Πως θα ορίζαμε τη βιώσιμη ανάπτυξη, εάν μας καλούσαν να εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι; Όλως παραδόξως, μπορεί να δυσκολευόμασταν να αποδώσουμε την ουσιαστική έννοια του όρου, μολονότι αναπαράγεται -χωρίς υπερβολή- ολούθε και διαρκώς στη δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια.
Στο NB Daily απαντά η πλέον αρμόδια επί του θέματος, η Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητάς, καθώς και Αντιπρόεδρος του ΣτΕ επί τιμή, Μαρία Καραμανώφ. Η Πρόεδρος μας άνοιξε τις πόρτες του νεοκλασικού κτιρίου στην Καλλιδρομίου, όπου στεγάζεται το Επιμελητήριο, για να συζητήσουμε το πως η ίδια αντιλαμβάνεται αυτή την έννοια και πως η τελευταία διαπερνά κρίσιμα θέματα, όπως αυτά του χωρικού σχεδιασμού, της προστασίας του περιβάλλοντος, του τουρισμού, της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων και διάφορα άλλα.
Η κ. Καραμανώφ υπηρέτησε επί πολλά έτη στο Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό την Προεδρία του επιφανούς δικαστή Μιχαήλ Δεκλερή, συμβάλλοντας δυναμικά στην «ενηλικίωση» του περιβαλλοντικού δικαίου στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄90, το εν λόγω Τμήμα του δικαστηρίου, ως αρμόδιο για τις διαφορές περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, πρωτοστάτησε με τη νομολογία του και λειτούργησε ως «θεσμικό αντίβαρο» στις εκάστοτε πολιτικές που το έθεταν υπό κίνδυνο. Η ίδια δεν συμφωνεί απόλυτα με τον χαρακτηρισμό «δικαστικός ακτιβισμός», όπως καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται το έργο των δικαστικών λειτουργών της συγκεκριμένης νομολογίας. Σύμφωνα με αυτή, το Δικαστήριο απλώς ερμήνευε και εφάρμοζε τις αρχές δικαίου, όπως αυτή της βιώσιμης ανάπτυξης, και αυτό διότι, όπως τόνισε, η βιωσιμότητα είναι νομική και όχι τεχνική έννοια! Αυτή η ουσιώδης αποσαφήνιση, παρουσιάζει μεγάλη σημασία για τον ρόλο της δικαιοσύνης στην προστασία του περιβάλλοντος, όπως θα μας εξηγήσει στη συνέχεια της κουβέντας μας.
Ας παραμείνουμε στην έννοια της βιωσιμότητας. Έναν όρο που πρωτοεμφανίστηκε πριν από μερικές δεκαετίες σε κείμενα διεθνών οργανισμών και πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά -συχνά εσφαλμένα- ως τσιτάτο από πολιτικούς και οικονομικούς φορείς παγκοσμίως. Για εσάς, ποια είναι η πραγματική έννοια αυτού του αιτήματος;
Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι ο όρος που κατοχυρώθηκε στη Διεθνή Διάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον και την ανάπτυξη (Ρίο 1992) και υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις συνθήκες Μάαστριχτ και Άμστερνταμ, καθώς και από το ελληνικό Σύνταγμα ως αρχή της αειφορίας, για να υποδηλώσει τη δέσμευση σχεδόν όλων των χωρών του πλανήτη να εγκαταλείψουν το μοντέλο της απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης, να αποκαταστήσουν τις καταστροφικές για το περιβάλλον συνέπειές του και να αποτρέψουν αντίστοιχες καταστροφές στο μέλλον.
Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει ένα ριζικό αναπροσανατολισμό στον τρόπο σχεδιασμού και εφαρμογής κάθε δημόσιας και ιδιωτικής δράσης, ο οποίος θα έχει ως όριο, ως κόκκινη γραμμή, τη μη περαιτέρω καταστροφή, αλλοίωση ή υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος του πλανήτη.
Η Agenda 21 που συνόδευε τη Διακήρυξη του Ρίο έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες και κατευθύνσεις, με βάση τις οποίες εφεξής τα κράτη θα σχεδιάζουν και θα υλοποιούν βιώσιμες πολιτικές σε όλα τα πεδία.
Στην πορεία φάνηκε, δυστυχώς, ότι σχεδόν καμία χώρα δεν ήταν σοβαρά διατεθειμένη να απαρνηθεί το λεγόμενο business as usual, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση όχι μόνο δεν έχει ελεγχθεί, αλλά επιδεινώνεται συνεχώς τα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από το Ρίο μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με όλα όσα συνεπάγεται, εξουδετερώνει νομικά και ουσιαστικά οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής πορείας της κοινωνίας προς ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Ο ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης που επικράτησε με διάφορες παραλλαγές είναι, ως εκ τούτου, εξαιρετικά μετριοπαθής. Την αντιλαμβάνεται ως αποτελούμενη από τρεις ισοδύναμους πυλώνες, την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται επί ίσοις όροις κατά τον σχεδιασμό των επιμέρους δράσεων και πολιτικών. Η προσέγγιση αυτή συνιστά πράγματι μια οπισθοχώρηση και διολίσθηση προς τη φιλοσοφία της πρώτης Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Περιβάλλον που διεξήχθη στην Στοκχόλμη το 1972, η οποία έφερε μεν για πρώτη φορά στο προσκήνιο την περιβαλλοντική διάσταση που μέχρι τότε αγνοείτο εντελώς, πλην όμως ως ένα κριτήριο που απλώς συνεκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα. Αυτή ακριβώς η αντίληψη περί συνεκτίμησης εγκαταλείφθηκε στο Ρίο, γιατί κατά την 20ετία που μεσολάβησε, αποδείχθηκε ανεπαρκής και αναποτελεσματική για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού προβλήματος. Όπως διαπιστώνουμε τον 21ο αιώνα, κατευθυνόμαστε εκ νέου προς την «ατζέντα» της Στοκχόλμης, αντί του Ρίο, σε παγκόσμιο επίπεδο…
Κρατάω το ζήτημα που ζήτημα που θίξατε περί «συνεκτίμησης» της περιβαλλοντικής διάστασης. Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε, αναλυτικότερα, την προβληματική σε αυτήν την προσέγγιση;
Βεβαίως. Η φιλοσοφία της βιώσιμης ανάπτυξης στηρίζεται σε μια ευρύτερη και συνολικότερη προσέγγιση της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης και, ως εκ τούτου, αντικαθιστά το κριτήριο της απλής συνεκτίμησης με την υποχρεωτική ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης σε όλες τις πολιτικές. Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Συνεκτίμηση σημαίνει, με απλά λόγια, ότι οι δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός έργου, μιας δραστηριότητας, ή μιας γενικότερης πολιτικής λαμβάνονται μεν κατ’ αρχήν υπόψη, αλλά σταθμίζονται και μπορεί ακόμα και να υποχωρούν έναντι άλλων προτεραιοτήτων ή σκοπιμοτήτων, όπως λ.χ. η ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη. Αντίθετα, η αρχή της ενσωμάτωσης σημαίνει ότι καμία πολιτική, νομοθέτημα, κανονιστική πράξη ή ατομική αδειοδότηση και καμία ιδιωτική δράση δεν μπορεί να προχωρήσει, να πάρει το πράσινο φως, αν δεν έχει προηγουμένως διακριβωθεί με επιστημονική τεκμηρίωση ότι δεν θα προκαλέσει καταστροφή, υποβάθμιση ή αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος. Σε αυτή, άλλωστε, τη διαπίστωση αποσκοπεί και η όλη διαδικασία περιβαλλοντικής εκτίμησης και αδειοδότησης, η οποία είναι υποχρεωτική από την ενωσιακή νομοθεσία ως το κατ’ εξοχήν νομικό εργαλείο που διασφαλίζει την εφαρμογή των αρχών της πρόληψης, της προφύλαξης και της αποκατάστασης σε όλο το φάσμα της δημόσιας και ιδιωτικής δράσης.
Αυτόν ακριβώς τον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης, ο οποίος θεωρώ ότι ανταποκρίνεται πλήρως στη φιλοσοφία και τη λογική της, υιοθέτησε το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη δεκαετία 1990-2000, δηλαδή αμέσως μετά το Ρίο και τις συνθήκες Μάαστριχτ και Άμστερνταμ. Το Δικαστήριο επεξεργάστηκε τις επιμέρους πτυχές του ορισμού αυτού στο πλαίσιο εκατοντάδων υποθέσεων και εξειδίκευσε τον τρόπο εφαρμογής του σε όλες τις δημόσιες πολιτικές, όπως ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, η προστασία της βιοποικιλότητας, των ευπαθών οικοσυστημάτων, της κοινής φυσικής κληρονομιάς και της αισθητικής αξίας της φύσης, καθώς και η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ποιος είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης στην προάσπιση αυτού του αιτήματος;
Αρχικά, να επισημάνω ότι η πρόσβαση ενημερωμένων πολιτών στη Δικαιοσύνη και η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εντάσσονται στον βασικό πυρήνα των εγγυήσεων για την εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης στην πράξη, και κατοχυρώνονται με σειρά εθνικών και ενωσιακών νομοθετικών ρυθμίσεων, όπως π.χ. η σύμβαση του Άαρχους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο της Διεθνούς Διάσκεψης του ΟΗΕ στο Γιοχάνεσμπουργκ (2002) για την πρώτη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του Ρίο, οργανώθηκε παράλληλη Διάσκεψη με τη συμμετοχή δικαστών από όλο τον πλανήτη, προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι, με τους οποίους η Δικαιοσύνη θα αυξήσει την ικανότητα και την αποτελεσματικότητά της, σε σχέση με τον έλεγχο της εφαρμογής των αρχών αυτών από τα κράτη και τους πολίτες τους.
Ο ρόλος της Δικαιοσύνης είναι σήμερα περισσότερο κρίσιμος από ποτέ, δεδομένου ότι τα κράτη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σχεδιάζουν και υλοποιούν πολιτικές ερήμην της περιβαλλοντικής κρίσης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη περιορίζεται σε πανηγυρικές διακηρύξεις στους τίτλους και στα προοίμια νομοθετημάτων, οι ρυθμίσεις των οποίων προωθούν πολιτικές με εντελώς αντίθετο περιεχόμενο. Οι φυσικοί πόροι, τα οικοσυστήματα, τα δάση, το ελεύθερο έδαφος και η βιοποικιλότητα εξοντώνονται συστηματικά στο όνομα μιας κοντόφθαλμης εμμονής σε εκείνο ακριβώς το μοντέλο ανάπτυξης, που προκάλεσε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Το βάρος μετατίθεται μοιραία στη Δικαιοσύνη, που καλείται από τους πολίτες να ελέγξει τη συμβατότητα των επιλογών της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία, μολονότι ξεχασμένη, παραμένει πάντα μια θεμελιώδης κατευθυντήρια αρχή με συνταγματική κατοχύρωση.
Αναφερθήκατε στην αξία του δικαστικού ελέγχου και προκύπτει το γνωστό ερώτημα για τα «όρια» του. Πως μπορεί ένας ακυρωτικός δικαστής να αξιολογήσει την ορθότητα κρίσεων, που άπτονται άκρως τεχνικών, επιστημονικών και περίπλοκων ζητημάτων;
Για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί ο δικαστής, πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει σε βάθος την έννοια και τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά να είναι και εξοικειωμένος με την ουσία των ειδικών προβλημάτων, που άγονται ενώπιον του με τη μορφή δικαστικών διαφορών. Για να ελέγξει ο δικαστής τις επιλογές του νομοθέτη, ή της Διοίκησης, σε τομείς όπως ο χωρικός σχεδιασμός, η προστασία των δασών και των οικοσυστημάτων, η ενέργεια, το νερό, η ρύπανση κ.ο.κ., οφείλει να γνωρίζει τη σχετική προβληματική και τις παραμέτρους της, καθώς και τις αντίστοιχες θέσεις της επιστήμης, οι οποίες μάλιστα είναι συχνά αντικρουόμενες, καθότι πολλά από τα τιθέμενα ζητήματα είναι εντελώς νέα. Η εξειδικευμένη και σε βάθος γνώση του δικαστή είναι αναγκαία, όχι για να υποκαταστήσει το νομοθέτη, ή η Διοίκηση, αλλά για να ελέγξει αν εξετάστηκαν όλες οι πτυχές του προβλήματος, τέθηκαν τα σωστά ερωτήματα και δόθηκαν πλήρεις και αξιόπιστες απαντήσεις.
Ο σημερινός δικαστής δεν μπορεί πλέον να αρκείται στις απλές διαβεβαιώσεις της Διοίκησης ότι όλα έχουν καλώς. Ας θυμηθούμε αυτό που σας είπα στην αρχή της συζήτησής μας. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι τεχνική κρίση, αλλά μια έννοια νομική, όπως λ.χ. η αρχή της ισότητας. Η μόνη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η μεν έννοια της ισότητας έχει τύχει νομικής και φιλοσοφικής επεξεργασίας, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, με αποτέλεσμα η προσέγγισή της να είναι σχετικώς ευχερής, ενώ η βιώσιμη ανάπτυξη είναι έννοια νέα και πολυσύνθετη. Η νομική της επεξεργασία αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα για τη νομική επιστήμη, δεδομένου ότι τα χρονικά περιθώρια αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης έχουν πλέον εξαντληθεί.
Πολλές γενιές και κατηγορίες προσώπων δεινοπάθησαν στο παρελθόν, λόγω ατελούς επεξεργασίας και εφαρμογής της αρχής της ισότητας. Σήμερα, όμως, καμία γενιά δεν θα έχει μέλλον, αν η νομική θεωρία και η Δικαιοσύνη καθυστερήσουν στην ερμηνεία και εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης.
Με αφορμή τα όσα μας αναλύσατε για την ύψιστη σημασία της ιεράρχησης του περιβάλλοντος, ως του σπουδαιότερου αγαθού προστασίας στη διαδικασία του σχεδιασμού, θα ήθελα να συζητήσουμε για το πως μετουσιώνεται αυτή η αρχή σε αίτημα αειφόρου τουρισμού.
Ο χωρικός σχεδιασμός έχει ως αντικείμενο την κατανομή όλων των δραστηριοτήτων και των χρήσεων γης στην επικράτεια, με τρόπο ισορροπημένο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, και συμβατό με τα αντικειμενικά όρια και τις προτεραιότητες της βιώσιμης ανάπτυξης. Οφείλει, κατά σειρά, να διαφυλάξει το φυσικό κεφάλαιο, να οριοθετήσει τη γεωργική και κτηνοτροφική γη, να ρυθμίσει την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, ενέργειας και υδάτων και, αφού διασφαλίσει τις ανάγκες τους, να προχωρήσει στη χωροθέτηση και των άλλων χρήσεων (οικιστική ανάπτυξη, μεταποίηση, τουρισμό κ.λπ.) στον υπόλοιπο χώρο και με τα κατάλληλα κριτήρια.
Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός δεν μπορεί να διενεργείται με κριτήρια ευκαιριακά, ή μονοδιάστατα, ούτε να αποβλέπει σε νομιμοποίηση τετελεσμένων αυθαιρεσιών, ή να καθίσταται εργαλείο προώθησης προσωπικών σχεδίων και οραμάτων.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι πόσο και τι είδους τουρισμό ονειρεύεται ο καθένας μας από τη δική του σκοπιά, αλλά πόσο παραπάνω τουρισμό αντέχει πράγματι αυτή η χώρα, σε βάρος των αντικειμενικών προτεραιοτήτων του ορθολογικού χωρικού σχεδιασμού.
Ο τουρισμός είναι αναμφίβολα μια πολύ σημαντική δραστηριότητα για την οικονομία της χώρας, η οποία όμως έχει παράλληλα και σημαντικό κόστος. Κόστος για το περιβάλλον και μάλιστα πολύ σοβαρό, το οποίο, αντί να αποτρέψουμε, επιδοτούμε έμμεσα με χαλαρές χωροταξικές, πολεοδομικές και περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και ανύπαρκτους ελέγχους. Κόστος για τη φυσιογνωμία των περιοχών, και ιδίως των μικρών νησιών, κόστος λόγω χαμηλής παραγωγικότητας στο σύνολο της οικονομίας. Αλλά και κόστος καθαρά δημοσιονομικό, δεδομένου ότι η υποδοχή εκατομμυρίων τουριστών κάθε χρόνο προϋποθέτει δαπάνες για συγκοινωνιακές και άλλες υποδομές, κατανάλωση φυσικών πόρων και ιδίως ενέργειας και νερού, επιβάρυνση των συστημάτων υγείας και διαχείρισης αποβλήτων κ.ο.κ.
Πριν από λίγους μήνες ολοκληρώθηκε η ανοιχτή διαβούλευση του σχεδίου για το Νέο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό, γεννώντας κύμα αντιδράσεων από περιβαλλοντικές και επιστημονικές οργανώσεις για το τουριστικό πρότυπο που προωθεί για την χώρα. Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις;
Το Ειδικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό δεν φαίνεται να ασχολείται με τις παραμέτρους του χωροταξικού σχεδιασμού, που εξήγησα πρωτύτερα, προκειμένου να εκτιμήσει με τρόπο συνολικό η φέρουσα ικανότητα κάθε περιοχής για περαιτέρω τουριστική ανάπτυξη. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι ο υπερκορεσμός πολλών περιοχών της χώρας είναι τόσο προφανής, ώστε δε χρειάζεται επιστημονική μελέτη για να διαπιστωθεί, ενώ οι υπόλοιπες απαιτούν αυξημένη προστασία, για να μην παρασυρθούν στην ίδια καταστροφική και μη αναστρέψιμη κατεύθυνση.
Το Ειδικό Πλαίσιο παραμένει, παρά ταύτα, στην ίδια λογική της απεριόριστης μεγέθυνσης του τουρισμού σε όλες τις κατηγορίες, είτε πρόκειται για μαζικό τουρισμό σε μεγάλες μονάδες αντίστοιχων προδιαγραφών, είτε για κλειστά πολυτελή συγκροτήματα ξενοδοχείων και τουριστικών κατοικιών, τα οποία καταλαμβάνουν και καθιστούν απροσπέλαστες στο κοινό τις ελάχιστες περιοχές φυσικού κάλλους που έχουν απομείνει. Παράλληλα, δεν λαμβάνει μέτρα, ούτε για τον περιορισμό της άναρχης και αποσπασματικής τουριστικής υπερδόμησης με μικρές μονάδες και ατομικές κατοικίες.
Μιλώντας για το ζήτημα του υπερτουρισμού στις νησιωτικές περιοχές, ανακαλώ την πρόσφατη εισήγησή σας σχετικά με την προστασία των μικρών νήσων υπό το φως της νομολογίας του ΣτΕ. «Μικρόκοσμοι». Ο σχεδόν λυρικός όρος που απέδωσε το Ε’ Τμήμα για να χαρακτηρίσει την ιδιόμορφη φύση των μικρών νησιών. Άραγε, ποια προστασία αρμόζει σε έναν «μικρόκοσμο;»
Ο όρος «μικρόκοσμος» χαρακτηρίζει μια περιοχή σχετικά απομονωμένη, η οποία διαθέτει σε μικρή μεν, αλλά ικανοποιητική κλίμακα όλα όσα της εξασφαλίζουν μια σχετική αυτάρκεια και της επιτρέπουν να εξελίσσεται με τους δικούς της όρους και με κάποια αυτονομία, έναντι του ευρύτερου περιβάλλοντός της. Τα μικρά νησιά της χώρας είχαν, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, διατηρήσει τα χαρακτηριστικά του μικρόκοσμου, διαμορφώνοντας το καθένα μια δική του φυσιογνωμία και ταυτότητα. Σε αυτό, ακριβώς, έγκειται άλλωστε και η μοναδική στον κόσμο γοητεία της νησιωτικής Ελλάδας. Σήμερα ο υπερτουρισμός αλλοιώνει με ραγδαίους ρυθμούς την αυθεντικότητα των νησιών μας, και τείνει να τα μετατρέψει σε ομοιόμορφα παραρτήματα των οικιστικών περιοχών της ηπειρωτικής χώρας.
Για να διατηρηθεί η ξεχωριστή ταυτότητα του κάθε μικρόκοσμου, πρέπει να διασφαλιστεί το φυσικό και ανθρωπογενές υπόβαθρο, που τα δημιούργησε και τα στηρίζει, δηλαδή το φυσικό κεφάλαιο και το τοπίο, η πρωτογενής παραγωγή. Με το ίδιο σκεπτικό, πρέπει να προστατευθούν οι παραδοσιακές δραστηριότητες και επαγγέλματα, η αναλογία δομημένου και ελεύθερου εδάφους, η φυσιογνωμία και το μέγεθος των οικισμών, η σχετική αυτάρκεια σε φυσικούς πόρους, και ιδίως νερό, καθώς και η κατάλληλη διαχείριση της προσβασιμότητας σε αυτά, ώστε να διατηρείται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου μια υγιής αναλογία μονίμων κατοίκων και επισκεπτών.
Μιλήσατε για δομημένο και ελεύθερο έδαφος. Ο νομοθέτης δηλώνει ότι «ο αιγιαλός και η παραλία είναι κοινόχρηστα αγαθά και ανήκουν στη δημόσια κτήση». Πριν από μερικούς μήνες, θεσπίστηκε η κατάργηση της αδόμητης ζώνης στις παραλίες. Τελικά η κοινοχρησία των αιγιαλών είναι ευχολόγιο ή περιβαλλοντικό και νομικό κεκτημένο;
Ο αιγιαλός και η παραλία αποτελούν εξαιρετικά ευαίσθητα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία προστατεύονται ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγματος και από σειρά διεθνών συνθηκών και συμβάσεων. Η ελληνική νομοθεσία κατοχύρωνε ανέκαθεν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του αιγιαλού και την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σ’ αυτόν. Η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων χρήσης ήταν επιτρεπτή για την καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού, και τελούσε υπό αυστηρούς περιορισμούς, ώστε να μην παρεμποδίζεται η χρήση του αιγιαλού σύμφωνα με τον προορισμό του.
Σήμερα η κοινοχρησία του αιγιαλού τείνει να καταστεί ευφημισμός, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Πέρα από τις αναρίθμητες παραβιάσεις, οι οποίες παραμένουν κατά κανόνα ανέλεγκτες και ατιμώρητες, διαδοχικά νομοθετήματα έχουν θεσπίσει τόσες εξαιρέσεις, ώστε η κοινοχρησία να αποτελεί πλέον όχι τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους διάφορους επενδυτικούς νόμους η παράκτια ζώνη αντιμετωπίζεται ως το ελκυστικό αντάλλαγμα, που προσφέρεται στους επίδοξους επενδυτές. Επιτρέπεται να την αλλοιώσουν, να δημιουργήσουν προσχώσεις, ακόμα και τεχνητά νησιά, να την αποκλείσουν από κάθε πρόσβαση, να την οικοδομήσουν, και γενικά να τη μεταχειριστούν με όποιο τρόπο εξυπηρετεί το επενδυτικό τους σχέδιο. Η παραχώρηση ειδικών προνομιακών πολεοδομικών και χωροταξικών καθεστώτων (ΕΣΧΑΔΑ, ΕΣΧΑΣΕ κ.λπ.), κατά παραγγελία του εκάστοτε επενδυτή, εξουδετερώνει όχι μόνο την κοινοχρησία του αιγιαλού και της παραλίας, αλλά και την επιβεβλημένη περιβαλλοντική προστασία των ακτών.
Συζητήσεις επί συζητήσεων για την έννοια της Φέρουσας Ικανότητας, ή σε απλά -μη νομικά- ελληνικά «το πόσο αντέχει το περιβάλλον ενός τόπου;» Τελικά γίνεται να υπολογιστεί και, εάν ναι, ποιος θα το κρίνει, και με τι κριτήρια;
Η φέρουσα ικανότητα είναι μια έννοια που προέρχεται από τις επιστήμες της βιολογίας και της οικολογίας, και υποδηλώνει τον μέγιστο αριθμό ειδών, ή των μονάδων ενός είδους, που μπορούν να συντηρηθούν επ’ άπειρο από ένα οικοσύστημα, χωρίς την υποβάθμισή του. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιο είδος αναπτυχθεί πάνω από ένα ορισμένο όριο, θα επηρεάσει αρνητικά όλα τα υπόλοιπα και η ισορροπία του όλου οικοσυστήματος θα ανατραπεί. Ακόμα κι αν τελικά το οικοσύστημα επιβιώσει με κάποιο τρόπο, θα έχει πάντως υποβαθμιστεί και αλλάξει, τόσο ως προς τη μορφή, όσο και ως προς τις περιβαλλοντικές του λειτουργίες, δεν θα είναι πλέον το ίδιο.
Τα οικοσυστήματα διαθέτουν εγγενείς φυσικούς μηχανισμούς, που διασφαλίζουν την αρμονική συνεξέλιξη των ειδών, που ζουν σ’ αυτά και τα διατηρούν σε μια κατάσταση ισορροπίας. Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις, γεωργία, κτηνοτροφία, οικιστική ανάπτυξη κ.λπ., ανέκαθεν επηρέαζαν την ισορροπία αυτή, χωρίς όμως να την κλονίζουν δραματικά.
Από ένα σημείο και πέρα, όμως, η ένταση των παρεμβάσεων αυτών αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων, και όλων εν γένει των συστημάτων στήριξης της ζωής, όπως το νερό, ο αέρας, το έδαφος, το κλίμα, να έχει πλέον παραβιαστεί εκ βάθρων και ίσως ανεπανόρθωτα.
Ο προσδιορισμός της φέρουσας ικανότητας είναι μια διαδικασία αμιγώς επιστημονική, και ο καθορισμός της μεθοδολογίας και των δεικτών της αποτελεί τη στιγμή αυτή αντικείμενο διαρκούς επιστημονικού προβληματισμού και διαλόγου, που συνεχώς εξελίσσονται και ανατροφοδοτούνται. Σκοπός τους είναι η ακριβής εξεύρεση του ορίου αντοχής του φυσικού περιβάλλοντος μιας συγκεκριμένης περιοχής σε ανθρώπινες παρεμβάσεις κάθε είδους, το οποίο πρέπει να τηρείται απολύτως, και όχι να συνεκτιμάται και ενδεχομένως να υποχωρεί έναντι άλλων κοινωνικών ή οικονομικών κριτηρίων. Ο ορισμός της φέρουσας ικανότητας που δόθηκε πρόσφατα με ν. 4964/2022, σύμφωνα με τον οποίο η μεθοδολογία και οι βασικές παράμετροι για τον προσδιορισμό της φέρουσας ικανότητας καθορίζονται με Προεδρικό Διάταγμα, και με κριτήριο την επίτευξη μιας «ισορροπίας» ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία, αντιστρέφει πλήρως την όλη έννοια και λογική της φέρουσας ικανότητας και την καθιστά ένα -επιστημονικά ανελαστικό- πολιτικό εργαλείο.