καθηγήτρια. «Στις περιπτώσεις γυναικών-θυμάτων στο πλαίσιο ενδοοικογενειακής ή συντροφικής βίας, τα ποσοστά είναι ψηλά και κατά τα προηγούμενα έτη. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ειδικά το 2021 υπάρχει μεγαλύτερη αύξηση και αυτό πρέπει να μάς απασχολήσει ως προς την εξήγησή της. Ωστόσο, κατά την ερμηνεία των αριθμητικών στοιχείων θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν τόσο η τάση για καταγγελία όσο και ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης από τις επίσημες αρχές.
»Το μόνο σίγουρο είναι ότι το 2021 και, όπως φαίνεται και στις αρχές του 2022, υπάρχει μια όξυνση των φαινομένων βίας κατά των προσώπων γενικά, γεγονός που αντανακλά και τη μετατόπισή τους προς το πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων περισσότερο παρά σε άλλες κατηγορίες εγκλημάτων βίας, όπως π.χ., οι ληστείες. Το γεγονός αυτό προφανώς συναρτάται με τις αλλαγές στην καθημερινότητά μας λόγω των μέτρων για την πανδημία. Αλλαγές που περιόρισαν κατά πολύ τις κοινωνικές μας δραστηριότητες, αυξάνοντας τον χρόνο εντός του οικογενειακού μας περιβάλλοντος αλλά παράλληλα αυξάνοντας και το χρόνο που αφιερώνουμε στη διαδικτυακή ενημέρωση και επικοινωνία. Το πλαίσιο αυτό, μαζί με όλες τις συνέπειες των αλλεπάλληλων κρίσεων που βίωσε η κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν για μια σφαιρική προσέγγιση της εξέλιξης της εγκληματικότητας συνολικά.
Βάσει των παραπάνω, θεωρώ ότι αυτό που προέχει σε παρόμοιες καταστάσεις όξυνσης του εγκληματικού φαινομένου είναι η σφαιρική προσέγγισή του. Το να διαχωρίζουμε τη βία, μας απομακρύνει από τον στόχο».
Το panic button δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις ούτε και είναι δυνατόν να υπάρχει αστυνόμευση σε «ατομικό» επίπεδο.
Η Covid και η αύξηση τη διετία 2020-2021
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, σταθερά αυξητικά κινούνται τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στην ελληνική επικράτεια, την περίοδο 2014–2021, με την κορύφωση της αύξησης να εντοπίζεται τη διετία 2020 και 2021, διετία κατά την οποία εφαρμόστηκαν τα μέτρα αντιμετώπισης της Covid-19. Τη συγκεκριμένη διετία τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν κατά 60,9%. Πιο συγκεκριμένα, το 2021 καταγράφηκαν 3.324 περισσότερα περιστατικά σε σχέση με το 2020 (ήτοι 8.780 περιστατικά έναντι 5.456, αντίστοιχα). Επιπλέον, τα καταγεγραμμένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας του έτους 2021 (8.780) είναι υπερδιπλάσια του έτους 2014 (3.513), γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξης του 149,9%.
Σχετικά με την εξέλιξη των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας κατά το έτος 2020 φαίνεται ότι ο αριθμός των καταγγελλόμενων στην Αστυνομία υποθέσεων μειώθηκε κατά 10% και 14% για τους μήνες της πρώτης και αυστηρότερης όλων καραντίνας (Μάρτιο και Απρίλιο αντίστοιχα) σε σχέση με τον αντίστοιχο καταγεγραμμένο αριθμό του Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Το Μάιο όταν άρχισαν να χαλαρώνουν τα περιοριστικά για την πανδημία μέτρα φάνηκε μια αύξηση των καταγγελλόμενων υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας. Η αύξηση παρουσιάστηκε πιο έντονη τους επόμενους μήνες μέχρι και το Νοέμβριο όταν και επιβλήθηκε το 2ο lockdown. Τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο (2ο lockdown) καταγράφηκε μείωση στον αριθμό των καταγγελλόμενων υποθέσεων σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες. Άρα, δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των επίσημων στοιχείων για τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας με τα lockdown, όπως κατά κόρον έχει γραφεί στα ΜΜΕ. Ίσως αυτό που αυξήθηκε να είναι οι καταγγελίες σε άλλες υπηρεσίες κοινωνικοπρονοιακού χαρακτήρα, όπως έχει καταγραφεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ανάλυση ανά μήνα για έτος 2021 φανερώνει πως η μεγαλύτερη συγκέντρωση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκαν τον Αύγουστο με 1.369 καταγγελίες, δηλαδή περίπου 44 κατά μέσο όρο ανά ημέρα. Ακολουθούν, ο Σεπτέμβριος 1.124, ο Οκτώβριος 977, ο Δεκέμβριος 974 και ο Νοέμβριος 968.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα περισσότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκαν τον Μάιο, με τον αριθμό να ανέρχεται στις 995 υποθέσεις, περίπου 32 την ημέρα κατά μέσο όρο, και ακολουθούν ο Ιούνιος με 895, ο Ιανουάριος με 827, ο Απρίλιος με 822, ο Φεβρουάριος με 802 και 798 τον Μάρτιο.
Σχετικά με την σύγκριση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας για το πρώτο εξάμηνο του 2020, του 2021 και του 2022, σε γενικές γραμμές επισημαίνεται μια ανοδική τάση στα καταγεγραμμένα περιστατικά. Η αύξηση ξεπερνάει το 100%, για τους πέντε πρώτους μήνες του 2022 σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2020. Επίσης ξεπερνάει το 100%, για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Απρίλιο του 2022 σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2021.
Το πλαίσιο
Η κυρία Ζαραφωνίτου θυμίζει μεταξύ άλλων ότι σχετικά προσφάτως και λόγω της έξαρσης των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, κυρίως με θύματα γυναίκες, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου εξέδωσε ειδική εγκύκλιο (12/2021) με οδηγίες προς όλους τους Εισαγγελείς της χώρας, σχετικά με την αντιμετώπιση αυτής της μορφής εγκληματικότητας, καλώντας τους, παράλληλα, «να επιδεικνύουν υπερβάλλουσα εγρήγορση και καθοριστική συμβολή».
Η ίδια εκτιμά εξάλλου ως κομβικής σημασίας τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης με τίτλο «Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την ΕΕ το 2017 , που κυρώθηκε από το νόμο 4531/2018. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι αν και υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη η Τουρκία έχει αποχωρήσει από αυτήν.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Αστυνομία, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, δημιούργησε Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, οι οποίες λειτουργούν σε όλη την Επικράτεια. Συγκεκριμένα, ιδρύθηκαν 73 επιτελικές Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, καθώς και 18 Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας με επιχειρησιακά-προανακριτικά καθήκοντα. Η Ελληνική Αστυνομία διαχειρίζεται κάθε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας και ενημερώνει τις αρμόδιες εισαγγελικές Αρχές, ενώ παράλληλα, παρέχει κατευθύνσεις και πληροφορίες στα θύματα, για την αναζήτηση δομών στέγασης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχοκοινωνικής και νομικής υποστήριξης, με αρμοδιότητα:
• Προανακριτικός χειρισμός υποθέσεων
• Προστασία Θυμάτων
• Λήψη μέτρων για την αποτροπή επαναθυματοποίησης
• Συνεργασία με Φορείς
Επίσης στην ιστοσελίδα της ΕΛ.ΑΣ., αναρτώνται οδηγίες για τα θύματα ή για όποιον επιθυμεί να καταγγείλει σχετικό ποινικό αδίκημα.
Το έγκλημα είναι σύνθετο φαινόμενο που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από «άμεσες λύσεις», αλλά απαιτεί συνθετικές και διεπιστημονικές προσεγγίσεις, υπογραμμίζει η κυρία Ζαραφωνίτου. Στο πλαίσιο αυτό, η επίκληση στην αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν αποτελεί πανάκεια, ενώ ενίοτε αποδεικνύεται ατελέσφορη. Ωστόσο, η ποινική διαδικασία δεν πρέπει να χρονοτριβεί και οι επιβαλλόμενες ποινές πρέπει να είναι βέβαιες στην εφαρμογή τους διότι διαφορετικά δημιουργείται η εντύπωση της ατιμωρησίας.
Ο ρόλος των επίσημων φορέων πρόληψης και αντιμετώπισης του εγκλήματος αλλά και προστασίας των θυμάτων πρέπει και μπορεί να είναι σημαντικός. Δεν αρκούν ωστόσο οι αδιαμφισβήτητες καλές προθέσεις. Απαιτείται κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού αυτών των μονάδων/υπηρεσιών, συντονισμός και διαρκής επιμόρφωση, διεπιστημονική ομάδα και συνέργειες/συνεργασίες με άλλους θεσμικούς φορείς (αστυνομία, εισαγγελία, δικαιοσύνη κλπ).
Μέχρι τώρα, τονίζει η καθηγήτρια, ο στόχος ήταν να μην αναστέλλονται τα θύματα από τις καταγγελίες, γεγονός που εξ όσων προαναφέρθηκε, φαίνεται να επιβεβαιώθηκε από τη στάση τους. Στο στάδιο αυτό, είναι αναγκαία η πολυεπίπεδη και αποτελεσματική προστασία του θύματος που αποφασίζει να καταγγείλει. Το panic button δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις ούτε και είναι δυνατόν να υπάρχει αστυνόμευση σε «ατομικό» επίπεδο. Άρα, υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν, με αξιοποίησης της υπάρχουσας διεθνούς εμπειρίας, εκπαίδευση και ψυχραιμία ώστε να αποφευχθούν μη αναμενόμενες και δυσμενείς για το θύμα επιπτώσεις.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Εμπειρική Εγκληματολογία