Το κοινό που παρακολουθεί εκδηλώσεις Φιλοσοφίας Δικαίου μπορεί να μην είναι εκτεταμένο, είναι όμως ιδιαίτερα πιστό. Παρά τη γενική (και ως έναν βαθμό αυθαίρετη) αυτή διαπίστωση, η πρόσφατη εκδήλωση που διοργάνωσε το Εργαστήριο Φιλοσοφίας Δικαίου, Πολιτικής Φιλοσοφίας και Ηθικής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ξεχώρισε, καθώς κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον όχι μόνο ειδικών, αλλά και ευρύτερου κοινού.
Ο Νίκος Σταυρόπουλος, Καθηγητής στη Νομική Σχολή της Οξφόρδης και επισκέπτης Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που του απευθύνθηκε και ανέλυσε την έννοια της καθοδήγησης και του εξαναγκασμού στο πεδίο του Δικαίου, υποστηρίζοντας με πειστικά επιχειρήματα την υπεροχή του δεύτερου.
Ο κ. Σταυρόπουλος ξεκίνησε την ομιλία τουμ αναφερόμενος στην ιστορία του ιστορικού μύλου του Σανσουσί, που βρίσκεται στο Πότσνταμ. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Φρειδερίκος ο Μέγας ενοχλούνταν από τον θόρυβο των ιστίων του μύλου και πρότεινε στον μυλωνά να τον εξαγοράσει. Όταν ο μυλωνάς αρνήθηκε, ο βασιλιάς απείλησε ότι μπορεί να πάρει τον μύλο χωρίς να πληρώσει τίποτα. Σε αυτή την πρόκληση, ο μυλωνάς απάντησε με θάρρος: «Υπάρχουν ακόμη δικαστές στο Βερολίνο».
Με αφορμή αυτή την ιστορία, ο κ. Σταυρόπουλος παρουσίασε δύο φιλοσοφικές υποθέσεις που εξετάζουν τη φύση του Δικαίου. Το πρώτο μοντέλο παρουσιάζει το Δίκαιο ως ένα σύστημα υποδείξεων, το οποίο καθοδηγεί τις πράξεις μας. Το δεύτερο, το οποίο ο ίδιος υποστήριξε, προτάσσει την υπεροχή του εξαναγκασμού, βλέπει το Δίκαιο ως ένα κανονιστικό όριο που περιορίζει την εξουσία και ρυθμίζει την επιβολή εξαναγκασμού.
Αναφερόμενος στον μυλωνά, ο Καθηγητής επεσήμανε ότι, παρόλο που δεν γνώριζε συγκεκριμένους νόμους ή διατάξεις, κατανοούσε τη θεμελιώδη αρχή ότι η ύπαρξη δικαστών εξασφαλίζει την ύπαρξη Δικαίου. Η βασική ιδέα, όπως σημείωσε, είναι ότι όταν υπάρχει Δίκαιο, κανείς -ούτε καν ένας βασιλιάς- δεν μπορεί να παίρνει με εξαναγκασμό την περιουσία των άλλων. Αυτός ο περιορισμός της εξουσίας αποτελεί ουσιαστική πτυχή της έννοιας του Δικαίου.
Ο κ. Σταυρόπουλος παρατήρησε, επίσης, ότι το πρόβλημα του εξαναγκασμού είναι διάχυτο στην πολιτική κοινωνία. Όπως τότε ο βασιλιάς μπορούσε να απειλήσει τον μυλωνά, έτσι και σήμερα μπορεί κάποιος να επιχειρήσει με τη βία να πάρει την περιουσία μας. Ωστόσο, αυτός ο εξαναγκασμός, είτε προέρχεται από ιδιώτη, είτε από κυβερνητικό αξιωματούχο, είναι ανεπίτρεπτος όταν δεν βασίζεται σε θεσμικές διαδικασίες.
Ο κ. Σταυρόπουλος αναφέρθηκε, επίσης, στον Κέλσεν, ο οποίος συνέδεσε το δίκαιο με τον εξαναγκασμό. Σύμφωνα με τη θεωρία του, οι νόμοι δεν απευθύνονται άμεσα στους πολίτες, αλλά στους δικαστές και τους αξιωματούχους, παρέχοντάς τους οδηγίες για τις συνθήκες, υπό τις οποίες πρέπει να επιβάλουν κυρώσεις. Αυτή η οπτική, όπως επεσήμανε, υπογραμμίζει τη σημασία της θεσμικής πρακτικής, καθώς το Δίκαιο θέτει ένα όριο μεταξύ του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου εξαναγκασμού, ο οποίος πάντα ασκείται στο όνομα της πολιτικής κοινότητας.
Στη βάση αυτή, ο Καθηγητής υποστήριξε ότι το Δίκαιο επιφυλάσσει την εξουσία εξαναγκασμού στην πολιτική κοινότητα και καθορίζει τους όρους, υπό τους οποίους αυτή μπορεί να ασκηθεί. Αυτός ο θεσμικός έλεγχος εξασφαλίζει ότι ο εξαναγκασμός είναι επιτρεπτός μόνο όταν ασκείται στο όνομα της κοινότητας, αποτρέποντας την αυθαίρετη επιβολή ισχύος.
Επεσήμανε ακόμη ότι η αντίληψη του Δικαίου, υπό το πρίσμα του εξαναγκασμού, προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην πολιτική σχέση. Το Δίκαιο μετασχηματίζει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, προάγοντας την ισότητα και τη δυνατότητα να ζούμε όλοι μαζί ως ίσοι σε μια πολιτική κοινωνία. Η δημοσίευση των νόμων, για παράδειγμα, δεν αποσκοπεί μόνο στην παροχή πληροφοριών, αλλά λειτουργεί ως δημόσιο αρχείο που διασφαλίζει τη σταθερότητα και τη λογοδοσία της εξουσίας.
Αναφερόμενος στο μοντέλο της καθοδήγησης, ο κ. Σταυρόπουλος εξήγησε ότι αυτό εστιάζει στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των πολιτών μέσω υποδείξεων. Η έννοια του auctoritas που περιλαμβάνεται σε αυτό το μοντέλο, υποδηλώνει ότι το Δίκαιο δεν παρέχει απλώς πληροφορίες, αλλά δημιουργεί νέα καθήκοντα, επιβάλλοντας υποταγή στις επιταγές του. Ωστόσο, αυτό το μοντέλο αντιμετωπίζει περιορισμούς, καθώς το Δίκαιο δεν λειτουργεί πρωτίστως συμβουλευτικά και δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την καθοδήγηση.
Ο ρόλος του εξαναγκασμού στο μοντέλο της καθοδήγησης θεωρείται δευτερεύων, ως ένα «σχέδιο Β» που ενεργοποιείται μόνο όταν οι επιταγές του δικαίου δεν επαρκούν για να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά των πολιτών. Παρά ταύτα, ο Καθηγητής σημείωσε ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι πλήρως ορθό, καθώς υποβαθμίζει τη σημασία του εξαναγκασμού στη διαμόρφωση του δικαίου και αγνοεί τον ρόλο των δικαστηρίων και των θεσμικών μηχανισμών.
Στη συνέχεια, ο κ. Σταυρόπουλος ανέφερε ότι οι νόμοι γράφονται και δημοσιεύονται όχι μόνο για να καθοδηγούν, αλλά κυρίως για να περιορίζουν την αυθαιρεσία της εξουσίας. Όπως σε μια σύμβαση, οι δεσμεύσεις καταγράφονται για να διασφαλίζεται η σταθερότητα και η αξιοπιστία της συμφωνίας. Με αυτόν τον τρόπο, το Δίκαιο λειτουργεί ως μηχανισμός λογοδοσίας, εξασφαλίζοντας ότι η πολιτική εξουσία τηρεί τις δεσμεύσεις της.
Ολοκληρώνοντας, παρατήρησε ότι η πολιτική διαφορά που κάνει το Δίκαιο είναι η ρύθμιση του εξαναγκασμού, μια διαδικασία που στον πυρήνα της είναι βαθιά εξισωτική, καθώς μετασχηματίζει την πολιτική σχέση και καθιστά εφικτή τη συνύπαρξή μας με όρους ισότητας. Οι περιορισμοί που θέτει η ύπαρξη Δικαίου στην πολιτική εξουσία, οι οποίοι συμβάλλουν στον μετασχηματισμό, δεν αποτελούν αναγκαίο κακό, αλλά συνιστούν φορείς αξίας που δίνουν νόημα στη σχέση αυτή.
Για να ενισχύσει αυτή τη θέση, έφερε ως παραδείγματα τη φιλία και τις σχέσεις γονέων – τέκνων, επισημαίνοντας ότι τα προβλήματα που εμφανίζονται σε αυτές τις σχέσεις δεν αποτελούν βάρος προς αποφυγή, αλλά συγκροτητικά στοιχεία που νοηματοδοτούν τη σχέση.