fbpx

Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Αιχμές κατά του νομοσχεδίου για την ενδοοικογενειακή βία

Η Ένωση εκφράζει τον έντονο προβληματισμό της για την διαφαινόμενη νομοθετική επιμονή στη θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων που διασπούν την ενότητα του δικαίου, ως απάντηση στην αντιμετώπιση προβλημάτων που έχουν χαρακτηριστικά κοινωνικής παθογένειας και χρήζουν ενίσχυσης των δομών πρόνοιας (βία κατά γυναικών, ανήλικοι).

Χρόνος ανάγνωσης 23 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 23 λεπτά

Δείτε επίσης

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σταθερή στη θέση της ότι το Δικαστικό Σώμα και δικαιούται και οφείλει να συμμετέχει ενεργά στον επιστημονικό διάλογο κατά τη διαδικασία θέσπισης σημαντικών νομοθετικών αλλαγών καταθέτει σήμερα τις προτάσεις της για το κατατεθέν πολυνομοσχέδιο με τίτλο «Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 –Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας – Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών – Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust – Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας – Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις».

Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει καταρχήν γενικές και ακολούθως ειδικότερες παρατηρήσεις αναφορικά με τις διατάξεις που αφορούν τη βία κατά των γυναικών, την προσωρινή κράτηση, τις διατάξεις για τους ανηλίκους και τις σχετικές παρεμβάσεις στον ΠΚ, τον ΚΠΔ και τους ειδικούς ποινικούς νόμους. Το δεύτερο μέρος αφορά ρυθμίσεις που σχετίζονται με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών αναφορικά με τα κωλύματα των δικαστικών λειτουργών και την διαδικασία περικοπής μισθού δικαστικού λειτουργού, καθώς και τον Ν. 5108/2024 για τη διαδικασία εισαγωγής στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας.

Όπως αναλυτικά εκτίθεται παρακάτω, εκφράζουμε τον έντονο προβληματισμό μας για την διαφαινόμενη νομοθετική επιμονή στη θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων που διασπούν την ενότητα του δικαίου, ως απάντηση στην αντιμετώπιση προβλημάτων που έχουν χαρακτηριστικά κοινωνικής παθογένειας και χρήζουν ενίσχυσης των δομών πρόνοιας (βία κατά γυναικών, ανήλικοι). Τέλος, εκφράζουμε την απορία μας για την αναγκαιότητα και ταχύτητα θέσπισης διατάξεων που αφορούν στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (αλλαγές στα κωλύματα, περικοπή μισθού), τη στιγμή που υφίσταται σε λειτουργία ειδική επιτροπή συσταθείσα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρμόδια για την επεξεργασία αλλαγών στον Κώδικα αυτόν.

Μέρος Πρώτο

 Διατάξεις σχετικά με αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών –Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας –- Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust.

Α. Γενικές παρατηρήσεις

Μέχρι τον Ν. 1128/1981 η προφυλάκιση διατάσσονταν σε κάθε περίπτωση στα κακουργήματα αλλά και σε ορισμένα πλημμελήματα στις περιπτώσεις εκείνες που υπήρχαν σοβαρές υπόνοιες ενοχής του κατηγορουμένου. Θεωρήθηκε στροφή στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό η αντικατάσταση του θεσμού εκείνου με την προσωρινή κράτηση ως έσχατου μέσου διασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Έκτοτε γράφηκαν εκατοντάδες επιστημονικές μελέτες και έγιναν αργά αλλά σημαντικά βήματα μέχρι σταδιακά η νομολογία να υιοθετήσει ως έσχατο μέσο την προσωρινή κράτηση που πρέπει να επιβάλλεται μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και να δώσει προβάδισμα στα περιοριστικά μέτρα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνεπές στην προάσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων επαναλαμβάνει σταθερά τον παραπάνω κανόνα ως μια κοινή συνισταμένη των αξιών της ηπείρου. Στην υπόθεση Cirstea κατά Ρουμανίας (23-7-2019) διαπίστωσε ότι η προφυλάκιση πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ποινικής έρευνας και όχι σε μια πιθανή δίψα για εκδίκηση και τιμωρία από το ευρύ κοινό, διαχωρίζοντας ξεκάθαρα τους σκοπούς που οφείλει να επιδιώκει ένα κράτος δικαίου το οποίο δεν λειτουργεί με όρους επικοινωνιακής δημαγωγικής πολιτικής, ενώ στην υπόθεση Nerattini κατά Ελλάδας (18-12-2008) έκρινε ότι οι δικαστικές αρχές είναι υποχρεωμένες να εξετάζουν εναλλακτικά μέτρα (περιοριστικούς όρους) για την εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη.

Το σχέδιο νόμου που εξήγγειλε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αποτελώντας επικίνδυνη νομοθετική οπισθοδρόμηση, θέτει την Ελλάδα σε έναν δρόμο μοναχικό και δύσβατο, μακριά από την παρακαταθήκη του ΕΔΔΑ. Επαναφέρει τον κανόνα της προφυλάκισης και μάλιστα και για πλημμελήματα, παρατείνει το διάστημα κράτησης μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο, απαγορεύει την μετατροπή ή την αναστολή της ποινής, παρακάμπτει την διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων, επιτρέπει την εκδίκαση μιας υπόθεσης και την καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να εξετάσει τον μηνυτή. Με δεδομένο μάλιστα πως θεωρείται a priori ως «παλαβή» μια απόφαση που θέτει περιοριστικούς όρους στον κατηγορούμενο, η προφυλάκιση όχι απλά μετατρέπεται σε κανόνα αλλά γίνεται έμμεσα προτροπή στους δικαστικούς λειτουργούς να την εφαρμόζουν ως το μοναδικό μέσο δικονομικού καταναγκασμού.

Η θέσπιση των παραπάνω μέτρων συγκυριακά ταυτίζεται με το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας το οποίο χρησιμοποιείται ως μια βολική πρόφαση για την διαρκή απομείωση των δικαιωμάτων των πολιτών και την καταστρατήγηση των κανόνων μιας δίκαιης δίκης. Η σκληρή ποινική καταστολή με την εγκατάλειψη ευρωπαϊκών νομοθετικών προτύπων είναι μια μέθοδος ατελέσφορη για να επιφέρει μείωση της εγκληματικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντίφαση μεταξύ των ακραίων κύριων και παρεπόμενων ποινών (δήμευση περιουσίας) που επέβαλε ο νομοθέτης στους δράστες των εμπρησμών και η κατακόρυφη αύξηση των πυρκαγιών στη χώρα από πέρσι το καλοκαίρι.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έδειξε και πριν τις τροποποιήσεις των Ποινικών Κωδίκων πως δεν υπολογίζει τις επισημάνσεις του νομικού κόσμου της χώρας, ακροβατώντας μεταξύ κράτους δικαίου και κράτους αποφάσεων, ανάμεσα στον θετικισμό με την ιδεαλιστική αίρεση ότι ο νόμος δεν παραβιάζει θεμελιακές αρχές των δικαιωμάτων και στην στεγνή έννοια της νομοκρατίας.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δηλώνει την αντίθεσή της στις νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα εκθέσουν την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα αποτελέσουν αφορμή για νέα συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων.

Β. Κριτική επιμέρους διατάξεων

1) Αυστηροποίηση των διατάξεων για την προσωρινή κράτηση- σταδιακή επαναφορά του θεσμού της προφυλάκισης.

Οι παρεμβάσεις του ΣχΝ στον χώρο της προσωρινής κράτησης συνιστούν μία οπισθοδρόμηση και μία σταδιακή επαναφορά του θεσμού της προφυλάκισης. Συνοψίζοντας τις σχετικές προβλέψεις του ΣχΝ: α) προβλέπεται (στο άρθρο 36 ΣχΝ, που τροποποιεί το άρθρο 287 παρ. 1 ΚΠΔ) η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής κράτησης ανηλίκων για 3 επιπλέον μήνες, ώστε συνολικά να μπορεί να ανέλθει στους 9 μήνες, ενώ σήμερα το μέγιστο όριο προσωρινής κράτησης ανηλίκων ανέρχεται σε 6 μήνες, β) προβλέπεται η δυνατότητα αντικατάστασης των περιοριστικών όρων που επιβλήθηκαν σε ανήλικο με προσωρινή κράτηση σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης παραβίασης των περιοριστικών όρων και άσκησης ποινικής δίωξης για έγκλημα του άρθρου 127 παρ. 1 ΠΚ, δηλ. για οποιοδήποτε έγκλημα που αν το τελούσε ενήλικος θα ήταν οποιασδήποτε βαρύτητας κακούργημα, γ) προβλέπεται η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής κράτησης κατά 6 μήνες, ήτοι μέχρι την συμπλήρωση 18 μηνών και για τα μικρής βαρύτητας κακουργήματα, που απειλούνται με ποινή κάθειρξης μέχρι 10 έτη, εφόσον έχουν τελεστεί στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή συμμορίας ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων και δ) προβλέπεται περίπτωση υποχρεωτικής και δυνητικής αντικατάστασης των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση, όταν ασκείται νέα ποινική δίωξη για κάποιο από τα εγκλήματα του καταλόγου του άρθρου 296 ΚΠΔ, όπως το τροποποιείται με το άρθρο 38 ΣχΝ.

Οι νέες αυτές ρυθμίσεις παραβλέπουν την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ που απαιτεί ειδικά ως προς τους ανηλίκους την κατά το δυνατόν μικρότερη διάρκεια της προσωρινής κράτησής τους. Παράλληλα, αλλοιώνεται ο δικονομικός χαρακτήρας των περιοριστικών όρων και της προσωρινής κράτησης, αφού γίνεται φανερό ότι πλέον η προσωρινή κράτηση απειλείται ως μία μορφή κύρωσης για την τέλεση νέου εγκλήματος και μάλιστα σε πρώιμο στάδιο, πριν την αμετάκλητη βεβαίωση της ποινικής ευθύνης του ανηλίκου, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας. Η πρακτική χρησιμότητα και εφαρμογή της διάταξης αυτής θα αφορά τις περιπτώσεις εκείνες που και για το νέο έγκλημα που τελεί ο ανήλικος δεν κρίνεται από τον ανακριτή αναγκαία η επιβολή της προσωρινής κράτησης. Έτσι, ενώ ο αρμόδιος ανακριτής κρίνει ότι ούτε για το πρώτο ούτε για το δεύτερο έγκλημα πρέπει να κρατηθεί προσωρινά ο ανήλικος, ο νομοθέτης, επιδεικνύοντας μία αδικαιολόγητη δυσπιστία στην δικαστική κρίση, προβλέπει την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση. Η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής κράτησης στα κακουργήματα που απειλούνται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη αποσυνδέει την επιβολή του μέτρου αυτού από την βαρύτητα της διωκόμενης πράξης και την εξυπηρέτηση δικονομικών σκοπών και φαίνεται να αντιμετωπίζει τις παθογένειες από την καθυστερημένη εκδίκαση των υποθέσεων στο ακροατήριο. Εντελώς αδικαιολόγητη και άκρως επικίνδυνη είναι η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 296 ΚΠΔ. Με την διάταξη αυτή εισάγεται υποχρεωτικός λόγος αντικατάστασης των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση για την περίπτωση άσκησης νέας ποινικής δίωξης για κάποιο από τα κακουργήματα της διάταξης αυτής και δυνητικός αν η νέα ποινική δίωξη αφορά σε πλημμέλημα. Είναι προφανές ότι με την διάταξη αυτή δεν υπηρετείται ο δικονομικός σκοπός των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, αλλά προβλέπεται μία μορφή προκαταβολικής τιμωρίας και μάλιστα για έγκλημα που δεν θα μπορούσε να επιβληθεί αυτοτελώς προσωρινή κράτηση. Είναι χαρακτηριστικό της προχειρότητας του νομοθέτη ότι προβλέπεται ως υποχρεωτική η επιβολή προσωρινής κράτησης μετά την κίνηση της δεύτερης ποινικής δίωξης, ακόμα και αν ο ανακριτής στα πλαίσια της δεύτερης δίωξης δεν επιβάλει κανένα μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, διότι θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην δικαστική κρίση και η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας είναι προφανής και επιβάλλεται η απόσυρση όλων των σχετικών με την προσωρινή κράτηση διατάξεων του ΣχΝ.

2) Αντικατάσταση αναμορφωτικών μέτρων σε βάρος ανηλίκου με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.

Το άρθρο 25 ΣχΝ προβλέπει την δυνατότητα αντικατάστασης των αναμορφωτικών μέτρων που επιβλήθηκαν σε ανήλικο με κατ’ οίκον έκτιση ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή ακόμα και με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων «εφόσον κατά τη διάρκεια ισχύος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για πράξη, που αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα». Παρά τα όσα αντίθετα βεβαιώνει η Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, πρόκειται για μία διάταξη με έντονα τιμωρητικό χαρακτήρα και δικαιοκρατικά ανομιμοποίητη, στο μέτρο που επιχειρείται η ανατροπή μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και η αυστηρή τιμώρηση του ανηλίκου στη βάση μιας νέας δίωξης, πριν ακόμα διαπιστωθεί δικαστικά η τέλεση του νέου εγκλήματος. Η διάταξη αυτή κινούμενη στην ίδια κατεύθυνση και με άλλες διατάξεις του ΣχΝ, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας, εκλαμβάνει ως «υπότροπο» τον κατηγορούμενο με μόνη την κίνηση της ποινικής δίωξης και μάλιστα, αντί αυτό να έχει επίπτωση στην ποινική του αντιμετώπιση για το νέο (καθ’ υποτροπή) έγκλημα επηρεάζει την αμετακλήτως επιβληθείσα ποινή για προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά.

3) Ακρόαση υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία της υφ’ όρον απόλυσης.

Το άρθρο 24 ΣχΝ αναγνωρίζει για πρώτη φορά δικαίωμα ακρόασης στον υποστηρίζοντα την κατηγορία, με την κλήση του και το δικαίωμα υποβολής υπομνήματος, κατά τη διαδικασία εξέτασης από το δικαστικό συμβούλιο της υφ’ όρον απόλυσης του κρατούμενου για κάποιο από τα εγκλήματα του 15ου, 16ου, 18ου και 19ου Κεφαλαίου του ΠΚ ή οποιουδήποτε εγκλήματος του Ν. 3500/2006. Αρχικά παρατηρείται ότι ο αμιγώς ποινικός χαρακτήρας της παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας, όπως διαμορφώθηκε με τον νέο ΚΠΔ, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επανεξέταση των σταδίων στα οποία δικαιούται να παρίσταται ο υποστηρίζων την κατηγορία. Κάτι τέτοιο, βέβαια, προϋποθέτει μία ενιαία και συνολική για όλα τα εγκλήματα αντιμετώπιση, μετά από σοβαρό επιστημονικό διάλογο. Υπό το ισχύον, όμως, νομοθετικό καθεστώς, όπου το άρθρο 367 παρ. 1 ΚΠΔ περιορίζει την ακρόαση του υποστηρίζοντος την κατηγορία μέχρι το στάδιο κήρυξης της ενοχής του κατηγορουμένου και τον αποκλείει από κάθε επόμενη συζήτηση ως προς το ύψος της ποινής και την αναστολή ή μετατροπή της, η επανεμφάνιση του ίδιου προσώπου σε μεταγενέστερο στάδιο, εκείνο της έκτισης της ποινής, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ομοιογένειας των δύο ποινικών κωδίκων και εμφανίζεται ως μία πρόχειρη και ευκαιριακή λύση.

4) Αξιοποίηση ανέλεγκτων μαρτυρικών καταθέσεων της προδικασίας και προσβολή υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά παράβαση της ΕΣΔΑ- Εξέταση ανηλίκων και ενηλίκων στα πλαίσια εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας- Ευκαιρία για τροποποίηση και ενοποίηση των ρυθμίσεων των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ.

Το ΕΔΔΑ, θεωρώντας ότι η αυτοπρόσωπη παρουσία του μάρτυρα στο ακροατήριο και η δυνατότητα του κατηγορουμένου να τον εξετάσει διασφαλίζει τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, αναγνωρίζει κατ’ εξαίρεση, σε ειδικές κατηγορίες ευάλωτων μαρτύρων, επιτρεπτή την αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων της προδικασίας, εφόσον έχουν ληφθεί αντισταθμιστικά μέτρα που διασφαλίζουν την αξιοπιστία της ανέλεγκτης μαρτυρικής κατάθεσης.

Το πρόσφατα κατατεθέν ΣχΝ, συνεχίζοντας την πρακτική που υιοθέτησε ο νομοθέτης με τον Ν. 5090/2024, διευρύνει τις περιπτώσεις αποδεικτικής αξιοποίησης στο ακροατήριο μαρτυρικών καταθέσεων της προδικασίας, αποστερώντας τον κατηγορούμενο από θεμελιώδη δικαιώματα και χωρίς να συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που νομολογιακά δέχεται το ΕΔΔΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης. Έτσι, το άρθρο 19 Ν. 3500/2006, όπως τροποποιείται με το άρθρο 19 ΣχΝ, προβλέπει ότι τα ενήλικα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να μην εξετάζονται στο ακροατήριο, αλλά να διαβάζεται η προανακριτική τους κατάθεση. Παρατηρείται σχετικά ότι τα ενήλικα θύματα δεν μπορεί να θεωρούνται σε κάθε περίπτωση ως κατηγορία ευάλωτων μαρτύρων. Παράλληλα, η πρόβλεψη του κανόνα εξέτασης των ενηλίκων θυμάτων με τεχνολογικά μέσα κατά το άρθρο 238Α ΚΠΔ, με δυνατότητα των κατηγορουμένου να τον εξετάζει, θα έπρεπε να θεωρείται ως το έσχατο αντισταθμιστικό μέτρο, που εξισορροπεί την ανάγκη προστασίας του θύματος και την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Αν η εφαρμογή του άρθρου 238Α ΚΠΔ δεν είναι εφικτή μπορεί να προβλεφθεί ως υποκατάστατο της φυσικής παρουσίας του μάρτυρα-θύματος πράξεων ενδοοικογενειακής βίας η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 228 ΚΠΔ, όπως αντίστοιχα ορθά προβλέπεται για τα ανήλικα θύματα.

Παράλληλα, με την ευκαιρία της παρέμβασης του ΣχΝ (με το άρθρο 34 αυτού) στο άρθρο 227 ΚΠΔ προτείνεται η βελτίωση των προβλέψεων του άρθρου 227 ΚΠΔ και η ενοποίηση των ρυθμίσεων των άρθρων 227 και 228 ΚΠΔ. Ειδικότερα, προτείνεται α) η παραπομπή της παρ. 6 του άρθρου 227 ΚΠΔ όχι μόνο στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, αλλά και στην παρ. 4, ώστε να καταστεί σαφές ότι η καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου θύματος σε οπτικοακουστικό μέσο είναι υποχρεωτική και όταν η εξέτασή του διατάσσεται από το δικαστήριο, β) να προβλεφθεί η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου από τον κατηγορούμενο και στην περίπτωση του άρθρου 228 ΚΠΔ, όπως ακριβώς προβλέπεται στο άρθρο 227 ΚΠΔ, γ) να προβλεφθεί ως υποχρεωτική η καταγραφή της κατ’ άρθρο 228 ΚΠΔ κατάθεσης του ενήλικου θύματος σε οπτικοακουστικό μέσο, όπως προβλέπεται και στην περίπτωση του άρθρου 227 ΚΠΔ.

5) Επέκταση της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας μέσω της νομοθετικής απαγόρευσης του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης.

Με το άρθρο 10Α παρ. 2 Ν. 3500/2006, όπως προστίθεται με το άρθρο 14 ΣχΝ επεκτείνεται και στα εγκλήματα του Ν. 3500/2006 η απαγόρευση αναστολής και μετατροπής της ποινής και χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση. Η προτεινόμενη αυτή ρύθμιση επαναλαμβάνει και στον χώρο των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας προβληματικές διατάξεις που ήδη ισχύουν σε άλλα εγκλήματα (για την εγκληματική οργάνωση, για τα εγκλήματα αθλητικής βίας, για την παράτυπη μετανάστευση και τον εμπρησμό), οι οποίες, όπως επανειλημμένα έχει κριθεί και από τα δικαστήρια, δεν συμβιβάζονται με το τεκμήριο αθωότητας, δείχνοντας μία αδικαιολόγητη δυσπιστία στην σχετική κρίση των δικαστηρίων. Ο ελάχιστος σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας, της διάκρισης των εξουσιών και του κράτους δικαίου επιβάλλει την άμεση απόσυρση της ρύθμισης αυτής και την επανεξέταση από τον νομοθέτη όλων των αντίστοιχων διατάξεων, ώστε η νομοθεσία μας να ευθυγραμμιστεί με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ.

6) Σταδιακή συρρίκνωση της αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου.

Ο εγγυητικός ρόλος του δικαστικού συμβουλίου και η συμβολή του στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας έχει αναδειχθεί και από την Ένωσή μας με την ευκαιρία αντίστοιχων με το άρθρο 14 ΣχΝ νομοθετικών παρεμβάσεων που συρρικνώνουν την αρμοδιότητά του. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το ήμισυ των υποθέσεων που εισάγονται στο δικαστικό συμβούλιο καταλήγουν σε έκδοση μη παραπεμπτικού βουλεύματος, ενώ και στα παραπεμπτικά βουλεύματα η κατηγορία τίθεται στις πραγματικές της βάσεις, με εκτενή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, κάτι που συμβάλλει στην αποφυγή άσκοπης ταλαιπωρίας των διαδίκων και στην επιτάχυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο. Με το άρθρο 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006, όπως προστίθεται με το άρθρο 14 ΣχΝ, προβλέπεται η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο του κατηγορούμενου για κακούργημα του Ν. 3500/2006. Ωστόσο, οι αποδεικτικές δυσχέρειες που συχνά χαρακτηρίζουν τις υποθέσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες νομοθετικές παρεμβάσεις στον Ν. 3500/2006, που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα διαχρονικού δικαίου, θα οδηγήσουν με βεβαιότητα σε επιβράδυνση του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης. Επιβάλλεται η απόσυρση της συγκεκριμένης ρύθμισης και η επανεξέταση του ζητήματος της ενίσχυσης του εγγυητικού ρόλου του δικαστικού συμβουλίου, με ουσιαστικό περιορισμό του ρυθμιστικού πεδίου του άρθρου 309 ΚΠΔ, ώστε να αποτελέσει και πάλι έναν εξαιρετικό τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης.

7) Η κράτηση στην αυτόφωρη διαδικασία.

Το άρθρο 14 ΣχΝ εισάγει για τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας (Ν. 3500/2006) απόκλιση από τις γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 423 και 424 ΚΠΔ σε σχέση με την κράτηση του κατηγορουμένου στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας. Ειδικότερα, το άρθρο 10Α παρ. 6 Ν. 3500/2006, όπως προστίθεται με το άρθρο 14 ΣχΝ, προβλέπει ως κανόνα την διατήρηση, μετά την αναβολή, της κράτησης του κατηγορουμένου για 5 το πολύ ημέρες και μόνο κατ’ εξαίρεση μετά από ακρόαση του θύματος μπορεί το δικαστήριο (και μάλιστα αιτιολογημένα) να διατάξει την άρση της κράτησης. Έτσι, ο κανόνας υπέρ της ελευθερίας του προσώπου μεταβάλλεται νομοθετικά υπέρ της στέρησης της ελευθερίας του. Πέρα από τα ερμηνευτικά προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής (όπως τι θα γίνει αν το θύμα δεν εμφανίζεται στη δικάσιμο που αποφασίζεται η αναβολή και συνεπώς δεν είναι δυνατή η ακρόασή του), αλλά και την ασυνέπεια που εμφανίζουν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις (για την καταδίκη του κατηγορουμένου δεν απαιτείται πάντοτε εξέταση του θύματος στο ακροατήριο, αλλά αρκεί η ανάγνωση της γραπτής κατάθεσής του, σύμφωνα με το άρθρο 19 ΣχΝ, ενώ για την εξέταση της διατήρησης ή μη της κράτησής του σε περίπτωση αναβολής η ακρόαση του θύματος είναι υποχρεωτική), το επικίνδυνο της προτεινόμενης ρύθμισης έγκειται στο ότι πέρα από την αυστηροποίηση σε νομοθετικό επίπεδο επιχειρείται και με ομόρροπες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων να επιτευχθεί όσο το δυνατό πιο αυστηρή εφαρμογή του δικαίου, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται ως αδικαιολόγητη προστασία των εγκληματιών. Ζητείται και εδώ η απόσυρση της προτεινόμενης ρύθμισης.

8) Διατάξεις για τη Eurojust: Συμμετοχή και δικαστικού λειτουργού.

Κατά το άρθρο 50 του ΣχΝ με τίτλο «Επανακαθορισμός των προσόντων του εισαγγελικού λειτουργού για ανάληψη καθηκόντων στην Eurojust» ορίζεται ότι στην Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (EUROJUST), ορίζονται Εθνικό Μέλος, αναπληρωτής και βοηθός αυτού μόνο εισαγγελικοί λειτουργοί. Θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να ενταχθούν στη ρύθμιση και οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί. Η επιλογή αυτή που είναι σύμφωνη με το δικαστικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου οργάνου, θα δώσει τη δυνατότητα διεύρυνσης επιλογών στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και θα επιτρέψει την αξιοποίηση εμπειρίας όλων των δικαστικών λειτουργών, ιδίως εκείνων που έχουν ασκήσει ανακριτικά καθήκοντα. Ακολούθως, θα πρέπει να τροποποιηθεί η ρύθμιση και ως Εθνικό μέλος να μπορεί να ορίζεται εκτός από εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό του Αντεισαγγελέα Εφετών και δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Εφέτη, ως αναπληρωτής να ορίζεται εκτός από εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό Εισαγγελέα Πρωτοδικών με 3ετή εμπειρία και δικαστικός λειτουργός με βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών με 3ετή εμπειρία και ως βοηθός, εκτός από Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών που έχει συμπληρώσει πέντε (5) έτη στο βαθμό αυτό και Πρωτοδίκης, που έχει συμπληρώσει πέντε (5) έτη στο βαθμό αυτό.

Μέρος Δεύτερο

Διατάξεις που αφορούν στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και τον Ν. 5108/2024 (ενοποίηση πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας)

Α. Περιορισμός των πόλεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των κωλυμάτων εντοπιότητας – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 49 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Η προτεινόμενη  διάταξη του άρθρου 72 ΣχΝ για ευρύτατο περιορισμό των πόλεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή του κωλύματος εντοπιότητας αποτελεί μια σαφή οπισθοχώρηση του νομοθέτη από μία επιλογή που ο ίδιος έκανε με τον πρόσφατο Ν. 4938/2022. Θεωρούμε ότι από τον Ιούνιο του 2022, που ψηφίσθηκε το πρώτον η διάταξη με τη σημερινή της μορφή, ουδέν έχει αλλάξει ως προς τις γενεσιουργούς αιτίες που οδήγησαν στην ψήφισή του και οδήγησαν αφενός στην κατάργηση όλων των αναχρονιστικών κωλυμάτων γεννήσεως, αλλά και στη διεύρυνση του αριθμού των πόλεων που εξαιρούνται του κωλύματος λόγω συγγένειας με υπηρετούντα δικηγόρο.

Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών δεν επηρεάζεται ούτε ετεροκαθορίζεται από την επαγγελματική ιδιότητα των συγγενών τους, ενώ η προστασία της εικόνας της Δικαιοσύνης, προστατεύεται με την ad hoc αντιμετώπιση περιστατικών που εν δυνάμει θα μπορούσαν να την πλήξουν και όχι με οριζόντιες διατάξεις γενικής πρόληψης, που εξασφαλίζουν μόνο την υπηρεσιακή δυσκαμψία και την καχυποψία των πολιτών για φωτογραφική νομοθέτηση. Οι δικαστές και εισαγγελείς έχουμε αποδεχθεί το να είμαστε αυστηροί με τους εαυτούς μας κατά την άσκηση των καθηκόντων μας και κατά την τήρηση των κανόνων της υπηρεσιακής ζωής και επίσης έχουμε αποδεχθεί και τους σημαντικούς περιορισμούς που συνεπάγονται στην κοινωνική μας καθημερινότητα. Αξιώνουμε όμως αντίστοιχα και την ανάλογη εμπιστοσύνη της Πολιτείας. Παρεκκλίσεις από τη χρηστή τήρηση των υπηρεσιακών καθηκόντων, πρέπει να ελέγχονται μόνο από τα αρμόδια Πειθαρχικά όργανα της Δικαιοσύνης ή από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο που μπορεί να συνεκτιμά όλα τα δεδομένα κατά την τοποθέτηση ή μετάθεση δικαστικού λειτουργού και στα όργανα αυτά ο νομοθέτης οφείλει να δείχνει εμπιστοσύνη στα πλαίσια του σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών. Δεν κινείται όμως σε αυτή την κατεύθυνση η de facto ακύρωση του ελέγχου με τη νομοθετική θέσπιση γενικών απαγορεύσεων και κωλυμάτων, τα οποία δε συνάδουν και με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές. Άλλωστε, η νομοθετική θέσπιση κωλυμάτων γεννά ποικίλες αντιφάσεις καθώς αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο δικαστικούς λειτουργούς που κατοικούν σε μικρές δημοτικές ενότητες των μεγάλων αστικών κέντρων, από εκείνους που κατοικούν σε μεγαλύτερους πληθυσμιακά δήμους των περιφερειακών πόλεων, αναδεικνύοντας έτι περαιτέρω ότι το ζήτημα δεν είναι αντικείμενο οριζόντιας ρύθμισης, αλλά διοικητικής κατανομής των οργανικών θέσεων και ουσιαστικού ελέγχου.

Προτείνουμε λοιπόν την διατήρηση της διάταξης ως έχει, άλλως σε περίπτωση επιμονής στον περιορισμό των πόλεων που αφορά το συγκεκριμένο κώλυμα να ληφθεί υπόψιν η πληθυσμιακή κατανομή των πόλεων της περιφέρειας. Σημειώνουμε ότι και στο παρελθόν είχαμε προτείνει την αξιολόγηση ως προς την επιλογή, ενός σταθερού πληθυσμιακού κριτηρίου για την εξαίρεση από το κώλυμα των πόλεων με περισσότερες από 50.000 κατοίκους. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι η πληθυσμιακή αποτύπωση σε επίπεδο Δήμων για τις πόλεις που αποτυπώνονται στον περιορισμό του νομοσχεδίου σύμφωνα με την απογραφή του 2021 είναι κατά φθίνουσα σειρά η εξής: Πάτρας (215.922 κάτοικοι), Ηρακλείου (179.302 κάτοικοι), Λάρισας (164.095 κάτοικοι), Βόλου (139.670 κάτοικοι), Ρόδου (125.113), Ιωαννίνων (113.978 κάτοικοι), Χανίων (111.375 κάτοικοι), Χαλκίδας (109.256 κάτοικοι), Αγρινίου (89.691 κάτοικοι), Κατερίνης (82.892 κάτοικοι), Τρικάλων (78.605 κάτοικοι), Σερρών (74.004 κάτοικοι), Καλαμάτας (72.906 κάτοικοι), Αλεξανδρούπολης, (71.751 κάτοικοι), Κοζάνης (67.224),  Κέρκυρας (67.112 κάτοικοι), Ξάνθης (66.875 κάτοικοι), Καβάλας (66.376 κάτοικοι), Κομοτηνής (65.243 κάτοικοι), Λαμίας (52.289 κατοίκους), Μυτιλήνης (53.314 κάτοικοι).

Β. Περικοπή μισθού δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 50 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 50 ΚΟΔΚΔΛ αποτελεί ήδη μια σοβαρή απόκλιση από την κανονικότητα της πειθαρχικής διαδικασίας. Ειδικότερα, κατά τα  άρθρα 111 και 113 ΚΟΔΚΔΛ ορίζεται μεταξύ άλλων και ότι η πειθαρχική ποινή του προστίμου καθαρών αποδοχών δύο ημερών έως καθαρές αποδοχές τριών μηνών, μπορεί να επιβληθεί στους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι και τον βαθμό του πρωτοδίκη και αντεισαγγελέα πρωτοδικών, από τα πενταμελή πειθαρχικά συμβούλια των εφετείων (πολιτικών και διοικητικών) που είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό να κρίνουν πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλουν όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, ενώ σε δεύτερο βαθμό αρμόδιο είναι το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Αντίστοιχα, το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο: α. Σε πρώτο βαθμό, να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις πειθαρχικές ποινές, εκτός από την οριστική παύση, στους προέδρους και εισαγγελείς εφετών, εφέτες και αντεισαγγελείς εφετών, προέδρους και εισαγγελείς πρωτοδικών και β. Σε δεύτερο βαθμό, να κρίνει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πενταμελών πειθαρχικών συμβουλίων των εφετείων. Ακολούθως, το εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό από το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αρείου Πάγου.

Μεταξύ των πειθαρχικών παραπτωμάτων που απαριθμούνται στο άρθρο 109 παρ. 2 εδ. ε΄ ΚΟΔΚΔΛ είναι και αυτό της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκτέλεση των καθηκόντων του, λαμβάνοντας υπόψιν τη σοβαρότητα και τη δυσχέρεια της υπόθεσης το βαθμό και την πείρα του δικαστικού λειτουργού, το φόρτο της εργασίας εν γένει και τις ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις, ενώ δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, πλην των ειδικών προθεσμιών στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και η σύνταξη σκεπτικού επί απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παράδοση της δικογραφίας από τον γραμματέα της έδρας. Αντίστοιχα στο άρθρο 50 παρ. 3 ορίζεται ότι «Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων, που αναφέρονται στην παρ. 4, κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως». Σύμφωνα με τα παραπάνω εφόσον το μέτρο της περικοπής μισθού αποτελεί στην πραγματικότητα πειθαρχική ποινή που μπορεί να επιβληθεί για την ίδια ακριβώς αιτία, που μπορεί να επιβληθεί και η πειθαρχική ποινή του προστίμου, δεν υφίσταται κανένας δικαιολογητικό λόγος να ακολουθεί διαφορετική διαδικασία από των λοιπών πειθαρχικών μέτρων. Η θέσπιση ειδικής διαδικασίας κατά το άρθρο 50 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ, δεν εξασφαλίζει τις ίδιες θεσμικές εγγυήσεις που υφίστανται ακόμα και για ελαφρύτερες πειθαρχικές ποινές όπως αυτή της επίπληξης και αποτελεί σαφή αντινομία σε σχέση με το σύνολο του νομοθετήματος. Ο νομοθέτης το γνώριζε αυτό όταν θεσπίσθηκε και για το λόγο αυτό ανέθεσε την αρμοδιότητα αυτή σε ένα όργανο με αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση, ήτοι το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης του Δικαστηρίου, το οποίο είναι ένα αιρετό και πολυπρόσωπο στα μεγάλα Δικαστήρια όργανο, που βρίσκεται σε άμεση εγγύτητα με το ελεγχόμενο πρόσωπο, ώστε να καθίσταται δυνατή η συνεκτίμηση όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε περίπτωση.

Θεωρούμε ότι η ενδεχόμενη μεταβίβαση αυτής της αρμοδιότητας περικοπής μισθού σε μονοπρόσωπο όργανο, ήτοι εκείνο του/της Προέδρου ή του/της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, διευρύνει έτι περαιτέρω την απόκλιση της ρύθμισης από τον κανόνα άσκησης του πειθαρχικού ελέγχου και μετατρέπει την επιβολή πειθαρχικού μέτρου με απόφαση πειθαρχικού οργάνου σε μια τυπική διαδικασία εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Περαιτέρω, η ύπαρξη απλά μιας διαδικασίας παροχής προηγούμενων έγγραφων εξηγήσεων δεν υπηρετεί ουσιαστικά το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του ελεγχόμενου, αφού ο τελευταίος δεν έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει τις θέσεις του με αυτοπρόσωπη παρουσία. Η δε θέσπιση δυνατότητας προσφυγής, χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώπιον του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού συμβουλίου (χωρίς τη συμμετοχή του/της Προέδρου ή του/της Εισαγγελέως που επέβαλε την περικοπή), δεν αρκεί καθώς ενόψει της θέσης και του υψηλού κύρους των ως άνω μονοπρόσωπων Οργάνων, η τυχόν προσφυγή προσήκει να απευθύνεται μόνο στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 4 και να ενταχθεί το περιεχόμενό του στην πειθαρχική διαδικασία των άρθρων 111 επ. ΚΟΔΚΔΛ, άλλως: α) να ορισθεί ως αρμόδιο όργανο το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του οικείου εφετείου έως το βαθμό του πρωτοδίκη και αντεισαγγελέα πρωτοδικών και κατ’ έφεση το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο, ενώ για τους βαθμούς έως τον πρόεδρο και εισαγγελέα εφετών το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του ΑΠ και κατ’ έφεση το εννεαμελές, β) σε περίπτωση που προκριθεί η επιλογή των μονοπρόσωπων οργάνων του/της Προέδρου και του/της Εισαγγελέως του ΑΠ, η προσφυγή κατά της πράξης περικοπής μισθού να συζητείται ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και γ) σε κάθε περίπτωση η προσφυγή να έχει αναστέλλουσα δύναμη.

Γ. Έκθεση Επιθεώρησης και πρώτη είσοδος στη γενική επετηρίδα – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 8 και προσθήκη παρ. 17 στο άρθρο 14 Ν. 5108/2024

Με την εισαγόμενη ρύθμιση του άρθρου 78 παρ. 2 ΣχΝ, προστίθεται παρ. 17 στο άρθρο 14 Ν. 5108/2024 (περί μεταβατικών διατάξεων) με την οποία επιχειρείται να διευθετηθεί το ζήτημα της ευχερέστερης ολοκλήρωσης της διαδικασίας επιθεώρησης των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, που επιθυμούν να αιτηθούν την εισαγωγή τους στη γενική επετηρίδα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

Σε ορθή κατεύθυνση θεωρούμε ότι κινείται -στα πλαίσια των δεδομένων χρονικών πλαισίων της πρώτης χρονιάς εφαρμογής της ρύθμισης- η απαλοιφή της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης ακρόασης όλων των επιθεωρούμενων, δυνάμει του άρθρου 77, που τροποποιεί το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 5108/2024, καθώς αυτή η προϋπόθεση θα καταστούσε ιδιαίτερα δυσχερή για τα όργανα Επιθεώρησης την αξιολόγηση όλων των αιτούντων. Επίσης σε θετική κατεύθυνση είναι η αναφορά ότι η έκθεση επιθεώρησης θα αφορά και το διάστημα από 16.09.2024 έως 28.05.2025, ώστε να καθίσταται σαφές ότι θα είναι δυνατή η συμπερίληψη, όλων των επιθυμούντων να αιτηθούν εισαγωγή στη γενική επετηρίδα, ανεξάρτητα από το τμήμα επιμόρφωσης στο οποίο τοποθετήθηκαν και ανεξάρτητα από το χρόνο ολοκλήρωσης της επιμόρφωσης.

Πλην όμως θεωρούμε αναγκαίο στην έκθεση επιθεώρησης να είναι δυνατό να συναξιολογηθεί και η υπηρεσιακή πορεία προηγούμενων ετών, όπως καταγράφεται στις εκθέσεις επιθεώρησης των άλλοτε ειρηνοδικών, για το διάστημα τουλάχιστον των δύο τελευταίων ετών. Μια τέτοια πρόβλεψη καθίσταται αναγκαία, καθώς η αξιολόγηση του δικαστικού έργου των συναδέλφων, μόνο του τρέχοντος έτους, συρρικνώνει το εύρος της αξιολόγησης, υπόκειται στις δυσχέρειες της φετινής χρονιάς, που ταυτόχρονα με την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων, ολοκληρώνεται και η επιμόρφωση των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και ταυτόχρονα συρρικνώνει κατά πολύ τους χρόνους αναμενόμενης έκδοσης απόφασης, καθώς εμπρόθεσμα εκδοθείσες αποφάσεις, δε θα μπορούν να καταστούν αντικείμενο αξιολόγησης, λόγω του εγγύτατου με τη συνεδρίαση του ΑΔΣ χρόνου συζήτησής τους. Ως εκ τούτου προτείνουμε να διαμορφωθεί το πρώτο εδάφιο ως εξής: «Κατά την πρώτη εφαρμογή της ένταξης στη γενική επετηρίδα του άρθρου 8, η έκθεση επιθεώρησης αφορά στο χρονικό διάστημα από τις 16.9.2024 έως τις 28.5.2025, συνεκτιμώντας και τις εκθέσεις επιθεώρησης των δύο προηγουμένων ετών».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -