Η τεχνητή νοημοσύνη και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελούν τα δύο από τα πιο καυτά διακυβεύματα της εποχής μας. Τουλάχιστον έτσι μας αρέσει να επιβεβαιώνουμε σε όλους τους τόνους στις διάφορες δημόσιες συζητήσεις. Αμφότερα -δίχως αμφιβολία- και χωρίς αναβολές διεκδικούν ουσιαστικές λύσεις από πρόσωπα που χαράσσουν την πολιτική στα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα. Η σύγκριση, ωστόσο, στη σχετική νομική συζήτηση, είναι σχετικά ανισομερής. Και αυτό διότι οι προβολείς είναι ως επί το πλείστον στραμμένοι στο πώς θα τιθασεύσουμε με νομοθετικές πρωτοβουλίες τις απειλές που η τεχνητή νοημοσύνη κομίζει, όπως και στο πώς οι εφαρμογές της μπορούν να βελτιώσουν ή και να θέσουν εκποδών τους δικηγόρους, ακόμη και τα πρόσωπα που απονέμουν το δίκαιο, τους δικαστές. Η τεχνητή νοημοσύνη μας συναρπάζει περισσότερο. Η γοητεία της έγκειται στο γεγονός ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστεί είτε με όρους δαντικής «Κόλασης» είτε και με όρους που προσιδιάζουν στην όποια «Γη της Επαγγελίας». Πώς θα μπορούσαν, ωστόσο, τα περιβαλλοντικά ζητήματα να «απεγκλωβιστούν» από το παραπάνω δίπολο, όταν οι κλιματικοί στόχοι ορίζονται με δύσκολες διαπραγματεύσεις για να καταπατηθούν με αυτοπεποίθηση;
Το ολοένα και πιο δύσκολο βίωμα που φέρνει μαζί του το κάθε νέο καλοκαίρι, θα μπορούσε ίσως να είναι μια απάντηση για να αποφευχθεί η ανισομέρεια της παραπάνω συζήτησης. Όμως, υπάρχει και μία ακόμη -πιο πειστική- απάντηση, η οποία δόθηκε στις 9 Απριλίου από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, με μία ιστορικής ακτινοβολίας απόφαση, μετά την προσφυγή που ασκήθηκε από ένωση ηλικιωμένων για την προστασία του κλίματος σε βάρος της Ελβετίας, επειδή η δεύτερη δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να προστατεύσει τις ηλικιωμένες κυρίες από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, κυρίως από τους ακραίους καύσωνες. Πιο συγκεκριμένα, το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ελβετική κυβέρνηση παραβίασε το δικαίωμα των «KlimaSeniorinen» για την προστασία στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθότι απέτυχε να θέσει φραγμούς στις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, επιβαρύνοντας την ποιότητα ζωής ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μάλιστα ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε την ίδια ημέρα άλλες δύο προσφυγές, μεταξύ των οποίων η μία αφορούσε έξι νεαρούς Πορτογάλους, οι οποίοι στρέφονταν κατά 32 χωρών, και μία δεύτερη που αφορούσε έναν πρώην Γάλλο δήμαρχο, ο οποίος στρεφόταν κατά της γαλλικής κυβέρνησης, επειδή δεν έλαβε πιο φιλόδοξα μέτρα για την άμβλυνση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Εντούτοις, κρίθηκε ότι οι υποθέσεις δεν πληρούσαν τα κριτήρια του παραδεκτού, με αποτέλεσμα να μην εξεταστούν επί της ουσίας, κάτι που βέβαια δεν στάθηκε αρκετό για να κάμψει το ηθικό των προσφευγόντων. «Το πιο σημαντικό είναι ότι το δικαστήριο είπε στην υπόθεση των Ελβετών γυναικών ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να μειώσουν περισσότερο τις εκπομπές τους για να προστατεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα», σημείωσε η 19χρονη Σοφία Ολιβέιρα, μία από τις προσφεύγουσες στην υπόθεση της Πορτογαλίας, υποστηρίζοντας επιπλέον με έμφαση ότι «η νίκη τους είναι νίκη και για εμάς, και νίκη για όλους».
Η σημαντική απόφαση του ΕΔΔΑ στην οποία πρωτοστάτησαν οι γιαγιάδες δεν ήρθε σε συνθήκες νηνεμίας, αντιθέτως είχαν προηγηθεί αρκετές κλιματικές διαφορές και αποφάσεις οι οποίες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις, ώστε το Ευρωδικαστήριο να πραγματοποιήσει το τολμηρό αυτό βήμα στη νομολογία του.
Σημειώνεται ότι το 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας ανάγκασε τις Κάτω Χώρες να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 25%, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 2021, το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για την αποτυχία της να εκπληρώσει πλήρως τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει όσον αφορά τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, υποχρεώνοντάς την να καταβάλει το συμβολικό ποσό του 1 ευρώ ως αποζημίωση για «ηθική προκατάληψη», συνήθης πρακτική στη Γαλλία. Την ίδια μάλιστα χρονιά, στις 24 Μαρτίου, τη σκυτάλη έλαβε το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι ο γερμανικός νόμος για την κλιματική αλλαγή είναι εν μέρει αντισυνταγματικός, διότι έριχνε μεγάλο μέρος του βάρους της μείωσης των εκπομπών στις μελλοντικές γενιές, αναγορεύοντας την προστασία του κλίματος σε συνταγματική υποχρέωση. Πίσω από την σκέψη του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, εντοπίζει κανείς ένα αίτημα διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης. Ακόμη και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ακριβέστερα στη βορειοδυτική πολιτεία της Μοντάνα των ΗΠΑ, κατόπιν αγωγής που ασκήθηκε από περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον Αύγουστο του 2023 έκρινε ότι η χρήση ορυκτών καυσίμων, χωρίς προηγουμένως να αξιολογούνται οι επιπτώσεις τους στη δημόσια υγεία, παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα των εναγόντων σε ένα καθαρό και υγιές περιβάλλον. Και ακόμη πιο πρόσφατα, στις 21 Μαΐου του τρέχοντος έτους, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, έπειτα από αίτημα για συμβουλευτική γνωμοδότηση από την Επιτροπή Μικρών Νησιωτικών Κρατών για την Κλιματική Αλλαγή και το Διεθνές Δίκαιο, έναν συνασπισμό εθνών με επικεφαλής την Αντίγκουα και Μπαρμπούντα της Καραϊβικής και τη νησιωτική χώρα Τουβαλού του Ειρηνικού, τόνισε ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αποτελούν θαλάσσια ρύπανση, καλώντας τα μέρη της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας να αναλάβουν δράση.
Οι αποφάσεις των δικαστών θα αποτελέσουν “game changer” για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Η καταδίκη, συνεπώς, της Ελβετίας και η συνακόλουθη δικαίωση των γιαγιάδων δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από απτή απόδειξη ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου, παρακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις αλλά και την ανάγκη να αναλάβουν και οι δικαστές τις δικές τους ευθύνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, διανύει περίοδο ωρίμανσης, προσπαθώντας να διαφυλάξει δικαιώματα που η εκθετική αύξηση των απειλών της κλιματικής αλλαγής θέτει υπό διακινδύνευση. Βέβαια, το πιο βασικό είναι ότι η απόφαση, παρά το χαριτωμένο ιστορικό της, δεν έχει συμβολική αξία και κυρίως δεν συνιστά πράξη δικαστικού ακτιβισμού για την οποία κατηγορήθηκε το ΕΔΔΑ από το ελβετικό κοινοβούλιο κατά την καταψήφιση της απόφασης. Η αμηχανία που προκάλεσε η απόφαση εντοπίζεται στη δήλωση ότι η απόφαση υπερέβη τα εσκαμμένα, αγνοώντας τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ελβετίας, όπως επίσης και στις διατυπώσεις κοινοβουλευτικών εκπροσώπων ότι δεν θα γίνουν «κομπάρσοι» στα κελεύσματα των ευρωπαίων δικαστών.
Παρά την εμφανή αμηχανία του ελβετικού Κοινοβουλίου, η καταδικαστική απόφαση θέτει ένα προηγούμενο που μπορεί να αξιοποιηθεί από τους ευρωπαίους πολίτες. Διαμορφώνει, για την ακρίβεια, ένα σημαντικό νομικό επιχείρημα με βάση το οποίο μπορεί να ασκηθεί μεγαλύτερη, δικαστική πλέον πίεση σε χώρες οι οποίες με τις πολιτικές τους δεν υπηρετούν τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Έννοιες πλέον όπως εκείνη της κλιματικής δικαιοσύνης αλλά και του θύματος της κλιματικής κρίσης δοκιμάζονται ερμηνευτικά στον απόηχο της ελβετικής καταδίκης η οποία, όπως φαίνεται, ενδέχεται -αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα- να αποτελέσει τον πλέον κατάλληλο οδηγό ώστε και άλλα ευρωπαϊκά κράτη, στο νομολογιακό δρόμο που προσφάτως φιλοτεχνήθηκε, να καταδικαστούν για τις παραλείψεις τους.
Πόσο θα επηρεάσουν την ελληνική Δικαιοσύνη οι εξελίξεις;
Ερχόμενοι στα καθ’ ημάς, στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί νομολογία, προς το παρόν τουλάχιστον, που να αφορά άμεσα την κλιματική αλλαγή και τον περιορισμό των συνεπειών της. Η συζήτηση κινείται προς ώρας σε ένα πιο διευρυμένο επίπεδο στα παραδοσιακά πλαίσια των περιβαλλοντικών δικών. Ομολογουμένως, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδίως του Ε’ Τμήματος, σε υποθέσεις με περιβαλλοντικό πρόσημο, έχει λειτουργήσει αρκετές φορές ως «ασπίδα» σε επιβαρυντικές για το περιβάλλον πρακτικές, διευρύνοντας την έννοια του εννόμου συμφέροντος.
Για παράδειγμα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί ότι το έννομο συμφέρον μπορεί να επεκτείνεται όχι μόνο σε όσους ζουν εντός του Δήμου που επηρεάζεται από την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, αλλά και σε γειτονικούς Δήμους που συνορεύουν άμεσα. Επίσης, μπορεί να καλύπτει και περιοχές οι οποίες δεν γειτνιάζουν άμεσα και βρίσκονται σε σχετική απόσταση, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται άμεση βλάβη. Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι η ερμηνεία του εννόμου συμφέροντος δεν φτάνει σε σημείο ώστε η αίτηση ακύρωσης να καταστεί «όχημα» λαϊκών αγωγών (actio popularis). Αντιθέτως ο αιτών, πρέπει να αποδεικνύει μια ειδικότερη ιδιότητα που θίγεται, πέρα από την απλή ιδιότητα του πολίτη.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι κατά το ελληνικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης το έννομο συμφέρον των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπου οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ αποτελούν τις συνηθέστερες περιπτώσεις, είναι ιδιαίτερα διευρυμένο σε σχέση με άλλες έννομες τάξεις (π.χ. Γερμανία και Αυστρία). Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν αναγνωρίζει μόνο την προσβολή δικαιώματος, αλλά και το έννομο συμφέρον ως διαδικαστική προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής, με αποτέλεσμα να θεωρεί παραδεκτές και τις αιτήσεις ακύρωσης τρίτων προσώπων των οποίων θίγονται απλώς έννομα συμφέροντα και όχι δικαιώματα. Επομένως, το έννομο συμφέρον ενός νομικού προσώπου δεν εξαρτάται τόσο από την γειτνίαση, δηλαδή τον τόπο της έδρας του νομικού προσώπου, όπως συμβαίνει στα φυσικά πρόσωπα, αλλά από τον περιγραφόμενο σκοπό, έτσι όπως αυτός αποτυπώνεται στο καταστατικό του, δηλαδή την προστασία του περιβάλλοντος.
Ακόμη, η επαγρύπνηση του διοικητικού δικαστή σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος διαφαίνεται και από την τάση επέκτασης του δικαιώματος άσκησης αγωγής αποζημίωσης για οποιαδήποτε υλική ή ηθική βλάβη έχει υποστεί ο ενάγων από τη δράση ή την παράλειψη κάποιου κρατικού οργάνου, σεβόμενος έτσι τη βασική ενωσιακή αρχή ότι «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Τέλος, επισημαίνεται ότι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των περιβαλλοντικών υποθέσεων αποτελεί ο (συχνά) τεχνικός τους χαρακτήρας, ο οποίος εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου. Πράγματι, ιδίως την τελευταία εικοσαετία, παρατηρείται μια αύξηση της πολυπλοκότητας των τεχνικών ζητημάτων που εγείρουν οι σχετικές υποθέσεις, με αποτέλεσμα η διαχείριση αυτής της νέας πραγματικότητας να αποτελεί μια μείζονα πρόκληση για το ελληνικό δικαστικό σύστημα, στην οποία καλείται το ίδιο με επιτυχία να ανταποκριθεί, ώστε να μην οδηγηθούμε στο ανέλεγκτο της διοικητικής δράσης ως προς τα ουσιώδη και καίρια σημεία.
Το ενδιαφέρον για τις κλιματικές διαφορές ολοένα και ενισχύεται. Η περίπτωση της Ελλάδας ασφαλώς και δεν αποτελεί εξαίρεση. Η στάση που σε πολλά ζητήματα θα κρατήσει η ελληνική νομολογία αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Η συνέχεια, λοιπόν, στα δικαστήρια.