Στο φως τα προβλήματα που προκαλεί στους πολίτες η υπερβολική τυπολατρία στην ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων από τα ελληνικά δικαστήρια φέρνει η πρόσφατη καταδικαστική, για τη χώρα μας, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται για μια τυπολατρία που, όπως αποδεικνύεται, δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στην πρόσβαση των πολιτών στο δικαστικό σύστημα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, διαπιστώνοντας ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας εφάρμοσε στενά διαδικαστικούς κανόνες, υπονόμευσε το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για την παραβίαση αυτή, καταδίκασε τη χώρα μας και επιδίκασε αποζημίωση στον προσφεύγοντα για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Σκληρή ανακοίνωση έβγαλε και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για την τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Ο Ιωάννης Τσιώλης, κάτοικος Ιωαννίνων και ιδιοκτήτης ακινήτου κοντά στον Αμβρακικό Κόλπο, είχε λάβει το 1981 άδεια για ίδρυση ιχθυοκαλλιέργειας σε έκταση 44.087 τετραγωνικών μέτρων. Όταν, το 1992, ζήτησε να επεκτείνει τη δραστηριότητα του σε παρακείμενη έκταση 26.771 τετραγωνικών μέτρων, το Υπουργείο Περιβάλλοντος απέρριψε το αίτημά του, καθώς η μονάδα βρισκόταν στη ζώνη Α προστασίας του Αμβρακικού κόλπου και εξαιρούνταν από τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες. Ως αποτέλεσμα, σταμάτησε κάθε εργασία σχετική με ιχθυοκαλλιέργεια στην περιοχή, καθώς η Πολεοδομία και η ΔΕΗ αρνήθηκαν να του χορηγήσουν τις απαραίτητες άδειες και ηλεκτρικό ρεύμα.
Εκκινώντας τον δικαστικό του αγώνα, το 2004 κατέθεσε αγωγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, διεκδικώντας αποζημίωση ύψους 923.562 ευρώ. Ο ίδιος υποστήριξε ότι η αδυναμία της πολιτείας να εκδώσει προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με την επίμαχη νομοθεσία (άρθρο 22 παρ. 4 του Ν 1650/1986), για την αποζημίωση ιδιοκτητών που υφίστανται περιορισμούς για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας, τον είχε πλήξει οικονομικά. Με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη έκδοσης προεδρικού διατάγματος και της ζημίας, το διοικητικό πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Το ίδιο έπραξε και το διοικητικό εφετείο το 2007. Η υπόθεση έφτασε το 2013 ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, το οποίο, αφού έκρινε ότι εφόσον δεν είχε εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα, ο αναιρεσείων είχε δικαίωμα ευθείας αγωγής σε βάρος του κράτους, ακυρώνοντας την εφετειακή απόφαση.
Όταν η υπόθεση έφτασε πάλι πίσω στο Εφετείο, η αγωγή απορρίφθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά με το σκεπτικό ότι η αξίωση είχε παραγραφεί. Σύμφωνα με την απόφαση, η αξίωση για αποζημίωση προέκυψε το 1992, όταν απορρίφθηκε η αίτηση επέκτασης της ιχθυοκαλλιέργειας, και είχε παραγραφεί το 1997, μετά την πάροδο πέντε ετών. Με την είσοδο της υπόθεσης εκ νέου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υποστηρίχθηκε ότι το εφετείο είχε εφαρμόσει ασαφή και μη προβλέψιμη ερμηνεία για την έναρξη της παραγραφής, βασιζόμενο σε έναν αφηρημένο όρο, τον «εύλογο χρόνο». Επικαλέστηκε μάλιστα παλαιότερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες τόνιζαν ότι οι προθεσμίες παραγραφής πρέπει να βασίζονται σε σαφή και αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε ασαφείς έννοιες ή απρόβλεπτα γεγονότα. Το ΣτΕ απέρριψε τον λόγο αυτό, δηλώνοντας συνοπτικά ότι οι επικαλούμενες αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν σχετίζονταν με το συγκεκριμένο ζήτημα της υπόθεσης του Τσιώλη, χωρίς όμως να παρέχει περαιτέρω εξηγήσεις για το σκεπτικό του.
Η καταδίκη από το Στρασβούργο
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος για πρόσβαση σε δικαστήριο, εξαιτίας της τυπολατρίας με την οποία αντιμετώπισε την υπόθεσή του. Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων, το ΣτΕ εφάρμοσε μια υπερβολικά αυστηρή και τυπολατρική ερμηνεία, απαιτώντας από τον αιτούντα να επικαλεστεί νομολογία που να ταυτίζεται πλήρως με το εξεταζόμενο νομικό ζήτημα. Αυτή η προσέγγιση είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί ο τρίτος λόγος αναίρεσης, χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάσισε την καταδίκη της Ελλάδας, επιδικάζοντας στον προσφεύγοντα το ποσό των 6.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη.