fbpx

Λίνα Παπαδοπούλου: Συνταγματική η ενοποίηση του πρώτου βαθμού πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης

Η μεταρρύθμιση της ενοποίησης συνιστά άσκηση συνταγματικής αρμοδιότητας, που υπηρετεί το αίτημα του εξορθολογισμού της δικαιοσύνης, σύμφωνα με την Καθηγήτρια της Νομικής του ΑΠΘ

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Συνταγματικά επιτρεπτή είναι η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων, με την αναβάθμιση των Ειρηνοδικών σε Πρωτοδίκες, σύμφωνα με πρόσφατη γνωμοδότηση της Καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης Τριανταφυλλιάς (Λίνας) Παπαδοπούλου.

Όπως επισημαίνει η Καθηγήτρια, μετά την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 88 του Συντάγματος, αποτέλεσμα της αναθεώρησης του 2001, αίρονται οι όποιες αμφισβητήσεις ως προς το συνταγματικά επιτρεπτό και θεμιτό της ενοποίησης με κατάργηση των Ειρηνοδικείων και ένταξη τόσο των νυν υπηρετούντων Ειρηνοδικών όσο και των νυν υπηρετούντων Πρωτοδικών σε έναν ενιαίο πλέον υποκλάδο της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης. Η ρητή συνταγματική τυποποίηση δημιουργεί όχι μόνο μία δυνατότητα, της οποίας η συνταγματικότητα δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί από τα Δικαστήρια, αλλά και μία κατά τεκμήριο συνταγματική συναίνεση, εφόσον ο αναθεωρητικός νομοθέτης μερίμνησε να την επιτρέψει ρητά, αναγάγοντας τη νομιμότητα και νομιμοποίηση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης σε αντικείμενο του ίδιου του Συντάγματος και της συναίνεσης που η αναθεώρησή του απαιτεί. Η μεταρρύθμιση αυτή, όπως τονίζει η καθηγήτρια στη γνωμοδότησή της, προτείνεται και από την Παγκόσμια Τράπεζα σε σχετικό πόρισμα, που εισηγείται την ανακατανομή των οργανικών θέσεων και την ενοποίηση των Ειρηνοδικείων με τα Πρωτοδικεία, προκειμένου να εξισωθεί ο φόρτος εργασίας μεταξύ αυτών των δύο υποκλάδων, να μειωθεί ο χρόνος εκδίκασης και να εξορθολογιστεί το κόστος των δικαστικών υποθέσεων.

Όπως μάλιστα επισημαίνεται, η πολιτική απόφαση περί ενοποίησης δεν συνιστά παρέμβαση στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθότι η διάκριση των εξουσιών, εν προκειμένω η ανεξαρτησία της δικαστικής έναντι της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, εντοπίζεται στην επιτέλεση του δικαστικού έργου και δεν εκτείνεται μέχρι του σημείου της «αυτονομίας» της έναντι αυτών, δηλαδή της θέσπισης εξ οικείων οργάνων των νόμων, δηλαδή των γενικών και αφηρημένων ρυθμίσεων για τη συγκρότηση και τη δόμηση του δικαστικού συστήματος. Η τελευταία αρμοδιότητα ανήκει άνευ ετέρου στην αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας, ασκείται δε βάσει των σχετικών προτάσεων εκ μέρους της έχουσας τη νομοθετική πρωτοβουλία Κυβέρνησης.

Η μεταρρύθμιση της ενοποίησης προτάθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα για τον εξορθολογισμό των ρυθμών απονομής δικαιοσύνης

Άλλωστε, σύμφωνα με την Καθηγήτρια, όλες οι εξουσίες οφείλουν να κινούνται στο πλαίσιο του Συντάγματος και να υπακούν στις δικές του επιταγές, μεταξύ των οποίων είναι και η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος, που ρητά επιτρέπει τη λήψη της απόφασης για ενοποίηση και αφορά τη δομή της δικαστικής εξουσίας, καταλείποντας, πάντως, στο επόμενο στάδιο, μετά την ενοποίηση, τις ατομικές περί προαγωγών κλπ. κρίσεις στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Έτσι λοιπόν, μετά την ενοποίηση, την οποία αποφασίζει ο νομοθέτης, οι επόμενες εξελίξεις (όπως οι προαγωγές) των δικαστικών λειτουργών, εντός της ενιαίας ή μεταξύ τυχόν παράλληλων επετηρίδων, συνιστούν πράξεις προσωποποιημένες, που διενεργούνται κατόπιν απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

Τέλος, όπως υπογραμμίζεται, με τη γενική και αφηρημένη αυτή ρύθμιση περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, δεν διενεργείται ούτε μετάταξη ούτε προαγωγή των δικαστικών λειτουργών (νυν υπηρετούντων Ειρηνοδικών ή Πρωτοδικών), αλλά δομείται το δικαστικό σύστημα με τη μεταφορά όλων των οργανικών θέσεων σε έναν, πλέον, υποκλάδο της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, ώστε εφεξής να πληρούνται με κριτήρια ενιαία. Οι εξατομικευμένες κρίσεις προαγωγής θα ακολουθήσουν την ενοποίηση και θα διενεργούνται σε ατομική βάση, ως ορίζει το άρθρο 90 παρ. 1 Σ, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Κατά συνέπεια, η νομοθετική εξουσία δεν παρεμβαίνει στις εκεί προβλεπόμενες αρμοδιότητες, που συνιστούν έκφανση της δικαστικής ανεξαρτησίας και είναι εξατομικευμένες, αλλά αποφασίζει, κατά τη συνταγματική της αρμοδιότητα και με βάση την πολιτική της βούληση και κρίση, σχετικά με τη δομή της Δικαιοσύνης, για την εξυπηρέτηση του συνταγματικά θεμιτού σκοπού της πιο εύρυθμης απονομής της.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -