Όταν σκεφτόμαστε τη λέξη μόδα, γρήγορα μας «έρχονται στο νου» εικόνες από ρούχα, brands, πασαρέλες και βιτρίνες μαγαζιών. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα σκεφτούμε το Δίκαιο Μόδας, τον κλάδο Δικαίου που συνδυάζει την δημιουργικότητα και την καινοτομία με τις νομικές ρυθμίσεις. Γιατί, όμως, αρχίζει να αποκτά τόσο μεγάλη δημοτικότητα ο συγκεκριμένος τομέας; Είναι απλό, η βιομηχανία της μόδας είναι ένα διατομεακό φαινόμενο, γεμάτο ιδιαιτερότητες, μα και μεγάλης οικονομικής και ανταγωνιστικής αξίας, ιδιαίτερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η κατανόηση του νομικού υπόβαθρου των εύθραυστων αυτών ισορροπιών είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των οίκων μόδας, των σχεδιαστών και των δημιουργημάτων τους.
Το NB Daily ζήτησε από τον Σπύρο Σιπέτα, υποψήφιο Διδάκτωρα στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης στο Δίκαιο Διανοητικής Ιδιοκτησίας, να εξηγήσει τις νομικές προεκτάσεις της προστασίας της δημιουργικής εργασίας. Με αφορμή τη συζήτηση για τις τάσεις που επικρατούν στον χώρο, γίνεται σαφές ότι η προστασία των σχεδίων μόδας, των σημάτων και των εμπορικών ταυτοτήτων δεν αποτελεί μία απλή νομική απαίτηση, αλλά μία κρίσιμη στρατηγική για την ανάπτυξη και βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Μία νέα τάση δημιουργείται στον χώρο του Δικαίου της Μόδας, και αυτή είναι η κατοχύρωση ενός χρώματος. Πόσο εύκολη είναι αυτή η διαδικασία σε πρακτικό επίπεδο και ποια είναι η αξία μιας τέτοιας νομικής δυνατότητας για τη δυναμική ενός brand;
Πράγματι, η κατοχύρωση χρωμάτων ως διακριτικών γνωρισμάτων αποτελεί μία πάγια πρακτική – ιδιαίτερα στο χώρο της μόδας – που τα τελευταία χρόνια λαμβάνει ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως λόγω της πιο «δημιουργικής» χρήσης αυτών, ως στοιχείων της ταυτότητας ενός brand. Σημαντικός αριθμός μεγάλων οίκων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το πορτοκαλί του οίκου Hermés και το Tiffany Blue (Tiffany’s & Co), έχουν καταφέρει, μέσα στα χρόνια, όχι μόνο να καθιερώσουν στην αγορά, αλλά και να καταχωρίσουν ως εμπορικά σήματα ορισμένα χρώματα που έχουν ταυτιστεί με το brand τους. Πρόσφατες αντίστοιχες προσπάθειες από Gucci και Burberry για καθιέρωση των «Gucci Rosso Ancora» και «Burberry Knight Blue» αντίστοιχα, παρότι δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν τα στρατοσφαιρικά επίπεδα αναγνώρισης των προαναφερθέντων, αποτελούν αξιοθαύμαστες προσπάθειες, ιδίως λόγω των μέσων που χρησιμοποίησαν για την εξάπλωση των επίδοξων διακριτικών τους χρωμάτων.
Τώρα, προκειμένου να γίνει δεκτή η καταχώριση ενός χρώματος ως εμπορικού σήματος, απαιτείται η απόδειξη επίκτητης διακριτικής ικανότητας, βάσει του άρθρου 7 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001. Με άλλα λόγια, επειδή τα χρώματα δεν διαθέτουν εγγενώς διακριτική ικανότητα, ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι οι καταναλωτές το αντιλαμβάνονται ως ένδειξη εμπορικής προέλευσης μέσω της χρήσης του στην αγορά. Εντούτοις, ενώ η δυνατότητα καταχώρισης ενός χρώματος ως εμπορικό σήμα είναι αδιαμφισβήτητη, κατόπιν της υπόθεσης-ορόσημο Libertel, η (αυστηρή) προϋπόθεση προσκόμισης αποδείξεων για την απόκτηση διακριτικής ικανότητας αποτελεί συχνά μία πρόκληση. Εξαίρεση σε αυτό δεν αποτελούν ούτε οι μεγάλοι οίκοι. Σκεφτείτε το γνωστό μοτίβο σκακιέρα του οίκου Louis Vuitton, το ονομαζόμενο «Damien Azur». Ο μακροχρόνιος δικαστικός αγώνας του οίκου για καταχώριση του μοτίβου ως εμπορικού σήματος, επί τη βάσει επίκτητης διακριτικής ικανότητας, ολοκληρώθηκε με την τελική απόρριψη της αίτησής του από το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί, ότι στο πλαίσιο διαφορετικών προσεγγίσεων από την οπτική του marketing, η νομική προστασία των χρωμάτων δεν αποτελεί το κύριο ζητούμενο για όλα τα brands ανεξαιρέτως.
Πως εξηγείται κάτι τέτοιο;
Στην αγορά των προϊόντων πολυτελείας, για παράδειγμα, ο κύριος στόχος συχνά είναι η εξασφάλιση αποκλειστικότητας, που επιτυγχάνεται μεταξύ άλλων μέσω της απόκτησης μονοπωλίου επί συγκεκριμένου χρώματος. Από την άλλη, όταν αναφερόμαστε στην ταυτότητα ενός brand, όπως εκείνο ενός καλλιτέχνη που συνδέει τα έργα ή τα προϊόντα του με ένα χρώμα, η πιο κερδοφόρα και στρατηγική προσέγγιση ενδέχεται να διαφέρει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «brat» της Charli xcx, η οποία καθιέρωσε μια συγκεκριμένη απόχρωση πράσινου ως διάδοχο του «barbie pink» για το καλοκαίρι του 2024. Η μέθοδος που ακολούθησε, ωστόσο, ίσως να μοιάζει αντιφατική από τη σκοπιά του δικαίου των σημάτων: πρόκειται για μία περίπτωση, όπου αντί της μονοπώλησης του χρώματος, επιδιώχθηκε η ευρεία υιοθέτησή του, προκειμένου να επιτρέψει στην τάση που πυροδότησε να εξελιχθεί σε πολιτιστικό φαινόμενο. Η υιοθέτηση αυτής της «ελεύθερης χρήσης» του χρώματος, τόσο από μεγάλες μάρκες που προσπάθησαν να προωθήσουν και να επαναπροσδιορίσουν τα πράσινα προϊόντα τους ως «brat-coded», όσο και από το ίδιο το κοινό, κατά κάποιο τρόπο ενίσχυσε την αφοσίωση των καταναλωτών στο brand που δημιουργήθηκε γύρω από το brat, λόγω αυτής της αίσθησης συμμετοχής στο συγκεκριμένο «πολιτιστικό κίνημα» της Gen-Z.
Το upcycling δείχνει να κερδίζει έδαφος στον τομέα της βιώσιμης μόδας. Με άλλα λόγια, η δημιουργική επαναχρησιμοποίηση, η οποία αναφέρεται στη διαδικασία μετατροπής των απορριμμάτων ή άχρηστων υλικών σε νέα αντικείμενα, υψηλότερης αξίας. Η τακτική αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει και νομικές επιπλοκές – πέρα από τα όποια περιβαλλοντικά οφέλη;
Το upcycling είναι, όντως, μία πρακτική πολλά υποσχόμενη στο ευρύτερο πνεύμα προώθησης της κυκλικής οικονομίας στη βιομηχανία της μόδας, που αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επόμενη δεκαετία, ιδίως στο πλαίσιο του Green Deal. Είναι γεγονός ότι η επαναχρησιμοποίηση υλικών, μόνο θετικό αντίκτυπο μπορεί να έχει από περιβαλλοντική άποψη, δεδομένου και ότι συνδυάζεται με τη μείωση των υφαντουργικών αποβλήτων (textile waste) – ένα από τα βασικά ζητήματα προς επίλυση προκειμένου να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα upcycling αναπαράγουν προστατευόμενα σχέδια ή σήματα, εγείρονται σημαντικά νομικά ζητήματα.
Μια πιθανή άμυνα για τους upcyclers είναι η αρχή της ανάλωσης (doctrine of exhaustion), η οποία επιτρέπει τη χρήση προϊόντων που έχουν ήδη εισαχθεί νόμιμα στην αγορά. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτής της άμυνας μειώνεται, όταν τα προϊόντα έχουν υποστεί σημαντική μεταποίηση, καθώς ενδέχεται να θεωρηθεί ότι δημιουργούν νέα έργα ή προϊόντα, μη καλυπτόμενα από την ανάλωση. Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί ότι τα σήματα που επανεμφανίζονται στα προϊόντα upcycling συχνά έχουν καθαρά διακοσμητικό ρόλο και δεν λειτουργούν ως ένδειξη εμπορικής προέλευσης. Ωστόσο, το ΔΕΕ στην υπόθεση Adidas/Marca έκρινε ότι, ακόμη και όταν ένα διακριτικό γνώρισμα έχει διακοσμητική θέση, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος οι καταναλωτές να θεωρήσουν ότι υπάρχει οικονομικός σύνδεσμος με τον κάτοχο του σήματος.
Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της περιβαλλοντικής κρίσης, είναι κεντρικής σημασίας η ενθάρρυνση πρακτικών τέτοιου είδους, μέσω της ανάπτυξης νομικών λύσεων που μπορούν να εξισορροπούν την περιβαλλοντική προστασία (άρθρο 37 ΧΘΔ), με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρο 17 παρ. 2 ΧΘΔ). Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 52 ΧΘΔ), περιορισμοί στα δικαιώματα αυτά επιτρέπονται μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και εξυπηρετούν στόχους γενικού συμφέροντος, όπως η βιωσιμότητα. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η αναπαραγωγή προστατευόμενων σχεδίων ή σημάτων στο πλαίσιο του upcycling είναι πράγματι αναγκαία ή υποδεικνύει πάντοτε μία υποβόσκουσα βούληση για προσπορισμό αθέμιτου οφέλους εις βάρος ενός σήματος φήμης ή μίας πρωτότυπης δημιουργίας. Αυτό απαιτεί εξέταση κατά περίπτωση (in concreto), λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη λειτουργία του προϊόντος όσο και το δημόσιο συμφέρον.
Κατά την προσωπική σας κρίση, ποια δικαστική απόφαση των τελευταίων χρόνων ξεχωρίζετε ως ορόσημο για την ερμηνευτική προσέγγιση ζητημάτων νομικής προστασίας των σχεδίων μόδας;
Παρότι η υπόθεση Cofemel (C-683/17) δεν είχε το ριζοσπαστικό χαρακτήρα που πολλοί της πίστωσαν, θεωρώ ότι παραμένει μία από τις πιο σημαντικές στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, αναφορικά με τα έργα εφαρμοσμένης τέχνης εν γένει. Η εν λόγω απόφαση ξεκαθάρισε ότι η πρωτοτυπία είναι η μόνη αναγκαία και επαρκής προϋπόθεση για την προστασία έργων, μέσω πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά την Οδηγία 2001/29 (InfoSoc). Οποιαδήποτε επιπλέον απαίτηση, όπως «καλλιτεχνική αξία», αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο. Το κριθέν έχει ιδιαίτερη σημασία για χώρες των οποίων οι εθνικές νομοθεσίες επιβάλλουν τέτοιες πρόσθετες προϋποθέσεις (π.χ. Ιταλία), όπου η προστασία μέσω πνευματικής ιδιοκτησίας ήταν παραδοσιακά περιορισμένη.
Ο λόγος που η απόφαση θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη είναι ότι -σύμφωνα με πολλούς- μία τέτοια πρόβλεψη (ότι δηλαδή τα κράτη-μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να υποβάλουν επιπρόσθετες προϋποθέσεις σε διαφορετικές κατηγορίες έργων) αντέβαινε στην (πλέον αναθεωρημένη) Οδηγία για την προστασία σχεδίων και υποδειγμάτων (98/71/ΕΚ), Άρθρο 17 πρόταση 2, που ρητά παραχωρούσε στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να καθορίσουν τους όρους υπό τους οποίους το δίκαιό τους θα προστατεύει μέσω δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έργα που προστατεύονται επίσης ως βιομηχανικά σχέδια. Ωστόσο, όπως επιβεβαιώθηκε στην Kwantum (C-227/23), κάτι τέτοιο ποτέ δεν ίσχυε.
Το ζήτημα της προστασίας των έργων εφαρμοσμένης τέχνης μέσω πνευματικής ιδιοκτησίας παραμένει ασαφές σε εθνικά δικαστήρια, αλλά οι εκκρεμείς υποθέσεις Mio (C-580/23) και Κonektra (C-795/23) αναμένεται να ολοκληρώσουν την εναρμόνιση που ξεκίνησε η Cofemel. Εάν αυτή η εναρμόνιση επιτευχθεί, οι σχεδιαστές θα μπορούν να βασίζονται με ασφάλεια στην πνευματική ιδιοκτησία ως μέσο προστασίας των έργων τους, αντί της πιο περιορισμένης προστασίας που παρέχεται από το δίκαιο των βιομηχανικών σχεδίων, εξασφαλίζοντας ουσιώδη πλεονεκτήματα όπως μακροχρόνια προστασία (70 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού) και ευρύτερη κάλυψη για μη καταχωρισμένα έργα.
Ποιες πρακτικές συνέπειες θεωρείτε ότι έχει η καθιέρωση της δυνατότητας να προστατεύονται τα σχέδια μόδας μέσω του Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας, για την ενίσχυση των μικρών και ανερχόμενων σχεδιαστών;
Τα προκαταβολικά κόστη, που συνεπάγεται η καταχώριση σχεδίων, συχνά λειτουργούν αποτρεπτικά για μικρότερους σχεδιαστές. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί πρόβλημα για την προστασία μέσω πνευματικών δικαιωμάτων, η οποία επέρχεται αυτόματα με τη δημιουργία των σχεδίων. Επομένως, η θέση τους στη βιομηχανία θα μπορούσε να βελτιωθεί σημαντικά.
Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να οδηγήσει και η εκ μέρους τους αξιοποίηση διατάξεων που ευνοούν, εν γένει, τους δημιουργούς. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι η θέση των ανερχόμενων ή «ανώνυμων» σχεδιαστών παραμένει μειονεκτική, ακόμη και όταν εργάζονται για μεγάλους οίκους, η ενεργοποίηση των μηχανισμών που παρέχει η Οδηγία (EE) 2019/790 (DSM) στους δημιουργούς, έναν τίτλο που πλέον φέρουν και οι σχεδιαστές, θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Σε περίπτωση που π.χ. ένα σχέδιο τους αποδειχθεί best-seller, έχουν πλέον τη δυνατότητα να επιδιώξουν αναδιαπραγμάτευση της πληρωμής τους για αυτό, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 18. H πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων του Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας, λοιπόν, μπορεί όχι μόνο να ενισχύσει τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας της μόδας, αλλά και να συμβάλλει στην εξισορρόπηση των δυναμικών της, προσφέροντας μεγαλύτερη στήριξη στους ανερχόμενους και μικρότερους σχεδιαστές.
Αναφερθήκατε στη βιωσιμότητα της μόδας. Πιστεύετε ότι ο επαναπροσδιορισμός των ορίων της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να συμβάλλει στην προώθηση μιας πιο «ηθικής» και eco-friendly μόδας;
Η αλήθεια είναι πως εάν οι δυνατότητες που παρέχει το Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας αξιοποιούνταν στο μέγιστο, το μέλλον της βιομηχανίας θα μπορούσε να βελτιωθεί σε πάρα πολλούς τομείς. Έχει ακουστεί ο ισχυρισμός ότι η βιομηχανία της μόδας λειτουργεί σε ένα συνειδητά χαμηλό επίπεδο άσκησης πνευματικών δικαιωμάτων, λόγω του ότι η αντιγραφή οδηγεί σε πιο σύντομους κύκλους ζωής των trends. Φυσικά, αυτό προωθεί την υπερκατανάλωση και, τελικά, επιφέρει μεγαλύτερα κέρδη στην βιομηχανία. Αυτή η θεωρία, η λεγόμενο «Piracy Paradox», που αναπτύχθηκε στην Αμερική από τους Raustiala & Sprigman (και έχει αναιρεθεί σε μεγάλο βαθμό ακόμη και στη γενέτειρά της) μπορεί πλέον να δοκιμαστεί και στην Ευρώπη, δεδομένου ότι η προστασία μέσω πνευματικών δικαιωμάτων αποτελεί μετά την Cofemel μία πιο ρεαλιστική επιλογή. Έχει υποστηριχθεί από αρκετούς σχολιαστές πως μία πιο εντατική άσκηση πνευματικών δικαιωμάτων απέναντι σε εταιρίες fast fashion, που τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην αντιγραφή, θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά στο μετριασμό της υπερκατανάλωσης και ως εκ τούτου να έχει θετική επιρροή στη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα.