Η ελευθερία του Τύπου και η προστασία των δημοσιογράφων αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία μιας υγιούς δημοκρατίας. Ωστόσο, η αύξηση των στρατηγικών αγωγών κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP), που στοχεύουν στη φίμωση της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης, θέτει υπό σοβαρή δοκιμασία την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης.
Με στόχο να φωτιστούν πτυχές του σημαντικού αυτού ζητήματος, το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή & Δημήτρη Τσάτσου και το Παρατηρητήριο Συνταγματικών & Θεσμικών Εξελίξεων Syntagma Watch διοργάνωσαν την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024, στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, εκδήλωση με τίτλο «Οι καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων (SLAPP). Πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές». Στην εκδήλωση συμμετείχαν διακεκριμένοι νομικοί και εκπρόσωπος της δημοσιογραφικής κοινότητας. Μεταξύ αυτών, ο Αλέξανδρος Δημάκης, Επίκουρος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, ο Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Αστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, η Μάχη Νικολάρα, Ειδική Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, και ο Γιάννης Τασόπουλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ. Τη συζήτηση συντόνισε η Αλκμήνη Φωτιάδου, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου και Δικηγόρος.
Αλέξανδρος Δημάκης
«Οι νομοθετικές παρεμβάσεις στα εγκλήματα κατά της τιμής συνιστούν παρεμβάσεις στον σκληρό πυρήνα του Ποινικού Κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν νοείται να λαμβάνουν χώρα ελαφρά την καρδία, χωρίς στάθμιση των παραμέτρων και χωρίς διαβούλευση»
Ο Αλέξανδρος Δημάκης, Επίκουρος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, σημείωσε στην αρχή της εισήγησής του ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό και τα εγκλήματα κατά της τιμής. Όπως μάλιστα υποστήριξε, ο νόμος 5090 του 2024 περιλαμβάνει πλέον αρκετές προβληματικές διατάξεις, τις οποίες η επιστημονική κοινότητα είχε ήδη επισημάνει από την πρώτη στιγμή της δημοσιοποίησής του.
Μεταξύ των τροποποιήσεων που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, εντοπίζεται η κατάργηση του άρθρου 362 ΠΚ, που αφορά την απλή δυσφήμηση. Η αιτία αυτής της αλλαγής έγινε γνωστή, όπως σημείωσε ο Kαθηγητής, με τη δημοσίευση της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στις 24 Ιουλίου 2024. Στην έκθεση αυτή, η αποποινικοποίηση της απλής δυσφήμησης θεωρήθηκε ως σημαντική νομοθετική πρόοδος, με στόχο την ενίσχυση της ελευθερίας της έκφρασης και την προστασία των δημοσιογράφων από καταχρηστικές αγωγές.
Η λογική πίσω από τη συγκεκριμένη αλλαγή, σύμφωνα με τον κ. Δημάκη, ήταν ότι οι αστικές αγωγές για προσβολή προσωπικότητας βασίζονται στο άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα, το οποίο συνδέεται με το άρθρο 362 ΠΚ για την απλή δυσφήμηση. Η κατάργηση του τελευταίου, υποστηρίχθηκε, ότι θα μείωνε τις καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η επικέντρωση στο άρθρο 362 ΠΚ ήταν λανθασμένη. Η κατάργησή του, όπως ανέφερε, δεν έλυσε το πρόβλημα, αντιθέτως το επιδείνωσε.
Ο κ. Δημάκης υποστήριξε επίσης ότι το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο άρθρο 367 ΠΚ, το οποίο αφορά τη διαφύλαξη του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Όπως μάλιστα υπογράμμισε, εάν το εν λόγω άρθρο είχε βελτιωθεί, θα μπορούσε να είχε γίνει ένα σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των καταχρηστικών αγωγών.
Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία, οι δημοσιογράφοι δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το «αναγκαίο μέτρο», όταν δημοσιοποιούν πληροφορίες για δημόσια ή πολιτικά πρόσωπα, περιορίζοντας έτσι την ελευθερία της έκφρασης. Αντίθετα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δίνει προτεραιότητα στην ελευθερία της έκφρασης και στην προστασία του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, ιδίως όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα.
Καταλήγοντας, ο κ. Δημάκης παρατήρησε ότι η αντιμετώπιση των καταχρηστικών αγωγών τώρα εξαρτάται από την επίκληση του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι εφαρμοστές του δικαίου καλούνται να σταθμίσουν προσεκτικά την προστασία δύο συνταγματικών αγαθών: την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, και την προστασία της τιμής, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Η πλούσια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει καθοδήγηση, ωστόσο, ο καθηγητής τόνισε ότι μια σοβαρή νομοθετική προσπάθεια βελτίωσης του άρθρου 367 ΠΚ, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα είχε διευκολύνει την ασφάλεια του δικαίου και την προστασία των δημοσιογράφων από καταχρηστικές αγωγές.
Αντώνης Καραμπατζός
«Η ελευθεροτυπία αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας και κυρίως βασικό θεσμικό αντίβαρο έναντι των αυθαιρεσιών μιας κυβερνητικής εξουσίας»
Ο Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, αναφέρθηκε εν συνεχεία σε δύο καίρια ζητήματα: τις καταχρηστικές αγωγές κατά του Τύπου και την έννοια του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, όπως αυτή προέβλεπε το άρθρο 367 ΠΚ, και τη μετέπειτα πρόκληση που δημιουργεί η κατάργησή του στο αστικό δίκαιο.
Ο κ. Καραμπατζός ξεκίνησε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφερόμενος σε μια αγωγή δυσφήμισης, που υπέβαλε ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εναντίον ενός δημοσιογράφου, ο οποίος είχε γράψει ότι η καθαρή περιουσία του ήταν μικρότερη από αυτή που ισχυριζόταν ο ίδιος δημοσίως. Η αγωγή, ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καταγράφηκε ως η μεγαλύτερη αγωγή SLAPP στην ιστορία και απορρίφθηκε από το Εφετείο το 2011. Παρά την απόρριψη, ο στόχος της αγωγής είχε επιτευχθεί, καθώς είχε προκαλέσει ηθική και οικονομική εξουθένωση στον δημοσιογράφο.
Οι καταχρηστικές αγωγές SLAPP αποσκοπούν, όπως υποστήριξε, στον εκφοβισμό και την εξάντληση των αντιπάλων, μέσω υπέρογκων νομικών εξόδων, και στην αποθάρρυνση της δημοσιογραφικής έρευνας και κριτικής. Ο κ. Καραμπατζός ανέφερε ότι πολλές χώρες έχουν θεσπίσει anti-SLAPP νομοθεσίες, οι οποίες επιτρέπουν την απόρριψη αβάσιμων αγωγών σε πρώιμο στάδιο και μεταφέρουν το βάρος της απόδειξης στον ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι η αγωγή έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Οδηγία 1069/2024, η οποία θα τεθεί σε ισχύ το 2026, εισάγει βασικές εγγυήσεις, όπως την παροχή εγγυοδοσίας υπέρ του εναγομένου και την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων εις βάρος του ενάγοντος, ωστόσο περιορίζεται σε υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις.
Όπως ανέφερε ο Καθηγητής, η κατάργηση του άρθρου 367 ΠΚ δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στην επίκλησή του ως ειδικού λόγου άρσης του αδίκου, τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό δίκαιο. Παρά την κατάργηση, όμως, είναι φανερό ότι η διάταξη αυτή αντικατόπτριζε θεμελιώδεις αρχές για τη σύγκρουση του δικαιώματος στην προστασία της προσωπικότητας με άλλα έννομα αγαθά. Σύμφωνα με τον ίδιο, το άρθρο περιλάμβανε ενδεικτικές περιπτώσεις άρσης του αδίκου, που υπάγονται σε τέσσερις υπερνομοθετικές κατηγορίες προστασίας: την ελευθερία της κριτικής στην τέχνη και την επιστημονική κριτική, την άσκηση δικαιώματος, την εκπλήρωση καθήκοντος και την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του Τύπου για την ενημέρωση των πολιτών σε σημαντικά ζητήματα δημοσίου συμφέροντος. Κατά τον κ. Καραμπατζό, η κατάργηση του άρθρου 367 δεν σημαίνει την κατάργηση αυτών των προστατευόμενων συμφερόντων. Αντίθετα, η επίλυση τέτοιων συγκρούσεων πρέπει να γίνεται μέσω της στάθμισης των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, με βάση υπερνομοθετικές διατάξεις όπως το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Ο κ. Καραμπατζός κατέληξε με δύο βασικές σκέψεις: Η ελευθεροτυπία είναι βασικό συστατικό μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας και αποτελεί θεσμικό αντίβαρο απέναντι στις αυθαιρεσίες της εξουσίας. Είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλίζουμε το δικαίωμα του Τύπου να ενημερώνει, προστατεύοντας παράλληλα την ισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα που εμπλέκονται σε κάθε υπόθεση
Μάχη Νικολάρα
«Κάθε ώρα που ξοδεύεται για να αντικρουστεί μια καταχρηστική αγωγή κατά δημοσιογράφου και μέσου ενημέρωσης, κοιμάται πιο ήσυχος κάποιος που έχει λόγους να κρύψει την αλήθεια»
Το φαινόμενο των καταχρηστικών αγωγών κατά του Τύπου συνεχίζει να επηρεάζει έντονα τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε η Μάχη Νικολάρα, Ειδική Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, το φαινόμενο που αρχικά παρατηρούνταν κυρίως στο εξωτερικό, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του και στην ελληνική πραγματικότητα, απειλώντας την ουσία του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
Η κυρία Νικολάρα τόνισε την ανησυχητική αύξηση των SLAPPs στη χώρα μας, επισημαίνοντας πως πολλές φορές οι δημοσιογράφοι βρίσκονται αναγκασμένοι να ξοδεύουν πολύτιμο χρόνο, χρήμα και ενέργεια για να υπερασπιστούν τη δουλειά τους, την ώρα που έπρεπε να εστιάζουν στην άσκηση του επαγγέλματός τους με υπευθυνότητα και αφοσίωση. «Οι αγωγές αυτές δεν είναι μόνο οικονομικό ή ψυχολογικό βάρος, αλλά αποτελούν μία συνολική απειλή για τη δημοκρατία», υπογράμμισε, εξηγώντας πως όταν οι δημοσιογράφοι εκφοβίζονται ή παρεμποδίζονται, περιορίζεται η ικανότητά τους να ασκήσουν κριτική, να φέρουν στο φως θέματα δημοσίου συμφέροντος και να ελέγχουν την εξουσία.
Η προστασία του Τύπου από τέτοιες καταχρηστικές αγωγές, τόνισε η κυρία Νικολάρα, δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους, αλλά είναι θέμα δημοκρατίας, καθώς η ελευθεροτυπία αποτελεί θεμέλιο λίθο μιας υγιούς κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό, η ΕΣΗΕΑ έχει καταθέσει πρόταση για ολοκληρωμένη νομοθετική ρύθμιση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο Υπουργείο Τύπου. Η πρόταση που κατατέθηκε από την ΕΣΗΕΑ για την αντιμετώπιση των στρατηγικών αγωγών, περιλαμβάνει πέντε βασικούς άξονες. Πρώτον, προτείνεται ένας ευρύς ορισμός του SLAPP, με στόχο να αποσαφηνιστεί το τι συνιστά τέτοιες αγωγές και να αποφευχθούν παρανοήσεις ή παραλείψεις στη νομοθεσία. Δεύτερον, είναι απαραίτητος ο σαφής ορισμός των θεμάτων δημοσίου συμφέροντος, ώστε να διασφαλίζεται η σωστή ερμηνεία της νομοθεσίας και να αποφεύγονται ασαφή όρια στην εφαρμογή της. Τρίτον, προτείνεται η πρώιμη απόρριψη της αγωγής, με τη δυνατότητα αναστολής της εκδίκασης, αν αποδειχθεί ότι η αγωγή έχει στρατηγικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Επιπλέον, προβλέπεται η αποζημίωση για τους δημοσιογράφους, σε περίπτωση που μια αγωγή χαρακτηριστεί ως SLAPP, για να αποζημιωθούν οι δημοσιογράφοι ή τα μέσα ενημέρωσης που στοχοποιούνται. Τέλος, προτείνεται η αρμοδιότητα των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του εναγόμενου, ώστε τα δικαστήρια αυτών των περιοχών να έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα σε τέτοιες υποθέσεις.
Η κυρία Νικολάρα κατέληξε με μια δυναμική έκκληση για συνεργασία μεταξύ της νομικής και δημοσιογραφικής κοινότητας, επισημαίνοντας ότι μόνο μέσω κοινής προσπάθειας μπορεί να διασφαλιστεί η ελευθερία του Τύπου, που αποτελεί τον πυλώνα για την ενημέρωση της κοινωνίας και την ενίσχυση της δημοκρατίας. «Η ελευθεροτυπία δεν είναι μόνο δικαίωμα των δημοσιογράφων, είναι το θεμέλιο της ενημερωμένης κοινωνίας και βασικός πυλώνας της δημοκρατίας», υπογράμμισε, τονίζοντας την ανάγκη προστασίας των δημοσιογράφων και του ελεύθερου Τύπου από τέτοιες αδικαιολόγητες νομικές επιθέσεις.
Γιάννης Τασόπουλος
«Αντί να προστατεύεται η πλήρης ελευθερία του λόγου, βλέπουμε τη νομολογία να μετατρέπεται σε μηχανισμό αστυνόμευσης της «ευπρέπειας» της δημόσιας συζήτησης. Και αυτός ο έλεγχος της δημόσιας συζήτησης είναι κάτι που παραδοσιακά χρησιμεύει ως μηχανισμός ελέγχου και περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα»
Στην Ελλάδα, το Συνταγματικό δίκαιο, ειδικά στο πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης, παραμένει συχνά παραμελημένο, με το θέμα να αποτελεί, για πολλούς, τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Όπως τόνισε ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο ΕΚΠΑ, Γιάννης Τασόπουλος, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς η καθυστέρηση στην εξέλιξη της νομολογίας στην Ελλάδα είναι εμφανής ήδη από το 1837, όταν ο νόμος περί εξύβρισης και τύπου θεωρήθηκε συμβατός με το Σύνταγμα του 1864. Η νομολογία καθυστέρησε να εξελιχθεί σύμφωνα με τα δεδομένα του 20ου αιώνα, και αυτή η καθυστέρηση διήρκεσε για σχεδόν έναν αιώνα.
Ο Καθηγητής έφερε επίσης στο προσκήνιο την ιστορική απόφαση του Αμερικανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση New York Times Co. v. Sullivan του 1964, η οποία εισήγαγε την έννοια των «δημοσίων προσώπων» και υπογράμμισε τη διαφοροποίηση της νομικής αντιμετώπισης αυτών των προσώπων, σε σχέση με τους ιδιώτες, όταν πρόκειται για προσβολές της τιμής τους.
Η κατάργηση του άρθρου 367 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με τον κ. Τασόπουλο, θέτει επιπλέον ένα σοβαρό δίλημμα για τη χώρα μας, καθώς αφορά την επίλυση του ζητήματος της ελευθερίας της έκφρασης ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση με την κρατική εξουσία και όχι με τους ιδιώτες. Στην Ελλάδα, φαίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις να επικρατεί η αντίληψη ότι ο νόμος υπερτερεί του Συντάγματος, κάτι ασφαλώς αδιανόητο.
Ακολούθως, αναφερόμενος στη θεμελίωση του δικαιώματος στην κριτική, υπογράμμισε ότι το ένστικτο, η διαίσθηση και η πεποίθηση που έχουμε όλοι ότι η κριτική που ασκούμε είναι δικαίωμά μας και είναι προστατευμένη, προκύπτει από τον συνδυασμό πλειάδας διατάξεων του Συντάγματος. Αυτές οι διατάξεις περιλαμβάνουν την ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα για πληροφόρηση, την προστασία της λαϊκής κυριαρχίας και τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, καθώς και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, θεσπίζεται η τριτενέργεια των δικαιωμάτων.
Ωστόσο, όπως παρατήρησε, στην Ελλάδα υπάρχει ελλιπής προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, καθότι η νομολογία διερωτάται συχνά αν οι εκφράσεις μπορούν να ειπωθούν με πιο ήπιο τρόπο, παραγνωρίζοντας την ουσία της ελευθερίας του λόγου, η οποία αφορά τις προσωπικές αξιολογήσεις και τις κρίσεις.
Παράλληλα, όπως παρατήρησε ο κ. Τασόπουλος, με την κατάργηση της περιύβρισης, το κενό που δημιουργήθηκε, αναπληρώθηκε με την εισαγωγή των αστικών αγωγών αποζημίωσης, κάτι που αναδεικνύει το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της κρατικής εξουσίας. Όταν το κράτος αποφεύγει να αναλάβει την ευθύνη να προστατεύσει την ελευθερία της έκφρασης και να διασφαλίσει ότι οι δημοσιογράφοι μπορούν να εκτελούν απερίσπαστοι το έργο τους, χωρίς να κινδυνεύουν από επιθέσεις ιδιωτών, δημιουργείται ένα κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η κατάσταση δεν αντανακλά τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη λειτουργία του Τύπου και τη δημοκρατία.
Τέλος, τόνισε την επιτακτική ανάγκη για την καθιέρωση ενός σαφούς και ισχυρού νομικού πλαισίου που θα προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης και θα διασφαλίζει ότι οι δημοσιογράφοι δεν θα υπόκεινται σε καταχρηστικές αγωγές, οι οποίες πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως στρατηγικές για τον εκφοβισμό τους.