Ανήμερα 8ης Μαρτίου. Η ημέρα που σηματοδοτεί την αναγνώριση και τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών. Η πρόοδος υπαρκτή, αδιαμφισβήτητη: γυναίκες σε θέσεις ευθύνης και λήψης αποφάσεων, σε δικηγορικές εταιρείες, σε ανώτατα δικαστήρια, σε θεσμικά όργανα που άλλοτε έμοιαζαν άβατα. Κι όμως, παρά τις θεσμικές διακηρύξεις και τις πολιτικές για την ισότητα των φύλων, ο σεξισμός στον νομικό κλάδο παραμένει διάχυτος – συχνά αόρατος για όσους δεν τον βιώνουν, αλλά απολύτως αισθητός για τις γυναίκες που εργάζονται μέσα σε αυτόν.
Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε μία φίλη ή γνωστή συνάδελφο, που να μην έχει βιώσει κάποια μορφή σεξισμού. Υποτιμητικά σχόλια, απρεπή βλέμματα, «αστεία» με σεξουαλικά υπονοούμενα, σχόλια για την εμφάνισή της, ερωτήσεις για την προσωπική της ζωή, που κανείς δεν θα έκανε σε έναν άντρα. Συχνά, δεν αντιδρούμε, κάνοντας πως δεν ακούσαμε για να μη γίνουμε «δυσάρεστες». Κάποιες που απάντησαν, συνάντησαν αδιαφορία ή – ακόμη χειρότερα – αντίποινα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έλαβα χονδροειδέστατο «αστειάκι» σεξουαλικού περιεχομένου, σε παλαιότερο εργασιακό χώρο. Δεν το μοιράστηκα ούτε με τις κολλητές μου για εβδομάδες, από την απίστευτη ντροπή και ενοχή που είχα εσωτερικεύσει – για λογαριασμό του άλλου.
Δεν μπορώ να σκεφτώ πόσες συνάδελφοι, νέες στην ηλικία, έχουν ακούσει τον πελάτη τους να τις αποκαλεί «κοπελιά», «κοπελίτσα», «γραμματέα». Κανείς δεν εξαφανίζει 4 χρόνια (στην καλύτερη) σπουδών από άντρες, γιατί κανείς δεν τους αντιλαμβάνεται ως κατώτερους ή υφιστάμενους. Και εκεί ακριβώς έγκειται η «γκρίνια» μας.
Δεν είναι απλώς το μισθολογικό χάσμα ή οι λιγότερες ευκαιρίες ανέλιξης. Είναι η μόνιμη υποτίμηση που σε φθείρει. Αυτή που, σταδιακά, σε θέτει σε μια κατάσταση, όπου αρχίζεις να εσωτερικεύεις την «κατωτερότητά» σου
Μια κατάσταση διαρκούς αυτοαμφισβήτησης, χαμηλής αυτοπεποίθησης και υπόρρητης ντροπής, νιώθοντας συνεχώς ότι έχεις να αποδείξεις την αξία σου και να συμμορφωθείς σε πρότυπα που δεν σε αντιπροσωπεύουν, αλλά που πρέπει να ακολουθήσεις για να «ανήκεις».
Μιλήσαμε με τη Χριστίνα Τσαγκλή, Μέλος ΔΣ ΔΣΑ και Πρόεδρο Ένωσης Γυναικών Δικηγόρων Αθηνών, και μας επιβεβαίωσε την υφιστάμενη πραγματικότητα για τις γυναίκες στον νομικό κλάδο. «Στον δικηγορικό μικρόκοσμο οι γυναίκες δικηγόροι εξακολουθούμε να υπολειπόμεθα σε αμοιβές, εκπροσώπηση στα συλλογικά όργανα αλλά και ως εταίροι σε δικηγορικές εταιρείες ενώ περισσότερες από τις μισές γυναίκες δικηγόροι δεν αποκτούν παιδιά σε αντίθεση με τον μέσο όρο στον γενικό πληθυσμό», σχολιάζει. «Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες δικηγόροι αποτελούν το 60% των εγγεγραμμένων στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, η οικονομική ανισότητα είναι εμφανής: τα ετήσια εκδιδόμενα γραμμάτια προείσπραξης δείχνουν ότι λαμβάνουμε λιγότερο από το 45% των συνολικών αμοιβών. Σε επίπεδο θεσμικής εκπροσώπησης, κατέχουμε μόλις το 28% των θέσεων στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ και το 40% στις δικηγορικές εταιρείες».
Όπως σημειώνει, αυτές οι διαφορές δεν είναι τυχαίες. Αντικατοπτρίζουν βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για τον ρόλο των γυναικών στο επάγγελμα και στη δημόσια ζωή. «Είναι σαφές πως έχουμε ακόμη πολλά να διεκδικήσουμε», αναφέρει.
Θυμάμαι, όσο σπούδαζα ακόμη, όταν με ρωτούσαν ποιο δίκαιο μου αρέσει, απαντούσα – μεταξύ άλλων – το ποινικό. Πολλοί, ακόμη και άτομα που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη νομική και τη δικηγορία, γελούσαν ή ξαφνιάζονταν και μου απαντούσαν περιπαικτικά: «Ποινικό;! Τι θα κάνεις εσύ, γυναίκα, στο ποινικό;». Ίσως στα 27 μου να απαντούσα αλλιώς για επιλογές της προσωπικής μου ζωής. Στα 20 μου απαντούσα συγκαταβατικά: «Ε, μου αρέσει το δόγμα του ποινικού δικαίου, θα δούμε στην πράξη». Στόχος ήταν να λήξει η κουβέντα μια ώρα αρχύτερα.
Διηγούμαι αυτή την ιστορία στη Νεκταρία Τόδη, δικηγόρο Θεσσαλονίκης με εξειδίκευση στο ποινικό δίκαιο και γελάει. «Η δικηγορία, τα ακροατήρια, το ποινικό δεν είναι δουλειά για γυναίκες, θέλει σκληρό στομάχι», ή «Είσαι γυναίκα δικηγόρος; Καλύτερα γίνε δημόσια υπάλληλος, για να κάνεις οικογένεια»: Τέτοιες φράσεις τις ακούμε από συναδέλφους, εργοδότες, πελάτες, ακόμη και από άγνωστους άνδρες. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο το περιεχόμενο των σχολίων, αλλά η ίδια η αντίληψή τους πως έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στις επιλογές μας. Περιττό να πω πως ποτέ δεν έχω ακούσει παρόμοια σχόλια να απευθύνονται σε άντρα συνάδελφο.
Ο σεξισμός και οι έμφυλες διακρίσεις δεν σταματούν ούτε ενώπιον της Έδρας, με πληθώρα γυναικών να έχει να διηγηθεί θλιβερά περιστατικά – τόσο από τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, όσο και από συναδέλφους, συχνά αντιδίκους. Η Νεκταρία αναφέρει ένα περιστατικό που χρησιμοποιεί συχνά ως παράδειγμα, γιατί αποτυπώνει με τον πιο παραστατικό τρόπο την κατάσταση: Αφορά μια συνάδελφο που αιτήθηκε αναβολή εκδίκασης ποινικής υπόθεσης. Ο Πρόεδρος της μίλησε υποτιμητικά, λέγοντάς της πως «αυτό δεν αποτελεί λόγο αναβολής». Λίγα λεπτά αργότερα, ο αντίδικος – ένας μεσήλικας άντρας δικηγόρος – προέβαλε τον ίδιο ακριβώς λόγο αναβολής. Ο Πρόεδρος όχι μόνο τον άκουσε, αλλά σχεδόν τον επευφήμησε για τη νομική του επάρκεια.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και από τους άντρες συναδέλφους μας. «Η τάδε κοπελίτσα τον εκπροσωπεί; Ευκολάκι» είναι μια φράση που πολλές από εμάς έχουμε ακούσει. Και φυσικά, όταν αυτές οι υποθέσεις κερδίζονται, η ικανοποίηση είναι πολλαπλάσια.
Η ίδια νοοτροπία υπάρχει και στους πελάτες μας, που σε ωθεί να προσαρμόζεις τη συμπεριφορά σου σε «πιο αντρικά πρότυπα», αλλάζοντας λ.χ. τον τόνο, ή το χρώμα της φωνής σου, ή περιορίζοντας τις κινήσεις σου, ενώ, ταυτοχρόνως, προσπαθείς να αποφύγεις τη σεξουαλικοποίησή σου από τον πελάτη, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στο επάγγελμά μας. Είναι σαν να έχουμε να καλύψουμε ένα παραπάνω κενό, σαν να έχουμε να αποδείξουμε ότι κι εμείς μπορούμε να είμαστε σοβαρές και επαγγελματίες, «όπως οι άντρες».
Τη ρώτησα ποιο θεωρεί ως το πιο δομικό πρόβλημα αυτής της κουλτούρας, που απαιτεί άμεσα αλλαγή. «Για εμένα, τον σεξισμό και τις έμφυλες διακρίσεις τις δεχόμαστε από τους εργοδότες μας προπάντων: Από τη στιγμή της συνέντευξης μέχρι και τις καθημερινές στο γραφείο, οι περισσότερες έχουμε δεχτεί σχόλια για την εμφάνισή μας, για την προσωπική μας κατάσταση, για το αν είμαστε ή σκοπεύουμε να γίνουμε μητέρες.
Συχνά, οι εργοδότες θεωρούν πως το διευθυντικό τους δικαίωμα συνδέεται με την άσκηση απόλυτης εξουσίας επάνω μας, και γι’ αυτό δεν είναι λίγα τα περιστατικά παρενοχλήσεων, που σημειώνονται καθημερινά στον κλάδο μας – μολονότι αυτά σπάνια καταγράφονται. Η τελευταία αυτή διαπίστωση εκτιμώ ότι αντικατοπτρίζει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια δικηγόρος σήμερα. Η έλλειψη συλλογικών δομών, που μπορούν να σταθούν ως ασπίδα προστασίας απέναντι στις ανισότητες, τις διακρίσεις και τις παρενοχλήσεις είναι ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα.
Πάντως, με μια αισιόδοξη νότα, ήδη για εμάς είναι ελπιδοφόρα η ίδρυση πρωτοβάθμιων σωματείων μισθωτών δικηγόρων, που με τη συνεισφορά όλων μας μπορούν και πρέπει να εντάξουν στη δράση και την πρακτική τους την καταπολέμηση των έμφυλων διακρίσεων στους χώρους εργασίας μας».

Μπορεί οι γυναίκες να ξεκινούμε ως ισχυρή πλειοψηφία στις νομικές σχολές, όμως ακόμη και σήμερα υποεκπροσωπούμαστε στη δικηγορία «υψηλών αξιώσεων», και στις μεγαλύτερες ηλικίες, σημειώνει η Μαρία Αποστολάκη, δικηγόρος με εξειδίκευση σε υποθέσεις έμφυλης βίας. Εξηγώντας πως αιτιολογεί αυτό το παράδοξο, αναφέρει: «Η πίεση των ανεξέλεγκτων ωραρίων, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της οικογενειακής ζωής, αναγκάζει πολλές συναδέλφισσες να αποχωρήσουν από τη μάχιμη δικηγορία, αναζητώντας πιο ήπια περιβάλλοντα εργασίας. Ακόμη όμως και αν η μητρότητα δεν είναι επιλογή για πολλές, έντονο παραμένει το στερεότυπο πως η δικηγορία (θα) πρέπει να συνοδεύεται από «ανδρικά» – μάτσο χαρακτηριστικά και συμπεριφορές : επιθετικότητα, προσβολές, ακόμη και τσαμπουκάδες».
«Έντονο παραμένει το στερεότυπο πως η δικηγορία απαιτεί “μάτσο” χαρακτηριστικά: επιθετικότητα, προσβολές, ακόμα και τσαμπουκάδες.»
«Πόσες φορές δεν υιοθετήσαμε εναν ρόλο κατα κανόνα ανοίκειο και ενοχλητικό, απλώς και μόνο για να αντεπεξέλθουμε στην απαξίωση, ακόμα και στον σεξισμό, από συναδέλφους, δικαστικούς λειτουργούς και πελάτες;» αναρωτιέται. Και όσο πιο νέα, μάλιστα, τόσο πιο «δεκτική» για όλα αυτά μια δικηγόρος.
Συχνά ξεχνάμε τον υποδόριο σεξισμό, που δεν διακρίνεται εύκολα αλλά εμπεριέχεται σε αθώες καθημερινές πρακτικές. Η κ. Αποστολάκη, με 20 χρόνια εμπειρίας στο επάγγελμα, μοιράζεται σχετικό περιστατικό. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως, σε πολύ νεαρή ηλικία, άνδρας συνάδελφος του γραφείου – και μάλιστα μπροστά σε πελάτη – μού ζήτησε να πάω να αγοράσω χαρτί υγείας από το σούπερ μάρκετ!». Θυμάται, επίσης, πως μέχρι τα 40 της, πολλοί άγνωστοι άνδρες συνάδελφοί της απευθύνονταν στον ενικό και, όταν εξέφραζε τη εύλογη δυσφορία της, η απάντηση ήταν: «Μα, μικροδείχνεις!».
«Δεν θα ξεχάσω, όμως, και πως όσο ήμουν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και εργαζόμουν μέχρι τέλους, ήταν άνδρες συνάδελφοι – και όχι γυναίκες – που μου παραχωρούσαν τη θέση τους στις ουρές των δικαστηρίων και των δημόσιων υπηρεσιών. Όχι από αλληλεγγύη, αλλά επειδή με αντιμετώπιζαν ως άρρωστη ή, εν πάση περιπτώσει, ευάλωτη».
«Τελικά, τι στο καλό θέλετε;» Η κ. Αποστολάκη απαντά: «Δεν θέλουμε απαραίτητα να μας αναγνωρίζεται πανηγυρικά πως είμαστε πολλαπλάσια άξιες που κάνουμε αυτό το επάγγελμα. Θέλουμε, όμως, επιτέλους, να αποδομηθούν τα έμφυλα στερεότυπα, οι καθιερωμένοι ρόλοι και απεικονίσεις των φύλων στη δημόσια ζωή, καθώς και να σταματήσει ο καθημερινός σεξισμός και οι διακρίσεις στο χώρο της εργασίας μας αλλά και στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό θα αποτελούσε, πράγματι, μια έκφανση ουσιαστικής ισότητας των φύλων».
Την ίδια στιγμή, η υποεκπροσώπηση των γυναικών δεν περιορίζεται μόνο στις ηγετικές θέσεις του κλάδου, αλλά επεκτείνεται και στη συνδικαλιστική τους παρουσία
Οι γυναίκες δικηγόροι είναι αριθμητικά παρούσες, βρίσκονται όμως σε θέσεις που διαμορφώνουν πολιτικές και μάχονται για τα εργασιακά τους δικαιώματα; Και αυτό με οδηγεί στην εύλογη απορία: πόσο εύκολο είναι να συνδικαλίζεται μια νέα δικηγόρος; Η Θεοδώρα-Ηλιάνα Παπαχαραλάμπους, με την εμπειρία της ως Αντιπροέδρου της Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών (Ε.Α.Ν.Δ.Α.), μιλά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη συνδικαλιστική δράση και για τους λόγους που συχνά τις αποθαρρύνουν από την ενεργό συμμετοχή.
«Πέραν της αναντίρρητης αντιξοότητας να εξευρεθεί ισορροπία μεταξύ οικογενειακής και επαγγελματικής-συνδικαλιστικής ζωής, λόγω της υπέρμετρης ευθύνης που συνεχίζουν να φέρουν οι γυναίκες και των πιέσεων που πολλάκις δέχονται για το “ποιος είναι ο ρόλος τους στην κοινωνία”, θεωρώ ότι ο τρόπος λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργάνων και τα επικρατούντα πρότυπα περί συνδικαλισμού δημιουργούν επιπρόσθετα αντικίνητρα», εξηγεί η Ηλιάνα. «Σαφέστερα, το κλίμα έντονου ανταγωνισμού και οι παρασκηνιακές ωσμώσεις, που συχνά αποτελούν την κανονικότητα και όχι την εξαίρεση, συγκαταλέγονται στα γεγονότα που απωθούν τις γυναίκες να ασχοληθούν με το συνδικαλιστικό κίνημα», συνεχίζει. Παράλληλα, η συχνή αντίληψη ότι ο χώρος του συνδικαλισμού είναι ανδροκρατούμενος, ή ότι οφείλει να εμφορείται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αποδίδονται στο ανδρικό φύλο, αποτελεί ακόμη έναν αποτρεπτικό παράγοντα για τις γυναίκες που επιθυμούν να εμπλακούν ενεργά».
Τέλος, μια μορφή σεξισμού στον εργασιακό χώρο αποτελούν τα αρνητικά στερεότυπα, όπως με την ανάθεση «ευκολότερων» καθηκόντων. Σύμφωνα με την Ηλιάνα, «Οι προκαταλήψεις περί χαρακτηριστικών των δύο φύλων, που δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως, αποτελούν τη μία όψη των προκλήσεων. Ο δυναμισμός που επιδεικνύει μια γυναίκα γίνεται προϊόν σχολιασμού και ξενίζει τους άνδρες συναδέλφους, και σε αρκετές περιπτώσεις και τις γυναίκες συναδέλφους».
«Η άλλη όψη αφορά την ενασχόλησή μου με ένα αντικείμενο αρκετά τεχνικό, το ESG και το δίκαιο ενέργειας, το οποίο παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανδροκρατούμενο», περιγράφει. «Για παράδειγμα έχει τύχει, σε meetings, οι πελάτες να ρωτήσουν έμμεσα εάν θα συμμετέχει και κάποιος άνδρας, πέρα από εμένα».
«Κατά συνέπεια», αναφέρει, «υπάρχει μια διαρκής απαίτηση να αποδεικνύω την εις βάθος γνώση μου στο αντικείμενο, την κατανόηση των τεχνικών ορολογιών, καθώς και την ικανότητά μου να συνεργάζομαι αποτελεσματικά με επαγγελματίες του χώρου».