Ήταν Σάββατο 6 Δεκεμβρίου του 2008. Εξάρχεια, Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Η φραστική αντιπαράθεση ανάμεσα στον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα και έναν άοπλο έφηβο στάθηκε αρκετή για να χάσει ο μικρός τη ζωή του. Ο Κορκονέας θα πυροβολήσει με το υπηρεσιακό του περίστροφο τρεις φορές. Αστυνομικός σε ρόλο αντιήρωα…
Το NB Daily ανασύρει από το αρχείο του άρθρο του καθηγητή Γιάννη Α. Τασόπουλου για την αστυνομική εξουσία και το πρόβλημα της απόδειξης, ως ιδιότυπο μνημόσυνο σε ένα αθώο παιδί: τον Αλέξη Γρηγορόπουλο.
Το άρθρο του κ. Τασόπουλου έχει αντληθεί από το νομικό περιοδικό «Συνήγορος», επιγράφεται «Ασφάλεια δικαίου και δυνατότητα απόδειξης κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας» και έχει ως εξής:
Η αστυνοµική εξουσία δεν αποτελεί παραδοσιακό πεδίο µελέτης του συνταγµατικού δικαίου. Αυτό εξηγείται από ιστορικούς κυρίως λόγους. Για µεγάλο χρονικό διάστηµα (ως το 1986) οι θεµελιώδεις κανόνες του παιγνιδιού, από τις βουλευτικές εκλογές ως την εφαρµογή της δεδηλωµένης και τις εξουσίες του αρχηγού του κράτους, δεν είχαν ακόµη παγιωθεί µε αποτέλεσµα εκεί να αφιερώνεται όλη η προσοχή και το ενδιαφέρον. Ήδη το κεντρικό συνταγµατικό ερώτηµα «ποιος κυβερνά;» έχει απαντηθεί στον πρωθυπουργοκεντρικό κοινοβουλευτισµό µας. Μπορούµε πλέον να στραφούµε σε επόµενα σπουδαία ζητήµατα όπως οι σχέσεις του κράτους µε την κοινωνία.
Οι συνταγµατικές αρχές
Η σχέση αστυνοµίας και κοινωνίας αποτελεί κρίσιµη όψη της σχέσης του κράτους µε την κοινωνία. Η αστυνοµία βρίσκεται στον πυρήνα της κρατικής ισχύος και ασκεί το µονοπώλιο της νόµιµης βίας επί των πολιτών. Η άσκηση της δηµόσιας εξουσίας από την αστυνοµία συγκρούεται µε ευρύτατο φάσµα ατοµικών ελευθεριών: αξία του ανθρώπου, ισότητα και απαγόρευση διακρίσεων, ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και προσωπική ελευθερία, δικαίωµα στην πληροφόρηση, προσωπική ασφάλεια, προφυλάκιση, απαγόρευση βασανιστηρίων, άσυλο της κατοικίας, προστασία προσωπικών δεδοµένων, δικαίωµα του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, θρησκευτική ελευθερία, ελευθερία του τύπου, κινηµατογράφος, παιδεία, προστασία της ιδιοκτησίας, επίταξη, απόρρητο επιστολών, ανταπόκρισης & επικοινωνίας, δικαίωµα προηγούµενης ακρόασης, απεργία, προστασία περιβάλλοντος.
Οι αντιδράσεις για τη δηµιουργία της πανεπιστηµιακής αστυνοµίας είναι ενδεικτικές της δυσπιστίας µε την οποία πολλοί αντιµετωπίζουν την αστυνοµική εξουσία. Από νοµική άποψη ισχύουν για την αστυνοµική εξουσία οι αρχές του άρθρου 25 § 1 Σ. Οι περιορισµοί των δικαιωµάτων πρέπει να προβλέπονται από τον νόµο και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας (νοµιµότητα σκοπού, αναγκαιότητα των µέσων, στάθµιση κόστους οφέλους σε σχέση µε την επιβάρυνση στα δικαιώµατα). Ιστορικά η αστυνοµική δράση αποτέλεσε το πεδίο όπου αποκρυσταλλώθηκε η αρχή της αναλογικότητας στη Γερµανία, ενώ και το ΣτΕ έχει νοµολογήσει από νωρίς ότι αστυνοµική βία µπορεί να ασκηθεί µόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία και κατ’ εξαίρεση, επειδή λ.χ. η αστυνοµία συναντά «αντίσταση κακοποιού» (ΣΕ 343/1943). 1 Επίσης ισχύει η αρχή της αµεροληψίας και της κοµµατικής ουδετερότητας του άρθ. 29 § 3 Σ. Ως επιστέγασµα των ανωτέρω, το άρθ. 25 § 1 ορίζει ότι τα δικαιώµατα του ανθρώπου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους και όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη και αποτελεσµατική άσκησή τους.
Ιστορικά η αστυνοµική δράση αποτέλεσε το πεδίο όπου αποκρυσταλλώθηκε η αρχή της αναλογικότητας στη Γερµανία
Ο Κώδικας δεοντολογίας του αστυνοµικού (ΠΔ 254/2004, ιδίως άρθ. 2 «Συµπεριφορά κατά την αστυνοµική δράση» και άρθ. 3 «Συµπεριφορά κατά τη σύλληψη και κράτηση πολιτών») συµπληρώνει τις αρχές του Συντάγµατος µε άλλες ειδικότερες, όπως της διαρκούς ετοιµότητας και της διαρκούς διατεταγµένης υπηρεσίας, της διαφάνειας, σύνεσης, αυτοκυριαρχίας, της µη ανοχής πράξεων βασανιστηρίων ή εξευτελιστικής µεταχείρισης και της υποχρέωσης αναφοράς κάθε παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, της χρήσης των κατά το δυνατόν ηπιότερων µέσων κλπ. Σε ότι αφορά τη σύλληψη και κράτηση πολιτών, επιτρέπεται η απολύτως αναγκαία βία και η δέσµευση του συλληφθέντος µόνον όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής, ενώ ενηµερώνεται αµέσως για το λόγο της σύλληψης και κράτησής του, για τις εναντίον του κατηγορίες, τα δικαιώµατά του και για τη διαδικασία που εφαρµόζεται στην περίπτωσή του.
Από το δίκαιο στη θεωρία, στο δίκαιο στην πράξη. Νόµιµοι τύποι και διαδικασίες
Βασικό γνώρισµα της αστυνοµικής δράσης είναι ότι µεγάλο µέρος της εκδηλώνεται µε υλικές ενέργειες, αντί για την έκδοση (εγγράφων) διοικητικών πράξεων. Μάλιστα µε την πραγµάτωση των υλικών αυτών ενεργειών κατά κανόνα συντελείται και ο περιορισµός των δικαιωµάτων των πολιτών, µε την απειλή ή την άσκηση φυσικής βίας, καταστολής και καταναγκασµού. Η προσαγωγή στο αστυνοµικό τµήµα για εξακρίβωση στοιχείων συνιστά εν ταυτώ και περιορισµό της ελευθερίας κίνησης. Η έρευνα στο σακίδιο του διερχόµενου φοιτητή θίγει την ιδιωτική ζωή αλλά και το δικαίωµα στην ιδιοκτησία κατά το αρνητικό περιεχόµενο που αποκλείει επεµβάσεις τρίτων κλπ.
Στο πεδίο της πολιτικής ελευθερίας και ειδικότερα του πολιτικού λόγου, η διάκριση µεταξύ απειλής και κινδύνου είναι θεµελιώδης και η αστυνοµία οφείλει να αξιολογήσει και να σταθµίσει, ή ακριβέστερα να αντισταθµίσει το ένα στοιχείο έναντι του άλλου
Περαιτέρω µία θεµελιώδης νοµιµοποιητική έννοια της αστυνοµικής δράσης, η δηµόσια τάξη, διακρίνεται για τον αξιολογικό, µεταβλητό και αόριστο χαρακτήρα της. Προδήλως απέκτησε στον καιρό της πανδηµίας ιδιαίτερη σηµασία η έκφανση της δηµόσιας τάξης που συνδέεται µε τη δηµόσια υγεία (άρθ. 21 § 3 Σ.). Το επεισόδιο αστυνοµικής βίας στην Πλατεία Νέας Σµύρνης ξεκίνησε από αστυνοµική επέµβαση για την τήρηση των µέτρων αποτροπής της διασποράς του κορωνοϊού. Δύο βασικά κριτήρια αξιολόγησης της κατάστασης που αντιµετωπίζει η αστυνοµία αναφορικά µε τη διατάραξη της δηµόσιας τάξης είναι η απειλή και ο κίνδυνος. Τα δύο αυτά µεγέθη είναι αλληλένδετα αλλά διαφορετικά. Ο κίνδυνος είναι αποτέλεσµα της απειλής. Αλλά µία απειλή µπορεί να είναι πραγµατική τόσο από υποκειµενική άποψη, επειδή εκφράζει τη βούληση αυτού που τη διατυπώνει, όσο και αντικειµενικά, επειδή κρατά όπλο. Ενδέχεται όµως να µη δηµιουργεί κίνδυνο, επειδή λ.χ. το όπλο είναι άσφαιρο, γεγονός που αγνοεί ο δράστης.
Στο πεδίο της πολιτικής ελευθερίας και ειδικότερα του πολιτικού λόγου, η διάκριση µεταξύ απειλής και κινδύνου είναι θεµελιώδης και η αστυνοµία οφείλει να αξιολογήσει και να σταθµίσει, ή ακριβέστερα να αντισταθµίσει το ένα στοιχείο έναντι του άλλου. Μία απειλή που περιορίζεται στο φραστικό επίπεδο χωρίς να δηµιουργεί κανένα κίνδυνο επειδή δεν συντρέχει καµία αντικειµενική προϋπόθεση για την πραγµατοποίησή της είναι µία ανεδαφική απειλή η οποία λογικά δεν θέτει σε κίνδυνο τη δηµόσια τάξη.
Στo ανωτέρω πλαίσιο της αστυνοµικής δράσης αρµόζει η διαφοροποίηση «του δικαίου όπως είναι στα βιβλία και του δικαίου εν δράσει».
Την επισήµανση ότι τη µία και την άλλη εκδοχή του ισχύοντος δικαίου µπορεί να χωρίζει µεγάλη απόσταση τόνιζαν οι αντιφορµαλιστικές σχολές των αρχών του 20ού αιώνα υπό την επίδραση της κοινωνιολογίας και του πραγµατισµού. Γεγονός είναι πάντως ότι η ίδια η κανονιστικότητα του Συντάγµατος δεν ανέχεται αποκλίσεις από την τάξη που θεσπίζει. Το πρακτικό πρόβληµα αφορά τον τρόπο που επιτυγχάνεται ο έλεγχος της νοµιµότητας της αστυνοµικής δράσης µε δεδοµένο το τρίπτυχο αόριστων αξιολογικών εννοιών, υλικών ενεργειών και στάθµισης του κινδύνου από την αστυνοµία. Αίτηση ακύρωσης µε αίτηση αναστολής συνήθως δεν χωρεί στις συνθήκες αυτές.
Οφείλουµε τη λύση στο ανωτέρω πρόβληµα στον σοφό εµπειρισµό του αγγλικού συνταγµατισµού, ο οποίος διαµόρφωσε για την εξασφάλιση της προσωπικής ασφάλειας τον θεσµό του habeas corpus. Οι ρίζες του ανατρέχουν στη Magna Carta (1215) και πριν από αυτήν, αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά του αποκρυσταλλώθηκαν µε το Habeas Corpus Act (1679). Στο δικό µας δίκαιο η φιλοσοφία του θεσµού αποτυπώνεται στο άρθ. 6 Σ. για τη σύλληψη και την προφυλάκιση. Αυτό διαφέρει από τη µεγάλη πλειοψηφία των διατάξεων για τα θεµελιώδη δικαιώµατα επειδή δεν περιλαµβάνει αφηρηµένες ηθικοπολιτικές έννοιες (αξία του ανθρώπου, ισότητα, ελευθερία, κοινωνική αλληλεγγύη κλπ.). Η διάταξη θεσπίζει τύπους και διαδικασίες από την αυστηρή τήρηση των οποίων εξαρτάται η νοµιµότητα της σύλληψης. Ο τρόπος µε τον οποίο οργανώνεται η προστασία του ατοµικού δικαιώµατος είναι µέσα από την αλληλουχία των ενεργειών, τις προθεσµίες εντός των οποίων πρέπει να λάβουν χώρα και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις τους. Η ρύθµιση βέβαια βασίζεται σε µία θεµελιώδη δοµική παράµετρο: την αυστηρή και τυπική διάκριση των εξουσιών µεταξύ δικαιοσύνης και διοίκησης (αστυνοµικών αρχών). Το σύστηµα των τύπων και διαδικασιών µπορεί να λειτουργήσει µόνον εφόσον η δικαιοσύνη αναγνωρίζει ως βασική αποστολή της την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών.
Το πρόβληµα της απόδειξης
Η προβληµατική που προηγήθηκε αποσαφηνίζει ορισµένες κατευθύνσεις στις οποίες πρέπει να προσανατολιστεί ο αποτελεσµατικότερος έλεγχος της αστυνοµικής δράσης. Είναι χρήσιµο να διακρίνουµε:
α) Τα µέσα που διαθέτει ο πολίτης προκειµένου να προστατεύσει τα δικαιώµατά του µέσα από την ακριβή και αληθή καταγραφή της συνάντησής του µε την αστυνοµία. Πρόκειται κυρίως για αξιοποίηση δυνατοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. β) Τους τύπους που πρέπει να τηρεί η αστυνοµία κατά τη δράση της ώστε να είναι εκ των υστέρων δυνατός ο έλεγχος της τήρησης των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και των αξιολογήσεών της. Οι δύο αυτές κατευθύνσεις συγκλίνουν προς την αντιµετώπιση του µείζονος προβλήµατος που τίθεται αναφορικά µε τον αποτελεσµατικό έλεγχο της αστυνοµικής δράσης: της αξιοπιστίας των µαρτυρικών καταθέσεων. Εφόσον λυθεί το πρόβληµα αυτό θα έχει γίνει ένα µεγάλο βήµα για να αντιµετωπιστούν δύο παρεπόµενα: η διερεύνηση των καταγγελιών για υπέρµετρη αστυνοµική βία και η επιβολή των προβλεπόµενων πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων στους υπεύθυνους για προσβολές θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών.
Το δικαστήριο αν δεν έχει αποδεικτικό υλικό άλλο από µαρτυρίες, θα χρειαστεί να εκτιµήσει την αξιοπιστία των καταθέσεων των µαρτύρων κατηγορίας που συχνά είναι αστυνοµικοί και των µαρτύρων υπεράσπισης. Βέβαια χωρίς γνώση του φακέλου δεν µπορείς να εκφέρεις άποψη για µια υπόθεση. Αλλά το θέµα τίθεται µε συστηµικούς όρους και για την οικονοµία της συζήτησης δικαιολογείται η σχηµατοποίηση που ακολουθεί. Ο συνδυασµός του τεκµηρίου αθωότητας του κατηγορουµένου µε τη συναδελφική αλληλεγγύη των αστυνοµικών και την φροντίδα για την προάσπιση του κύρους του σώµατος της αστυνοµίας δηµιουργεί εύλογο προβληµατισµό ότι οι συνθήκες αυτές δεν ευνοούν την απόδειξη της ευθύνης των αστυνοµικών όταν κατηγορούνται για υπέρµετρη, παράνοµη, βία. Αντίστροφα και για την ταυτότητα του λόγου, όταν το δικαστήριο διαθέτει τις µαρτυρίες των αστυνοµικών η θέση του πολίτη που είναι πιθανόν να αντιµετωπίζει κατηγορίες για αντίσταση κατά της αρχής, εξύβριση κλπ. καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής. Στην πράξη, πέρα από τις ενδείξεις, το αποδεικτικό στοιχείο που µπορεί να έχει επαρκή βαρύτητα για να ανατρέψει αυτές τις συνθήκες είναι η ιατροδικαστική έκθεση του θύµατος της αστυνοµικής βίας. Αλλά βέβαια δεν είναι λογική ενός κράτους δικαίου να απαιτείται στην πράξη τέτοια έκθεση.
Το δικαστήριο αν δεν έχει αποδεικτικό υλικό άλλο από µαρτυρίες, θα χρειαστεί να εκτιµήσει την αξιοπιστία των καταθέσεων των µαρτύρων κατηγορίας που συχνά είναι αστυνοµικοί και των µαρτύρων υπεράσπισης
Μία κατ’ οικονοµία λύση στο πρόβληµα της απόδειξης συνάγεται από τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου το οποίο µεταθέτει το βάρος απόδειξης στις αρχές. Αυτές πρέπει να εξηγήσουν τί συνέβη στον κρατούµενο και πώς εξηγείται ο τραυµατισµός του. Διαφορετικά η αδυναµία να ανταποκριθούν στο βάρος αυτό οδηγεί σε καταδίκη για παραβίαση του άρθ. 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τα βασανιστήρια.
α) Ως προς τα µέσα που µπορεί να αξιοποιεί ο πολίτης αυτά περιλαµβάνουν το δικαίωµά του να βιντεοσκοπεί και, υπό προϋποθέσεις, να αναρτά το βίντεο µε την αστυνοµική δράση στο διαδίκτυο. Το ΔΕΕ στην υπόθεση C-345/17, Sergejs Buivids (14.2.2019), δέχθηκε ότι (παρ. 47) στο άρθ. 3 της οδηγίας 95/46 εµπίπτει «η βιντεοσκόπηση αστυνοµικών υπαλλήλων εντός αστυνοµικού τµήµατος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δηµοσιοποίηση του µαγνητοσκοπηθέντος µε τον τρόπο αυτόν βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο». Αλλά (παρ. 48) η εν λόγω βιντεοσκόπηση και δηµοσιοποίηση συνιστούν επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα για δηµοσιογραφικούς σκοπούς. Το γεγονός ότι (παρ. 55) το άτοµο που προέβη στις ανωτέρω ενέργειες δεν είναι επαγγελµατίας δηµοσιογράφος δεν αποκλείει το ενδεχόµενο η µαγνητοσκόπηση του βίντεο και η δηµοσιοποίησή του στο YouTube να γίνονται για δηµοσιογραφικούς σκοπούς. Ωστόσο, το δικαστήριο πρέπει να κρίνει (παρ. 59-61) εάν από το επίµαχο βίντεο προκύπτει ότι η µαγνητοσκόπηση και η δηµοσιοποίησή του είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, απόψεων ή ιδεών σε σχέση µε µη σύννοµες πρακτικές εκ µέρους της αστυνοµίας, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι επιτρέπεται η δηµοσιοποίηση µόνο µη σύννοµων πρακτικών. Το ΔΕΕ (παρ. 66) αναφέρθηκε στα κριτήρια του ΕΔΔΑ για τη στάθµιση του δικαιώµατος στον σεβασµό της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώµατος στην ελευθερία του λόγου: «η συµβολή σε συζήτηση δηµόσιου ενδιαφέροντος, η φήµη του θιγοµένου, το αντικείµενο της γνωστοποιήσεως, ο πρότερος βίος του ενδιαφεροµένου, το περιεχόµενο, η µορφή και οι συνέπειες της δηµοσιεύσεως, ο τρόπος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες αποκτήθηκαν οι πληροφορίες καθώς και η αλήθειά τους» κ.λπ. «Οµοίως, πρέπει να εκτιµάται η δυνατότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας να λάβει µέτρα για να µετριασθεί η έκταση της επεµβάσεως στο δικαίωµα στην ιδιωτική ζωή». Η κρίση γίνεται κατά περίπτωση.
Πάντως η διεθνής και η ελληνική εµπειρία έδειξε ότι ενώ ο αποκλεισµός των παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων (πέρα από υποχρεωτικός µε βάση το Σύνταγµα) είναι πολύ σηµαντικός, εντούτοις δεν αρκεί για να διασφαλίσει στην πράξη τη νοµιµότητα της αστυνοµικής δράσης.
Το ΕΔΔΑ (Grand Chamber), στην υπόθεση Pentikäinen κατά Φινλανδίας (απόφαση 20.10.2015 § 55) έλαβε υπόψη τις κατευθυντήριες γραµµές της Υπηρεσίας Δηµοκρατικών Θεσµών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) του Οργανισµού Συνεργασίας και Ασφάλειας στην Ευρώπη και της Επιτροπής της Βενετίας, σύµφωνα µε τις οποίες, κατά τη διάρκεια δηµόσιων συγκεντρώσεων, «οι φωτογραφίες και οι ηχογραφήσεις βίντεο [που λήφθηκαν είτε από µέλη των δυνάµεων ασφαλείας είτε από τους συµµετέχοντες] δεν πρέπει να περιορίζονται, παρόλο που η διατήρηση δεδοµένων ενδέχεται να παραβιάζει το δικαίωµα στην ιδιωτική ζωή». Το Δικαστήριο τόνισε (παρ. 89) τον κρίσιµο ρόλο των ΜΜΕ και των δηµοσιογράφων ως «φυλάκων» (watchdog) οι οποίοι ενηµερώνουν για τον τρόπο που οι αρχές αντιµετωπίζουν, π.χ. διαλύουν, µία διαδήλωση. Οποιαδήποτε προσπάθεια των αρχών για αποµάκρυνση των δηµοσιογράφων υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο. Πρέπει όµως και οι δηµοσιογράφοι να ενεργούν µε καλή πίστη (παρ. 90).
β) Οι τύποι που πρέπει να τηρεί η αστυνοµία είναι το έτερο σκέλος της δυνατότητας απόδειξης των πραγµατικών γεγονότων και της διαφάνειας και της δηµοσιότητας ως εγγυήσεων της τήρησης των θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών και της νοµιµότητας της δράσης της αστυνοµίας.
Στα 16 περίπου χρόνια του Warren Court στις ΗΠΑ, της περιόδου όπου πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ ήταν ο E. Warren (1953-1969), µία από τις καίριες µέριµνες του Δικαστηρίου ήταν η συνταγµατοποίηση των κανόνων της ποινικής δικονοµίας, ιδίως κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης (criminal procedure police).
Μία σειρά κανόνων όπως η υποχρέωση της αστυνοµίας να ανακοινώνει στον κατηγορούµενο τα δικαιώµατά του και ιδίως ο αποκλεισµός των παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων, ο οποίος κατοχυρώνεται στο Σύνταγµά µας στο άρθ. 19 § 3, ανάγονται στη νοµολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ εκείνης της περιόδου.
Ωστόσο αξίζει να σηµειωθεί ότι στη χώρα µας ο ΑΠ (89/1871, 120/1893, 76/1894) αµφιταλαντεύθηκε ζωηρά πάνω στην ερµηνεία του άρθ. 20 Σ. 1864 το οποίο κατοχύρωνε το «απολύτως απαραβίαστο των επιστολών». Γινόταν δεκτό ότι η συνταγµατική διάταξη εµπόδιζε τη χρήση επιστολής που είχε ληφθεί κατά παραβίαση του απορρήτου. Η διαφορά αφορούσε την ισχύ της απαγόρευσης αυτής άπαξ και η επιστολή είχε παραδοθεί άθικτη και διαβαστεί από τον παραλήπτη της.
Πάντως η διεθνής και η ελληνική εµπειρία έδειξε ότι ενώ ο αποκλεισµός των παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων (πέρα από υποχρεωτικός µε βάση το Σύνταγµα) είναι πολύ σηµαντικός, εντούτοις δεν αρκεί για να διασφαλίσει στην πράξη τη νοµιµότητα της αστυνοµικής δράσης. Χρειάζεται λοιπόν να τεθούν σε ισχύ πρόσθετα µέτρα τα οποία θα εξασφαλίζουν την πλήρη καταγραφή της αστυνοµικής δράσης χωρίς χάσµατα και κενά. Μεταξύ αυτών έχουν προταθεί ενδεικτικά τα ακόλουθα: α) Απαγόρευση στις αστυνοµικές αρχές να καλύπτουν κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους τα διακριτικά τους γνωρίσµατα (σειριακό αριθµό). β) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η δράση των αστυνοµικών αρχών λαµβάνει χώρα σε κλειστό χώρο, i. καταγραφή µε ήχο και εικόνα µε πρόσφορο υπηρεσιακώς καθορισµένο τρόπο κάθε κίνησή τους στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων τους, ii. γνωστοποίηση στον ενδιαφερόµενο πολίτη του δικαιώµατος να καταγράφει µε εικόνα και ήχο σε µέσο της επιλογής του (π.χ. κινητό τηλέφωνο) τα όσα διαδραµατίζονται στην επαφή του µε τα αρµόδια κρατικά όργανα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, iii. καταγραφή της θετικής ή αρνητικής απάντησης του πολίτη στην προηγούµενη γνωστοποίηση και iv. δικαίωµα του πολίτη να προωθεί σε πρόσωπο της επιλογής του την καταγραφείσα συνάντηση. Η διαφάνεια κατοχυρώνει και προστατεύει τόσο τα δικαιώµατα και την ασφάλεια των πολιτών, όσο και το κύρος της αστυνοµίας και την αξιοπρέπεια των αστυνοµικών από κάθε άδικη κατηγορία εναντίον τους. γ) Σε αντιστοιχία µε το άρθ. 19 «Αξιόπιστες πηγές επισήµανσης παράνοµου περιεχοµένου» της προταθείσας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, καθιέρωση «διαπιστευµένου ανεξάρτητου παρατηρητή», ο οποίος θα διαθέτει επαρκή τεχνογνωσία και εµπειρία εικονοληψίας και θα παρατηρεί και καταγράφει την εξέλιξη των δηµόσιων υπαίθριων συναθροίσεων και των συνθηκών ή περιστάσεων κάτω από τις οποίες η αστυνοµία χρειάστηκε να προσφύγει στη χρήση βίας. Εξυπακούεται ότι το έργο του θα είναι ελεγκτικό και επικουρικό (βλ. ΠΔ 75/2020) χωρίς οποιαδήποτε αποκλειστικότητα ως προς την έγκυρη καταγραφή των γεγονότων.
Η ασφάλεια δικαίου και η δυνατότητα απόδειξης των πραγµατικών γεγονότων σύµφωνα µε την αλήθεια είναι νοµίζω οι δύο συµπληρωµατικοί στόχοι που θα πρέπει να πετύχουν µε κοινή συνεργασία οι φορείς του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών
Ασφάλεια δικαίου και σαφείς κανόνες του παιγνιδιού
Τίποτα από τα παραπάνω δεν πρόκειται να φέρει διαρκή και σταθερά αποτελέσµατα αν δεν αντιµετωπιστεί το θεµελιώδες πρόβληµα της αστυνοµικής δράσης που είναι η έλλειψη σαφών κανόνων οι οποίοι θα θέτουν αυστηρά πλαίσια και θα περιορίζουν τη διακριτική της ευχέρεια. Αναφερθήκαµε στην παράδοση του αγγλικού συνταγµατισµού και στο άρθ. 6 Σ. Αυτή η αντίληψη για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η ρύθµιση της αστυνοµικής δράσης είναι δυστυχώς µάλλον η εξαίρεση ενώ επιβάλλεται να αποτελεί τον κανόνα. Π.χ. µε αφορµή την υπέρµετρη αστυνοµική βία κατά του πολίτη στη Ν. Σµύρνη αποκαλύφθηκε ότι ήταν τελείως ασαφές αν ήταν επιτρεπόµενη ή όχι η χρήση πτυσσόµενης µεταλλικής ράβδου (γκλοµπ). Αν όµως δεν είναι σαφείς οι κανόνες του παιγνιδιού, αν δεν ξέρει µε ακρίβεια και λεπτοµέρεια ο καθένας ποια είναι τα όρια του, τόσο ο αστυνοµικός όσο και ο πολίτης, αν δεν υπάρχουν αναλυτικά πρωτόκολλα, τότε οι εντάσεις, η καχυποψία, η δυσπιστία, οι αµφισβητήσεις και οι αλληλοκατηγορίες θα είναι αναπόφευκτες (έρχεται στον νου το παράδειγµα των ιατρικών πρωτοκόλλων που ορίζουν τα βήµατα που πρέπει να τηρηθούν για να είναι η επέµβαση lege artis. Χωρίς αυτά θα ήταν πρακτικά χαοτικός ο έλεγχος της ιατρικής ευθύνης). Χρειάζεται πρακτικό πνεύµα, χωρίς αγκυλώσεις και ιδεοληψίες, µε επίγνωση ότι η αστυνοµία εγγυάται την ασφάλεια που είναι προϋπόθεση άσκησης και απόλαυσης των δικαιωµάτων. Αλλά η αστυνοµία οφείλει να σέβεται και να τηρεί τη συνταγµατική νοµιµότητα.
Συµπερασµατικά, η ασφάλεια δικαίου και η δυνατότητα απόδειξης των πραγµατικών γεγονότων σύµφωνα µε την αλήθεια είναι νοµίζω οι δύο συµπληρωµατικοί στόχοι που θα πρέπει να πετύχουν µε κοινή συνεργασία οι φορείς του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών για να αποκατασταθεί σταδιακά ο ρυθµός, η αξιοπιστία και εντέλει η εµπιστοσύνη στις σχέσεις της αστυνοµίας και των πολιτών.
* Ο Γιάννης Α. Τασόπουλος είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δικηγόρος