Η επετειακή εκδήλωση με θέμα «50 Χρόνια Γ’ Ελληνική Δημοκρατία: Ο θεσμικός απολογισμός της Μεταπολίτευσης με το βλέμμα στο μέλλον», που διοργανώθηκε από το φοιτητικό περιοδικό «Νομικός Παλμός», αποτέλεσε μια πολύτιμη ευκαιρία για προβληματισμό και αναστοχασμό πάνω στην πορεία της Eλληνικής δημοκρατίας από το 1974 μέχρι σήμερα. Στην Αίθουσα Τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, την Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου, εκλεκτοί ομιλητές ανέλυσαν τις επιτυχίες, τις προκλήσεις και τις παθογένειες που σημάδεψαν τη μεταπολιτευτική πορεία της χώρας.
Μέσα από μια σειρά εισηγήσεων, αναδείχθηκαν τα ορόσημα της περιόδου, από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1975, έως τις κρίσιμες πολιτικές και θεσμικές μεταβάσεις, καθώς και οι ανάγκες για περαιτέρω εκσυγχρονισμό του πολιτικού μας συστήματος. Παράλληλα, οι εισηγήσεις προσέφεραν μια διορατική ματιά στο μέλλον, θέτοντας επιτακτικά ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργία του Συντάγματος, την πολιτική σταθερότητα, τη συμμετοχή των πολιτών και τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται.
Ιωάννης Σαρμάς
«Στη σύγχρονη Ελλάδα, πενήντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975, μια εθνική ταυτότητα έχει αναδειχθεί που μας ενώνει όλους σε ένα κείμενο, το Σύνταγμα»
Ο Ιωάννης Σαρμάς, τέως Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναφέρθηκε σε τέσσερις κρίσιμες στιγμές που καθόρισαν την πορεία της Ελλάδας προς τη δημοκρατία, μετά την πτώση της Χούντας. Όπως εξήγησε, η 23η Ιουλίου 1974 υπήρξε το σημείο καμπής για τη χώρα, όταν οι φήμες περί επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αποκατάστασης της Δημοκρατίας άρχισαν να κυκλοφορούν σε όλη την ελληνική κοινωνία. Η δημοκρατία φάνηκε να είναι η μόνη οδός για την έξοδο από την πολιτική κρίση, παρά την παραμονή της χούντας στους μηχανισμούς του κράτους, οι οποίοι δεν μπορούσαν πια να αντισταθούν στη λαϊκή επιθυμία για ελευθερία και αλλαγή.
Η απόφαση του Καραμανλή να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας υπήρξε μια πράξη που, σύμφωνα με τον κ. Σαρμά, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Αυτή η απόφαση σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής, στη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια διαδικασία συμφιλίωσης, χωρίς τους παλαιούς διαχωρισμούς που είχαν δημιουργηθεί από τον Εμφύλιο και τη δικτατορία. Η κοινωνία, σύμφωνα με τον ίδιο, βρέθηκε μπροστά σε μια ευκαιρία για κοινή πορεία, στην οποία δεξιοί και αριστεροί θα μπορούσαν να συνυπάρξουν για το κοινό καλό, αφήνοντας πίσω τις πολιτικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος.
Το 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ επικράτησε στις εκλογές, αυτή η μετάβαση ενισχύθηκε, παρά τις μαρξιστικές αναφορές του κόμματος. Ο κ. Σαρμάς τόνισε πως η πολιτική σταθερότητα, η οποία επικράτησε, επέτρεψε στην Ελλάδα να προχωρήσει με ομαλές εναλλαγές κυβερνήσεων, ακόμη και όταν αυτές διατηρούσαν αντιτιθέμενες πολιτικές.
Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 1986 αποτέλεσε, όπως ανέφερε ο κ. Σαρμάς, μια νέα θεσμική τομή για τη χώρα, η οποία εισήγαγε σημαντικές αλλαγές, όπως η τροποποίηση του άρθρου 48 του Συντάγματος, που καθόριζε τις προϋποθέσεις κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αλλά και η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η αλλαγή αυτή του 1986 εμφάνισε τη σπουδαιότητά της, όταν 25 περίπου χρόνια μετά, υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, με το πολιτικό σύστημα διαλυμένο και τα λεγόμενα τότε αντισυστημικά κόμματα να κυριαρχούν, χρειάστηκε μετά τις εκλογές του 2012 να παρέμβει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. «Αν δεν υπήρχε η αναθεωρημένη ρύθμιση του Συντάγματος που επέβαλε στον Πρόεδρο απολύτως ορισμένη ρυθμιστική του πολιτεύματος συμπεριφορά, είναι άκρως αμφίβολο αν θα άντεχε το Σύνταγμα, το πολίτευμα και ίσως η δημοκρατία», όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε.
Ο τέως Πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στην πολιτική μετάβαση του 2015, όταν για πρώτη φορά μετά το 1974, μια κυβέρνηση με μαρξιστική ιδεολογία ανέλαβε την εξουσία. Ο Αλέξης Τσίπρας, με την ομιλία του, χαρακτήρισε το Σύνταγμα «σαρξ εκ της σαρκός του λαού», αναγνωρίζοντας την πλήρη ενσωμάτωσή του στις συνειδήσεις όλων των Ελλήνων, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Ο κ. Σαρμάς υπογράμμισε ότι αυτό το γεγονός υπήρξε η κορύφωση της διαδικασίας συμφιλίωσης και ολοκλήρωσης της μεταπολίτευσης, καθιστώντας το Σύνταγμα του 1975 το κοινό θεσμικό πλαίσιο που ενώνει όλους τους Έλληνες.
Πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το Σύνταγμα του 1975, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σαρμά, παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας και της εθνικής ταυτότητας. «Έτσι όπως στις μετόπες της ζωφόρου και στα αετώματα του Παρθενώνα περιγράφεται η ιστορία της πόλης των Αθηνών μαζί με τους θεούς της, έτσι και στο ισχύον Σύνταγμα καταγράφεται η ιστορία της Ελλάδας από την Επανάσταση και μετά», όπως καταληκτικά σημείωσε.
Νίκος Παπασπύρου
«Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε λοιπόν το θάρρος και την έμπνευση να δει ότι θα τον διαδεχθεί ο Ανδρέας και προετοίμασε την κατάσταση, κατά τρόπο ώστε η μετάβαση και η εναλλαγή στην εξουσία να γίνει ομαλά»
Ο Νίκος Παπασπύρου, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, αναφέρθηκε εν συνεχεία στις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος του 1975, εστιάζοντας στις πολιτικές επιλογές του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Καθηγητής εξήγησε ότι ο Καραμανλής, έχοντας βιώσει την εξορία του και την πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία, απέκτησε τη συνείδηση πως η χώρα χρειαζόταν καθαρές γραμμές πολιτικής αντιπαράθεσης και έναν σταθερό πολιτικό προσανατολισμό. Έτσι, επιδίωξε να δημιουργήσει ένα σύστημα που να εξασφαλίζει τη λειτουργία του πολιτεύματος, προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα του παρελθόντος.
Η βασική φιλοσοφία του Καραμανλή, σύμφωνα με τον κ. Παπασπύρου, ήταν η δημιουργία ενός δικομματικού πολιτικού συστήματος, που θα επέτρεπε την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία. Μάλιστα, η στρατηγική του Καραμανλή ήταν να προετοιμάσει τη μετάβαση στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι που εξηγεί την αρχική ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Σύνταγμα του 1975. Σύμφωνα με τον κ. Παπασπύρου, αυτό το δικομματικό σύστημα, που εκφράστηκε πλήρως στη δεκαετία του 1980, αποτέλεσε τη βάση για τη σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού της χώρας, δίνοντας τη δυνατότητα στην Ελλάδα να ενσωματώσει πολιτικά και κοινωνικά ευρύτερες ομάδες, συμπεριλαμβανο-μένων των κομμουνιστών που είχαν αποκλειστεί από την πολιτική σκηνή για δεκαετίες.
Ωστόσο, το δικομματικό σύστημα που εισήγαγε ο Καραμανλής, αν και συνέβαλε στην πολιτική σταθερότητα, παρουσίασε και σημαντικά αρνητικά χαρακτηριστικά. Ο κ. Παπασπύρου υποστήριξε ότι η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων και η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του εκάστοτε Πρωθυπουργού και της κυβερνητικής πλειοψηφίας δημιούργησαν κινδύνους για τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Επιπλέον, η ασυνέχεια στις πολιτικές, ιδίως στην οικονομία, αποτέλεσε μια αρνητική συνέπεια αυτού του συστήματος, καθώς η συνεχής αλλαγή προγραμμάτων και στρατηγικών καθυστέρησε την εφαρμογή μακροπρόθεσμων πολιτικών που θα μπορούσαν να θωρακίσουν τη χώρα. Οι ασυνέχειες αυτές έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς κατά τη διάρκεια των κρίσεων του 2010 και του 2015, όταν η Ελλάδα γνώρισε με σφοδρότητα το πρόσωπο της οικονομικής κρίσης.
Συμπερασματικά, ο κ. Παπασπύρου ανέφερε ότι το Σύνταγμα του 1975, παρά τα θετικά του σημεία, άφησε μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα, όπως η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων και η πολιτική ασυνέχεια, τα οποία επηρεάζουν ακόμα και σήμερα τη λειτουργία του Ελληνικού κράτους.
Γιώργος Δελλής
«Τα ζητήματα όπως τα αυθαίρετα, ο χωροταξικός σχεδιασμός και οι οικιστικές πυκνώσεις δεν έχουν επί της ουσίας αντιμετωπιστεί και συνιστούν συνέπειες του πελατειακού συστήματος»
Η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα μπορεί να συνοψιστεί με τη φράση «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», σύμφωνα με την εισαγωγική τοποθέτηση του Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ. Παρά τις δυσκολίες, καταφέραμε να οικοδομήσουμε μια φιλελεύθερη και συμπεριληπτική δημοκρατία, με εκλογές και δημοψηφίσματα να γίνονται επιτυχώς και χωρίς αμφισβητήσεις, αφήνοντας πίσω τους διχασμούς, όπως ανέφερε.
Ωστόσο, όπως διερωτήθηκε: «μήπως πρέπει να αποτινάξουμε το φωτοστέφανο από την Μεταπολίτευση; Μήπως αυτός ο μύθος τελικά γεννά ατέλειες και παθολογίες; Μήπως έχουμε δημιουργήσει ένα ιδανικό «χαλί», κάτω από το οποίο κρύβουμε τις αποτυχίες μας, για να ξεχνάμε όσα δεν καταφέραμε;».
Όπως υποστήριξε ο κ. Δελλής, αν δούμε την πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα κουβαλά τα δύο προπατορικά αμαρτήματα: ήταν μια κοινωνία προνεωτερική, που δεν έζησε ποτέ Διαφωτισμό, και της επιβλήθηκαν δυτικοευρωπαϊκοί θεσμοί, τους οποίους άργησε να αφομοιώσει. Περαιτέρω, όπως με έμφαση υπογράμμισε, η Μεταπολίτευση δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη λογική του πελατειακού κράτους, ενώ το χειρότερο είναι ότι υπάρχει αντιστροφή του ρόλου στις πελατειακές σχέσεις: παρότι παλαιότερα ο πολιτικός ήταν ο πάτρωνας, σήμερα είναι ο πελάτης που έχει τον έλεγχο. Υπό τις νέες συνθήκες, τα κόμματα αναγκάστηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και την προάσπιση οποιωνδήποτε αιτημάτων, δημιουργώντας έναν ανταγωνισμό παροχολογίας σε βάρος του σκληρού πυρήνα του κράτους. Προς την ίδια κατεύθυνση σημείωσε ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως έχει διαμορφωθεί, έχει γίνει το κύριο εμπόδιο στην εθνική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Και, πέρα από αυτό, έχει διαδραματίσει μείζονα ρόλο στην εκποίηση της χώρας, με αντάλλαγμα τη διατήρηση του συστήματος. «Η επιτάχυνση του πελατειακού κράτους είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής εναλλαγής. Ο ανταγωνισμός των κομμάτων οδήγησε σε περισσότερους διορισμούς και παροχές, και οι διορισμοί έγιναν όπλο στον πολιτικό ανταγωνισμό», όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε.
Απόρροια της πελατειακής προσέγγισης, σύμφωνα με τον κ. Δελλή, είναι η δυσανεξία στις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες ακόμη και πανίσχυρες κυβερνήσεις δεν υλοποιούν, υπό την απειλή του πολιτικού κόστους, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται ένα κλίμα θεσμικής δυσπιστίας από την κοινωνία των πολιτών.
«Κάποιες φορές, η εμμονή μας να μιλάμε για τη Μεταπολίτευση είναι και ένας τρόπος να μην αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του παρόντος και του μέλλοντος», όπως τέλος ανέφερε.
Θεόδωρος Φορτσάκης
«Η θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας μας είναι απαραίτητη και επείγουσα»
Στην πορεία πενήντα χρόνων δημοκρατικής λειτουργίας στην Ελλάδα, ο Θεόδωρος Φορτσάκης, πρώην Πρύτανης του ΕΚΠΑ και Ομότιμος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, έθεσε ένα κρίσιμο ερώτημα: «Λειτουργεί η δημοκρατία όχι μόνο θεσμικά, αλλά και ουσιαστικά;». Παρά την τυπική συμμόρφωση με τους δημοκρατικούς κανόνες, όπως οι εκλογές και η λειτουργία της Βουλής, η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που υπονομεύουν τη δημοκρατική της ποιότητα, όπως εξήγησε.
Σύμφωνα με τον κ. Φορτσάκη, μια από τις ανησυχητικές ενδείξεις είναι η αυξανόμενη αποχή από τις εκλογές. Αυτή η αποχή, ιδιαίτερα από τους νέους, δεν αντικατοπτρίζει αδιαφορία, αλλά αποδοκιμασία του συστήματος και αίσθηση ότι η συμμετοχή δεν έχει αξία. Επιπλέον, οι δημοσκοπήσεις συχνά καταγράφουν ως «καταλληλότερο για Πρωθυπουργό» τον «κανένα», υποδεικνύοντας την αποξένωση του εκλογικού σώματος από την πολιτική ελίτ. Ο κ. Φορτσάκης τόνισε, επίσης, την επικρατούσα αντίληψη ότι η πολιτική λειτουργεί υπό τη σκιά της διαφθοράς, με την υποψία ότι οικονομικά συμφέροντα επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Αν και η διαφθορά δεν αποδεικνύεται πάντα, η εικόνα της πλήττει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα.
Εν συνεχεία, ο ίδιος τόνισε το πρόβλημα της υπερσυγκέντρωσης εξουσίας στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Παράλληλα, έκανε λόγο για τον περιορισμένο ρόλο της Βουλής, όπου οι βουλευτές δεν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά τις πολιτικές αποφάσεις.
Περαιτέρω, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τον κ. Φορτσάκη, έχει υποβαθμιστεί σε σημείο που η θέση του να θεωρείται αδύναμη, χωρίς ουσιαστική συμβολή στη λήψη αποφάσεων. Η λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών, επίσης, είναι προβληματική, καθώς δεν διασφαλίζεται πλήρως η συνταγματικά προβλεπόμενη ανεξαρτησία τους.
Τέλος, υπογράμμισε την επείγουσα ανάγκη για ριζικές αλλαγές που θα ενισχύσουν τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας. Ανάμεσα στις προτάσεις του, προέκρινε την αναβάθμιση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, με πιθανή εκλογή του από τον λαό, ώστε να αποτελεί ένα αναγκαίο θεσμικό αντίβαρο. Επίσης, έκρινε επιτακτική τη σύνδεση της Βουλής με ένα πιο ουσιαστικό νομοθετικό έργο, που θα δίνει στους βουλευτές τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της πολιτικής.
Παράλληλα, πρότεινε τη διάκριση της ιδιότητας του βουλευτή από εκείνη του υπουργού, ώστε να ενισχυθεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως επίσης και τον καθορισμό ορίων θητειών για τους βουλευτές, με στόχο την αποτροπή του πολιτικού επαγγελματισμού και της επικράτησης των πολιτικών οικογενειών. «Η θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας μας είναι απαραίτητη και επείγουσα», όπως κατέληξε.