Ακόμη μία περίπτωση τροχαίου δυστυχήματος, που στοίχισε τη ζωή διερχόμενου οδηγού, υπενθυμίζει πόσο αναγκαία είναι η τήρηση άκρας προσοχής και επιμέλειας απ’ όσους επιφορτίζονται με τη διατήρηση της οδικής ασφάλειας. Με την υπ’ αριθ. 391/2024 απόφαση που εξέδωσε το Ζ’ Ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, επανέρχεται στο προσκήνιο καταδίκη για διατάραξη των συγκοινωνιών, με αποτέλεσμα το θάνατο προσώπου, εξ αιτίας παράλειψης κατάργησης στάσεως λεωφορείου, σε οδό ταχείας κυκλοφορίας. Ο καταδικασθείς ζήτησε την αναίρεση της απόφασης, για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αμφισβητώντας την υποχρέωση του για λήψη των νόμιμων μέτρων ασφαλείας.
Πραγματικά περιστατικά
Σε οδό του Βόρειου Οδικού Άξονα Κρήτης, που είχε χαρακτηριστεί ως ταχείας κυκλοφορίας, κατόπιν μετατροπής της εθνικής οδού, εξακολουθούσαν να εκτελούνται δρομολόγια υπεραστικής λεωφορειακής γραμμής, πραγματοποιώντας στάσεις για την επιβίβαση και την αποβίβαση των επιβατών. Είχε προηγηθεί ενημέρωση της αρμόδιας εταιρείας, για την έλλειψη σχετικής έγκρισης των στάσεων αυτών και αίτημα διενέργειας μελέτης, για τη μεταφορά τους σε κατάλληλα σημεία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης:
-Η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων του τμήματος συγκοινωνιακών έργων της Περιφέρειας, είχε δώσει τεχνικές οδηγίες και κριτήρια ασφαλείας, για τον τρόπο σύνταξης μελέτης, σε εναρμόνιση με την ισχύουσα νομοθεσία, με σκοπό την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία του οδικού δικτύου.
-Ενημερώθηκαν οι περιφερειακές ενότητες και ο συγκοινωνιακός φορέας για την επικινδυνότητα των συγκεκριμένων στάσεων, με αίτημα άμεσης κατάργησής τους.
Τα δρομολόγια, ωστόσο, εξακολουθούσαν να εκτελούνται κανονικά και αδιάλειπτα, με αποτέλεσμα τη θανατηφόρα σύγκρουση διερχόμενου οχήματος με λεωφορείο που πραγματοποιούσε στάση. Όπως αποδείχθηκε, δεν είχαν τηρηθεί οι νόμιμες προδιαγραφές για την ασφαλή στάση των λεωφορείων, καθώς δεν υφίστατο διαμορφωμένη εσοχή, ούτε προειδοποιητική πινακίδα πριν από το σημείο ακινητοποίησής τους.
Η αξιόποινη αυτή συμπεριφορά όπως τυποποιείται στο άρθρο 390 του νέου ΠΚ και στην κατηγορία β’ της παραγράφου 1 αυτού, συνιστά διατήρηση εμποδίων, συνδεόμενη αιτιωδώς με τον επελθόντα κίνδυνο και το θάνατο του άτυχου οδηγού.
Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και οριοθέτηση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης
Σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών καταδικάστηκε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της υπεύθυνης εταιρείας για διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, τελούμενη διά παραλείψεως. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου ερείδεται στην ΥΑ οικ.Β-54871/4060/200 (ΦΕΚ Β’ 1364), στην οποία καθορίζονται αναλυτικά οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας περιοχής ως αστικής, μιας γραμμής ως αστικής ή υπεραστικής και για τον καθορισμό αφετηριών, τερμάτων, διαδρομών στάσεων σταθμών, πρακτορείων εξυπηρέτησης και εκδοτηρίων εισιτηρίων. Ο κατηγορούμενος δεν μερίμνησε για την κατάργηση των στάσεων, έπειτα από τη μετατροπή της εθνικής οδού, σε οδό ταχείας κυκλοφορίας. Η αξιόποινη αυτή συμπεριφορά όπως τυποποιείται στο άρθρο 390 του νέου ΠΚ και στην κατηγορία β’ της παραγράφου 1 αυτού, συνιστά διατήρηση εμποδίων, συνδεόμενη αιτιωδώς με τον επελθόντα κίνδυνο και το θάνατο του άτυχου οδηγού. Ο αναιρεσείων προέβαλε ισχυρισμούς, περί ύπαρξης νόμιμης αδειοδότησης της συγκεκριμένης στάσης, και υποχρέωσης του περιφερειάρχη για την κατάργηση των στάσεων.
Οι αιτιάσεις του κατηγορουμένου για αναιτιολόγητη καταδίκη του, απουσία αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραλείψεως και του επελθόντος αποτελέσματος, και έλλειψης υποχρέωσης για λήψη κατάλληλων μέτρων ασφαλείας απορρίφθηκαν, και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Δείτε τη δικαστική απόφαση στην Qualex: ΑΠ (Ποιν) 391/2024