Το NB Daily δημοσιεύει, με αφορμή τη μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου, διήγημα – βασισμένο σε αληθινή ιστορία – του Δήμου Χρυσού, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά
Όταν ήμουν μικρός, θαύμαζα πολύ τον πατέρα μου. Τον έβλεπα το πρωί να φοράει το ένα από τα δύο κοστούμια του και να φεύγει για το δικαστήριο. Το απόγευμα επέστρεφε, έτρωγε μαζί με τη μητέρα μου και μετά, μέχρι αργά το βράδυ, μελετούσε ατελείωτες ώρες στο γραφείο του, σκυμμένος μέσα σε βουνά από έγγραφα, διαβάζοντας, γράφοντας, σημειώνοντας.
Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκανε αλλά μου φαινόταν πολύ σπουδαίο. Μου είχε πει ότι κάποιες από τις αποφάσεις που γράφει καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων και, επίσης, έβλεπα όλους να τον σέβονται και να του μιλάνε με δέος. Οι γείτονες, οι ένοικοι της πολυκατοικίας, οι συγγενείς της μαμάς μου, ο ψαράς, ο μανάβης, όλοι… Εκτός από εκείνους που δεν ήξεραν τι δουλειά κάνει.
Ξυπνούσα καμιά φορά στη μέση της νύχτας και από τη χαραμάδα της πόρτας του γραφείου του έβλεπα το φως ακόμα αναμμένο. Τον φανταζόμουν σαν άγγελο κυρίου, να διαβάζει τις πράξεις των ανθρώπων και να αποφασίζει αν είναι καλοί ή κακοί, αν θα πάνε στον παράδεισο ή στην κόλαση…
Ο πατέρας μου απεβίωσε πριν πολλά χρόνια, σε μεγάλη ηλικία. Μου έμαθε πολλά, χωρίς να μου μιλάει πολύ. Εκείνο, όμως, που θα μου μείνει αξέχαστο είναι ένα γεγονός που συνέβη λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1985, ένα γεγονός που χαράχτηκε στην ψυχή μου και με καθόρισε… περίπου όπως και οι αποφάσεις του πατέρα μου καθόριζαν τις ζωές άλλων ανθρώπων.
Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Τα σπίτια είχαν στολιστεί και μοσχομύριζαν μελομακάρονα. Είχαμε ένα δέντρο πανέμορφο, γεμάτο με κάθε λογής στολίδια και πολύχρωμα λαμπάκια. Καθόμουν κάτω, στο χαλί, και έπαιζα με ένα ηλεκτρικό τρενάκι που μου είχαν πάρει οι γονείς μου λόγω των καλών βαθμών που είχα φέρει.
Ο πατέρας μου καθόταν στην πολυθρόνα του και διάβαζε ήρεμα, ώσπου ξαφνικά πέταξε την εφημερίδα στην άκρη, με κοίταξε με ένα αινιγματικό βλέμμα και μου είπε «Έλα, έχουμε να κάνουμε κάτι!»
Τον ακολούθησα στην κουζίνα. Εκείνος ψαχούλεψε λίγο στο πρώτο συρτάρι και, όταν γύρισε, κρατούσε έναν φάκελο. «Λοιπόν, πάμε;», με ρώτησε.
«Πού;», τον ρώτησα με ελαφρώς γουρλωμένα μάτια.
«Θα δεις! Μια μικρή περιπέτεια!»
Η μητέρα μου εμφανίστηκε στον διάδρομο. «Να ντυθείτε καλά! Έχει αγιάζι έξω!». Μάλλον, ήξερε που πάμε. Θα της το είχε πει.
Ο πατέρας μου έβαλε τον μυστηριώδη φάκελο στην εσωτερική τσέπη του παλτού του και ξεκινήσαμε.
Το αμάξι ήταν παγωμένο και χρειάστηκε αρκετή ώρα, για να το ζεστάνει το καλοριφέρ. Η διαδρομή κράτησε περίπου ένα μισάωρο. Μου έκανε εντύπωση ότι από κάποιο σημείο και μετά το σκηνικό άλλαξε. Οι δρόμοι έγιναν στενοί και ακατάστατοι και τα σπίτια ήταν χαμηλά και φαίνονταν παλιά και πρόχειρα.
Ο πατέρας μου, καθώς οδηγούσε, αναζητούσε την διεύθυνση, στην οποία κατευθυνόμασταν, στενεύοντας τα μάτια του, για να δει στο σκοτάδι. Σύντομα, φτάσαμε σε μια γειτονιά που φαινόταν παράξενη. Σου δημιουργούσε την αίσθηση ότι τα σπίτια αυτά δεν μπορεί να κατοικούνταν. Ο πατέρας μου κράτησε τον φάκελο στα χέρια του και για μια στιγμή έμεινε σκεπτικός. Παρατήρησα τον φάκελο. Φαινόταν φουσκωμένος κάτω από το φως του φεγγαριού.
«Βρε, μπαμπά, τι έχει μέσα αυτός ο φάκελος;», δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την ερώτηση. Ο πατέρας μου το σκέφτηκε για λίγο και, έπειτα, τον άνοιξε και μου έδειξε το περιεχόμενο, γέρνοντάς τον προς το μέρος μου. Κοίταξα το περιεχόμενο έκπληκτος. Μέσα στον φάκελο βρισκόταν στριμωγμένο ένα πακέτο χαρτονομίσματα.
«Θέλω να κάνεις κάτι!», μου είπε με συνωμοτικό ύφος. «Θέλω να πας προσεκτικά σε εκείνη την πόρτα, προσέχοντας να μη σε δει κανένας. Αν σε δει κάποιος, γύρνα αμέσως στο αυτοκίνητο.»
«ΟΚ! Και μετά;»
«Λοιπόν! Μόλις φτάσεις στην πόρτα, ρίξε απαλά τον φάκελο από κάτω και έλα γρήγορα στο αμάξι! Μην κάνεις θόρυβο!»
Έμεινα άναυδος. Ο πατέρας μου, ο σοβαρός δικαστής, ο σοβαρότερος άνθρωπος που είχα γνωρίσει ποτέ μου, μου ζητούσε να κάνω κάτι τόσο ανεξήγητο!»
Σαν υπνωτισμένος πήρα τον φάκελο στα χέρια μου. Μέσα σε μια στιγμή, ο χρόνος πάγωσε και φαντάστηκα ότι είμαι ένας κατάσκοπος σε μυστική αποστολή. Και μάλιστα, ένας κατάσκοπος που φέρνει σε πέρας μυστικές αποστολές μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος είναι ο αρχηγός της μυστικής οργάνωσης!
Βγήκα από το αμάξι, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν έπρεπε να τα θαλασσώσω. Ήταν η σημαντικότερη και δυσκολότερη αποστολή της ζωής μου. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό.
Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βήμα και δύο άνθρωποι εμφανίστηκαν στο τέρμα του δρόμου να περπατάνε προς το μέρος μας από την απέναντι πλευρά του πεζοδρομίου. Στάθηκα εκεί που βρισκόμουν. Έσκυψα ελαφρά προς το παράθυρο του συνοδηγού και έκανα ότι κάτι έλεγα στον πατέρα μου. Εκείνος κατάλαβε το κόλπο και έκανε κι αυτός ότι δήθεν κάτι μου απαντάει. Σε μισό λεπτό οι δύο άνθρωποι, μια μητέρα και ένα μικρό παιδί που κρατούσε από το χέρι, είχαν περάσει και ο δρόμος ήταν πάλι έρημος.
Ευκαιρία! Προχώρησα με αποφασιστικά βήματα μέχρι την πόρτα. Ήταν μια τζαμόπορτα και μέσα από το τζάμι αχνόφεγγε κάποιο φως. Χωρίς να το σκεφτώ, έριξα τον φάκελο από κάτω, με την καρδιά μου σφιγμένη. Άρχισα αμέσως να βηματίζω προς το αυτοκίνητο, προσπαθώντας να μην πανικοβληθώ. Αλλά όταν έφτασα κοντά, άνοιξα γρήγορα την πόρτα και πήδηξα μέσα βιαστικά. «Πάμε!», είπα έντονα αλλά ψιθυριστά στον πατέρα μου.
Όταν είχαμε απομακρυνθεί αρκετά, γύρισα πίσω με αγωνία, αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω τίποτα. Σε λίγα λεπτά η έξαψη είχε περάσει και με κυρίεψε η περιέργεια.
«Για να κάνουν Χριστούγεννα. Στο σπίτι αυτό μένει μια οικογένεια πολύ φτωχή και ήθελα απλώς να τους βοηθήσουμε λιγάκι.»
«Μπαμπά, γιατί ήθελες να τους δώσεις αυτά τα λεφτά;»
«Για να κάνουν Χριστούγεννα. Στο σπίτι αυτό μένει μια οικογένεια πολύ φτωχή και ήθελα απλώς να τους βοηθήσουμε λιγάκι.»
«Πόσα ήταν τα χρήματα;»
«700.000 δραχμές. Δεν θα μας λείψουν εμάς. Για αυτούς τους ανθρώπους θα είναι πολύ σημαντικά.»
Μια περηφάνια με πλημμύρισε. Έτσι είμαστε εμείς! Εγώ και οι γονείς μου. Δεν δίνουμε δεκάρα για τα λεφτά!
«Αποστολή εξετελέσθη!», είπα με ύφος!
«Ήσουνα εξαιρετικός! Θα σε έχω υπόψη μου και για επόμενες αποστολές!». Γελάσαμε και οι δύο. Στην υπόλοιπη διαδρομή συζητήσαμε τα αγαπημένα μου τότε θέματα: τις διεθνείς εξελίξεις. Πόσο πολύ μου άρεσε να συζητάω με τον πατέρα μου για το τί συμβαίνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Διάβαζε τόσο πολύ εφημερίδα που ήξερε τα πάντα!
Η μητέρα μου μας περίμενε όρθια στον διάδρομο, μόλις μπήκαμε.
«Εντάξει;», τον ρώτησε.
«Όλα καλά! Χάρη στον Γιαννάκη μας! Είναι γεννημένος κατάσκοπος!»
Γελάσαμε όλοι μαζί και καθίσαμε να φάμε. Ήταν μια τόσο γλυκιά νύχτα. Είπαμε διάφορες ιστορίες από τα παλιά, ιστορίες από τα παιδικά χρόνια των γονιών μου, και πέσαμε νωρίς για ύπνο.
Ήταν πολύ σπάνιο να δω τον πατέρα μου να πέφτει νωρίς για ύπνο. Εγώ, όμως, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ένιωθα ότι υπήρχε ένα μυστικό που περίμενε να αποκαλυφθεί. Ένα μυστικό που είχε σχέση με εκείνον τον φάκελο με λεφτά. Αποφάσισα να το ανακαλύψω!
Περίμενα για καμιά ώρα, μέχρι που να επικρατεί απόλυτη ησυχία στο σπίτι. Ύστερα, σηκώθηκα με αργές κινήσεις και περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου έφτασα στο γραφείο του πατέρα μου. Μπήκα μέσα στα σκοτεινά και έκλεισα απαλά την πόρτα. Ύστερα, περπάτησα προσεκτικά στο σκοτάδι, ψηλαφώντας. Ήξερα την διαδρομή που έπρεπε να κάνω. Όταν έφτασα μπροστά στο γραφείο, τράβηξα το σχοινάκι και άναψε το φωτιστικό. Το σκοτάδι γέμιζε ακόμα τις άκρες του δωματίου αλλά η επιφάνεια του γραφείου έλαμπε μυστηριακά.
Έκατσα στην καρέκλα του πατέρα μου. Χμμμ! Μου πήγαινε ο ρόλος του δικαστή! Έγειρα προς τα πίσω και φαντάστηκα ότι έχω μπροστά μου το ακροατήριο. «Καθίστε κάτω, κύριε συνήγορε! Η ένσταση απορρίπτεται!», με φαντάστηκα να λέω με στόμφο.
Στην αριστερή πλευρά του γραφείου ο πατέρας μου είχε πάντα μια στοίβα με τις πιο πρόσφατες υποθέσεις. Έπιασα τον φάκελο στην κορυφή της στοίβας και τον ακούμπησα μπροστά μου. Τον άνοιξα…
Πόσο περίεργα ήταν όλα! Τόσα πολλά έγγραφα… Και τόσες άγνωστες λέξεις…
Η λέξη «ανακοπή» επανερχόταν σε διάφορα έγγραφα. Η απόφαση του μπαμπά μου ήταν πάνω πάνω. Είδα το όνομά του στις πρώτες σειρές του χαρτιού. Έκανα μια μικρή προσπάθεια να τη διαβάσω. Ήταν αδύνατον. Μα γιατί τα έγραφαν όλα τόσο ακαταλαβίστικα; Στην τελευταία σελίδα ξεχώριζε με έντονα γράμματα η φράση «δια ταύτα» και από κάτω υπήρχε μία φράση που ξεκινούσε με τη λέξη «Απορρίπτει». «Ποιος απορρίπτει;», σκέφτηκα.
Καθώς ξεφύλλιζα τα έγγραφα, είδα κάτι να γυαλίζει ανάμεσα τους. Ήταν μια φωτογραφία. Σήκωσα τα έγγραφα που την σκέπαζαν και την κοίταξα… Μου πήρε 2-3 δευτερόλεπτα για να καταλάβω, όταν η αλήθεια με χτύπησε δυνατά. Ήταν μια φωτογραφία από το σπίτι, στο οποίο είχαμε ρίξει τον φάκελο!
Σαν να μην έφτανε αυτή η τρομάρα, διαπίστωσα με την άκρη του ματιού μου ότι κάποιος με παρακολουθεί από την είσοδο του γραφείου. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Ευτυχώς, ήταν ο πατέρας μου.
«Τι κάνεις, Γιαννάκη μου, τέτοια ώρα; Δεν κοιμάσαι;»
«Εε, δεν με έπαιρνε ύπνος…», τραύλισα.
Ο πατέρας μου προχώρησε προς το μέρος μου και κοίταξε κι αυτός την ανοιγμένη δικογραφία.
«Λοιπόν! Ανακάλυψες το μεγάλο μυστικό, έτσι; Πάμε να φτιάξουμε μια ζεστή σοκολάτα και να σου πω μερικά πράγματα γι’ αυτήν την υπόθεση, αφού φαίνεται να σε ενδιαφέρει.»
Λίγα λεπτά αργότερα, καθόμασταν στις πολυθρόνες δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Ο πατέρας μου άρχισε να μιλάει αργά.
«Το σπίτι που είδες στη δικογραφία είναι, πράγματι, το σπίτι που επισκεφτήκαμε. Όμως, οι άνθρωποι αυτοί, η οικογένεια που μένει εκεί, κινδυνεύουν να το χάσουν, γιατί χρωστάνε λεφτά.»
Εγώ άκουγα απορροφημένος.
«Για να γλιτώσουν το σπίτι τους, ήρθαν στο δικαστήριο. Δεν γινόταν όμως τίποτα, διότι τα χρωστούσαν τα λεφτά και δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για να μην τα πληρώσουν.»
«Δηλαδή, έπρεπε εσύ να αποφασίσεις;», ρώτησα τον μπαμπά μου με γουρλωμένα μάτια.
«Ναι, την υπόθεση τη δώσανε σε μένα.»
Μου φάνηκε τόσο σκληρό και δύσκολο να αποφασίζεις για κάτι τέτοιο. Να αποφασίζεις, αν μια οικογένεια θα χάσει το σπίτι της.
«Δεν μπορούσες να τους αφήσεις να μείνουν στο σπίτι; Δεν γίνεται να φύγουν από το σπίτι τους.»
Πρέπει να εφαρμόζουμε τον νόμο. Και οι δικαστές εφαρμόζουν τον νόμο κι αυτοί. Και ο νόμος λέει ότι, αν κάποιος, χρωστάει λεφτά, πρέπει να τα πληρώσει.
«Όχι, παιδί μου, δεν γινόταν. Πρέπει να εφαρμόζουμε τον νόμο. Και οι δικαστές εφαρμόζουν τον νόμο κι αυτοί. Και ο νόμος λέει ότι, αν κάποιος, χρωστάει λεφτά, πρέπει να τα πληρώσει. Αλλιώς, υπάρχουν συνέπειες.»
«Δηλαδή, μπαμπά, πόσα λεφτά χρωστάνε αυτοί οι άνθρωποι;»
«Γύρω στις 700.000 δραχμές.»
Ξαφνικά, το σαλόνι εξαφανίστηκε και βρέθηκα μαζί με τον πατέρα μου να πετάμε στη μέση του γαλαξία, αγγελικές φωνές να ψάλλουν και όλα να λάμπουν εκτυφλωτικά. Αυτό κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά επανήλθα στο σαλόνι μας.
«Τόσα δεν ήταν τα λεφτά στο φάκελο;»
«Ακριβώς!», χαμογέλασε ο πατέρας μου.
«Δηλαδή, τους έδωσες τα λεφτά, για να πληρώσουν τα χρέη τους; Και να κρατήσουν το σπίτι τους;»
«Ε, ναι… Μάλλον αυτό θα γίνει!»
«Ναι, αλλά τότε, γιατί τους απέρριψες την υπόθεση;»
«Γιατί είχαν άδικο. Γιατί έπρεπε να πληρώσουν αυτά που χρωστάνε.»
«Μπαμπά, μπερδεύτηκα!»
Και τότε, ο μπαμπάς μου χαμογέλασε πλατιά, έγειρε μπροστά, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε κάτι που έμελλε να το θυμάμαι για πάντα.
«Ο δικαστής είναι άνθρωπος, παιδί μου. Όταν ως δικαστής εφαρμόζει τον νόμο, μπορεί να σώζει την ευνομία της κοινωνίας. Ως άνθρωπος, όμως, έχει ανάγκη να σώσει την ψυχή του.»
Μια φράση που δεν κατάλαβα ακριβώς τι σήμαινε, όταν την άκουσα τότε. Που φώλιασε, όμως, μέσα μου για πάντα και σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της ζωής μου επανερχόταν και μου έδειχνε τον δρόμο…
Ο κ. Δήμος Χρυσός είναι Εφέτης Διοικητικών Δικαστηρίων, Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά