Καθησύχασε το δικαστικό σώμα, διασκέδασε τις φήμες, έκανε αναφορές με λεπτές αποχρώσεις, έτσι ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, τόνισε ότι δεν έχει τεθεί ζήτημα αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών. «Το λέω από τώρα για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις», ξεκαθάρισε ο Υπουργός. «Δεν έχει τεθεί θέμα αύξησης του ορίου ηλικίας παραμονής στο σώμα – αν αυξηθεί, θα γίνει σε εθελοντική βάση (…). Ακόμη και να τεθεί το θέμα αυτό, δεν θα συνδέεται με τα όρια συνταξιοδότησης τα σημερινά, που ισχύουν για τους λοιπούς εργαζόμενους, καθώς αυτά θα παραμείνουν τα ίδια».
Ο κ. Φλωρίδης εκτίμησε ότι «η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση θα εκκινήσει προς το τέλος του 2025», χωρίς ασφαλώς αυτό «να αφαιρεί τη δυνατότητα από όλους μας να θέσουμε αυτά τα ζητήματα».
Για Τεχνητή Νοημοσύνη: «Εξετάζουμε το να εισαχθεί στη μετάφραση κειμένων και στη διερμηνεία, έτσι ώστε να επισπευστούν χρονικά οι διαδικασίες και οι εκδόσεις των αποφάσεων» – «Δεν υπάρχει θέμα υποκατάστασης του φυσικού δικαστή»
Αναφερόμενος στη μεγάλη πρόκληση των καιρών, την Τεχνητή Νοημοσύνη, ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει θέμα υποκατάστασης του φυσικού δικαστή: «Δεν πρόκειται να γίνει αυτό από την Κυβέρνηση». Προσέθεσε, δε, σχετικά, τα εξής: «Είναι ένα εργαλείο για να διευκολύνει. Εμείς εξετάζουμε το να εισαχθεί στη μετάφραση κειμένων και στη διερμηνεία, έτσι ώστε να επισπευστούν χρονικά οι διαδικασίες και οι εκδόσεις των αποφάσεων».
Με πυρήνα τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ο κ. Φλωρίδης έθεσε ως ορίζοντα την άνοιξη για ένα πλήρες νομοθέτημα, έτσι ώστε μια σειρά από υποθέσεις να μπορούν να επιλύονται έξω από τα δικαστήρια, με τον ρόλο των δικηγόρων να συνεχίζει να παραμένει κρίσιμος.
Χριστόφορος Σεβαστίδης
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης εξήγησε ότι η επιλογή των ενοτήτων της Γενικής Συνέλευσης έγινε, καθώς «αγγίζουν και αφορούν όχι μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς αλλά όλους τους πολίτες, έχοντας την εμπεδωμένη πεποίθηση, πως οι κάθε είδους παρεμβάσεις (συνταγματικές, οικονομικές, τεχνολογικές) σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού, μπορούν να έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις από την κορυφή μέχρι τη βάση της κοινωνίας και πως δεν χωρούν εφησυχασμοί για κανέναν όποια θέση κι αν κατέχει στην πυραμίδα».
Ο κ. Σεβαστίδης διατύπωσε την ανησυχία του, αναφερόμενος στην αύξηση του ορίου ηλικίας εξόδου από το δικαστικό σώμα. «Φτάνουν στα αυτιά μας όλο και συχνότερα μηνύματα πως τα όρια συνταξιοδότησης θα τεθούν σε νέα βάση σε σχέση με τα 67 έτη, που ορίζει σήμερα το Σύνταγμα. Με επιχειρήματα υπέρ της ενεργούς γήρανσης του πληθυσμού, της αδυναμίας των ασφαλιστικών συστημάτων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, καλλιεργείται εδώ και καιρό στην Ευρώπη ο σχεδιασμός για παράταση του εργάσιμου βίου», είπε χαρακτηριστικά.
Και πρόσθεσε: «Παρουσιάζεται μάλιστα ως οικειοθελής επιλογή των εργαζομένων η δουλειά μέχρι τα 70 ή και 72 έτη, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό πως οι συντάξεις δεν επαρκούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες».
»Γνωρίζουμε καλά και κατανοούμε πως η αύξηση του ηλικιακού ορίου αποχώρησης από την υπηρεσία για τους δικαστικούς λειτουργούς δεν είναι ο αυτοσκοπός, αλλά το όχημα για να οδηγηθεί ολόκληρος ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας σε μια ανάλογη αύξηση. Τα ηλικιακά όρια αποχώρησης των δικαστών από την υπηρεσία τους δεν είναι ζήτημα στενά συντεχνιακό, αλλά βαθύτερα κοινωνικό και απαιτεί σύμπλευση και ενιαία στάση όλων των εργαζομένων».
Για ηγεσία Δικαιοσύνης: «η γνωμοδότηση δίνεται μόνο με μυστική ψηφοφορία των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και όχι του συνόλου του Δικαστικού Σώματος, δημιουργώντας στρεβλώσεις σε μια διαδικασία που θα όφειλε να είναι ανοιχτή – δημοκρατική στους δικαστικούς λειτουργούς. Και αν υπάρχουν τόσες δυσκολίες να προχωρήσει μία μεταρρύθμιση σε νομοθετικό επίπεδο, διαβλέπουμε ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια σε επίπεδο Συντάγματος».
Μάλιστα, ο Πρόεδρος της Ένωσης συνέδεσε την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης με την ανάληψη νέων καθηκόντων των δικαστικών στις Αρχές, αμέσως μόλις αφυπηρετήσουν. «Άμεσα συνδέεται και το αίτημα για συνταγματική απαγόρευση ανάληψης δημόσιας θέσης από αφυπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς, τουλάχιστον για διάστημα δύο ή τριών ετών μετά την αφυπηρέτηση. Ένα αίτημα του Δικαστικού Σώματος αρκετά προωθημένο και πρωτόγνωρο για την ελληνική κοινωνία, που ζητάει αυτοπεριορισμό για χάρη της ορθής λειτουργίας του πολιτεύματος», δήλωσε. Και επεσήμανε: «Εφόσον η Κυβέρνηση αναγνωρίζει έμμεσα πως ο διορισμός δικαστικών λειτουργών σε θέσεις διοικητικές, αμέσως μετά την συνταξιοδότησή τους, θέτει σε αμφισβήτηση μία δικαστική σταδιοδρομία δεκαετιών και δημιουργεί υποψίες στην κοινωνία για το κατά πόσο η θεωρία των περιστρεφόμενων θυρών αγγίζει και τον τρίτο πυλώνα εξουσίας, είναι χρέος της Πολιτείας να προστατέψει τη Δικαιοσύνη στο ανώτατο επίπεδο θεσμικής κατοχύρωσης».
Σε σχέση με τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος της ΕνΔΕ είπε: «Ξεκινώντας από το διαχρονικό αίτημα αλλαγής του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης αποκλειστικά από την Κυβέρνηση, δεν θεωρώ ότι είναι σκόπιμο να επαναλάβω τα επιχειρήματα που έχουμε διατυπώσει πολλές φορές στο παρελθόν ως προς την δικαιολογητική βάση του αιτήματος. Θα σταθώ στην πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 27 του ν. 5123/2024 που προβλέπει πλέον για την επιλογή του Προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων και της Εισαγγελίας του ΑΠ πριν την γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και την έκφραση γνώμης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με μυστική ψηφοφορία μεταξύ των μελών του. Με υπόμνημα που καταθέσαμε στη Βουλή, κατά την ακρόαση των φορέων, αναγνωρίσαμε ότι πρόκειται για ένα μικρό θετικό βήμα που κατακτήθηκε μετά από δεκαετίες επίμονης στάσης των δικαστικών ενώσεων. Ακόμα, όμως, και αυτή η νομοθετική μεταβολή είναι διστακτική να εκχωρήσει τμήμα εξουσίας που οικειοποιείται η Κυβέρνηση. Η γνώμη της Ολομέλειας αρχικά δεν είναι δεσμευτική για κανένα όργανο από αυτά που εμπλέκονται στη διαδικασία επιλογής. Η συμμετοχή του Δικαστικού Σώματος δεν μπορεί να είναι νομιμοποιητική της διαδικασίας, αλλά να επιδρά ουσιαστικά σε αυτήν. Κατά δεύτερον, η γνωμοδότηση της Ολομέλειας ακυρώνεται από την θέσπιση γνωμοδότησης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Τέλος, η γνωμοδότηση δίνεται μόνο με μυστική ψηφοφορία των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και όχι του συνόλου του Δικαστικού Σώματος, δημιουργώντας στρεβλώσεις σε μια διαδικασία που θα όφειλε να είναι ανοιχτή – δημοκρατική στους δικαστικούς λειτουργούς. Και αν υπάρχουν τόσες δυσκολίες να προχωρήσει μία μεταρρύθμιση σε νομοθετικό επίπεδο, διαβλέπουμε ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια σε επίπεδο Συντάγματος».
Ο κ. Σεβαστίδης μετέφερε στη Γενική Συνέλευση το κυρίαρχο θέμα συζήτησης, διεθνώς, στον δικαστικό κόσμο – συζητήθηκε, όπως είπε, στη φετινή Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών, στην οποία κατατέθηκαν αναφορές από 39 κράτη. «Στις περισσότερες από αυτές, οι δικαστές τοποθετούνται αρνητικά στην εισαγωγή Τεχνητής Νοημοσύνης, ακόμη και σε κράτη με υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη, όπως η Ιαπωνία και στην Ευρώπη η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Δανία εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τον σκεπτικισμό τους στη χρήση των νέων αυτών μέσων τεχνολογίας. Ένας σκεπτικισμός που δεν έχει καμία σχέση με την παραληρηματική τεχνοφοβία, τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας, τους νεολουδίτες, αλλά συνδέεται με την ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα ποιος και για ποια συμφέροντα καθορίζει τον τεχνολογικό προσανατολισμό. Λίγοι μονοπωλιακοί όμιλοι αποφασίζουν σήμερα ποια δεδομένα συλλέγονται στα ψηφιακά κέντρα, με ποια κριτήρια και ποιες διαδικασίες, ποιες πληροφορίες εξάγονται και πως αξιοποιούνται».
»Στον τομέα της δικαιοσύνης αντιλαμβανόμαστε πως η νομολογία των δικαστηρίων όπως και η νομική θεωρία δεν είναι στατικές αλλά εμπλουτίζονται με τον διάλογο, μεταβάλλονται ανάλογα με τις κοινωνικές εξελίξεις. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα της μεταβλητότητας και προσαρμοστικότητας της ανθρώπινης σκέψης στις νέες συνθήκες. Θα αναπαράγει θέσεις και αντιλήψεις παρωχημένες σε πλήρη αναντιστοιχία με την εξέλιξη και την πρόοδο ή και υπάρχουσες ανισότητες και στερεότυπα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Αμφισβητούμενη είναι και η αξιοπιστία των αλγορίθμων ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με την αδιαφάνεια στη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι ιδιωτικές εταιρίες».
Ο ίδιος δεν παρέλειψε να τονίσει εκ νέου την αναγκαιότητα επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού (δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα θερινής άδειας), ενώ με έμφαση στον νέο Δικαστικό Χάρτη, υπογράμμισε και το αίτημα αύξησης του αριθμού των Εφετών και Προέδρων Εφετών, και αυτό της καταβολής των εξόδων διαμονής και μετακίνησης στους δικαστικούς λειτουργούς που μεταβαίνουν και διαμένουν σε περιφερειακό δικαστήριο.
Μιχάλης Πικραμένος
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος έκανε αναφορά με έντονη χροιά αυτοκριτικής στο «τεράστιο πρόβλημα εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη», στο οποίο έχει βεβαίως «ο καθένας το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, αλλά και οι δικαστές έχουν μεγάλο μερίδιο».
«Που οφείλεται; Στο ότι οι δικαστές δεν ανταποκρίνονται σε εύλογο χρόνο στη διεκπεραίωση υποθέσεων, στην αντιμετώπιση των διαδίκων στο ακροατήριο, στην αλόγιστη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στις συνεχείς μισθολογικές διεκδικήσεις. Πολύ ορθά, το Μισθοδικείο εξέδωσε απόφαση ότι δεν εξαιρούνται οι δικαστές από την εισφορά αλληλεγγύης. Πρέπει, κάποια στιγμή, στη χώρα να υπάρξει το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν μπορεί ο διπλανός μας να παίρνει 700 ευρώ και εμείς να ζητάμε πάντα παραπάνω…».
«Όλα έχουν προκλήσεις και κινδύνους. Είμαστε εδώ για να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους. Το πληροφοριακό σύστημα Διοικητικής Δικαιοσύνης απεδείχθη επικίνδυνο γιατί κάποιοι δικαστές αντέγραφαν αποφάσεις. Άρα η βλάβη ήδη έχει επέλθει. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι πολύ χρήσιμη, αλλά τον έλεγχο πρέπει να τον έχουμε εμείς».
Ο κ. Πικραμένος κάλεσε εμμέσως πλην σαφώς τις Δικαστικές Ενώσεις να μην περιορίζονται σε διεκδικήσεις, αλλά να επεκτείνονται σε ρόλο στοχαστικό. «Έχουμε ευθύνη ανάλογη του νομοθέτη», είπε χαρακτηριστικά. «Ο λαός περιμένει σοβαρότητα. Πρέπει να έχουμε μια συμπεριφορά που να συνάδει σε δικαστικούς λειτουργούς».
Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δήλωσε, πάντως, υπέρ τόσο των νέων τεχνολογιών, όσο και του νέου Δικαστικού Χάρτη. «Όλα έχουν προκλήσεις και κινδύνους», εξήγησε στο σκεπτικό του. «Είμαστε εδώ για να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους. Το πληροφοριακό σύστημα Διοικητικής Δικαιοσύνης απεδείχθη επικίνδυνο γιατί κάποιοι δικαστές αντέγραφαν αποφάσεις. Άρα η βλάβη ήδη έχει επέλθει. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι πολύ χρήσιμη, αλλά τον έλεγχο πρέπει να τον έχουμε εμείς. Όχι να την έχουμε για υποκατάσταση της εργασίας μας. Δεν γίνεται να έχουμε αργομισθίες, για να χαίρεται η τοπική κοινωνία ότι έχει δικαστήριο που δεν χρησιμοποιείται ποτέ. Δεν υπάρχει καιρός για σπατάλες».
Δημήτρης Βερβεσός
Ο Πρόεδρος του ΔΣΑ καθώς και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας Δημήτρης Βερβεσός τέθηκε, καταρχάς, στο πλευρό της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ως προς το σύνολο των μισθολογικών αιτημάτων του κλάδου.
«Η στήριξη δεν είναι απλή ρηματική διαβεβαίωση, αλλά θεσμική επιλογή», δήλωσε. « Ωστόσο, οφείλω να επισημάνω μια ασυμμετρία: Ενώ το δικηγορικό σώμα στέκεται διαχρονικά στο πλευρό σας, δεν είδαμε την ίδια ένθερμη στήριξη στο ζήτημα της καταφανώς άδικης και αντισυνταγματικής φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων και εν γένει των ελευθέρων επαγγελματιών. Ας ελπίσουμε ότι η θεσμική συναλληλία επί δικαίων αιτημάτων θα αποτελέσει στο μέλλον ένα κοινό βάθρο καθορισμού συντονισμένης δράσης έναντι της Πολιτείας».
«Σε όλους τους κλάδους έχουμε το διπλάσιο χρόνο για την έκδοση μιας απόφασης. Και ενώ υπάρχουν όλα αυτά, ψάχνουμε τη μείωση του χρόνου στη γραμματοσειρά των κειμένων στις αιτήσεις ακύρωσης ή στο χρόνο της αγόρευσης».
Ο κ. Βερβεσός επέλεξε να εστιάσει σε «δυο σπουδαιότατες εξελίξεις»: πρώτον, στη «σειρά αποφάσεων του ΕΔΔΑ που αποτελούν κόλαφο για το δικαστικό μας σύστημα (αποφάσεις Ζουμπουλίδη, Τσιώλη και Γεωργίου κατά Ελλάδος)», και δεύτερον, στα στατιστικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης (Έκθεση CEPEJ 2024), αλλά και του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης.
«Οι εξελίξεις αυτές, δίνουν ηχηρή απάντηση στην προσφιλή -σε διάφορους κύκλους- αντιδικηγορική ρητορική, ότι τάχα για τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης φταίνε οι δικηγόροι, είτε λόγω του υπερπληθωρισμού, που γεννά (αχρείαστες) υποθέσεις, είτε λόγω των αναβολών που ζητούν, είτε λόγω των πολυσέλιδων δικογράφων που καθυστερούν τους δικαστές κατά το διάβασμα και της φλυαρίας τους κατά την αγόρευσή τους ενώπιον του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου».
Με φόντο την αιχμηρή κριτική απέναντι, και ιδίως, στο Συμβούλιο της Επικρατείας (σσ: το οποίο βρίσκεται ως γνωστόν σε ασυμφωνία με το ΕΔΔΑ για την υπόθεση Τσιώλης κατά Ελλάδας), ο κ. Βερβεσός γενίκευσε: «Υπό το φως της ξεκάθαρης αποδοκιμασίας του ΕΔΔΑ, είναι λυπηρό ότι τα Ανώτατα Δικαστήριά μας, τόσο το ΣτΕ, όσο και η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αναζητούν λύσεις στο πρόβλημα της βραδύτητας απονομής της δικαιοσύνης στον περιορισμό του μεγέθους των δικογράφων, της γραμματοσειράς και του χρόνου αγόρευσης των συνηγόρων. Λες και οι 2.373 ημέρες που χρειάστηκαν για την έκδοση αποφάσεως μόνο στην αναιρετική διαδικασία στο Α1 Τμήμα του Άρειου Πάγου (επί αστικής υποθέσεως οφειλής από τιμολόγια), οφείλονταν στην αδυναμία ανάγνωσης των σελίδων του δικογράφου ή στην αδυναμία ταχείας αφομοίωσης της μακράς αγόρευσης του συναδέλφου!».
»Οι αριθμοί είναι αδιάψευστοι. Σε όλους τους κλάδους έχουμε το διπλάσιο χρόνο για την έκδοση μιας απόφασης. Και ενώ υπάρχουν όλα αυτά, ψάχνουμε τη μείωση του χρόνου στη γραμματοσειρά των κειμένων στις αιτήσεις ακύρωσης ή στο χρόνο της αγόρευσης».
Δείτε το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης:
«Οι Δικαστές και Εισαγγελείς – μέλη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά την Τακτική Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2024, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εφετείου Αθηνών:
- Ζητούμε να ληφθούν υπόψη οι θέσεις των Δικαστικών Ενώσεων κατά τη διαδικασία της Συνταγματικής αναθεώρησης. Το Δ.Σ. εξουσιοδοτείται να θέσει σε ηλεκτρονική ψηφοφορία μεταξύ των μελών μας τα άρθρα που αφορούν τη Δικαιοσύνη.
- Διεκδικούμε την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στον δημόσιο τομέα.
- Εκφράζουμε τον προβληματισμό και την ανησυχία μας για την σχεδιαζόμενη εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης στη δικαιοσύνη
- Απαιτούμε: α) την άμεση και πλήρη καταβολή των εξόδων μετακίνησης και διαμονής για τους συναδέλφους που εκτελούν υπηρεσία σε περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείων, β) την αύξηση των οργανικών θέσεων στα Εφετεία, γ) την επίσπευση της διαδικασίας εθελουσίας εξόδου για τους δικαστικούς λειτουργούς που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας.
- Τονίζουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, όπως αυτή προωθήθηκε τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο εφαρμογής, ελέγχεται ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων που τη διέπουν και ως προς την αποτελεσμα-τικότητα των ρυθμίσεων σε σχέση με τον σκοπό της, ήτοι την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει άμεσα να υπάρξουν νομοθετικές αλλαγές, έτσι ώστε τουλάχιστον:
- Να προβλεφθεί, με τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του ν. 5108/2024, ότι αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία των Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας και λαμβάνεται υπόψη ως προϋπηρεσία Πρωτοδίκη κατά την ένταξή τους στη Γενική Επετηρίδα η προϋπηρεσία τους από 16.9.2024, ήτοι από την ημέρα που αυτοί εκ του νόμου φέρουν το βαθμό του Πρωτοδίκη.
- Να διευκρινιστεί, ότι η ένταξη Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας στη Γενική Επετηρίδα δεν συνιστά αιτία μετάθεσης από το Πρωτοδικείο στο οποίο υπηρετούν.
- Να διασαφηνιστεί πλήρως με νομοθετική παρέμβαση ότι η μισθολογική εξέλιξη των Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας θα ακολουθεί αναλογικά τις διαρρυθμίσεις μισθολογικών προαγωγών του άρθρου 4 του Ν.2521/1997 με βάση τα πραγματικά χρόνια υπηρεσίας
τους και ανεξαρτήτως του βαθμού που κατέχουν, και η μισθολογική εξέλιξη τους αυτή θα συνεχίσει να εφαρμόζεται και μετά την τυχόν ένταξή τους στη Γενική Επετηρίδα. - Να συσταθούν στα Πρωτοδικεία που υπηρετεί έκαστος εξ αυτών, οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας, ώστε να καλυφθούν από τους Πρωτοδίκες της επετηρίδας αυτής, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 είχαν το βαθμό του Ειρηνοδίκη Α’. Στη συνέχεια οι θέσεις αυτές να καλύπτονται από τους Πρωτοδίκες Ειδικής Επετηρίδας, εφόσον έχουν συμπληρώσει τον προβλεπόμενο από τον ΚΟΔΚΔΛ χρόνο υπηρεσίας και υποβάλλουν σχετικό αίτημα.
- Να τροποποιηθούν οι διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, που δεν αντιμετωπίζουν ενιαία τους Πρωτοδίκες Γενικής και Ειδικής Επετηρίδας στα θέματα ιεραρχίας σε σχέση με τους άλλους κλάδους της Δικαιοσύνης.
- Να προβλεφθεί στον ΚΟΔΚΔΛ η υποχρεωτική συμμετοχή στα Τριμελή Συμβούλια Διοίκησης των Πρωτοδικείων ενός Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας. Να προβλεφθεί ότι ο εκάστοτε Πρόεδρος Πρωτοδικών θα ρυθμίζει τον αριθμό των ημερών υπηρεσίας στις παράλληλες και περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου του, αναλόγως των πραγματικών αναγκών αυτών.
- Να οριστεί ότι οι κατ’ οίκον έρευνες θα διεξάγονται και με την παρουσία Πρωτοδικών Γενικής Επετηρίδας με προϋπηρεσία μέχρι 12 έτη.
Τέλος το ΔΣ της Ένωσης α) θα ορίσει άμεσα ένα μέλος του ως υπεύθυνο για την παρακολούθηση εφαρμογής της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, στο οποίο θα απευθύνονται οι συνάδελφοι για οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει, και β) θα συγκαλέσει
έκτακτη ΓΣ με ειδικό θέμα την πορεία υλοποίησης των ανωτέρω νομοθετικών αλλαγών και της εφαρμογής του ν. 5108/2024 εντός τριών μηνών από σήμερα.