Την αντισυνταγματικότητα των φορολογικών τεκμηρίων των άρθρων 15-17 του νέου φορολογικού νόμου (Ν 5073/2023) επισημαίνει ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κώστας Χ. Χρυσόγονος, με γνωμοδότησή του στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, κατόπιν ερωτήματος που του υποβλήθηκε.
Πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι, με τα άρθρα 15, 16 και 17 του νέου φορολογικού νόμου προστέθηκαν στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τα άρθρα 28Α, 28Β και 28Γ, με τα οποία θεσπίζεται νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού ενός ελάχιστου (φορολογητέου) ετήσιου εισοδήματος από την άσκηση της ατομικής επιχείρησης, το οποίο καταλαμβάνει τους ελεύθερους επαγγελματίες και μεταξύ αυτών τους δικηγόρους.
Η συχνή προσφυγή του νομοθέτη στα φορολογικά τεκμήρια, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του καθηγητή Χρυσόγονου, οφείλεται στην κακή οργάνωση και την ελλιπή δυνατότητα των ελεγκτικών μηχανισμών να διαπιστώσουν την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του κάθε φορολογουμένου. Ωστόσο, τα τεκμήρια, ή «αντικειμενικά κριτήρια», τυποποιώντας εκ των προτέρων το εισόδημα ή τις δαπάνες μιας ολόκληρης κατηγορίας προσώπων, αναπόφευκτα πραγματοποιούν μια αφαίρεση σε σχέση με τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης, τα οποία θα όφειλαν να διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο για τον καθορισμό της φοροδοτικής υποχρέωσης. Τα τεκμήρια, επομένως, όπως παρατηρεί, θα μπορούσαν να είναι ανεκτά από συνταγματική άποψη μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, να υπάρχουν πραγματικές δυσχέρειες στην με άλλο τρόπο εξεύρεση της φοροδοτικής υποχρέωσης. Δεύτερον, να είναι το τεκμήριο μαχητό, δηλαδή να αφήνει περιθώριο να ληφθούν υπόψη οι ατομικές περιστάσεις κάθε φορολογούμενου, επιτρέποντας σ’ αυτόν την ανταπόδειξη. Και τρίτον, το ύψος και γενικά η δομή του τεκμηρίου να ανταποκρίνεται στα δεδομένα της λογικής και της κοινής πείρας και να μη προσδιορίζεται πλασματικά ανύπαρκτη φορολογητέα ύλη.
Μάλιστα, αξιοποιώντας την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του συναφούς νομοσχεδίου, υπογραμμίζει ότι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τα έσοδα των μισθωτών χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, καθώς προέρχονται από έναν, κατά κανόνα, εργοδότη, ο οποίος δεσμεύεται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σε αυτόν να τους καταβάλλει συγκεκριμένο μισθό, ενώ οι δαπάνες που συνδέονται με την εργασία τους, κατά κανόνα, δεν βαρύνουν αυτούς, αλλά τον εργοδότη τους, σε αντίθεση με τους μη μισθωτούς των οποίων τα έσοδα συναρτώνται από πλήθος παραγόντων (στους οποίους, πάντως, δεν περιλαμβάνεται το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου τους), με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ σταθερά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες τους που βαρύνουν τους ίδιους. Στο πλαίσιο αυτό, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι το ποσό των τουλάχιστον 30.000 ευρώ από τα 50.000 ευρώ, το οποίο τεκμαίρεται ως ελάχιστο ετήσιο εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν προκύπτει ότι στηρίχθηκε στα δεδομένα της κοινής πείρας, τα οποία, από την άλλη, επαληθεύουν τις ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχόλησης και παραγωγής εισοδήματος μεταξύ μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων.
Τέλος, όπως τονίζει ο καθηγητής για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι τα φορολογικά τεκμήρια είναι αντισυνταγματικά, η κατηγορία των αυτοαπασχολουμένων επιβαρύνεται επιπλέον, σε σχέση με την κατηγορία των μισθωτών, με την πληρωμή ΦΠΑ, τέλους επιτηδεύματος και υψηλότερων ασφαλιστικών εισφορών, υπό τη σκιά και του επιχειρηματικού ρίσκου. Προκύπτει, άρα, ότι οι χαμηλοεισοδηματίες αυτοαπασχολούμενοι, και δη όσων τα πραγματικά έσοδα υπολείπονται του υπό κρίση τεκμηρίου ελάχιστου εισοδήματος, ουδόλως θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στο επιβαλλόμενο φορολογικό βάρος. Ταυτόχρονα, η δυνατότητα ανταπόδειξης του τεκμαρτού ελάχιστου εισοδήματος κάθε χρόνο αποκλειστικά μέσω της διενέργειας -αδιευκρίνιστης διάρκειας- φορολογικού ελέγχου, σε συνδυασμό με την χορηγούμενη αποκλειστικά εκ των υστέρων δυνατότητα ανάκτησης της λογιστικής διαφοράς ως αχρεωστήτως καταβληθείσας, αναμένεται να κλονίσουν ανεπανόρθωτα την συγκεκριμένη κατηγορία επαγγελματιών.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Φορολογικό Δίκαιο
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Ο φορολογικός έλεγχος – Η βεβαίωση και η είσπραξη των φορολογικών εσόδων