Σκέψεις με αφορμή τις εξαγγελίες για τη νομοθετική αναμόρφωση του θεσμού της ιδιόγραφης διαθήκης
Μεταξύ των τριών τύπων διαθήκης που προβλέπει ο Αστικός μας Κώδικας (ιδιόγραφη, δημόσια και μυστική), ο πιο διαδεδομένος στην πράξη είναι αναμφίβολα ο τύπος της ιδιόγραφης διαθήκης. Η ευρύτατη διάδοση του συγκεκριμένου τύπου διαθήκης οφείλεται κυρίως στην ευκολία σύνταξης και την εν γένει απλότητα που τον διέπει, στη μυστικότητα που εξασφαλίζει στον συντάκτη της (τόσο ως προς το περιεχόμενό της όσο και ως προς το ίδιο το γεγονός της σύνταξής της), αλλά και στην έλλειψη κόστους. Τα προτερήματα αυτά αντισταθμίζονται ωστόσο από σοβαρά μειονεκτήματα, με κυριότερα τη μη επαρκή διασφάλιση της αυθεντικότητας, του ανεπηρεάστου και της σαφήνειας της διατύπωσης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη. Η απαίτηση για ιδιόχειρη γραφή της διαθήκης έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι δεν προσφέρει επαρκή θωράκιση έναντι του κινδύνου πλαστογράφησης. Επιπλέον, η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί εύκολα να χαθεί, να αλλοιωθεί ή και να καταστραφεί, ενώ παράλληλα ενέχει τον κίνδυνο να επηρεαστεί ο διαθέτης κατά τη σύνταξή της από τρίτα πρόσωπα. Τέλος, επειδή οι ιδιόγραφες διαθήκες συντάσσονται κατά κανόνα από πρόσωπα χωρίς νομικές γνώσεις (και -δυστυχώς- συνήθως χωρίς τη συνδρομή κάποιου νομικού για θέματα ορθής διατύπωσης), πολύ συχνά δημιουργούν ερμηνευτικά προβλήματα και εγείρουν αμφισβητήσεις σχετικά με την αληθινή βούληση του διαθέτη, οι οποίες καταλήγουν σε δικαστικές διαμάχες.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν εξετάζεται η πλήρης κατάργηση του τύπου της ιδιόγραφης διαθήκης, αλλά η αναμόρφωσή του, ώστε να τεθούν προϋποθέσεις που θα εγγυώνται τη γνησιότητα της βούλησης του διαθέτη και θα περιορίζουν τους κινδύνους παραποίησης ή αλλοίωσής της.
Ενόψει προφανώς των σοβαρών αυτών μειονεκτημάτων, η Ομάδα Εργασίας με αντικείμενο την αναμόρφωση του Κληρονομικού Δικαίου που συγκροτήθηκε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη, με Πρόεδρο τον Επίτιμο Καθηγητή και Ακαδημαϊκό Απόστολο Γεωργιάδη, καταπιάστηκε, μεταξύ άλλων, με την αναμόρφωση του θεσμού της ιδιόγραφης διαθήκης. Με αφορμή κάποια πρώτα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για σχεδιαζόμενη «κατάργηση» της ιδιόγραφης διαθήκης, προκλήθηκε ένας μικρός πανικός στους κύκλους των ασχολούμενων με τη δικηγορική πράξη του κληρονομικού δικαίου. Αμέσως μετά τις φήμες, δικηγόροι έσπευσαν μαζικά να δημοσιεύσουν ιδιόγραφες διαθήκες προσώπων που έχουν ήδη αποβιώσει, κατόπιν πιέσεων και από τους εντολείς τους, που επίσης άκουγαν τις φήμες για επικείμενη δήθεν κατάργηση των ιδιόγραφων διαθηκών. Μετά την αρχική αναστάτωση, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν εξετάζεται η πλήρης κατάργηση του τύπου της ιδιόγραφης διαθήκης, αλλά η αναμόρφωσή του, ώστε να τεθούν προϋποθέσεις που θα εγγυώνται τη γνησιότητα της βούλησης του διαθέτη και θα περιορίζουν τους κινδύνους παραποίησης ή αλλοίωσής της. Δεδομένου ότι η διαθήκη αποκτά νομική ισχύ μετά τον θάνατο του συντάκτη της, η διασφάλιση της αυθεντικότητας, του ανεπηρεάστου και της σαφήνειας της διατύπωσης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη είναι καίριας σημασίας. Καθίσταται, λοιπόν, αναμφίβολα σκόπιμη η εισαγωγή ρυθμίσεων προς τον σκοπό της διασφάλισης της γνησιότητας της ιδιόγραφης διαθήκης και της πάταξης του φαινομένου της μετά θάνατον «κατασκευής» ιδιόγραφων διαθηκών.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής εξαγγελίες, ο σκοπός αυτός σχεδιάζεται καταρχάς να επιτευχθεί με την ανάμειξη συμβολαιογράφου, κατά τη διαδικασία σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης, ή με τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής κατάθεσης της ιδιόγραφης διαθήκης σε συμβολαιογράφο. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει κάνει λόγο και για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών (π.χ. διαθήκη με ψηφιακή υπογραφή), ώστε να διασφαλίζεται η γνησιότητα, αλλά και η βεβαιότητα της χρονολογίας της διαθήκης. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη πρόνοια, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκώς με τεχνολογικά μέσα ότι η διάταξη τελευταίας βούλησης προέρχεται πράγματι από τον φερόμενο ως συντάκτη της, κάτι που π.χ. δεν θα εξασφάλιζε πλήρως η καθιέρωση της δυνατότητας σύνταξης διαθήκης μέσω της πλατφόρμας gov.gr, στην οποία μπορεί να έχουν πρόσβαση και τρίτα πρόσωπα, που τυχόν έχουν στη διάθεσή τους τους κωδικούς taxis του διαθέτη (όπως συγγενείς του, λογιστές κλπ.).
Ιδιόγραφες διαθήκες που «ανακαλύπτονται» ξαφνικά, συνήθως μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατο του διαθέτη, αξιοποιούνται στην πράξη ως μέσα «προδιανομής» της κληρονομιάς στους συγγενείς του θανόντος (με την εγκατάστασή τους ως κληρονόμων σε δήλα αντικείμενα), προς αποφυγή του κόστους και της πολύπλοκης διαδικασίας διανομής.
Ως προς την κατάθεση της ιδιόγραφης διαθήκης σε συμβολαιογράφο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ισχύον σήμερα δίκαιο προβλέπει την ευχέρεια απλώς του διαθέτη να καταθέτει για φύλαξη την ιδιόγραφη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο. Η κατάθεση σε συμβολαιογράφο δεν αποτελεί μεν κατά το ισχύον δίκαιο αναγκαίο στοιχείο του κύρους της ιδιόγραφης διαθήκης, είναι όμως μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική, καθώς διαφυλάσσει τη διαθήκη από τον κίνδυνο αλλοίωσης, ή εξαφάνισής της από πρόσωπα, που έχουν αντίθετα συμφέροντα, μειώνοντας παράλληλα τον κίνδυνο αμφισβήτησης της γνησιότητάς της (αφού ο ίδιος ο διαθέτης την καταθέτει στον συμβολαιογράφο, δηλώνοντας ότι είναι η διαθήκη του). Επιπλέον, η κατάθεση σε συμβολαιογράφο εξασφαλίζει τη δημοσίευσή της μετά τον θάνατο του διαθέτη, αφού στην αντίθετη περίπτωση δεν είναι βέβαιο ούτε ότι θα βρεθεί πράγματι η διαθήκη, αλλά ούτε και ότι ο ευρέτης αυτής θα σπεύσει να τη δημοσιεύσει, όπως κατά τον νόμο οφείλει. Σημειωτέον ότι η ιδιόγραφη που κατατίθεται σε συμβολαιογράφο δεν ταυτίζεται με τη μυστική διαθήκη που προβλέπει ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 1738, η οποία, ενώ εισήχθη με το σκεπτικό ότι θα συνδύαζε τα θετικά στοιχεία ιδιόγραφης και δημόσιας, τελικά κατέληξε να πέσει σχεδόν σε αχρησία, καθώς διαπιστώθηκε στην πράξη ότι συνδυάζει και τα περισσότερα από τα μειονεκτήματα των δύο αυτών τύπων διαθήκης.
Η τυχόν θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής κατάθεσης των ιδιόγραφων διαθηκών σε συμβολαιογράφο θα συνιστά οπωσδήποτε μια όχι ευπρόσδεκτη οικονομική και διαδικαστική επιβάρυνση για τους διαθέτες, η οποία μπορεί ωστόσο να συμβάλει στην επίτευξη των νομοθετικών σκοπών, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Θα μπορούσαν βέβαια να προκριθούν και άλλες μορφές εμπλοκής των συμβολαιογράφων στη διαδικασία διασφάλισης της γνησιότητας των ιδιόγραφων διαθηκών, ιδίως μέσω της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών (π.χ. ψηφιακή φύλαξη διαθηκών). Εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς γιατί να μην εξεταστεί η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας και σε δικηγόρους, σε εναρμόνιση με την πρόσφατη μεταφορά σε αυτούς δικαιοδοτικής ύλης που έτυχε ευμενούς αποδοχής από το δικηγορικό σώμα.
Ακούγοντας τα περί αναμορφώσεως του θεσμού της ιδιόγραφης διαθήκης, οι ασχολούμενοι με τη δικηγορική πράξη του Κληρονομικού Δικαίου δεν μπορούν να αγνοήσουν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: Ιδιόγραφες διαθήκες που «ανακαλύπτονται» ξαφνικά, συνήθως μεγάλο διάστημα μετά τον θάνατο του διαθέτη, αξιοποιούνται στην πράξη ως μέσα «προδιανομής» της κληρονομιάς στους συγγενείς του θανόντος (με την εγκατάστασή τους ως κληρονόμων σε δήλα αντικείμενα), προς αποφυγή του κόστους και της πολύπλοκης διαδικασίας διανομής. Με απλά λόγια, αντί να χρειαστεί οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (π.χ. τα τέκνα του κληρονομουμένου) να διανείμουν μεταξύ τους με συμβολαιογραφική πράξη τα ακίνητα της κληρονομιάς, «κατασκευάζουν» εκ των υστέρων μια διαθήκη, με την οποία ο κληρονομούμενος φέρεται να αφήνει στον καθένα από αυτούς συγκεκριμένα ακίνητα. Άλλοτε πάλι ανακαλύπτονται εκ των υστέρων «ξεχασμένες» ιδιόγραφες διαθήκες για πιο ευφάνταστους λόγους, όπως π.χ. για να εκκινήσει νέα προθεσμία αποποίησης υπερχρεωμένης κληρονομίας υπέρ συγγενούς, που αμέλησε να προβεί σε εμπρόθεσμη αποποίηση της εξ αδιαθέτου επαγόμενης σε αυτόν μερίδας. Είναι προφανές ότι οι πρακτικές αυτές κινούνται στον χώρο του ποινικού ενδιαφέροντος και ως εκ τούτου η θεσμοθέτηση δικλείδων ασφαλείας, που θα τις αποτρέπουν, δεν μπορεί παρά να είναι επιδοκιμαστέα.
Η δυσκολία συνεννόησης των συγκληρονόμων ως προς τον τρόπο διαχείρισης και εκμετάλλευσης των κοινών ακινήτων, ή ως προς τον τρόπο διανομής τους οδηγούν τις περισσότερες φορές στην εγκατάλειψη, ή την εκποίησή τους σε τιμές κατώτερες της αξίας τους, ενώ συχνά τροφοδοτούν μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες.
Γεγονός πάντως είναι ότι το σύστημα της κληρονομικής κοινωνίας, με την εξ αδιαιρέτου συμμετοχή των συγκληρονόμων σε κάθε αντικείμενο της κληρονομίας που προκύπτει από την εξ αδιαθέτου, αλλά και την αναγκαστική κληρονομική διαδοχή, δημιουργεί σοβαρές δυσχέρειες στην πράξη. Η δυσκολία συνεννόησης των συγκληρονόμων ως προς τον τρόπο διαχείρισης και εκμετάλλευσης των κοινών ακινήτων, ή ως προς τον τρόπο διανομής τους οδηγούν τις περισσότερες φορές στην εγκατάλειψη, ή την εκποίησή τους σε τιμές κατώτερες της αξίας τους, ενώ συχνά τροφοδοτούν μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες. Η λύση, όμως, σε αυτά τα υπαρκτά πρακτικά προβλήματα δεν μπορεί να αναζητηθεί σε παράνομες πρακτικές κατασκευής πλαστών διαθηκών, αλλά σε καίριες διορθωτικές παρεμβάσεις του νομοθέτη. Θα ήταν ευχής έργον να ληφθεί πρόνοια για νέες ρυθμίσεις, που θα απλοποιούν τη διανομή της κληρονομιάς μεταξύ των εξ αδιαθέτου κληρονόμων. Η διαφαινόμενη νομοθετική αναγνώριση -έως έναν τουλάχιστον βαθμό- των κληρονομικών συμβάσεων, που έχει ήδη εξαγγελθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ως ένας από τους βασικούς άξονες της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης, μπορεί επίσης να συμβάλει στην άμβλυνση των προβλημάτων που συνεπάγεται το σύστημα της κοινωνίας επί των ακινήτων, αλλά και των επιχειρήσεων της κληρονομίας.
Τέλος, από πλευράς διαχρονικού δικαίου, δεν πρέπει να λησμονείται ο κανόνας που θέτει το άρθρο 2 του Αστικού Κώδικα, ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Και ναι μεν δεν πρόκειται για διάταξη υπέρμετρης τυπικής ισχύος, κατά την πάγια όμως νομολογία του Αρείου Πάγου εκφράζει τη θεμελιώδη αρχή περί μη αναδρομικότητας των νόμων, η οποία επιβάλλεται από την ανάγκη για ασφάλεια των συναλλαγών και δικαιική σταθερότητα. Είναι συνεπώς δεδομένο ότι οι διαθήκες προσώπων που θα αποβιώσουν προ της ενάρξεως ισχύος των νέων διατάξεων θα διέπονται από το ισχύον σήμερα δίκαιο. Άλλωστε, τυχόν αναδρομικότητα θα ήγειρε εν προκειμένω ζητήματα αντισυνταγματικότητας, καθώς θα συνεπαγόταν την ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων. Κάποια ίσως μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί στις μεταβατικές διατάξεις του νομοσχεδίου για ιδιόγραφες διαθήκες, που θα έχουν συνταχθεί πριν από την έναρξη ισχύος των νέων ρυθμίσεων, και που ο συντάκτης τους τέθηκε έως την έναρξη ισχύος τους σε δικαστική συμπαράσταση, ή κατέστη εν πάση περιπτώσει ανίκανος προς σύνταξη διαθήκης (λόγω π.χ. άνοιας).
Σε αντίθεση με άλλους κλάδους του Αστικού Δικαίου, όπως το Ενοχικό και το Οικογενειακό δίκαιο, οι οποίοι έχουν υποστεί σημαντικές αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις τις τελευταίες δεκαετίες, το Κληρονομικό Δίκαιο έχει παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο, όπως διατυπώθηκε από τους συντάκτες του Αστικού Κώδικα. Οπωσδήποτε η σχεδιαζόμενη νομοθετική μεταρρύθμιση για τον εκσυγχρονισμό του Κληρονομικού Δικαίου και την προσαρμογή του στα σύγχρονα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα είναι επί της αρχής μια πρωτοβουλία άξια επιδοκιμασίας. Μένει να δούμε τους καρπούς της.
- O κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι ΔΝ – Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.