fbpx

Μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη: Θα δώσει η Συνταγματική Αναθεώρηση τη λύση;

Πρόσωπα που γνωρίζουν καλά τα θέματα συζήτησαν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων και μεταρρυθμίσεων, που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης – μιας Αναθεώρησης που καλείται, μεταξύ άλλων, να επιτύχει και έναν δύσκολο, πλην όμως αναγκαίο στόχο: την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς

Χρόνος ανάγνωσης 44 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 44 λεπτά

Δείτε επίσης

Δικαιοσύνη και Συνταγματική Αναθεώρηση, ένα δίπολο που διαχρονικά θέτει πλήθος απόψεων στον δημόσιο διάλογο, βρέθηκε στο επίκεντρο της διαΝΕΟσις, στη δεύτερη θεματική ενότητα που διοργανώθηκε μετά τα όσα συζητήθηκαν για το Κοινοβούλιο. Πρόσωπα που γνωρίζουν καλά τα θέματα συζήτησαν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων και μεταρρυθμίσεων, που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης – μιας Αναθεώρησης που καλείται, μεταξύ άλλων, να επιτύχει και έναν δύσκολο πλην όμως αναγκαίο στόχο: την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και ιδίως στη Δικαιοσύνη, που συνιστά και το καταφύγιό τους.

Η εκδήλωση της δεύτερης θεματικής ενότητας για τη Δικαιοσύνη, την οποία χαιρέτισε ο Γενικός Διευθυντής της διαΝΕΟσις, Διονύσης Νικολάου, και συντόνισε ο Σύμβουλος της Επικρατείας, Βασίλειος Ανδρουλάκης, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Το πρόγραμμά της διαμορφώθηκε με δύο πάνελ συζήτησης. Στο πρώτο πάνελ συμμετείχαν οι Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, Αρεοπαγίτης, Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδρος στο Συμβούλιο της Επικρατείας, Τζένη Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, και Ιωάννης Δρυλλεράκης, Δικηγόρος, με τον Βασίλειο Ανδρουλάκη να αναλαμβάνει τον συντονισμό της συζήτησης. Στο δεύτερο πάνελ συμμετείχαν οι Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης, Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Δ.Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., και Παναγιώτης Πετράκης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, με τον Αντώνη Καραμπατζό, Καθηγητή Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, να συντονίζει τη συζήτηση. Στο στρογγυλό τραπέζι συμμετείχαν όλοι οι παραπάνω εισηγητές και εισηγήτριες, καθώς και οι Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., Ευαγγελία Κουλουμπίνη, Αντιπρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτης ε.τ., Μιχάλης Καλογήρου, Δικηγόρος, τ. Υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτριος Φινοκαλιώτης, Δ.Ν., Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, και Ελευθερία Κόλλια, Δημοσιογράφος.

Το “NB Daily” παρακολούθησε τη συζήτηση και αποτυπώνει τις πλούσιες σε ιδέες τοποθετήσεις, καθώς και τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν γύρω από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της Δικαιοσύνης, ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της χώρας.

Βασίλης Ανδρουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας

«Το αναθεωρητικό εγχείρημα δεν πρέπει να αποτελέσει μια άσκηση επί χάρτου»

«Βρισκόμαστε στις παραμονές μιας εξαγγελθείσας αναθεώρησης του Συντάγματος, και όπως κάθε φορά που επιχειρείται μια τέτοια διαδικασία, συζητείται και η τροποποίηση των διατάξεων για τη Δικαιοσύνη. Η συζήτηση, ωστόσο, επανέρχεται μονότονα στο ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και στην αντιμετώπιση των συνταγματικών διαφορών μέσω της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου». Αυτά τόνισε ο Βασίλης Ανδρουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, στην αρχή της σύντομης παρέμβασης που πραγματοποίησε, προτού συντονίσει τη συζήτηση που ακολούθησε.

Ο Βασίλης Ανδρουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας και συντονιστής της συζήτησης, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Ο κ. Ανδρουλάκης υπογράμμισε ότι το Σύνταγμα δεν πρέπει να περιέχει πολλές λεπτομερείς διατάξεις, καθώς αυτό το καθιστά άκαμπτο και δυσχεραίνει την προσαρμογή του στις σύγχρονες εξελίξεις. Όπως επισήμανε, το ελληνικό Σύνταγμα χαρακτηρίζεται από υπερβολική φλυαρία, ενώ η καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων στη Δικαιοσύνη επιβεβαιώνεται από τον πίνακα αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης -το περίφημο Scoreboard- το οποίο έχει γίνει σημείο αναφοράς για την απονομή της Δικαιοσύνης.

«Πολλοί νόμοι έχουν θεσπιστεί για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, χωρίς όμως να επιτυγχάνουν τον στόχο τους», δήλωσε. Σημείωσε ότι το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό και σχετίζεται με την ποιότητα της νομοθεσίας, η οποία, παρά τις προσπάθειες, παραμένει μέτρια.

Αναφερόμενος στις προτάσεις αναθεώρησης, υπογράμμισε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Δικαιοσύνη συνιστά κομβικό θεσμικό αντίβαρο στην έννομη τάξη και εγγυητής των ελευθεριών των πολιτών. Κλείνοντας, τόνισε ότι οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης θα πρέπει να αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και να μην αποτελεί απλή άσκηση επί χάρτου.

Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, Αρεοπαγίτης, Εκπρόσωπος Τύπου του Δικαστηρίου

«Με μεγάλη σύνεση συνεπώς, πρέπει να γίνεται η αναθεωρητική παρέμβαση, ιδίως σε εποχές που η τοξικότητα και οι συγκυρίες πρωταγωνιστούν. Αν επικρατούν οι τελευταίες, η ευχή είναι να μη γίνει συνταγματική αναθεώρηση»

Στην αρχή της ομιλίας του, ο κ. Λυμπερόπουλος επισήμανε ένα παράδοξο: στον δυτικό πολιτισμό του 21ου αιώνα, εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι απαιτούνται αναφορές για τη σύνδεση της Δικαιοσύνης με τη Δημοκρατία. Αυτή η ανάγκη είναι ιδιαίτερα επιτακτική, καθώς διεθνώς και στη χώρα μας παρατηρούνται τάσεις σχετικοποίησης θεμελιωδών ιδεών, αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας της κοινωνικής και οικονομικής δράσης, της αμήχανης άσκησης πολιτικής και της τοξικότητας που διαβρώνει πολίτες, οργανισμούς και θεσμούς.

Ο Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, Αρεοπαγίτης, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Απαντώντας στο ερώτημα αν η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 8 εμποδίζει τον νομοθέτη να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, που θα αλλάξουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων, ο κ. Λυμπερόπουλος υπογράμμισε ότι η απάντηση είναι αρνητική, καθώς υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας στο δικονομικό δίκαιο και στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Ο κ. Λυμπερόπουλος ανέφερε επίσης την αρχή της δημοσιότητας και της απαγγελίας της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση, χαρακτηρίζοντάς τις ως θεμέλιο του κράτους δικαίου. Επισήμανε ότι το Σύνταγμα θέτει περιορισμούς για τη βλάβη των χρηστών ηθών, ή ειδικούς λόγους προστασίας της ιδιωτικής οικογενειακής ζωής των διαδίκων. Οι αρχές αυτές εξειδικεύονται στις διατάξεις πολιτικής και ποινικής δικονομίας, ενώ τίθενται και κάποιες συνταγματικά ανεκτοί περιορισμοί για συγκεκριμένους λόγους.

Σημαντικό ζήτημα που προκύπτει είναι αν η συνταγματική απαίτηση του άρθρου 93 εμποδίζει τη χρήση ψηφιακών μέσων και τη δημοσίευση αποφάσεων, μέσω ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης υποθέσεων. Για την αποφυγή αμφισβητήσεων σχετικά με τη συμβατότητα τέτοιων εφαρμογών με τις συνταγματικές επιταγές, ο κ. Λυμπερόπουλος πρότεινε την προσθήκη μιας ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 93.

Όσον αφορά την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, ανέφερε ότι έχουμε μια βασική αρχή του κράτους δικαίου, που εγγυάται την ορθή άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Αν και ο συνταγματικός κανόνας φαίνεται ερμηνευτικά ανελαστικός, είναι ανεκτικός σε κάποιες ελάχιστες νομοθετικές ρυθμίσεις. Στα ασφαλιστικά μέτρα παρατηρείται συνοπτική αιτιολογία, ενώ στην προσωρινή διαταγή απουσιάζει εντελώς. Στο ποινικό δίκαιο, ορισμένες αποφάσεις μπορεί να μην καθαρογραφούν και να μην περιέχουν αιτιολογία. Αυτό υποδεικνύει ότι η εκκρεμότητα στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων απαιτεί άλλη προσέγγιση στο θέμα της αιτιολογίας.

Ο κ. Λυμπερόπουλος τόνισε ότι το κύριο ενδιαφέρον των διαδίκων είναι η γρήγορη έκδοση αποφάσεων από τους αρμόδιους δικαστικούς σχηματισμούς, οι οποίοι διαθέτουν τα εχέγγυα αμεροληψίας και ουδετερότητας, που απαιτεί η δικαστική κρίση. Στις αστικές διαφορές, προτάθηκε η αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης να γίνεται κατόπιν αιτήματος των διαδίκων και εφόσον αυτοί έχουν έννομο συμφέρον.

«Οι συνταγματικές παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη σύνεση, ιδίως σε εποχές που η τοξικότητα και οι συγκυρίες πρωταγωνιστούν», κατέληξε ο κ. Λυμπερόπουλος.

Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδρος στο Συμβούλιο της Επικρατείας

«Ο δικαστής, είτε τακτικός είτε συνταγματικός, δεν πρέπει να δικαιοδοτεί πέραν μιας κόκκινης γραμμής, που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της θεσμικής ισορροπίας μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας, όπως εκφράζεται μέσα από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών»

Το ζήτημα του τρόπου επίλυσης των συνταγματικών διαφορών απασχολεί έντονα τη σύγχρονη συνταγματική ιστορία της χώρας μας, όπως παρατήρησε στην αρχή της εισήγησής του ο κ. Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδρος στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Συμπλήρωσε, δε, ότι η επίτευξη οποιουδήποτε αναθεωρητικού εγχειρήματος είναι κατ’ αρχάς πολιτική υπόθεση, εξαρτώμενη από τον αστάθμητο παράγοντα των πολιτικών συσχετισμών, που θα επικρατήσουν για τη δημιουργία της απαιτούμενης συναίνεσης.

«Η συντακτική εξουσία, ως υπέρτατη μορφή πολιτειακής κυριαρχίας, πρέπει να εμφορείται από το δίκαιο», παρατήρησε εν συνεχεία ο ίδιος, για να συμπληρώσει ότι είναι ευθύνη των νομικών να αναδείξουν τι είναι το δίκαιο. Όταν μιλάμε για συνταγματικές διαφορές, έχουμε στο νου μας κυρίως τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου. Υπάρχουν όμως και άλλες συνταγματικές διαφορές, που μπορεί να προκύψουν από πράξεις πολιτειακών οργάνων, όπως της Βουλής ή της Κυβέρνησης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ψήφος Αλευρά στη σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία.

Ο Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδρος στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Το Σύνταγμα δεν ορίζει κάποιο δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο για την επίλυση αυτών των διαφορών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι διαφορές αυτές να επιλύονται με πολιτικές αποφάσεις και να υπόκεινται στην αυθαιρεσία της εκάστοτε πλειοψηφίας, ή του προσώπου που έχει την εξουσία να λαμβάνει τις αποφάσεις. Αυτή η κατάσταση έχει δώσει λαβή στη γνωστή φιλοσοφική διαμάχη μεταξύ Kelsen και Schmitt, σχετικά με το ποιος είναι ο φύλακας του Συντάγματος.

Κατά την άποψη του κ. Γκέρτσου, η οριστική επίλυση ανήκει στα αρμόδια πολιτειακά όργανα, τα οποία φέρουν την πολιτική ευθύνη εκ του κύρους του αξιώματός τους και της δημοκρατικής νομιμοποίησης που αντλούν από τον λαό. «Η κρίση ενός δικαιοδοτικού οργάνου μπορεί να θέσει τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας υπό δικαστική κηδεμονία», ανέφερε και πρόσθεσε ότι ο δικαστής, είτε τακτικός είτε συνταγματικός, δεν πρέπει να δικαιοδοτεί πέραν μιας κόκκινης γραμμής, που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της θεσμικής ισορροπίας μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας, όπως εκφράζεται μέσα από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Αναφερόμενος στην εσωτερική τυπική συνταγματικότητα των νόμων, σημείωσε ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η τήρηση των συνταγματικών διατάξεων, που αφορούν τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Έχει προταθεί ο προληπτικός έλεγχος όλων των νομοσχεδίων, κατά τα πρότυπα της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των κανονιστικών διαταγμάτων, όπως ισχύει σε άλλες συνταγματικές τάξεις, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία.

Ωστόσο, ο νομοθετικός πληθωρισμός, που χαρακτηρίζει τη χώρα, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. «Οι αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές του ίδιου θέματος σε άσχετα νομοθετήματα είναι η καθημερινότητα, που καλείται να αντιμετωπίσει ο εφαρμοστής του δικαίου», παρατήρησε ο κ. Γκέρτσος. Εύλογα τίθεται το ερώτημα ποιο δικαστήριο και με ποια στελέχωση θα μπορούσε να ανταποκριθεί, παράλληλα με τα λοιπά δικαιοδοτικά καθήκοντά του, σε ένα τέτοιο ρόλο με τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή.

Το βάρος, επομένως, πέφτει στα δικαστήρια στο πλαίσιο του κατασταλτικού ελέγχου. Το πρόβλημα που δημιουργείται από τον κατακερματισμό της νομοθεσίας είναι τεράστιο. Αν αύριο έκλειναν οι διακόπτες ορισμένων ιδιωτικών βάσεων δεδομένων, στις οποίες έχουμε εναποθέσει όλες τις ελπίδες μας για την εύρεση του εφαρμοστέου δικαίου, «θα ήμασταν εντελώς τυφλοί», προειδοποίησε.

Η εισαγωγή ενός συστήματος συγκεντρωτικού ελέγχου δεν εξουδετερώνει τον κίνδυνο να κριθεί αντισυνταγματικός ένας νόμος, πολλά χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του. Είναι δεδομένο ότι ο προληπτικός έλεγχος δεν δύναται να συλλάβει όλες τις διαστάσεις της ενδεχόμενης συνταγματικής παραβίασης των διατάξεων ενός νόμου. «Αν σκεφτούμε πώς θα αναδεικνυόταν η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του ΝΟΚ, αν δεν υψώνονταν γύρω μας οικοδομές, για τις οποίες έγινε πολλαπλή χρήση διαφόρων μπόνους δόμησης, καταλαβαίνουμε τη δυσκολία», επισήμανε.

Επιπλέον, τόνισε ότι το κράτος δικαίου είναι θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματός μας και έννοια ευρύτερη της ασφάλειας δικαίου, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται αυτοσκοπός. «Με τη συγκέντρωση του ελέγχου συνταγματικότητας σε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν θα επιμηκύνεται ο χρόνος αναμονής και δικαστικής εκκρεμότητας, σε βάρος της ασφάλειας δικαίου;», αναρωτήθηκε.

Εν κατακλείδι, πρότεινε την καθιέρωση του δικαιώματος ευθείας συνταγματικής προσφυγής στις ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, ή στο ΑΕΔ, εφόσον συντρέχουν αρμοδιότητες περισσοτέρων δικαιοδοσιών. Αυτό θα μπορούσε να γίνεται, κατόπιν αιτήσεως της Κυβέρνησης, του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Προέδρου της Βουλής, ή με επιφύλαξη ορισμένου αριθμού βουλευτών περί της αντισυνταγματικότητας ή συμβατότητας με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης.

Τζένη Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

«Είναι ενδιαφέρον ότι, είκοσι τρία χρόνια μετά την αναθεώρηση του 2001, τα ίδια σχεδόν θέματα όσον αφορά τις συνταγματικές πρόνοιες για τη διοικητική δικαιοσύνη εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης»

Για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η Τζένη Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, τόνισε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία η ποιότητα των δικονομικών ρυθμίσεων. Όπως εξήγησε, οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις τροποποιούνται συχνά με άναρχο τρόπο, ενώ το περιεχόμενό τους καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους συνταγματικούς κανόνες για τη δικαιοσύνη. «Κατά συνέπεια, η οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στο Σύνταγμα διατηρεί την επικαιρότητά της», όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε.

Η Καθηγήτρια παρατήρησε, ακόμη, ότι το ελληνικό Σύνταγμα περιέχει άκρως διεξοδικές, ακόμη και τεχνικές, δικονομικές διατάξεις για τη διοικητική δικαιοσύνη, γεγονός που το διαφοροποιεί από τα συντάγματα άλλων κρατών. Για παράδειγμα, η πρόβλεψη έφεσης και αναίρεσης στο ίδιο το κείμενο του καταστατικού Χάρτη προξενεί εντύπωση.

Σύμφωνα με την κυρία Πρεβεδούρου, ο συντακτικός νομοθέτης έχει επιλέξει έναν μάλλον σύνθετο τρόπο ρύθμισης της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, κατανέμοντας την ενιαία διοικητική δικαιοσύνη σε διακεκριμένα δικαστήρια. Έτσι, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αναλαμβάνουν τη γενική αρμοδιότητα επί των διαφορών ουσίας, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολείται με τις αιτήσεις ακύρωσης κατά διοικητικών πράξεων και αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Η Τζένη Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, και ο Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδρος στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Η Καθηγήτρια τόνισε ότι, είκοσι τρία χρόνια μετά την αναθεώρηση του 2001, τα ίδια σχεδόν ζητήματα που αφορούν τις συνταγματικές πρόνοιες για τη διοικητική δικαιοσύνη παραμένουν αντικείμενο συζήτησης. Η εμπειρία των 25 χρόνων εφαρμογής έως το 2000, σε συνδυασμό με τα 23 χρόνια που ακολούθησαν, καθιστά αναγκαίες κάποιες αλλαγές. Ωστόσο, οι προτάσεις θα πρέπει να περιορίζονται στις απολύτως απαραίτητες βελτιώσεις, καθώς πολλά ζητήματα θα πρέπει να παραμείνουν εκτός συνταγματικής ύλης και να περιέλθουν στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη. Ο κοινός νομοθέτης, όπως παρατήρησε η Καθηγήτρια, δεν πρέπει να λειτουργεί ως εκφραστής μιας συγκυριακής πλειοψηφίας, που αλλάζει συνεχώς απόψεις και νομοθετεί χωρίς σύστημα.

Επιπλέον, ανέφερε ότι η βασικότερη τροποποίηση, που πρέπει να εξεταστεί, είναι η μεταφορά του τεκμηρίου αρμοδιότητας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, και συγκεκριμένα στον πρωτοβάθμιο δικαστή. Επίσης, πρότεινε τον περιορισμό των ακυρωτικών αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου της Επικρατείας στις διαφορές που προκύπτουν από την προσβολή κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, οι οποίες συχνά σχετίζονται με ζητήματα συνταγματικότητας.

Η κ. Πρεβεδούρου επισήμανε ότι αυτή η αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων είναι αναγκαία, καθώς θα αποδεσμεύσει το Συμβούλιο της Επικρατείας από υποθέσεις μικρής σημασίας, όπως οι διαφορές που αφορούν έμμισθους δικηγόρους σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. «Έτσι, το Συμβούλιο θα μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα σε θέματα συνταγματικότητας και ενοποίησης της νομολογίας», όπως επί λέξει εξήγησε.

Επίσης, η Καθηγήτρια ανέφερε ότι θα ήταν σκόπιμο να αναγνωριστεί από τον συνταγματικό νομοθέτη η ακυρωτική εξουσία του διοικητικού δικαστή, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στην εσωτερική διάκριση των διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας. Όπως σημείωσε, η θεωρία έχει επισημάνει ότι αυτή η διάκριση έχει καταστεί πλέον παρωχημένη.

Τέλος, η ίδια υπογράμμισε την ανάγκη να εξεταστεί η συνάρθρωση των διατάξεων, που αφορούν την υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις. Οι διατάξεις του άρθρου 94, παράγραφος 4, και του άρθρου 95, παράγραφος 5 του Συντάγματος δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στη λογική και κανονιστική τους σειρά, γεγονός που καθιστά αναγκαία την επανεξέτασή τους.

Ιωάννης Δρυλλεράκης, Δικηγόρος

«Η άσκηση της δικαστικής εξουσίας πρέπει να χαρακτηρίζεται από την απαιτούμενη συστολή, ώστε να μην διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ του αναγκαίου ελέγχου νομιμότητας και του μη επιτρεπτού ελέγχου σκοπιμότητας»

Ο Ιωάννης Δρυλλεράκης, δικηγόρος, τόνισε στη συνέχεια τη θεμελιώδη σημασία της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας. Όπως ανέφερε, το σύστημα αυτό κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο, με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας να αναδεικνύει επανειλημμένα τη σημασία της ασφάλειας δικαίου, προσδίδοντάς της συνταγματικό έρεισμα και περιωπή.

Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως παρατήρησε ο κ. Δρυλλεράκης, απορρέει από το κράτος δικαίου και συγκεκριμένα από τις διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 25, παράγραφος 1, εδάφιο α’ του Συντάγματος. Αυτή η συνταγματική βάση επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των κανονιστικών ρυθμίσεων, μια απαίτηση που πρέπει να τηρείται αυστηρά, ιδίως σε περιπτώσεις που αφορούν σοβαρές οικονομικές συνέπειες, όπως φόροι, τέλη και ποινές.

Ο Ιωάννης Δρυλλεράκης ανέφερε ακόμη ότι η ασφάλεια δικαίου διασφαλίζεται κυρίως από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, που είναι υπεύθυνες για την παραγωγή του γραπτού δικαίου. Ωστόσο, η δικαιοσύνη παίζει κρίσιμο ρόλο στην επίλυση σχετικών ζητημάτων, με την ποιότητά της να εξαρτάται από την ικανότητά της να παρεμβαίνει στις κανονιστικές ρυθμίσεις. Έτσι, διαμορφώνεται μια σύνθετη σχέση μεταξύ διοίκησης και δικαιοσύνης.

Ο Ιωάννης Δρυλλεράκης, Δικηγόρος, και η Τζένη Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Ο ίδιος επισήμανε, ακολούθως, ότι ο πολίτης, και ειδικότερα ο νομοταγής επιχειρηματίας, καλείται να αναλάβει κινδύνους που έχει προηγουμένως σταθμίσει και αποδεχθεί. Ωστόσο, ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας, τα οποία πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και περιοριστικούς κανόνες, προκειμένου να καταλήγουν σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα και όχι σε αυθαίρετες απόψεις. Ο κ. Δρυλλεράκης στάθηκε ιδιαίτερα στη σημαντική διάκριση μεταξύ της ερμηνείας μιας διάταξης και της αλλοίωσής της βάσει προσωπικών, πολιτικών ή κοινωνικών απόψεων.

Σημαντικό είναι, κατά τον κ. Δρυλλεράκη, ότι η δικαστική κρίση πρέπει να διέπεται από σαφείς περιορισμούς, καθώς κάθε μορφή εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής, οφείλει να είναι δεσμία. Η άσκηση της δικαστικής εξουσίας απαιτεί συστολή, ώστε να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ του ελέγχου νομιμότητας και του μη επιτρεπτού ελέγχου σκοπιμότητας. Αυτή η ισορροπία, κατέληξε, είναι η ουσία της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ

«Οι εκθέσεις μπορεί να μην αποτυπώνουν πάντα με ακρίβεια την κατάσταση στη χώρα, αλλά έχουν επιτελέσει έναν σημαντικό ρόλο: αφύπνισαν το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τους ίδιους τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Αυτό αποτελεί μια θετική εξέλιξη»

Ο Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, στάθηκε αρχικώς στην κρίση που διέρχεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον Καθηγητή, η κρίση αυτή σχετίζεται κυρίως με τους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης, μια κατάσταση που έχει επισημανθεί επανειλημμένα σε εκθέσεις. Αν και αυτές οι εκθέσεις μπορεί να μην αποτυπώνουν πάντα με ακρίβεια την πραγματικότητα, έχουν επιτελέσει έναν σημαντικό ρόλο: αφύπνισαν το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, γεγονός που, όπως τόνισε ο ίδιος, συνιστά μια θετική εξέλιξη.

Ο κ. Καραμπατζός εξήγησε, εν συνεχεία, ότι αν κλονιστεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη, τότε προκύπτει σοβαρό ζήτημα για την κοινωνική ειρήνη και τη συνοχή της κοινωνίας. «Κανείς δεν επιθυμεί μια τέτοια κατάσταση σε μια προηγμένη δυτική κοινωνία», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο Αντώνιος Καραμπατζός, Καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, συντονιστής της συζήτησης κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Επιπλέον, ο Καθηγητής εντόπισε ότι τα προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης δεν περιορίζονται μόνο στις καθυστερήσεις, αλλά επεκτείνονται και στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ιδίως σε επίπεδο ηγεσίας. Ειδικότερα, ο τρόπος ορισμού των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αποτελεί ένα από τα σημαντικά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν.

Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τον κ. Καραμπατζό, είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα. Η πολυνομία, η ανεπάρκεια των δομών και η ελλιπής γραμματειακή υποστήριξη επιδεινώνουν την κατάσταση. Σημείωσε, μάλιστα, ότι σε μία πρόσφατη έκθεση αναφέρεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μέχρι πριν από κάποια χρόνια, σε κάθε δικαστή αντιστοιχούσε μισός διοικητικός υπάλληλος, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν τρεις υπάλληλοι ανά δικαστικό λειτουργό. Η ανορθολογική κατανομή των δικαστικών λειτουργών, όχι μόνο μεταξύ των δικαιοδοσιών αλλά και εντός του ίδιου του δικαστηρίου, επιδεινώνει επίσης το πρόβλημα.

Σχετικά με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Καραμπατζός πρότεινε να υπάρξει περίσκεψη τόσο στις προτάσεις όσο και στην αξιολόγηση της γενικότερης συγκυρίας. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, έχει φτάσει η στιγμή, όπου κάποιες προτάσεις έχουν ωριμάσει και πρέπει να τεθούν σε σοβαρή συζήτηση.

Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

«Η Δικαιοσύνη χρειάζεται στην κορυφή της πρόσωπα που δεν είναι μόνο ανεξάρτητα στην άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, αλλά και ικανοί διοικητές»

«Το πρόβλημα της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης πρέπει να γίνει αντιληπτό μέσα στο ευρύτερο πλέγμα εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας», παρατήρησε στην αρχή της εισήγησής του ο Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Όπως ανέφερε, το ελληνικό Σύνταγμα, σε μια σειρά από διατάξεις, προβλέπει εγγυήσεις προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, που δεν υστερούν καθόλου έναντι οποιουδήποτε άλλου συστήματος στην Ευρώπη. Παρατήρησε, δε, ότι οι Έλληνες δικαστές επιλέγονται από επιτροπές, στις οποίες κυριαρχούν οι ίδιοι δικαστές, ενώ εκπαιδεύονται στην Εθνική Σχολή Δικαστών, η οποία διοικείται κυρίως από δικαστικούς λειτουργούς, τονίζοντας επίσης ότι για την υπηρεσιακή τους κατάσταση αποφασίζει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, οι δε πειθαρχικοί έλεγχοι διεξάγονται από πειθαρχικά συμβούλια.

Στο Πάνελ συζήτησης Β συμμετείχαν ο Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης, η Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Δ.Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., και ο Παναγιώτης Πετράκης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ. Τη συζήτηση συντόνισε ο Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ. Στιγμιότυπο κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Όλο αυτό το πλέγμα τίθεται σε ερωτηματικό μόνο από μία ουσιαστική επιρροή της πολιτείας, που είναι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης με βάση το άρθρο 90, παράγραφος 5 του Συντάγματος, όπως εν συνεχεία εξήγησε. Υπενθύμισε, μάλιστα, ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, σημειώνει ότι πρόκειται για μια κρίση ευρείας διακριτικής ευχέρειας από το δημοκρατικά νομιμοποιημένο όργανο, που είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτή η ρύθμιση, από τη δεκαετία του ’80, έχει τεθεί εν αμφιβόλω από μία οξεία και πολύ αυστηρή κριτική, την οποία έχουν υποστηρίξει μεγάλες προσωπικότητες του νομικού χώρου. Η κριτική αυτή επισημαίνει ότι με την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση επιτυγχάνει την ποδηγέτηση της Δικαιοσύνης, τον έλεγχο ολόκληρου του δικαστικού σώματος, προκειμένου να εκμαιεύει τον φιλικό προς την κυβέρνηση χειρισμό σπουδαίων και πολιτικά ευαίσθητων υποθέσεων.

Από την κριτική αυτή πρέπει, σύμφωνα με τον ίδιο, να σταθούμε σε τρία κεντρικά σημεία. Το πρώτο είναι η αρμοδιότητα καθορισμού των συνθέσεων και επιλογής των εισηγητών στις μεγάλες υποθέσεις στα ανώτατα δικαστήρια. «Υπάρχει μια θεσμική δυσπιστία προς τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων», όπως επί λέξει παρατήρησε. Το δεύτερο σημείο είναι ο πολλαπλασιασμός των θέσεων των Αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια, όπου οι θέσεις των Αντιπροέδρων λειτουργούν ως κίνητρο, προκειμένου οι δικαστικοί λειτουργοί να υιοθετούν μια πιο φιλική στάση. Τέλος, υπονοείται ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης μπορεί, με παραινέσεις ή πιέσεις προς τους κατώτερους δικαστές, να κατευθύνει τους δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Αυτή η κριτική, και αυτό είναι το αξιοσημείωτο, έχει αποδεχθεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τον κ. Γώγο. Με έναν κύκλο προτάσεων, υποστηρίζεται ότι πρέπει η ανάδειξη της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων να αφαιρεθεί από την κυβέρνηση και να αποδοθεί στα μέλη των ανωτάτων δικαστηρίων, ενδεχομένως και με τη συμμετοχή, είτε του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε του Κοινοβουλίου.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, μαζί με τον Παναγιώτη Πικραμμένο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., πρώην Πρωθυπουργό και τέως Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης.

Ακολούθως, σύμφωνα με τον Καθηγητή Γώγο, ο λόγος που έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας το υφιστάμενο σύστημα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης είναι ότι η απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί έκφραση δημόσιας εξουσίας και ανάγεται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Δεν νοείται δημόσια εξουσία πλήρως αποκομμένη από τη λαϊκή κυριαρχία. Πρέπει να διασφαλίζεται τουλάχιστον ένα σημείο διεπαφής του δικαιοδοτικού μηχανισμού με την κυβέρνηση, ως φορέα της εμπιστοσύνης της Βουλής.

Ακολούθως, σημείωσε ότι η διοίκηση της δικαιοσύνης είναι εν τέλει η διοίκηση ενός μηχανισμού που αποτελείται από ανθρώπους, δικαστικούς λειτουργούς, δικαστικούς υπαλλήλους και υλικά μέσα. Δεν είναι μόνον οι τέσσερις ή πέντε μεγάλες υποθέσεις, που απασχολούν την κοινή γνώμη και δημιουργούν πολιτική ευαισθησία, αλλά και η καθημερινή επαφή του πολίτη με τη δικαιοσύνη, η οποία εμπεδώνει την αίσθηση ότι το δίκαιο εφαρμόζεται με συνέπεια στην Ελλάδα. Αν δεν λειτουργεί καλά ο δικαιοδοτικός μηχανισμός και υπάρχουν καθυστερήσεις, ή ακόμη και προβλήματα ποιότητας στην εφαρμογή της δικαιοσύνης, αυτά πλήττουν την εφαρμογή του κράτους δικαίου. «Άρα, η Δικαιοσύνη χρειάζεται στην κορυφή της πρόσωπα που όχι μόνο είναι ανεξάρτητα κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, αλλά είναι και ικανοί διοικητές», ανέφερε.

Περαιτέρω, υπογράμμισε ότι η καλή λειτουργία του δικαιοδοτικού μηχανισμού συνεπάγεται δυσάρεστα καθήκοντα για την ηγεσία των δικαστηρίων. Συνεπάγεται χρέωση υποθέσεων με ταχείς ρυθμούς, άσκηση πιέσεων για την ποιότητα και ποσότητα του δικαιοδοτικού έργου, και, δυστυχώς, ενίοτε και την κίνηση πειθαρχικών μέτρων σε όσους δικαστικούς λειτουργούς δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντά τους. Ωστόσο, «σε ένα σύστημα, όπου οι επικεφαλής της Δικαιοσύνης θα επιλέγονται αποκλειστικά από τα μέλη των δικαστηρίων, θα έχουμε πρόσωπα πρόθυμα να αναλάβουν αυτόν τον δυσάρεστο ρόλο;», διερωτήθηκε.

Τέλος, ανέφερε ότι κατόπιν διαρκούς πίεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προβλέπεται πλέον γνωμοδότηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία περιέχει το αποτέλεσμα μυστικής ψηφοφορίας, με συμμετοχή όλων των μελών της Ολομέλειας του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με αυτές τις πρόσφατες ρυθμίσεις, η διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου εγκλωβίζεται. Ιδιαίτερα, η γνωμοδότηση από τη μυστική ψηφοφορία των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει μια βαρύτητα που πλησιάζει τα όρια της δεσμευτικότητας, καθώς περιλαμβάνει κρίση για τους προτεινόμενους συναδέλφους.

Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης

«Το επίπεδο της δικαστικής ανεξαρτησίας τείνει να είναι πιο υψηλό στις περιπτώσεις που η απονομή των αρμοδιοτήτων στα συμβούλια είναι αυξημένες και η πλειοψηφία της σύνθεσης τους απαρτίζεται από δικαστές που εκλέγονται απευθείας από το δικαστικό σώμα»

Σύμφωνα με τον κ. Ιωάννη Βαλμαντώνη, Εφέτη, η συζήτηση στη χώρα μας για την αρχή της ανεξαρτησίας επικεντρώνεται κυρίως στη διαδικασία επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων. Αντίθετα, στον ευρωπαϊκό χώρο, η προσοχή στράφηκε στην αποκοπή των ιεραρχικών εξουσιών ελέγχου, προαγωγών, επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου από την ηγεσία του δικαστικού σώματος.

Ο κ. Βαλμαντώνης επισήμανε ότι έχει αναπτυχθεί ο όρος «διακυβέρνηση (governance) της δικαιοσύνης», ο οποίος εισάγει νέες μορφές διοίκησης και οργάνωσης, διαφοροποιημένες από την αυστηρή ιεραρχική δομή. Αναφέρθηκε, επίσης, στην Παγκόσμια Χάρτα του Δικαστηρίου και τις γνωμοδοτήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως η Επιτροπή της Βενετίας και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων, οι οποίες εστιάζουν στη λειτουργία των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων.

«Σύμφωνα με τις συστάσεις των οργάνων αυτών, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, προκειμένου να αποτελεί όργανο κατοχύρωσης ανεξαρτησίας, πρέπει τα δικαστικά μέλη του να μην αποτελούν μειονότητα, να εκλέγονται από τους συναδέλφους τους και να υπάρχει πλουραλιστική εκπροσώπηση. Έτσι υποβαθμίζεται ο ισχυρός ρόλος των ανώτατων δικαστικών λειτουργών στο εσωτερικό τους, κυρίως λόγω του ότι οι φορείς αυτοί συγκροτούνται κατά μεγάλο μέρος από δικαστές των μεσαίων και κατώτερων βαθμίδων που εκλέγονται από τους συναδέλφους τους», δήλωσε.

Η Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Δ.Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., και ο Ιωάννης Βαλμαντώνης, Εφέτης, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

«Το ελληνικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποτέλεσε έναν καινοτόμο θεσμό για την εποχή του», ανέφερε ο Εφέτης, επισημαίνοντας ότι θεσπίστηκε το 1909 από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο Δημητρακόπουλο και κατοχυρώθηκε συνταγματικά το 1911, αποτελώντας το πρώτο Συμβούλιο αυτού του είδους στην Ευρώπη. Η τότε Συνταγματική Επιτροπή υποστήριξε ότι το Συμβούλιο πρέπει να απαρτίζεται αποκλειστικά από ανώτατους ισόβιους δικαστές, για να παρέχει τις απαραίτητες εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Επιπλέον, η σύνθεσή του έπρεπε να καθοριστεί συνταγματικά, προκειμένου να αποφευχθεί η αποδυνάμωσή του μέσω νομοθετικών τροποποιήσεων.

Σήμερα, το ελληνικό σύστημα προβλέπει τρία Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια: ένα για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη, ένα για τη διοικητική δικαιοσύνη και ένα για το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα Συμβούλια αυτά είναι αρμόδια για τις υπηρεσιακές μεταβολές, προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών. Το ελληνικό σύστημα βασίζεται στην αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης, καθώς ακόμα και η επιθεώρηση και ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών πραγματοποιούνται από συλλογικά όργανα, που στελεχώνονται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς.

Ωστόσο, ο κ. Βαλμαντώνης σημείωσε ότι σε διεθνές επίπεδο, το ελληνικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο παρουσιάζει αδυναμίες. Το σύστημα της πλήρους αυτοδιοίκησης συχνά θεωρείται ότι καλλιεργεί μια νοοτροπία κλειστής συντεχνίας. Επιπλέον, η μέθοδος της κλήρωσης για την επιλογή των δικαστικών μελών του δεν εξασφαλίζει την επιλογή των πλέον κατάλληλων προσώπων. Παράλληλα, η αντίληψη της «ιεραρχικής παντογνωσίας» –δηλαδή, η πεποίθηση ότι οι ανώτεροι δικαστές είναι αυτομάτως ικανοί να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα του βαθμού τους και να ελέγχουν αποτελεσματικά τους κατώτερους δικαστές– έχει δεχθεί κριτική.

Επιπρόσθετα, το ελληνικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό και προσωπικό, καθώς εξαρτάται από τους οικονομικούς πόρους και το προσωπικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η ισχυρή παρέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει το δικαίωμα να προκαλεί αποφάσεις του Συμβουλίου, να διαφωνεί με αυτές και να παραπέμπει τα ζητήματα στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παράλληλα, μπορεί να ασκεί πειθαρχική δίωξη κατά των δικαστών κάθε βαθμού. Με τις αρμοδιότητες αυτές, ο Υπουργός έχει τη δυνατότητα είτε να καθυστερεί, είτε να επισπεύδει τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών λειτουργών, ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση.

Ενδεικτικά, όπως ανέφερε ο κ. Βαλμαντώνης, το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφαση υπ’ αριθ. 168/1963, έκρινε αντισυνταγματική παρόμοια διάταξη, που παρείχε στον Υπουργό Δικαιοσύνης πρωτοβουλία στις αποφάσεις του Ιταλικού Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, χαρακτηρίζοντάς την ως εργαλείο περιορισμού της δικαστικής ανεξαρτησίας.

«Σύμφωνα με πρόσφατες διεθνείς μελέτες, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι μεγαλύτερη σε χώρες, όπου οι αρμοδιότητες των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων είναι εκτεταμένες και η πλειοψηφία των μελών τους εκλέγεται απευθείας από το δικαστικό σώμα», τόνισε ο κ. Βαλμαντώνης. Επομένως, προτείνεται η κατάργηση του δικαιώματος του Υπουργού Δικαιοσύνης να ασκεί πειθαρχική δίωξη και να παρεμβαίνει στις αποφάσεις του Συμβουλίου. Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητη η χαλάρωση της αυστηρής ιεραρχίας, τόσο με τη σταδιακή απομάκρυνση όρων που δηλώνουν ιεραρχική δομή, όσο και με την εισαγωγή στο Σύνταγμα μιας διάταξης αντίστοιχης με το άρθρο 107, παράγραφος 3, του ιταλικού Συντάγματος, που ορίζει ότι οι δικαστές διακρίνονται μόνο βάσει των καθηκόντων τους.

Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Δ.Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.

«Σήμερα, αναγνωρίζεται η ανάγκη αξιοποίησης της εμπειρίας και τεχνογνωσίας των δικαστών σε διάφορα όργανα, με σεβασμό πάντοτε στο κύρος και το λειτούργημά τους»

Το ζήτημα του ασυμβίβαστου των δικαστών ανέλυσε η Βαρβάρα Μπουκουβάλα, Δ.Ν., Πρόεδρος Πρωτοδικών Διοικητικής Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για έναν θεσμό, που διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Όπως εξήγησε, το ασυμβίβαστο προκύπτει όταν δύο ιδιότητες, θέσεις ή αξιώματα δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Στην περίπτωση αυτή, η ανάληψη μιας ασυμβίβαστης θέσης συνεπάγεται είτε έκπτωση από την προηγούμενη, είτε αυτοδίκαιη απώλεια της ιδιότητας.

Ωστόσο, το άρθρο 89, παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει στους δικαστές να κατέχουν άλλη έμμισθη θέση, ή να ασκούν άλλο επάγγελμα, δεν προβλέπει ρητά κύρωση αυτοδίκαιης έκπτωσης σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης. Επιπλέον, όπως σημείωσε, ούτε ο Κώδικας Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών προβλέπει σχετικές κυρώσεις.

Η κυρία Μπουκουβάλα τόνισε ότι το άρθρο 89, παράγραφος 1, καθιερώνει ένα ιδιότυπο ή υπό ευρεία έννοια ασυμβίβαστο, όπως έχει επισημανθεί στη θεωρία. Αντίστοιχα, οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου αφορούν τα εξωδικαστικά καθήκοντα των δικαστών, τα οποία δεν εμπίπτουν στο γενικό ασυμβίβαστο και, επομένως, παραμένουν αντικείμενο συζήτησης και ρύθμισης.

Η ίδια εξήγησε ότι η ανάθεση εξωδικαστικών καθηκόντων στους δικαστές αποτελεί ζήτημα διαπραγμάτευσης, σε αντίθεση με την απόλυτη απαγόρευση της άσκησης άλλου επαγγέλματος ή δημόσιου λειτουργήματος, πλην της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, η οποία είναι αδιαπραγμάτευτη.

Παράλληλα, η κυρία Μπουκουβάλα διευκρίνισε τη διαφορά μεταξύ εξωδικαστικών καθηκόντων και διοικητικών αρμοδιοτήτων των δικαστηρίων. Το άρθρο 94, παράγραφος 4 του Συντάγματος, προβλέπει ότι στα δικαστήρια μπορούν να ανατίθενται και άλλες αρμοδιότητες, που έχουν διοικητικό χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτές παράγουν δικαστικές πράξεις, που δεν προσβάλλονται δικαστικά, όπως η προληπτική επεξεργασία κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας και οι γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αντίθετα, όταν οι δικαστές ασκούν εξωδικαστικά διοικητικά καθήκοντα, λειτουργούν ως όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, εκδίδοντας διοικητικές πράξεις.

Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 έθεσε επιπλέον περιορισμούς, όπως ανέφερε η κυρία Μπουκουβάλα, με στόχο την προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστών. Συγκεκριμένα, το άρθρο 89, παράγραφος 2, περιόρισε δραστικά τη συμμετοχή των δικαστών σε συμβούλια, επιτρέποντάς τους να συμμετέχουν μόνο σε ελεγκτικά, πειθαρχικά και δικαιοδοτικά όργανα. Αυτό προκάλεσε νομολογιακές συζητήσεις για τον ακριβή προσδιορισμό αυτών των κατηγοριών, ενώ και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει εκδώσει γνωμοδοτήσεις για την ερμηνεία τους.

Περαιτέρω, όπως επισήμανε η κυρία Μπουκουβάλα, το Σύνταγμα ρυθμίζει ότι οι δικαστές μπορούν να αναλαμβάνουν καθήκοντα εκπαίδευσης δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, ενώ η εκπαίδευση των δικαστικών υπαλλήλων, μέσω της Σχολής Δικαστικών Υπαλλήλων, θα έπρεπε, όπως έχει τονιστεί, να προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα.

Σημαντικό είναι, επίσης, ότι το άρθρο 62 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων επιτρέπει στους δικαστές να εκπροσωπούν τη χώρα σε διεθνείς οργανισμούς, ενώ προβλέπει και τη δυνατότητα ίδρυσης και συμμετοχής τους σε συνδικαλιστικές ενώσεις. Από την άλλη, τους απαγορεύεται η ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων, με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση υπηρεσιακών κυβερνήσεων.

Η κυρία Μπουκουβάλα έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη συμμετοχή των δικαστών σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, που αποτελεί ζήτημα θεωρητικής αμφισβήτησης, ειδικά όσον αφορά τον ρόλο τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ανέφερε, επίσης, συγκριτικά παραδείγματα, όπως το γαλλικό σύστημα, στο οποίο οι δικαστές μπορούν να ασκούν εξωδικαστικά καθήκοντα, καθώς και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών, που επιτρέπει την ανάθεση τέτοιων καθηκόντων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζεται η ανεξαρτησία τους.

Καταλήγοντας, η κυρία Μπουκουβάλα υπογράμμισε την ανάγκη να βρεθεί ισορροπία ανάμεσα στην αξιοποίηση της εμπειρίας των δικαστών και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους. Η δημιουργία θεσμικών εγγυήσεων, που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή τους σε διάφορα όργανα, χωρίς να διακυβεύεται το κύρος τους, αποτελεί, όπως είπε, κρίσιμο ζήτημα για το μέλλον της δικαιοσύνης.

Παναγιώτης Πετράκης, Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ

«Η βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τη ριζική μεταρρύθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας»

Ο Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Πετράκης, παρατήρησε αρχικά ότι η αναθεώρηση δεν αφορά μόνο το παρόν, αλλά πρωτίστως το μέλλον της κοινωνίας και τους κανόνες διακυβέρνησης της επόμενης πενταετίας. Συνεπώς, οι θεσμικές ρυθμίσεις που προτείνονται πρέπει να είναι οι βέλτιστες δυνατές, λαμβάνοντας υπόψη τις αναμενόμενες εξελίξεις.

«Η συνταγματική μεταρρύθμιση δεν πρέπει να είναι μια συγκυριακή αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά μια συνειδητή προετοιμασία για τις προκλήσεις που έρχονται», υπογράμμισε. Όπως εξήγησε, το μέλλον είναι αβέβαιο και διαμορφώνεται από αξιακές αξιολογήσεις, οι οποίες επηρεάζουν τα κριτήρια των προτεινόμενων συνταγματικών ρυθμίσεων. Κάθε μεταρρυθμιστική πρόταση ενσωματώνει συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές παραδοχές, γεγονός που καθιστά τη Συνταγματική Αναθεώρηση μια διαδικασία με βαθύτερες προεκτάσεις.

Στιγμιότυπο κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Ο Καθηγητής Πετράκης τόνισε ότι οποιαδήποτε αναθεώρηση του Συντάγματος οφείλει να βασίζεται στις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της διάκρισης των εξουσιών και του ελέγχου της κρατικής λειτουργίας. Παράλληλα, υποστήριξε ότι είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί το κριτήριο της αποτελεσματικότητας, δηλαδή να εξεταστεί η σχέση μεταξύ των διαθέσιμων πόρων και του αναμενόμενου αποτελέσματος. «Η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε ψυχρές οικονομικές αναλύσεις, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την κοινωνική ευημερία», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που έθεσε είναι αν η Συνταγματική Αναθεώρηση πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση των υφιστάμενων παραγωγικών δομών, ή αν απαιτείται μια συνολικότερη αναδιάρθρωση του οικονομικού και διοικητικού συστήματος. Όπως σημείωσε, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις, όπως η μείωση του πληθυσμού, η κλιματική αλλαγή και η μετάβαση σε ένα πιο αδύναμο οικονομικό περιβάλλον, παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα τη θεσμική της εξέλιξη.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο χρόνιο πρόβλημα της πολυνομίας και της κακονομίας, το οποίο, όπως είπε, παράγει κοινωνική αβεβαιότητα, μειώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και δημιουργεί αντιστάσεις σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. «Η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα σύστημα νομοπαραγωγής, που να λειτουργεί αποτελεσματικά, ακόμα και μετά τη θέσπιση του νόμου περί επιτελικού κράτους το 2019», επισήμανε, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η απροθυμία της εκτελεστικής εξουσίας να δεχθεί ελέγχους.

Ο κ. Πετράκης υποστήριξε ότι η ποιότητα της νομοθέτησης είναι κρίσιμη για τη λειτουργία της δικαιοσύνης και την οικονομική ανάπτυξη. Όπως ανέφερε, οι νόμοι πρέπει να έχουν σαφήνεια, να μην είναι υπερβολικά γενικοί, ή υπερβολικά εξειδικευμένοι, και να εντάσσονται σε ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, ώστε να αποφεύγεται η νομοθετική σύγχυση. «Η βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τη ριζική μεταρρύθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι η συμφωνία σε βασικές αρχές νομοπαραγωγής και η αυστηρή τήρησή τους μπορούν να οδηγήσουν σε ένα πιο αποτελεσματικό κράτος.

Ολοκληρώνοντας, ο κ. Πετράκης ανέφερε ότι οι θεσμικοί κανόνες πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς και ότι η εισαγωγή στρατηγικού σχεδιασμού στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας είναι απαραίτητη για την ενίσχυση του κράτους δικαίου. «Χωρίς σαφείς και ποιοτικούς κανόνες, η εφαρμογή του δικαίου καθίσταται προβληματική, με αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή», κατέληξε.

Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.

«Όταν μπήκα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το γενικό διοικητικό δίκαιο κυριαρχούσε. Σήμερα, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Οι δικαστές πρέπει να γνωρίζουν και το ειδικό διοικητικό δίκαιο, το οποίο απαιτεί εξειδίκευση σε τομείς όπως το δίκαιο του ανταγωνισμού και το φορολογικό δίκαιο»

Ο πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δημήτριος Σκαλτσούνης, τοποθετήθηκε σχετικά με τη διάκριση των δικαιοδοσιών στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, επισημαίνοντας τη σημασία της διατήρησής της. Όπως τόνισε, υπάρχουν εξειδικευμένοι δικαστές που εφαρμόζουν ένα ιδιαίτερα εξειδικευμένο δίκαιο, το οποίο έχει μεταβληθεί ριζικά τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Βασιζόμενος στην προσωπική του εμπειρία από το 1983, όταν εισήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μέχρι και το 2022, υπογράμμισε ότι τότε το μεγαλύτερο μέρος του διοικητικού δικαίου αποτελούνταν από γενικούς κανόνες, με ένα μικρό μόνο τμήμα του να είναι ειδικό. Σήμερα, όπως ανέφερε, η κατάσταση έχει αντιστραφεί πλήρως, με το ειδικό διοικητικό δίκαιο να κυριαρχεί και να χαρακτηρίζεται από έντονη πολυπλοκότητα. Ο σύγχρονος διοικητικός δικαστής, όπως επεσήμανε, δεν αρκεί να γνωρίζει το γενικό διοικητικό δίκαιο, αλλά πρέπει να έχει εις βάθος γνώση των εξειδικευμένων τομέων του, όπως το δίκαιο του ανταγωνισμού, το φορολογικό δίκαιο σε συγκεκριμένες πτυχές του, καθώς και το δίκαιο των επενδύσεων.

Ο κ. Σκαλτσούνης επισήμανε επίσης τη διαφορετική οπτική που έχει ο διοικητικός δικαστής, σε σύγκριση με τους δικαστές που ασχολούνται με πολιτικές ή ποινικές υποθέσεις. Ο ρόλος του, όπως είπε, είναι να εξισορροπεί το δικαίωμα του ιδιώτη με το δημόσιο συμφέρον, κάτι που απαιτεί ειδική νομική παιδεία και κατανόηση των πολύπλοκων κανόνων που διέπουν τη διοικητική δικαιοσύνη.

Τέλος, έκανε αναφορά στην παράδοση του ηπειρωτικού δικαίου, επισημαίνοντας ότι η αρχή της χωριστής δικαιοδοσίας ισχύει σε όλες σχεδόν τις χώρες που ακολουθούν αυτό το νομικό σύστημα. Στην Ελλάδα, η διάκριση αυτή θεσμοθετήθηκε ήδη με το Σύνταγμα του 1911 και την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1929. Ο θεσμός αυτός, όπως τόνισε, έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του για περισσότερα από εκατό χρόνια, και συνεπώς, δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να μεταβληθεί.

Ευαγγελία Κουλουμπίνη, Αντιπρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου

«Η μεγάλη πρόκληση για το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι η ισόρροπη άσκηση των ελεγκτικών, γνωμοδοτικών και δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων»

Η Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ευαγγελία Κουλουμπίνη, ανέλυσε τη σημασία του διττού ρόλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπογραμμίζοντας την κρισιμότητα του έργου που επιτελεί. «Είμαστε και Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο και Ανώτατος θεσμός Δημοσιονομικού ελέγχου», δήλωσε, επισημαίνοντας ότι αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 1 του Οργανικού Νόμου, όπου αναφέρεται ότι αποτελεί ταυτόχρονα και έναν αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο.

Η κυρία Κουλουμπίνη τόνισε ότι στο σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών, όπως η Πολιτική και η Διοικητική Δικαιοσύνη, ισχύει η ειδική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις υποθέσεις που δικάζει πρωτογενώς, σύμφωνα με το άρθρο 98 του Συντάγματος. «Αυτό το άρθρο περιγράφει αναλυτικά τις αρμοδιότητες που μας ανατίθενται από το νομοθέτη, εξαιτίας της φύσης μας ως δημοσιονομικού δικαστηρίου», επισήμανε.

Η Ευαγγελία Κουλουμπίνη, Αντιπρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

«Μεταξύ των ελεγκτικών και δικαιοδοτικών μας αρμοδιοτήτων, δεν υπάρχουν στεγανά», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι ο έλεγχος που ασκείται από τα όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου συχνά παράγει γνήσια δικαιοδοτική ύλη. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο άρθρο 2 του Οργανικού Νόμου, όπου αποτυπώνονται οι συντεταγμένες της ειδικής αποστολής του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες περιλαμβάνουν την εγγύηση των αρχών του κράτους δικαίου και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

Από τον Ιούνιο του 2020, το Ελεγκτικό Συνέδριο διαθέτει τη δική του δικονομία, σύμφωνα με τον νόμο 4700 του 2020. «Ο ρόλος μας, ως εγγυητή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του κράτους και ως θεσμικού αντίβαρου στην εκτελεστική εξουσία, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος και αδιαμφισβήτητος», τόνισε.

Ολοκληρώνοντας, η κυρία Κουλουμπίνη επισήμανε ότι η κύρια πρόκληση για το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι η ισόρροπη άσκηση των ελεγκτικών, γνωμοδοτικών και δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων, κάτι που είναι καθοριστικό για την αποτελεσματικότητα του θεσμού και τη διασφάλιση της δημόσιας λογοδοσίας.

Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτης ε.τ.

«Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν έχουμε επιτύχει τον επιθυμητό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά βελτιωνόμαστε συνεχώς»

Η Μαρία Χασιρτζόγλου, πρώην Αρεοπαγίτης, εξέφρασε τη βαθιά της εκτίμηση για το ακροατήριο, τονίζοντας τη μοναδική του σημασία στη διαδικασία της δικαιοσύνης. «Για εμάς τους πολιτικούς και ποινικούς δικαστές, το ακροατήριο είναι το μοναδικό σημείο διάδρασης με τους δικηγόρους και τους πολίτες», δήλωσε, υπογραμμίζοντας την αξία της άμεσης επικοινωνίας στη συλλογή πληροφοριών για τις σύνθετες υποθέσεις που κρίνουν.

Η κυρία Χασιρτζόγλου τόνισε την αναγκαιότητα της δημοσιότητας στις δικαστικές διαδικασίες, επισημαίνοντας πως πρέπει να ληφθούν προληπτικά μέτρα, ώστε να μην δυσχεραίνεται η πρόσβαση των διαδίκων, ειδικά από απομακρυσμένες περιοχές. «Σε περίπτωση μελλοντικών πανδημιών, είναι επιτακτική ανάγκη να λειτουργήσουν τα δικαστήρια χωρίς διακοπές, όπως έπραξαν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες», πρόσθεσε.

Σχολιάζοντας την αιτιολογία των αποφάσεων, επισήμανε την ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας. «Η αιτιολόγηση πρέπει να είναι εμπεριστατωμένη, αλλά και συνοπτική. Δεν μπορεί να παραδίδουμε μαθήματα σε κάθε απόφασή μας, απλώς γιατί η εύκολη λύση είναι το copy-paste», ανέφερε με νόημα.

Η Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτης ε.τ., κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για την συνταγματική αναθεώρηση με θέμα την Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Αναφερόμενη στις αθωωτικές αποφάσεις, μοιράστηκε μια σημαντική εμπειρία από την εποχή της στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. «Είχα προτείνει να μην καθαρογράφονται οι αθωωτικές αποφάσεις, αλλά συνειδητοποίησα πως αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παραγραφή του αδικήματος, καθότι αποστερείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το δικαίωμα της αναίρεσης», σημείωσε, με διάθεση αυτοκριτικής.

Η κυρία Χασιρτζόγλου στάθηκε, επίσης, στη σημασία του κατασταλτικού ελέγχου. «Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν έχουμε επιτύχει τον επιθυμητό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά βελτιωνόμαστε συνεχώς», παρατήρησε.

Κλείνοντας, αναφέρθηκε στην πίεση που αισθάνονται οι δικαστές, κυρίως λόγω της ελλιπούς επιθεώρησης. «Η επιθεώρηση θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη, ώστε να προσφέρει στους δικαστές την απαραίτητη αναγνώριση της αξίας τους», ανέφερε. Σημείωσε, δε, πως η εσωτερική ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος εξαρτάται από την ποιότητα της επιθεώρησης. «Όταν υπάρχει εσωτερική ανεξαρτησία, οι δικαστές αποκτούν την αυτονομία να αντισταθούν σε οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης», κατέληξε.

Μιχάλης Καλογήρου, Δικηγόρος, τ. Υπουργός Δικαιοσύνης

«Η ειλικρίνεια της πρόθεσης, κάθε φορά που τίθεται στο τραπέζι η συνταγματική αναθεώρηση, είναι το πιο σημαντικό στοιχείο»

Ο Μιχάλης Καλογήρου, Δικηγόρος και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, αναφέρθηκε στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, υπογραμμίζοντας ότι οι όροι της αμφισβήτησης του πολιτικού και δικαστικού συστήματος είναι έντονα παρόντες. «Αυτό αποτελεί το γενικό πλαίσιο της συζήτησής μας, με κύριο θέμα την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης», δήλωσε.

Καθώς εξετάζονται διάφορες προτάσεις για τη διαδικασία επιλογής, ο κ. Καλογήρου ανέφερε την πρόταση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία προτείνει η ηγεσία να εκλέγεται από το ίδιο το δικαστικό σώμα. Επιπλέον, πρότεινε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μπορούσε να έχει τον τελικό λόγο, με προτάσεις από πολιτικά κόμματα. Μια τρίτη προσέγγιση περιλαμβάνει τη δημιουργία εκλεκτορικού σώματος, που θα περιλαμβάνει δικαστές, δικηγόρους και ακαδημαϊκούς.

Ο Μιχάλης Καλογήρου, Δικηγόρος, τ. Υπουργός Δικαιοσύνης, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

«Η ειλικρίνεια της πρόθεσης είναι το πιο σημαντικό», τόνισε, υπογραμμίζοντας την ανάγκη οι δικαστές να θέτουν όρια στην εκτελεστική εξουσία για την αποφυγή παρεξηγήσεων. Επισήμανε, επίσης, τη σημασία της λειτουργίας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και την ανάγκη για ένα μικρό διάλειμμα μεταξύ της συνταξιοδότησης ενός δικαστή και της τοποθέτησής του σε ανεξάρτητη αρχή.

Ο ίδιος, κληθείς να απαντήσει στα κριτήρια που έλαβε ο ίδιος υπόψη του κατά την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, εστίασε σε αυτά που θεωρεί καίρια. Έλαβε υπόψη τα βιογραφικά και τις θέσεις των υποψηφίων, την παρουσία και τη συμμετοχή τους στη Διάσκεψη των Προέδρων, καθώς και την προθυμία και τη σκέψη τους για την ηγεσία. Ιδιαίτερη σημασία έδωσε στο στοιχείο του χρόνου, επισημαίνοντας ότι οι δικαστές που ηγούνται ενός δικαστηρίου πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν και να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, που θα αντιμετωπίσουν διαχρονικά ζητήματα, αφήνοντας παρακαταθήκες για το μέλλον. Επιπλέον, αναγνώρισε τη σημασία της αποδοχής των υποψηφίων από τους συναδέλφους τους, της εξωστρέφειάς τους μέσω συμμετοχής σε συνέδρια και της αρθρογραφίας τους, καθώς και της στάσης τους απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα δημόσιας διοίκησης και δικαιοσύνης.

Δημήτριος Φινοκαλιώτης, Δ.Ν., Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

«Ακόμα και αν ένα σύστημα δικαιοσύνης είναι αντικειμενικά ορθό, εάν δεν κατορθώσει να πείσει τους πολίτες ότι λειτουργεί δίκαια, τότε ουσιαστικά αποτυγχάνει στον βασικό του σκοπό: την ειρήνευση στην κοινωνία και την οριστική διευθέτηση των διαφορών»

Εν συνεχεία, ο Δημήτριος Φινοκαλιώτης, Δ.Ν., Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, στάθηκε στη σημασία της εμπιστοσύνης των πολιτών στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Όπως παρατήρησε, οι θεωρητικοί των συστημάτων δικαιοσύνης, όπως ο Ρωλς στη «Θεωρία της Δικαιοσύνης», τονίζουν ότι ένα δίκαιο σύστημα δεν αρκεί να λειτουργεί σωστά· πρέπει, παράλληλα, να εμπνέει πίστη στη λειτουργία του. Υπογράμμισε ότι, ακόμα και αν ένα σύστημα δικαιοσύνης είναι αντικειμενικά ορθό, εάν δεν κατορθώσει να πείσει τους πολίτες ότι λειτουργεί δίκαια, τότε ουσιαστικά αποτυγχάνει στον βασικό του σκοπό: την ειρήνευση στην κοινωνία και την οριστική διευθέτηση των διαφορών. Αντίθετα, οι πολίτες που προσφεύγουν στη δικαιοσύνη και φεύγουν με την αίσθηση ότι η διαδικασία δεν λειτούργησε σωστά, συνεχίζουν να βιώνουν μια αίσθηση εκκρεμότητας και αμφισβήτησης.

Ένα κρίσιμο ζήτημα, που έθεσε ο κ. Φινοκαλιώτης, αφορά το μοντέλο επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Αναφέρθηκε στο εναλλακτικό σύστημα, όπου η επιλογή των ανώτατων δικαστών γίνεται αποκλειστικά από το δικαστικό σώμα, και υπογράμμισε την εγγενή αντίφαση, που αυτό εμπεριέχει σε σχέση με τη γνώμη των πολιτών. Εξήγησε το παράδοξο ότι, ενώ η αμφισβήτηση εστιάζεται στην επιλογή των δικαστών από την εκτελεστική εξουσία -η οποία είναι προϊόν λαϊκής ετυμηγορίας-, κάποιοι προτείνουν ως λύση το να μεταφερθεί η επιλογή σε ένα σύστημα που ελέγχεται αποκλειστικά από δικαστές, τους οποίους οι πολίτες δεν έχουν επιλέξει ποτέ.

Ο Δημήτριος Φινοκαλιώτης, Δ.Ν., Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Ο κ. Φινοκαλιώτης επισήμανε ότι αυτό το ζήτημα συνδέεται με μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης προς το γενικότερο πολιτικό σύστημα, όπως καταγράφεται και σε σχετικές έρευνες, και δεν αφορά μόνο τη δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι η νομοθετική διαδικασία φαίνεται να αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα, καθώς πολλές από τις ρίζες των προβλημάτων στην απονομή της δικαιοσύνης εντοπίζονται εκεί. Οι καθυστερήσεις, τα δικονομικά εμπόδια, και οι ασαφείς, ή κακοδιατυπωμένες νομοθετικές ρυθμίσεις οδηγούν συχνά σε αντιφατικές αποφάσεις, πολύχρονες δικαστικές διαδικασίες, και ανασφάλεια δικαίου.

Τέλος, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης πρότεινε ότι ίσως είναι σκόπιμο να ενισχυθεί ένας πιο προληπτικός έλεγχος στη νομοθετική διαδικασία, μέσω κάποιου θεσμικού οργάνου, που θα αναδεικνύει εγκαίρως τα προβλήματα, προτού αυτά καταλήξουν να επιβαρύνουν τη δικαιοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επιτευχθεί η βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος, διασφαλίζοντας την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτήν.

Ελευθερία Κόλλια, Δημοσιογράφος

«Πρέπει να αυξηθούν οι θεσμικές εγγυήσεις, ώστε να είναι πιο ορατή η ανεξαρτησία των δικαστών»

Ο κύκλος των συζητήσεων ολοκληρώθηκε με την Ελευθερία Κόλλια, Δημοσιογράφο και Διευθύντρια Σύνταξης του “NB Daily”. Στην ομιλία της, εξέφρασε την ανησυχία της για την οργή του μέσου πολίτη, η οποία είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία σήμερα. «Αισθάνομαι ότι εκπροσωπώ τον μέσο πολίτη», ανέφερε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι υπάρχει μια καχυποψία για «παρασκήνιο» στη Δικαιοσύνη. Παράλληλα, τόνισε την ύπαρξη μιας σκιάς εναγκαλισμού κυβερνώντων και δικαστών, η οποία ενισχύει την αμφισβήτηση της δικαιοσύνης και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.

Η κυρία Κόλλια ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να μπουν στη θέση του απλού πολίτη, ο οποίος πολλές φορές δεν έχει την παραμικρή γνώση της νομικής επιστήμης και των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης. «Ο απλός πολίτης δεν γνωρίζει γιατί μπορεί να οδηγηθεί μια ακροαματική διαδικασία σε Βατερλώ», δήλωσε, αναφέροντας ότι η έλλειψη γνώσης για το γράμμα του νόμου και τους περιορισμούς, που αυτό υπαγορεύει, οδηγεί σε σύγχυση και ανασφάλεια. «Δυστυχώς, ο γενικευμένος θυμός, για διάφορους λόγους, βάζει στο ίδιο τσουβάλι πρόσωπα, διαδικασίες και καταστάσεις», πρόσθεσε.

Η Ελευθερία Κόλλια, Δημοσιογράφος, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης της διαΝΕΟσις για τη συνταγματική αναθεώρηση με θέμα τη Δικαιοσύνη, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025.

Περαιτέρω, τόνισε ότι σήμερα ο δικαστής δεν αναμετράται με ένα πολιτικό καθεστώς όπως στο παρελθόν, αλλά με τον ίδιο τον πολίτη. «Ακούω και μια ψύχραιμη φωνή μέσα σε όλο αυτόν τον θόρυβο», δήλωσε. «Εγγυηθείτε μας, εσείς ως δικαστές, ότι δεν θα καταπατηθούν τα δικαιώματά μας έναντι στην όποια αυθαιρεσία του κράτους», είπε, αναφέροντας ότι οι πολίτες περιμένουν από τη δικαιοσύνη να τους προστατεύσει σε δύσκολες καταστάσεις.

Επισήμανε ότι βεβαίως δεν προτείνει οι δικαστές να υποκύπτουν στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, ή να κρίνουν με κριτήρια των social media. Έβαλε πάντως ερωτηματικό στο αν η περιχαράκωση στο νομικό σύμπαν είναι η αποτελεσματικότερη λύση στην εποχή μας.

Προέτρεψε την Πολιτεία να εξετάσει τρόπους μετριασμού της ογκούμενης δυσαρέσκειας και ανέφερε ότι η θωράκιση της διαδικασίας επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης θα μπορούσε να αποτελέσει βασική συνιστώσα προς αυτήν την κατεύθυνση.

Επιχειρώντας σύντομη δικαιοσυγκριτική μελέτη (με αναφορά στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και χώρες της Ασίας), κατέδειξε ότι είναι σύνηθες η εκτελεστική εξουσία να έχει ρόλο στην ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης – ενίοτε, με σφοδρές αντιπαραθέσεις και προβλήματα.

Η σημερινή κυβέρνηση και το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχουν κάνει ένα θαρραλέο βήμα, τόνισε η κ. Κόλλια, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία του δικαστικού σώματος παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής του στην επιλογή της ηγεσίας του. Υπογράμμισε ότι η Ελλάδα, επιτέλους, ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα στο ζήτημα αυτό, επιτρέποντας στην Ολομέλεια των Ανωτάτων Δικαστηρίων και στην Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου τη δυνατότητα διατύπωσης γνώμης για την επιλογή της ηγεσίας του αντίστοιχου Δικαστηρίου.

«Πρέπει ωστόσο να αυξηθούν οι θεσμικές εγγυήσεις, ώστε να είναι πιο ορατή η ανεξαρτησία των δικαστών», κατέληξε, επισημαίνοντας ότι αυτός ο στόχος είναι κρίσιμος για την έξοδο από την τρέχουσα κρίση.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -