fbpx

Αφιέρωμα: Τα Γλυπτά και τα Επιχειρήματα της διεκδίκησης – Από τον Έλγιν στη Ντάουνινγκ Στριτ

Με αφορμή την επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λονδίνο και την επαναφορά της συζήτησης για τα Γλυπτά στο προσκήνιο, το NB Daily ανασύρει από το αρχείο της Νομικής Βιβλιοθήκης άρθρο που προσεγγίζει ολιστικά το ζήτημα της διεκδίκησης.

Χρόνος ανάγνωσης 23 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 23 λεπτά

Δείτε επίσης

* Της Ειρήνης Σταματούδη, Δικηγόρου, Καθηγήτριας στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι η πιο διάσημη διεθνώς εκκρεμής υπόθεση επιστροφής αρχαιοτήτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι είναι αναγνωρίσιμη ακόμη και σε εκείνους που δεν ασχολούνται με ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς ή επιστροφής αρχαιοτήτων. Ο λόγος δεν είναι μόνον η εξέχουσα για την ανθρωπότητα σημασία του Παρθενώνα ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή είναι (συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη) η πιο μακροχρόνια εκκρεμής υπόθεση επιστροφής αρχαιοτήτων στο πλαίσιο της Ουνέσκο δεδομένου ότι χρονολογείται (επισήμως) από το 1983, ανεπισήμως δε πολύ νωρίτερα. Οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές, Ελλάδα και Βρετανία, έχουν κατά καιρούς βασίσει την επιχειρηματολογία τους σε μία σειρά λόγων, οι οποίοι έχουν κατά καιρούς δρομολογηθεί από τα μέρη προκειμένου να στηρίξουν το επιχείρημα της επιστροφής των Μαρμάρων στην Αθήνα ή της παραμονής τους στο Λονδίνο αντίστοιχα. Οι λόγοι αυτοί είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντες από την άποψη ότι καταδεικνύουν τον τρόπο και τη φιλοσοφία με την οποία οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται το ζήτημα, ενέχουν στοιχεία της εξέλιξης της νοοτροπίας των χωρών στο σημείο αυτό, και επιπλέον φέρουν το αποτύπωμα σε μεγάλο βαθμό της εξέλιξης του δικαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι -από άποψη δικαίου τουλάχιστον- δεν υπάρχουν και άλλοι κλάδοι που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα το εν λόγω ζήτημα.

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να θέσει το πλαίσιο του αιτήματος της επιστροφής των Μαρμάρων ξεκινώντας από ένα σύντομο ιστορικό τόσο της αφαίρεσης όσο και της διεκδίκησης και να παραθέσει και εξετάσει (συνοπτικά λόγω περιορισμένου χώρου) τα επιχειρήματα (της επιστροφής ή διατήρησης αντίστοιχα) προβαίνοντας σε μία εκτίμηση για το που ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα και προς τα που φαίνεται να πορευόμαστε στο εγγύς μέλλον.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει κανείς να επισημάνει ότι η ανάλυση που θα ακολουθήσει είναι ανάλυση «πολιτικής» (policy) κυρίως φύσης και όχι νομικής δεδομένου ότι α) μία νομική ανάλυση θα χρειαζόταν μία ευρύτερη, αναλυτικότερη και ενδεχομένως αμιγώς νομική προσέγγιση ξεπερνώντας τους στόχους του παρόντος άρθρου και β) διότι τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς σε διπλωματικό επίπεδο όλα αυτά τα χρόνια ήταν επιχειρήματα ‘πολιτικής’ παρά νομικής φύσης ενώ καμία ελληνική κυβέρνηση (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) δεν αποφάσισε να προχωρήσει στη δικαστική διεκδίκηση των Μαρμάρων.

Η αφαίρεση έγινε κατά τους ισχυρισμούς των Βρετανών στη βάση ενός φιρμανιού

Ιστορικό

Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αφαιρέθηκαν από τον ναό μεταξύ του 1801 και του 1804 από τον Λόρδο Έλγιν όταν ήταν πρέσβυς της Αγγλίας στην Υψηλή Πύλη κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1799-1803). Ο Έλγιν εκμεταλλεύτηκε τη θέση του και τη μεγάλη επιρροή που ασκούσε η αγγλική πολιτική στην τουρκική κυβέρνηση λόγω της στρατιωτικής βοήθειας που οι Άγγλοι είχαν προσφέρει στους Τούρκους την περίοδο εκείνη στον πόλεμο εναντίον των Γάλλων του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο. Η αφαίρεση έγινε κατά τους ισχυρισμούς των Βρετανών στη βάση ενός φιρμανιού. Νεότερες μελέτες ωστόσο αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε φιρμάνι παρά μόνον μία απλή επιστολή που είχε υπογραφεί από τον Καϊμακάν Πασά και απευθυνόταν στον Βοεβόδα (Διοικητή) και τον Καδή (Δικαστή) των Αθηνών. Φιρμάνι εξέδιδε μόνον ο Σουλτάνος, ο οποίος ήταν και ο μόνος που μπορούσε να δώσει άδεια μετακίνησης αντικειμένων από αρχαιολογικό μνημείο σύμφωνα με όσα ίσχυαν τότε δεδομένου ότι τα αρχαιολογικά μνημεία αποτελούσαν προσωπική του περιουσία. Ένα φιρμάνι έφερε συγκεκριμένες υπογραφές που δεν υπάρχουν στην ιταλική μετάφραση (η οποία είναι και το μόνο έγγραφο που διασώζεται).

Η επιστολή αυτή παρείχε μόνον την άδεια στα μέλη του συνεργείου του Έλγιν να στήσουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων, όπως αποκαλούσαν τότε τον Παρθενώνα, να κατασκευάσουν εκμαγεία, να καταμετρήσουν τα κτίρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών. Τους έδινε επίσης το δικαίωμα να πάρουν «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά» (qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure). Η αναφορά σε κομμάτια πέτρας προφανώς ήταν αναφορά σε κομμάτια που είχαν πέσει στο έδαφος και όχι σε μέρη του γλυπτού διάκοσμου του ναού επί του οποίου βρίσκονταν. Εάν είχαν άδεια να τεμαχίσουν τον γλυπτό διάκοσμο δεν θα γινόταν αναφορά σε «κομμάτια πέτρας» και δεν θα υπήρχε λόγος να λάβουν άδεια για εκμαγεία.

Στο τέλος ο Έλγιν με δωροδοκίες και πιέσεις κατάφερε αυτό που ήθελε, δηλαδή να μετακινήσει μερικά από τα καλύτερα μέρη του ναού αποσπώντας τα από το αρχιτεκτονικό σύνολο με βίαιο τρόπο, χρησιμοποιώντας πριόνια αλλά και άλλα αντικείμενα για να αποκόψει τις προσόψεις από τις μετόπες, ώστε να τα μεταφέρει στη Σκωτία για να διακοσμήσει την εξοχική του κατοικία, που ονομαζόταν Broomhall.

«Είναι βέβαιο ότι οι καταστροφές που έγιναν στα μνημεία μέσα σε ένα χρόνο ήταν μεγαλύτερες από όσες είχαν υποστεί αυτά, σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα»

Το μέγεθος της καταστροφής ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ο Άγγλος περιηγητής Έντουαρντ Ντόντγουελ, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της σύλησης των μνημείων της Ακρόπολης, γράφει στο οδοιπορικό του για το γεγονός τα εξής: «Είναι βέβαιο ότι οι καταστροφές που έγιναν στα μνημεία μέσα σε ένα χρόνο ήταν μεγαλύτερες από όσες είχαν υποστεί αυτά, σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα». Η μεταφορά ενός τόσο βαρύ φορτίου από την Ελλάδα στη Σκωτία με τα μέσα της εποχής δεν ήταν μία καθόλου εύκολη υπόθεση. Το πλοίο «Μέντωρ» που επιλέγη για τη μεταφορά βυθίστηκε νοτιοδυτικά των Κυθήρων και τα Μάρμαρα ανασύρθηκαν μεν από το βυθό αλλά υπέστησαν μεγάλες φθορές δεδομένου μεταξύ άλλων ότι έμειναν για καιρό στις ακτές των Κυθήρων μέχρι να συνεχίσουν το ταξίδι τους για την Αγγλία.

Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης της μεταφοράς των Μαρμάρων στη Σκωτία, η οποία ήταν τόσο δύσκολη όσο και δαπανηρή, o Λόρδος Έλγιν πτώχευσε και αναγκάστηκε να πωλήσει τα Μάρμαρα στη Βρετανική κυβέρνηση το 1816 αντί του ποσού των 35.000 λιρών. Η Βρετανική Κυβέρνηση αποφάσισε να τα αγοράσει χωρίς να εξετάσει σε βάθος τις συνθήκες απόκτησής τους και χωρίς να ζητήσει να προσκομιστούν έγγραφα που να αποδεικνύουν την κυριότητα του Έλγιν. Η ιταλική μετάφραση του εγγράφου στη βάση του οποίου υποστηρίζεται ότι ο Έλγιν μετακίνησε τα Μάρμαρα ουδέποτε κατατέθηκε στη Βρετανική Βουλή. Επίσης η απόφαση απόκτησης των Μαρμάρων δεν ήταν ομόφωνη. Υπήρξαν αντιδράσεις από 30 βουλευτές, οι οποίοι μειοψήφισαν κυρίως στη βάση της νομιμότητας της απόκτησης των Μαρμάρων. Η Βρετανική κυβέρνηση ωστόσο τα αγόρασε και τα έδωσε στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκονται σήμερα. Ήταν η περίοδος που το Βρετανικό Μουσείο επανδρωνόταν με τη λεία της αποικιοκρατικής Αγγλίας και υπερίσχυε ο νόμος του ισχυροτέρου.

Φωτογραφία αρχείου που εικονίζει την Μελίνα Μερκούρη – ΑΠΕ-ΜΠΕ

Το αίτημα της επιστροφής

Εκκλήσεις για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα έγιναν αμέσως μετά την σύσταση του Ελληνικού Κράτους το 1831. Επίσης μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, το 1975, ο Υπουργός Πολιτισμού, Κωνσταντίνος Τρυπάνης, σύστησε επιτροπή για τη διατήρηση των μνημείων της Ακρόπολης και στο πλαίσιο αυτό ζήτησε από τη Βρετανία την επιστροφή των Μαρμάρων. Ωστόσο το πρώτο επίσημο αίτημα της Ελληνικής κυβέρνησης έγινε το 1983 επί Μελίνας Μερκούρη.

Το πρώτο επίσημο αίτημα της Ελληνικής κυβέρνησης έγινε το 1983 επί Μελίνας Μερκούρη

Το αμέσως επόμενο έτος (1984) η Βρετανική Κυβέρνηση αρνήθηκε την επιστροφή λέγοντας ότι η προστασία των Μαρμάρων είχε «διασφαλιστεί» από τον Λόρδο Έλγιν «ως αποτέλεσμα συναλλαγής με την τότε αναγνωριμένη νόμιμη εξουσία της εποχής». Το 1984 το ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα μπαίνει για πρώτη φορά στην ατζέντα της UNESCO και στη συνέχεια εντάσσεται στο πλαίσιο της ατζέντας της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους (ICPRCP), όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Η Επιτροπή αυτή ασχολείται με υποθέσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της Σύμβασης της Ουνέσκο του 1970 για επιστροφές αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους, όχι επειδή δεν πληρούν κατ’ ανάγκη τα κριτήρια αλλά γιατί η σύμβαση αυτή δεν έχει αναδρομική ισχύ. Μαζί με την υπόθεση των Μαρμάρων πολλές ακόμη υποθέσεις εντάχθηκαν στην ατζέντα της συγκεκριμένης Επιτροπής. Η αρχαιότερη υπόθεση που εκκρεμεί στην ατζέντα της εν λόγω Επιτροπής χωρίς να έχει επιλυθεί είναι αυτή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Για πολλά χρόνια μάλιστα η Βρετανική πλευρά δεν αντιμετώπιζε θετικά την ανάμιξη τής Ουνέσκο ενώ απώτερος σκοπός της ήταν η απομάκρυνση του θέματος από τη ατζέντα.

Το 2007 η ελληνική πλευρά ζήτησε και πέτυχε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Ουνέσκο, η οποία προβλέπει ότι καμία υπόθεση δεν αφαιρείται από την ατζέντα της συγκεκριμένης Επιτροπής αν δεν έχει προηγουμένως επιλυθεί. Στο πλαίσιο αυτό η Βρετανία υποχρεώθηκε να συζητάει το θέμα στο διηνεκές κάθε δύο έτη όταν και λαμβάνει χώρα η συνάντηση της Επιτροπής. Το γεγονός δε ότι το θέμα αυτό βρίσκεται στη ατζέντα της εν λόγω Επιτροπής το καθιστά ως προς τη φύση του ζήτημα διακρατικό, δηλαδή διαφορά μεταξύ δύο κρατών, και δεν υποβιβάζει πολιτικά τη συζήτηση μεταξύ δύο μουσείων (χωρίς και να την αποκλείει), όπως για παράδειγμα μεταξύ του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και του Βρετανικού Μουσείου, όπως επιμένουν επί σειρά ετών να επιτύχουν οι Βρετανοί. Το όφελος μίας διακρατικής διαφοράς είναι ότι τα εκάστοτε κράτη-μέλη της Επιτροπής έχουν ρόλο παρατηρητή σε σχέση με τη συντελούμενη ‘πρόοδο’ ενώ η διεθνής κοινότητα παραμένει με τον τρόπο αυτόν ενήμερη της καλής πίστης και ‘ουσιαστικής’ συνεργασίας των δύο πλευρών ως προς την επίλυση του θέματος.

Το 2013 η Ελλάδα αποφάσισε ύστερα από πρόταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής των Μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε συστήσει ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, να ζητήσει από την Ουνέσκο να κάνει χρήση της δυνατότητας που της έδιναν οι Κανόνες Διαμεσολάβης και Συμφιλίωσης του 2010 και να ζητήσει από τη Βρετανία να προσέλθει σε διαμεσολάβηση με την Ελλάδα για την επίλυση του ζητήματος. Πράγματι τον Αύγουστο του 2013 η Ουνέσκο (μέσω του γραφείου της Γενικής Διευθύντριάς της, Irina Bokova) απηύθυνε αίτημα στη Βρετανική πλευρά ζητώντας της να δεχθεί τη διαδικασία διαμεσολάβησης.

Η απάντηση της Βρετανικής πλευράς δόθηκε 19 μήνες αργότερα. Στην πραγματικότητα η βρετανική πλευρά δεν είχε κατά τη γνώμη της συγγραφέως αρχικά σκοπό να απαντήσει αλλά δεδομένου ότι στο μεταξύ υπήρξε πίεση από τα διεθνή fora ότι η στάση αυτή ήταν τουλάχιστον αντιδεοντολογική τελικά απάντησε με σημαντική καθυστέρηση. Η απάντησή της αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου στις 26 Μαρτίου 2015 μαζί με κάποια κείμενα που εξέθεταν τις θέσεις και τα επιχειρήματα της βρετανικής πλευράς προκειμένου η έκθεσή της προς τη διεθνή κοινότητα περί μη συνεργασίας και αποφυγής διαλόγου να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη. Έκτοτε δεν έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές στη στάση της ελληνικής πλευράς. Το θέμα ανασύρεται κατά περιόδους όταν και σημαντικές προσωπικότητες προβαίνουν κατά καιρούς σε δηλώσεις ενώ βέβαια οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται στην Ουνέσκο για τη συντήρηση του ζητήματος. Προτάσεις για δικαστική διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα έπεσαν στο κενό δεδομένου ότι η έκβαση υποθέσεων τέτοιου τύπου στα δικαστήρια είναι αβέβαιη για όλες τις πλευρές και σε κάθε περίπτωση το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων δεν περιορίζεται σε νομικά και μόνον επιχειρήματα.

Τα επιχειρήματα εξελίχθηκαν τόσο λόγω των δεδομένων κάθε περιόδου όσο και λόγω της ανάπτυξης του δικαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς

Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές περί επιστροφής ή μη των Μαρμάρων στην Ελλάδα. Τα επιχειρήματα αυτά εξελίχθηκαν τόσο λόγω των δεδομένων κάθε περιόδου όσο και λόγω της ανάπτυξης του δικαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σήμερα συνοψίζονται σε γενικές γραμμές στα κατωτέρω. Λαμβάνω ως αφετηρία τις βρετανικές θέσεις όπως έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί. Κάτω από αυτές παρατίθεται η ελληνική επιχειρηματολογία. Σε κάθε περίπτωση τόσο οι βρετανικές όσο και οι ελληνικές θέσεις καθώς και η σχετική ανάλυση αποτελούν προσωπική προσέγγιση και ευθύνη της συγγραφέως και δεν παρουσιάζονται στη βάση καμίας επίσημης ιδιότητάς της.

1. Ακόμη και αν το Βρετανικό Μουσείο το επιθυμούσε, ο νόμος δεν του επιτρέπει να μεταβιβάσει σε τρίτους αντικείμενα της συλλογής του. Τα βρετανικά Μουσεία διέπονται ως προς το νομικό καθεστώς τους από την British Museum, η οποία δεν επιτρέπει οποιαδήποτε απομάκρυνση αντικειμένων από τη συλλογή τους παρά μόνον υπό συγκεκριμένους όρους τους οποίους δεν πληρούν τα Μάρμαρα. Ωστόσο το πρόσκομμα αυτό είναι μάλλον θεωρητικό διότι έχουν συντελεστεί επιστροφές από Βρετανικά μουσεία (συμπεριλαμβανομένου του Βρετανικού Μουσείου) σε άλλες χώρες παρά την ύπαρξη του εν λόγω νόμου.

Ειδικότερα ένας σημαντικός αριθμός βρετανικών μουσείων έχει βρει τρόπους και έχει επιστρέψει πολιτιστικούς θησαυρούς σε χώρες προέλευσής τους. Πολλές από αυτές τις επιστροφές έχουν συντελεστεί είτε λόγω αλλαγής τ ης νομοθεσίας προκειμένου να καταστεί εφικτή η επιστροφή είτε έχουν διενεργηθεί ως μακράς χρονικής διάρκειας δάνεια συνεχώς ανανεούμενα. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η επιστροφή ανθρώπινων υπολειμάτων αβοριγίνων σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία από βρετανικά Μουσεία βάσει της παραγράφου 47 (Section 47) της Human Tissue Act 2004, η οποία εκδόθηκε προκειμένου να διευκολύνει τις επιστροφές αυτές. Έγιναν επίσης επιστροφές πολιτιστικών αγαθών, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από τους Ναζί μεταξύ 1933 – 1945 στη βάση γνωμοδοτήσεων από ειδικά ανεξάρτητα γνωμοδοτικά όργανα που συνέστησε η Βρετανική Κυβέρνηση για τον λόγο αυτόν. Συγκεκριμένα η Βρετανία συνέστησε από το 2006 και μετά ειδικές επιτροπές, οι οποίες έκαναν προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση στην Κυβέρνηση, τις οποίες τελικά υιοθέτησε και διεκπεραίωσε τις επιστροφές. Αντίστοιχες επιτροπές έγιναν και σε άλλα κράτη με τον ίδιο σκοπό, όπως Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία και Γερμανία.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η υπόθεση της επιστροφής πουκαμίσου (Lakota Ghost Dance Shirt) των Λακότα (μιας φυλής Ινδιάνων) στην Ένωση με την επωνυμία «Wounded Knee Survivors Association». Την απόφαση αυτή έλαβε το 1998 ένα τοπικό συμβούλιο (Επιτροπή) που συνέστηκε ο Δήμος Γλασκώβης υπό υπό τον έλεγχο του οποίου ήταν το Μουσείο που κατείχε το πουκάμισο. Η επιστροφή έγινε στη βάση κριτηρίων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να κρίνει την σκοπιμότητά της. Χαρακτηριστικά είναι όσα είπε ο Επικεφαλής των Μουσείων της Γλασκώβης όταν κλήθηκε να καταθέσει σε Επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων (House of Commons Culture, Media and Sport Committee) στις 18 Μαϊου 2000 και αφού είχε αποφασίσει την επιστροφή του πουκαμίσου: «δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται νομοθετικά εμπόδια για να αποθαρρύνουν την άσκηση ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής και ενημερωμένου δημόσιου διαλόγου». Και το ίδιο όμως το Βρετανικό Μουσείο έχει επιστρέψει αντικείμενα της συλλογής του στη βάση μακροχρόνιων δανείων. Το 2005 επέστρεψε στη βάση ανανεούμενου δανείου τη Μάσκα Kwakwaka’wakw mask στο Alert Bay (British Columbia) του Καναδά από όπου την είχαν αφαιρέσει οι Άγγλοι το 1921. Επίσης το 2014 επέστρεψε ως μακροχρόνιο δάνειο και υπό συγκεκριμένους όρους φιγούρες/πιόνια σκακιού, τους λεγόμενους Lewis chessmen στη Σκωτία (Western Isles) όπου και είχαν βρεθεί πριν απομακρυνθούν από τους Άγγλους.

2. Τα Μάρμαρα αποτελούν περιουσία του Βρετανικού Μουσείου και δεν θα πρέπει να μας απασχολούν οι συνθήκες βάσει των οποίων τα Μάρμαρα αποκτήθηκαν στο παρελθόν δεδομένου ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τις πράξεις του παρελθόντος με τα κριτήρια του παρόντος.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Μαρμάρων δεν είναι κατ’ ανάγκη το ζητούμενο. Ούτως ή άλλως οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών δεν έθεσαν ποτέ ζήτημα ιδιοκτησίας. Το ζήτημα έγκειται στο που τα Μάρμαρα εκτίθενται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς όφελος της ανθρωπότητας. Αν και η πολιτιστική κληρονομιά κατά γενική ομολογία συμβάλει στην ολοκλήρωση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας ενός λαού, θα πρέπει ωστόσο να διατηρείται και να φυλάσσεται προς όφελος όλης της ανθρωπότητας. Κανείς θα ισχυριζόταν ότι η άποψη αυτή αποτελεί ένα μίγμα των θεωριών του εθνικισμού (nationalism) και του διεθνισμού (internationalism), θεωρίας, όπως αυτές έχουν εκφραστεί το δίκαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς, και οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Ωστόσο η πραγματικότητα υπαγορεύει ρεαλιστικές λύσεις που να ανταποκρίνονται στα ζητούμενα των καιρών λαμβάνοντας υπόψη τις ευαισθησίες και απόψεις (στο μέτρο του εφικτού) όλων των πλευρών. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι σε ποιον ανήκουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αλλά που τα Μάρμαρα εκτίθενται καλύτερα προς όφελος όλων. Στο Λονδίνο ή στην Αθήνα;

Τα Μάρμαρα αποσπάστηκαν παράνομα, χωρίς άδεια, με ανήθικο τρόπο (με δωροδοκίες) καθώς και με τρόπο που προξένησε ανεπανόρθωτη βλάβη τόσο στον ναό όσο και στα ίδια

Στο πλαίσιο αυτό δεν θα πρέπει, βέβαια, να αγνοήσουμε τις συνθήκες κατά τις οποίες τα Μάρμαρα αποκόπηκαν και αφαιρέθηκαν βίαια από τον ναό του Παρθενώνα, όπως περιγράφηκε ανωτέρω. Συνεπώς, τα Μάρμαρα αποσπάστηκαν παράνομα, χωρίς άδεια, με ανήθικο τρόπο (με δωροδοκίες) καθώς και με τρόπο που προξένησε ανεπανόρθωτη βλάβη τόσο στον ναό όσο και στα ίδια τα Μάρμαρα.

Το Βρετανικό Κοινοβούλιο αγόρασε τα Μάρμαρα χωρίς να ερευνήσει την υπόθεση. Ο Έλγιν πήρε το ποσό των 35.000 λιρών πριν ακόμη διεξαχθεί ακρόαση στο Κοινοβούλιο. Προφανώς επρόκειτο περί ειλημμένης απόφασης αν κανείς λάβει υπόψη του ότι δεν κατατέθηκε κανένα έγγραφο στο Κοινοβούλιο από το οποίο θα μπορούσε να προκύψει νόμιμη κτήση. Ακόμη και αυτή η ιταλική μετάφραση δεν κατατέθηκε ποτέ κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης.

Εάν η πράξη αυτή κρινόταν σήμερα με βάση τις διεθνείς συμβάσεις και την ενωσιακή νομοθεσία θα ήταν αδιαμφισβήτητα μία πράξη όχι μόνον παράνομη αλλά και ποινικά κολάσιμη. Ωστόσο τα νομοθετήματα αυτά δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι βασικές αρχές τους για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν υπήρχαν σε άλλα νομοθετήματα της περιόδου εκείνης ή ότι δεν αποτελούν βασικές αρχές και εθιμικούς κανόνες που ίσχυαν και την περίοδο εκείνη. Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η βίαιη αποκοπή πολιτιστικών αγαθών με τον τρόπο που έγινε δεν συνιστούσε παράνομη πράξη κατά τους νόμους της εποχής. Συνεπώς το Βρετανικό Κοινοβούλιο και στη συνέχεια το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα κυριότητα σε κάτι το οποίο αποσπάστηκε παράνομα και χωρίς να έχει ελεγχθεί ως όφειλαν η νομιμότητα της κτήσης του. Επιπλέον υπάρχει σήμερα μία σαφής τάση στο δίκαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς να διορθώνονται αδικίες του παρελθόντος το δυνατό να γίνει εφικτό (για παράδειγμα σώζονται τα αγαθά ή/και το μνημείο). Η τάση αυτή είναι που υπαγόρευσε κατά καιρούς επιστροφές αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους, όπως αυτές που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Άλλωστε η παρακράτηση πολιτιστικών αγαθών, τα οποία έχουν αποκτηθεί κάτω από αμφίβολες συνθήκες αντιμετωπίζεται από πολλούς ως μία διαρκής παράνομη ή ανήθικη πράξη ανεξαρτήτως του χρόνου που αυτά αφαιρέθηκαν.

Ο Παρθενώνας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό μνημείο της κλασικής Ελλάδας, το μνημείο που βρίσκεται πρώτο στον κατάλογο των Ευρωπαϊκών Μνημείων και αποτελεί ταυτόχρονα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα κομμάτια του ενιαίου αρχιτεκτονικού όλου διαζώζονται διαμελισμένα σήμερα κυρίως μεταξύ του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως και του Βρετανικού Μουσείου, ενώ κατέληξαν διαμελισμένα μεταξύ των δύο μουσείων λόγω των πράξεων του Έλγιν. Το γεγονός ότι η Βρετανία αρνείται την επιστροφή τους στην ουσία σημαίνει άρνηση επανένωσής τους στον τόπο προέλευσής τους προς το συμφέρον όλης της ανθρωπότητας. Αυτό από μόνο μου είναι μία άδικη παράλειψη (μη ενέργεια) που συντελείται σήμερα και όχι κατά την ημερομηνία αφαίρεσης των Μαρμάρων από τον ναό.

3. Τα Μάρμαρα εκτίθενται ως μέρος μίας εγκυκλοπαιδικής συλλογής που προωθεί την ιδέα του παγκόσμιου μουσείου.

Από το 2002 και μετά το Βρετανικό Μουσείο σε μία προσπάθεια συνέργειας με άλλα μουσεία που αντιμετώπιζαν αντίστοιχες διεκδικήσεις αντικειμένων της συλλογής τους από χώρες προέλευσης των αντικειμένων αυτών, διατείνεται ότι τα Μάρμαρα που βρίσκονται στη συλλογή του αφηγούνται μία άλλη ιστορία (από αυτήν που αφηγούνται εκείνα που βρίσκονται στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης). Συγκεκριμένα αποτελούν μέρη μίας πολυποίκιλης συλλογής ενός «παγκόσμιου μουσείου» (‘universal museum’) που έχει τεθεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των επισκεπτών του ώστε να μπορούν να συγκρίνουν μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών που στεγάζονται στο ίδιο μουσείο. Με άλλα λόγια το «Παγκόσμιο Μουσείο» (ή διαφορετικά «εγκυκλοπαιδικό» μουσείο) εκθέτει αντιπροσωπευτικά δείγματα διαφορετικών πολιτισμών ώστε ο εκάστοτε επισκέπτης να μπορεί να προβαίνει σε συγκρίσεις και να εκτιμά ομοιότητες και διαφορές. Από αυτό μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι δεν αποτελούν όλα τα μουσεία του κόσμου «Παγκόσμια Μουσεία» μια και δεν εκθέτουν όλα αντικείμενα από διαφορετικούς πολιτισμούς.

Η θεωρία του «Παγκόσμιου Μουσείου» χρωστά τη γέννησή της σε μία Διακήρυξη στην οποία προέβησαν 17 μεγάλα μουσεία του κόσμου το 2002

Η θεωρία του «Παγκόσμιου Μουσείου» χρωστά τη γέννησή της σε μία Διακήρυξη στην οποία προέβησαν 17 μεγάλα μουσεία του κόσμου το 2002. Η Διακήρυξη αυτή φαίνεται να είναι λίγο συγκεχυμένη διότι από τη μία πλευρά αναφέρεται στην έννοια της ‘εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς’ εννοώντας την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας στην οποία το κάθε μουσείο (από αυτά που υπογράφουν) ανήκει (συγκεκριμένα η Δήλωση αναφέρει ότι [the museums’ collections’ have become] “part of the heritage of the nations which house them”), ενώ την ίδια στιγμή αναφέρεται στην πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας (“museums serve not just the citizens of one nation but the people of every nation”). Άρα τα μουσεία της Διακήρυξης φαίνεται να αμφιταλαντεύονται μεταξύ της θεωρίας της ‘διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς΄(γνωστή και ως ‘εθνικιστική’) και αυτής του κοσμοπολιτισμού (γνωστής και ως ‘διεθνικιστικής’). Κανείς θα έλεγε ότι η χρήση των δύο αυτών (αντιφατικών μεταξύ τους) θεωριών έχει γίνει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζει τα άμεσα συμφέροντα των μουσείων ως προς τη διατήρηση των συλλογών τους.

Συγκεκριμένα, έχει υποστηριχθεί ότι τα μουσεία αυτά ήθελαν να εφεύρουν μία νομιμοποιητική βάση ως απάντηση στην κριτική και τα αιτήματα που είχαν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια για επιστροφή αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους. Οι εν λόγω αρχαιότητες αποκτήθηκαν και βρέθηκαν στις συλλογές των μουσείων αυτών αρκετές φορές κάτω από αμφισβητούμενες ως προς τη νομιμότητα και ηθική τους περιστάσεις, ακόμη και ως απόρροια τραυματικών γεγονότων, όπως κατάκτηση ή αποικιοκρατία. Αν μία τέτοια πράξη λάμβανε χώρα σήμερα θα ήταν απολύτως καταδικαστέα. Στο πλαίσιο αυτό τα μουσεία που συσπειρώθηκαν για να υπογράψουν τη συγκεκριμένη διακήρυξη προσπάθησαν κατά κάποιο τρόπο να ‘ξεπλύνουν’ το παρελθόν και να διαμορφώσουν έναν νέο ρόλο για αυτά ως φορείς που συντηρούν την ποικιλομορφία και προάγουν τον σεβασμό μεταξύ των διαφόρων πολιτισμών των ανθρώπων.Επιπλέον, η θεωρία του Παγκόσμιου Μουσείου φαίνεται να δημιουργεί διεθνώς δύο τάξεις μουσείων: Αυτά με παγκόσμια σημασία για την ανθρωπότητα και τα υπόλοιπα (τα ‘δευτεροκλασάτα’ (second best)). Η διάκριση αυτή κάθε άλλο παρά δικαιολογημένη επιστημονικά είναι. Τα περισσότερα μουσεία έχουν κάτι πολύ σημαντικό να προσφέρουν, το οποίο μπορεί να είναι παγκόσμιας σημασίας ανεξαρτήτως από τον αν διαθέτουν αντικείμενα διαφορετικών πολιτισμών ή όχι. Επίσης τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον διαχωρισμό αυτόν είναι επιστημονικά άγνωστα. Η διακήρυξη αυτή φαίνεται να υπονοεί ότι το καλύτερο μέρος να διατηρούνται πολιτιστικοί θησαυροί είναι το Παγκόσμιο Μουσείο. Όμως αυτός ο απόλυτος τρόπος να προσεγγίζει κανείς πολιτιστικούς θησαυρούς ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητές τους φαίνεται να προάγει μία μονοσήμαντη αντίληψη για την πολιτιστική κληρονομιά: τον αισθητικό της ρόλο και μόνον. Με άλλα λόγια, η θεωρία του Παγκόσμιου Μουσείου δίνει προτεραιότητα στο φυσικό αντικείμενο παρά στους σκοπούς που έχει αυτό τεθεί να εξυπηρετήσει (για παράδειγμα ως θρησκευτικό εργαλείο ή ως μέρος ενός πολιτιστικού συνόλου με ενδεχόμενες ανθρωπολογικές, ιστορικές ή άλλες διαστάσεις). Η προσέγγιση αυτή αγνοεί άλλες -τουλάχιστον εφάμιλλες λειτουργίες- της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως για παράδειγμα εθνογραφικές, ανθρωποκεντρικές ή θρησκευτικές. Παραγνωρίζει επίσης τον ρόλο που ενδέχεται να παίζει ένα πολιτιστικό αγαθό για την πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού. Μπορεί, για παράδειγμα, για μερικούς να είναι αδιανόητο να βλέπουν να εκτίθενται σε μία βιτρίνα μουσείου αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας ή αντικείμενα που έχουν θαφτεί με τους προγόνους τους ή ακόμη αντικείμενα που σχετίζονται με τη δημιουργία ή με καθοριστικής σημασίας στιγμές στην ιστορία ενός έθνους.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας διευθυντής μουσείου των Ινδιών αναφερόμενος στη θεωρία του Παγκόσμιου Μουσείου, K. Singh, “η θεωρία του Παγκόσμιου Μουσείου συνιστά ιδεολογία, η οποία έχει τις δικές της ιστορικές και πολιτικές σκοπιμότητες, και η αλήθεια είναι ότι το Παγκόσμιο Μουσείο πασχίζει να προστατεύσει τη δική του πολιτιστική κληρονομιά και όχι αυτή της ανθρωπότητας”. (“[t]he museum’s ‘universalism’ is an ideological position that has its own history and its own politics, and the universal museum is fighting to protect its own heritage, not the world’s”).

Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με μία υπόθεση για παράδειγμα κλοπής πινάκων ή γλυπτών, η οποία μπορεί να είναι εξίσου άδικη

4. Τί είναι αυτό που υπαγορεύει την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στη χώρα προέλευσής τους;

Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με μία υπόθεση για παράδειγμα κλοπής πινάκων ή γλυπτών, η οποία μπορεί να είναι εξίσου άδικη. Η υπόθεση αυτή αφορά αρχιτεκτονικά μέλη μνημείου, τα οποία συνιστούν αναπόσπαστα και συστατικά μέρη του μνημείου, ενός μνημείου που επιβιώνει μέχρι σήμερα και το οποίο είναι επισκέψιμο. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στην πληθώρα των κατά καιρούς επιχειρημάτων της ελληνικής πλευράς, νομικών, ηθικών, πολιτιστικών, ιστορικών, εθνολογικών, κ.ο.κ. Ούτως ή άλλως ο λόγος γίνεται για μία παράνομη και ανήθικη πράξη αφαίρεσης των Μαρμάρων κατά τρόπο που από αρχαιολογική και γενικότερα επιστημονική σκοπιά κατέστρεψε ένα μνημείο, το κομμάτια του οποίου ο επισκέπτης μπορεί να τα δει μόνον διαμελισμένα χάνοντας ιστορικές, αισθητικές και άλλες λεπτομέρειες, κρίσιμες τόσο για την επιστημονική μελέτη όσο και την τέρψη του ματιού. Πέραν όμως από τα επιστημονικά επιχειρήματα που σχετίζονται με τον διαμελισμό ενός μνημείου που σώζεται μέχρι και σήμερα και το οποίο η άρνηση της επιστροφής των Μαρμάρων από τους Βρετανούς το διατηρεί διαμελισμένο, υπάρχει και ένα φαινομενικά απλό αλλά ουσιαστικά ισχυρό επιχείρημα στο οποίο είναι δύσκολο να διατυπωθεί αντίλογος: αυτό της λογικής. Είναι παντελώς παράλογο να υποστηρίξει κανείς ότι τα Μάρμαρα θα πρέπει να μένουν διαμελισμένα, σπασμένα και μοιρασμένα μεταξύ δύο κυρίως μουσείων όταν μπορούν να εκτεθούν μαζί, ως ένα ενιαίο όλο, εντός του γεωγραφικού, ιστορικού, αρχαιολογικού, πολιτιστικού τους πλαισίου, εντός του φυσικού τους περιβάλλοντος (in context), σε απευθείας οπτική επαφή με τον ναό. Είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς ότι η Μόνα Λίζα σε περίπτωση που έσπαγε σε κομμάτια θα εξυπηρετούσε διαφορετικές ανάγκες και σκοπούς αν τα μέλη της μοιράζονταν μεταξύ δύο ή περισσότερων μουσείων. Αυτό είναι ένα επιχείρημα, το οποίο δεν μπορεί να πείσει εύκολα ακόμη και αν κανείς το εντάξει στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου μουσείου και του ρόλου που αυτό επιτελεί.

Τα Μάρμαρα μπορούν να εξυπηρετήσουν τη βασική τους αποστολή και να παρέχουν στον επισκέπτη, αρχαιολόγο ή ερευνητή ολοκληρωμένη πληροφόρηση μόνον ενταγμένα στο περιβάλλον, φυσικό και ιστορικό, στο οποίο συλλήφθηκε η ιδέα της δημιουργίας του ναού και στη συνέχεια εκτελέστηκε. Μόνον εάν επανενωθούν με τα γλυπτά από τα οποία βίαια αποσπάστηκαν θα μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ισχυριστεί ότι τελικά διασώθηκαν τόσο προς όφελος του μνημείου, της πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων όσο και προς όφελος ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Συμπέρασμα

Έχουν προηγηθεί χρόνια διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και Βρετανίας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ουσιαστική πρόοδος. Ο λόγος κατά τη γνώμη μου δεν είναι κατ’ ανάγκη αυτός που διατείνονται αρκετοί, μήπως δηλαδή ανοίξει ο ασκός του Αιόλου σε σχέση και με άλλες επιστροφές, διότι στο μεταξύ έχουν διενεργηθεί και διενεργούνται επιστροφές αρχαιοτήτων τόσο από μουσεία της Βρετανίας όσο και από μουσεία άλλων χωρών. Η Βρετανία είναι γενικά αργή στο να λαμβάνει κοσμογονικές αποφάσεις. Κανείς ενδεχομένως να θεωρήσει ότι η επιστροφή των Μαρμάρων δεν συνιστά μία κοσμογονική απόφαση. Ο λίθος επί του οποίου γινόταν η ενθρόνιση των βασιλιάδων της Σκωτίας (Stone of Scone), και ο οποίος μετακινήθηκε στην Αγγλία ως λάφυρο πολέμου από τον Εδουάρδο Ι το 1296, επεστράφη στην Σκωτία ύστερα από συνεχή αιτήματα 700 χρόνια αργότερα, ήτοι το 1996. Και δεν ήταν παρά μία λίθος!

* H Ειρήνη Σταματούδη έχει συμβουλεύσει κατά καιρούς από το 1999 μέχρι σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού σε σχέση με ζητήματα επιστροφής αρχαιοτήτων από χώρες του εξωτερικού στην Ελλάδα, έχει συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, έχει αποτελέσει μέλος σχετικών συμβουλευτικών επιτροπών (και της παρούσας του Υπουργείου Πολιτισμού) και έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα σε επιστημονικά περιοδικά για τα θέματα αυτά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εξειδικεύεται στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και στο δίκαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το βιβλίο της I. Stamatoudi, Cultural Property Law and Restitution. A Commentary to International Conventions and European Union Law, Edward Elgar Publishing, Cheltenham (UK) – Northampton (US), 2011, αποτελεί διεθνώς την πιο ολοκληρωμένη κατ’ άρθρον ερμηνεία διεθνών συμβάσεων και ενωσιακής νομοθεσίας σε ζητήματα επιστροφής αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους και συνιστά έργο αναφοράς.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -