«Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκτιμώντας α) ότι το νομοθετικό πλαίσιο των υπηρεσιακών μεταθέσεων των δικαστικών λειτουργών, ανήκει στον πυρήνα του πλέγματος εγγυήσεων της προσωπικής τους ανεξαρτησίας, β) ότι τόσο η υποχρέωση ύπαρξης πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσο και το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο, που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και αποτελούν δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβάνουν και εκείνες τις αποφάσεις, που αφορούν στις υπηρεσιακές μεταθέσεις, αποσπάσεις ή τοποθετήσεις (βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ 16-11/2021 για υποθέσεις C-748/2019- 754/2019 σε ΤΝΠ NOMOS) και γ) τα νέα δεδομένα ως προς τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης μετάθεσης δικαστικών λειτουργών, η οποία κατά το ΔΕΕ δύναται να υπονομεύσει τη δικαστική ανεξαρτησία (βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ 798/2021 για υπόθεση C-487/2019 σε https://curia.europa.eu), επισημαίνει ότι είναι αναγκαία η άμεση άρση όλων των νομοθετικών περιορισμών (ελάχιστο όριο μειοψηφίας) στη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά απόφασης που αφορά μετάθεση, απόσπαση ή τοποθέτηση δικαστικού λειτουργού, ως ισχύει για τις προαγωγές.
Για τον λόγο αυτό θα προτείνει στην επιτροπή που επεξεργάζεται τις αλλαγές του ΚΟΔΚΔΛ την τροποποίηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 81 ν.4938/2022 (η οποία εφαρμόζεται αναλόγως κατά παραπομπή της διάταξης του άρθρου 91 παρ. 12 ως προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης) που με τη σημερινή μορφή της είναι απροϋπόθετη μόνο ως προς τις υπηρεσιακές προαγωγές, ώστε να αρθούν οι προϋποθέσεις ελάχιστης μειοψηφίας και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών και να υπάρξει ουσιαστικό πεδίο λειτουργίας του ενδίκου βοηθήματος.
Ως εκ τούτου, προτείνεται τροποποίηση με αναδρομική ισχύ από 01.06.2024 ως ακολούθως: «Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 81 ν. 4938/2022 τροποποιείται ως εξής: «Προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός τον οποίο αφορά η απόφαση αυτή»».
Υπενθυμίζουμε ότι ήδη με το υπ΄ αριθ. 276/09.07.2024 έγγραφό μας στο οποίο περιλαμβάνονται οι προτάσεις της Ένωσης προς την επιτροπή επεξεργασίας του ΚΟΔΚΔΛ, έχουμε ζητήσει την τροποποίηση του άρθρου 60 ώστε να λάβει την εξής μορφή: «Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού, καθώς και η μετάθεση που σχετίζεται αποκλειστικά με τον χρόνο παραμονής στο ίδιο δικαστήριο ή στην ίδια δικαστική περιφέρεια».
Τέλος, εκφράζουμε την έντονη διαφωνία μας για την προωθούμενη αλλαγή του άρθρου 81παρ.11 του Οργανισμού, που εντοπίζεται σε νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη διαβούλευση και αφορά τις δηλώσεις πόθεν έσχες! Με την αλλαγή αυτή, καταργείται το ανασταλτικό αποτέλεσμα της άσκησης προσφυγής κατά απόφασης του ΑΔΣ, κάτι που αναμένεται να προκαλέσει μεγάλη υπηρεσιακή ανασφάλεια, αφού θα επιβραδύνει την γρήγορη εκκαθάριση υπηρεσιακών εκκρεμοτήτων με συνέπειες αρνητικές τόσο για τους ίδιους τους προσφεύγοντες, όσο και για τις υπηρεσίες τους. Στο ίδιο νομοσχέδιο προωθείται – ελπίζουμε εκ παραδρομής – και η κατάργηση της πρόβλεψης ότι η προαγωγή των νυν ειρηνοδικών γίνεται κατά τάξεις (άρθρο 90 ΚΟΔΚΔΛ), δημιουργώντας την εντύπωση ότι μετά την απαλοιφή της παραπομπής στο άρθρο 90 θα είναι δυνατή η προαγωγή των νυν ειρηνοδικών σε άλλο βαθμό, με βάση τα χρόνια υπηρεσίας. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, η σπουδή ψήφισης της οποίας είναι ακατανόητη, ενώ λειτουργεί επιτροπή αναμόρφωσης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και ενώ η βαθμίδα του ειρηνοδίκη από 16.09.2024 καταργείται, είναι αντίθετη στη φύση της συγκεκριμένης βαθμίδας, αλλά και στη λογική που διέπει τον νόμο 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι αμφότερες πρέπει να αποσυρθούν και τα ζητήματα που επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν, μετά από διάλογο με τις Δικαστικές Ενώσεις, να συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο που θα προετοιμάσει η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τον Οργανισμό Δικαστηρίων με σκοπό την αποσαφήνισή τους και τον ενιαίο χαρακτήρα της νομοθέτησης».