fbpx
Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου, 2024

Γλυπτά του Παρθενώνα: Το ιστορικό της αφαίρεσης και το ανύπαρκτο οθωμανικό φιρμάνι

Με αφορμή την πρόσφατη δήλωση της Ζεϊνέπ Μποζ, επικεφαλούς της υπηρεσίας καταπολέμησης της αρχαιοκαπηλίας, του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, σχετικά με την μη ύπαρξη νομιμοποιητικού εγγράφου των τουρκικών αρχών για την κτήση και κατοχή των μαρμάρων από τους Βρετανούς, το NB Daily ανασύρει από το αρχείο της Νομικής Βιβλιοθήκης άρθρο σχετικά με την ιστορική αλήθεια της νομιμότητας της συλλογής του Έλγιν

Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά

Δείτε επίσης

Πυρήνας και πάλι της δημόσιας ατζέντας έγιναν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, μετά την παρέμβαση της Ζεϊνέπ Μποζ, επικεφαλής του τμήματος καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων της Τουρκίας, στη διακυβερνητική επιτροπή της UNESCO, βάσει της οποίας αποδομείται ένα από τα πλέον βασικά επιχειρήματα της Βρετανίας, το περίφημο φιρμάνι – επίσημο έγγραφο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον καιρό του Λόρδου Έλγιν. Το NB Daily ρίχνει φως στο -τόσο περίπλοκο όσο και απλό- ζήτημα, σταχυολογώντας από το αρχείο του πολύτιμη μελέτη της Ελένης Κόρκα, Αρχαιολόγου, Επιτ. Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ΥΠΠΟΑ, η οποία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ΠερΔικ, 4/2020, σελ. 538-554.

Το κείμενο ασχολείται με το ιστορικό της αφαίρεσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν, τις ποικίλες συνέπειες της απόσπασής τους από το μνημείο και τα νέα αρχειακά δεδομένα που αποδεικνύουν την χάλκευσή εγγράφων εκ μέρους του λόρδου, με σκοπό την πραγματοποίηση της πράξης του και τη νομιμοποίησή της.

Εισαγωγή: Ο απόηχος της δράσης του Ελγιν και η μέριμνα για τις αρχαιότητες κατά την επανάσταση του 1821

Ο τουρκοκρατούμενος ελληνισμός συμβίωνε για αιώνες με τα τεκμήρια της πολιτιστικής του κληρονομιάς και τα αρχαία, βυζαντινά και νεότερα αυτά μνημεία υπήρξαν ο ζωντανός σύνδεσμος του ελληνισμού με το λαμπρό παρελθόν του. Οι ελληνικές αρχαιότητες όμως προσήλκυσαν και πολλούς Ευρωπαίους και, κατά την περίοδο κυρίως της ύστερης τουρκοκρατίας, οδηγώντας στην ανάπτυξη ζωηρού ενδιαφέροντος από τον δυτικό κόσμο για αυτές. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα ρεύμα περιηγητών που οδήγησε σε διάφορες χώρες, όπως στην Ιταλία, στη Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην Ελλάδα, πολλούς Ευρωπαίους, εραστές του κλασικού πνεύματος και των επιτευγμάτων του. Όλοι αυτοί αποχωρώντας από τη χώρα που είχαν επισκεφτεί, έπαιρναν μαζί τους και κάποιο «ενθύμημα» αρχαιολατρείας.

Η ευρωπαϊκή αρχαιοφιλία, με την ανοχή ή τη βοήθεια των Οθωμανών κατακτητών μετατράπηκε σταδιακά «σε επικερδή επιχείρηση, που στέρησε την Ελλάδα από πολλά έργα τέχνης, οδηγώντας τα σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές της Ευρώπης. Επιπλέον, η περιφρόνηση των ξένων προς τον υπόδουλο ελληνισμό και παράλληλα, παρά την τουρκοφιλία αρκετών, η αντίληψη ότι οι αρχαιότητες της Ελλάδας δεν ήταν ασφαλείς στα χέρια ενός βάρβαρου δυνάστη, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ειδικής διαδικασίας που εξασφάλιζε ανενόχλητη δράση επί των ελληνικών αρχαιοτήτων. 

Tο γνωστότερο παράδειγμα βανδαλισμού, σύλησης αρχαιολογικής κληρονομιάς των Ελλήνων και περίπτωσης μαζικής φυγάδευσης αρχαιοτήτων στο εξωτερικό αποτελεί η αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν. Πιο αναλυτικά, το 1687 φθορές μεγάλης έκτασης προκάλεσε ο βομβαρδισμός των στρατευμάτων του Morosini στον, σχεδόν, άθικτο στο πέρασμα των αιώνων, Παρθενώνα. Το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία της διαρπαγής πολλών θραυσμάτων του μνημείου και αρκετά χρόνια μετά, το 1801, οδήγησε στη σύληση μεγάλων τμημάτων του γλυπτού διακόσμου από τον λόρδο Έλγιν. Το παράδειγμα του Έλγιν, ο οποίος ανέπτυξε πλούσια δράση αφαιρώντας πολιτιστικούς θησαυρούς από όλη την ελληνική επικράτεια, ακολούθησαν πολλοί Ευρωπαίοι, συναγωνιζόμενοι, μάλιστα, μεταξύ τους στη σύληση και αρπαγή αρχαιοτήτων. Φυσικά, απέναντι στο φαινόμενο της αφαίμαξης των ελληνικών αρχαιοτήτων, δεν έλειψαν ασφαλώς οι αντιδράσεις των Ελλήνων όπως του Αδαμάντιου Κοραή ή του Παπαφλέσσα.

Το χρονικό της αφαίρεσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα και οι συνέπειές της στα γλυπτά και στο μνημείο

Με τον όρο «Μάρμαρα του Παρθενώνα» εννοούμε τα τμήματα εκείνα του γλυπτού διακόσμου του μνημείου που, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, αφαιρέθηκαν από τον λόρδο ΄Ελγιν στις αρχές του 19ου αι. και μεταφέρθηκαν στην Αγγλία. Αρχιτεκτονικά και γλυπτικά τμήματα αποσπάστηκαν από τους ανθρώπους του ΄Ελγιν και από τα υπόλοιπα μνημεία της Ακρόπολης, καθώς και τους γύρω χώρους, κυρίως από τα Προπύλαια, το ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειο. Η Ελλάδα από το 1982 διεκδικεί μόνο τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Λονδίνο στο Βρετανικό Μουσείο καθώς η πλειονότητα των «ξενιτεμένων» τμημάτων του Παρθενώνα βρίσκονται στο προαναφερόμενο μουσειακό χώρο.

Το 1800 ο λόρδος Έλγιν έστειλε μια ομάδα καλλιτεχνών υπό την εποπτεία του Ιταλού ζωγράφου G.B. Lusieri από τη Νάπολη στην Αθήνα, προκειμένου να μετρήσουν, να σχεδιάσουν και να λάβουν εκμαγεία από τα γλυπτά και τα μνημεία της Ακρόπολης με σκοπό να διακοσμηθεί η έπαυλη στην Σκωτία. Η πρόσβαση τους, όμως, στην Ακρόπολη ήταν δυσχερής, διότι η οθωμανική φρουρά που είχε εγκατασταθεί στο βράχο, τους έφερνε συνεχή προσκόμματα. Όταν ο Έλγιν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, το 1799, ως Βρετανός πρεσβευτής, στα σχέδια του δεν συμπεριλαμβανόταν η αφαίρεση αρχαιοτήτων από την Ακρόπολη. Η λήψη εκμαγείων, η αποτύπωση και ο σχεδιασμός των μνημείων, ήταν το μέγιστο που μπορούσε να διανοηθεί να πράξει. Ακόμη κι όταν ο εφημέριος της πρεσβείας του, ο αιδεσιμότατος Ph. Hunt, επέστεψε στην Κωνσταντινούπολη από το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, την άνοιξη του 1800, με λεπτομερή κατάλογο διαφόρων εργασιών που το συνεργείο του Έλγιν επιθυμούσε να διεκπεραιώσει στον ιερό βράχο, η πιθανότητα απομάκρυνσης μελών από τα μνημεία της Ακρόπολης δεν ήταν δυνατό να περάσει από το μυαλό κανενός. Αυτό καταδεικνύεται εμφανώς από τις επιστολές που έστειλε ο Έλγιν στην Αθήνα, όταν πληροφορήθηκε την ανέλπιστη επιτυχία του Hunt, ο οποίος κατόρθωσε, τον Αύγουστο του 1801, να καταβιβάσει τις πρώτες μετόπες από τον Παρθενώνα.

Ο Hunt επανήλθε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1801 έχοντας στην κατοχή του την χαριστική και άτυπη επιστολή, το λανθασμένα επονομαζόμενο «φιρμάνι», του καϊμακάμ πασά, Τούρκου αξιωματούχου που αντικαθιστούσε την εποχή εκείνη τον μέγα βεζύρη στην Κωνσταντινούπολη. Αντιλήφθηκε ότι οι συγκυρίες του έδιναν μια μοναδική ευκαιρία να εμπλουτίσει τις επιδιώξεις του λόρδου Έλγιν στην Αθήνα με πρωτότυπα τμήματα από τον ίδιο τον Παρθενώνα. Ήταν μια τολμηρή κίνηση, με την οποία τελικά συναίνεσαν σιωπηρά οι οθωμανικές αρχές στην Αθήνα, αφού υπέκυψαν σε χρηματισμούς, δωροδοκίες και εκβιασμούς.

Ο Hunt, αρχικά το 1801, ζήτησε την αφαίρεση μιας από τις καλύτερα διατηρημένες μετόπες του μνημείου. με τη βοήθεια ενός ξυλουργού και άλλων πέντε μελών του πληρώματος ενός βρετανικού πλοίου, οι οποίοι σίγουρα δεν χαρακτηρίζονταν για την ευαισθησία τους απέναντι στις κλασικές αρχαιότητες της Αθήνας. Στην πορεία επιδίωξε να προχωρήσει στην αφαίρεση της δεύτερης μετόπης και κατόπιν τρίτης και ούτω καθ’ εξής. Το συνεργείο του Έλγιν από το σημείο αυτό ξεπέρασε κάθε όριο και με πυρετώδεις ρυθμούς από το 1801 έως το 1804. Όταν τελικά η δράση του Lusieri έπαυσε στην Ακρόπολη, μια τεράστια και μοναδική συλλογή συγκεντρώθηκε για τον Σκωτσέζο λόρδο. Από τον Παρθενώνα αφαίρεσε 56 λίθους της ζωφόρου, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετόπες μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο. Με μεγάλη προσπάθεια και δίχως να υπολογίζουν τις επιπτώσεις στο μνημείο και στα γλυπτά, οι εργάτες του Έλγιν κατόρθωσαν να αφαιρέσουν τα καλύτερα διατηρημένα παρθενώνια γλυπτά ενώ άφησαν πίσω ό, τι λανθασμένα θεώρησαν ρωμαϊκό ή ό, τι δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν λόγω τεχνικών δυσκολιών ή απλώς ό,τι δεν ανακάλυψαν στα χώματα και δεν πρόλαβαν να αφαιρέσουν. Ο Έλγιν, σκόπευε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά τη θητεία του στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1803, για να συνεχίσει τη συλλογή αρχαιοτήτων, ωστόσο, η μοίρα του επιφύλασσε πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις όπως την φυλάκιση του από τους Γάλλους κατά την επιστροφή του, διαζύγιο, και χρεοκοπία. Αυτά τα γεγονότα τον εμπόδισαν να επισκεφθεί ξανά την Αθήνα.

Οι συνέπειες, πάντως, των επεμβάσεών του στον Παρθενώνα και στον γλυπτό του διάκοσμο ήταν ολέθριες. Ο λόρδος Έλγιν κατακρίθηκε αυστηρά από την εποχή ακόμη της αφαίρεσης των Γλυπτών του Παρθενώνα για τον ωμό τρόπο που μεταχειρίστηκε το μνημείο και για την ανεπανόρθωτη ζημιά που αυτό υπέστη. Κριτική για την απογύμνωση του μοναδικού αυτού μνημειώδους κτηρίου της κλασικής αρχαιότητας ασκήθηκε εναντίον του, ως επί το πλείστον από Βρετανούς της Society of dilettanti που ταξίδευαν από τόσο μακριά για να επισκεφθούν τα ερείπια της αρχαίας Αθήνας, με πιο ισχυρή μεταξύ τους να υψώνεται η ποιητική φωνή του λόρδου Βύρωνα. Χαρακτηριστικά ένας ανώνυμος συγγραφέας στη Ρώμη, το 1803, εκφράζει την εξής άποψη: « […] όχι μόνο έχουν μεταφερθεί όλα τα κινητά έργα αλλά και πολλά που ώς τότε θεωρούνταν ακίνητα […]»

Ο Παρθενώνας, ως μνημείο, υπέστη μεγάλες φθορές από τις ενέργειες του Έλγιν. Το γεγονός αυτό καταδεικνύεται από τις ακόλουθες επισημάνσεις:

1. Προκειμένου να αφαιρεθούν γρηγορότερα οι μετόπες, το γείσο σφυροκοπήθηκε βάναυσα και ρίχτηκε στο έδαφος, με αποτέλεσμα να κατακερματιστεί σε απειράριθμα θραύσματα μαρμάρου. Η καταστροφή του είναι αμετάκλητη.

2. Τα υπερκείμενα της ζωφόρου μέλη, οι θράνοι, μοιράστηκαν την ίδια τύχη με τα γείσα. Το πίσω μέρος κάθε λίθου της ζωφόρου πριονιζόταν, με μακριά ισχυρά πριόνια, προκειμένου να μεταφερθεί ευκολότερα στην Αγγλία η γλυπτή διακόσμηση που είχε λαξευτεί στην εξωτερική επιφάνεια.

3. Το νότιο άκρο του ανατολικού αετώματος συνετρίβη, καθώς ρίχθηκε στο έδαφος.

4. Τα τρίγλυφα υπέστησαν σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης των μεταξύ τους μετοπών.

5. Τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι άνδρες του Έλγιν, δηλαδή τροχαλίες, σχοινιά, πριόνια, σφυριά και σμίλες, ήταν πρωτόγονα. Το συνεργείο του δεν ήταν προετοιμασμένο για τέτοιες δραστηριότητες και όλες οι ενέργειές του βασίζονταν στον αυτοσχεδιασμό, αφού τα πινέλα και οι γραφίδες του Lusieri, ξαφνικά, παραχώρησαν τη θέση τους σε χονδροειδή εργαλεία αποξήλωσης.

Συνάμα, ένα ακόμη δεδομένο που προέκυψε από τον κατακερματισμό τμημάτων της ανωδομής του μνημείου, είναι ότι κάποια υποκείμενα μέλη, έμειναν απροστάτευτα και υπέστησαν μεγάλες φθορές εξαιτίας των καιρικών και ατμοσφαιρικών συνθηκών, τα οποία έως τότε ήταν σε κάποιο βαθμό πιο προστατευμένα.

Ευτύχημα αποτελεί, παρά ταύτα, το γεγονός ότι ορισμένα γεγονότα που οφείλονται στις ατυχείς αυτές ενέργειες του 19ου αιώνα, μπορούν, τουλάχιστον, να αποκατασταθούν σήμερα. Τα αρχιτεκτονικά μέλη του Παρθενώνα που έχουν αφαιρεθεί είναι πολύ σημαντικά για την ολοκληρωμένη αναστήλωση του μνημείου. Χρήσιμο θα ήταν να ενσωματωθούν στη δομή του μνημείου. Ευκταίο θα ήταν, το τμήμα αυτό του μνημείου, μετά από διακόσια χρόνια διαμελισμού, να αποκατασταθεί και η Βρετανία και η Ελλάδα να συνεργαστούν σε μια από κοινού προσπάθεια για την ανάδειξη και προβολή του μοναδικού αυτού αρχιτεκτονήματος ιδίως, εφόσον και οι δύο χώρες αποτελούν κράτη-μέλη της UNESCO και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα ο Παρθενώνας αποτελεί το ίδιο το λoγότυπο της UNESCO. Ενώ όμως, τα μέλη αυτά ζητήθηκε να επιστραφούν έστω και μεμονωμένα από την Επιτροπή για την αναστήλωση των Μνημείων Ακρόπολης το Βρετανικό Μουσείο δεν συναίνεσε.

Είναι ευτυχές γεγονός ότι η ανεξαρτησία της Ελλάδας ακολούθησε σχετικά σύντομα μετά τις αφαιρέσεις του Έλγιν και το ελληνικό κράτος αμέσως ασχολήθηκε με το ζήτημα της αναστήλωσης των μνημείων της αθηναϊκής Ακρόπολης. Οι εργασίες αναστήλωσης στην Ακρόπολη άρχισαν αμέσως μετά την ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. 

Τα αποκτήματα του Έλγιν, όμως, άνοιξαν τον δρόμο και την όρεξη των ξένων περιηγητών για απόκτηση ενθυμίων από την Ακρόπολη. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, πολλά γλυπτά, κυρίως μικρά τμήματα, από τον Παρθενώνα εξαφανίστηκαν στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις αφαιρέσεις του Έλγιν και στην ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτής της αλυσιδωτής αντίδρασης, ο ένας χρησιμοποίησε τον άλλο, ως δικαιολογία για τις πράξεις του.

Οι μετά την αρπαγή από τον Παρθενώνα συνέπειες

Μετά την αφαίρεση τους από την Ακρόπολη, τα Μάρμαρα μεταφέρονταν στην οικία του Βρετανού πρόξενου Σ. Λογοθέτη μέσα σε ένα ξύλινο καροτσάκι, το οποίο είχε κατασχεθεί από τους Γάλλους. Εκεί, συσκευάζονταν σε ξύλινα κιβώτια κι έπειτα μεταφέρονταν στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ανέμεναν τη φόρτωση τους σε πλοία για την Αγγλία.

Εφόσον, λοιπόν, ο Έλγιν έπρεπε να βασίζεται στο βρετανικό ναυτικό για τη μεταφορά των κιβωτίων, αναγκάζονταν να ρυθμίζει τις αποστολές των φορτίων της συλλογής του ανάλογα με το δρομολόγιο κάθε πλοίου. Αυτό σήμαινε ότι συχνά τα κιβώτια αποβιβάζονταν σε ένα σταθμό και μετά φορτώνονταν σε άλλο πλοίο για να συνεχίσουν την πορεία τους. Αυτός είναι και ο λόγος που τα Μάρμαρα γνώρισαν τέτοια «οδύσσεια», έως ότου φτάσουν στα λιμάνια της Αγγλίας. Είναι αδύνατον να εξακριβώσουμε τις επιπτώσεις αυτής της μεταφοράς στην επιφάνεια των Μαρμάρων, οπωσδήποτε πάντως θα τα έβλαψε.

Ένα ατυχές συμβάν, που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, είναι το αναλυτικά εξιστορημένο ναυάγιο του «Μέντορα», προσωπικού πλοίου του Έλγιν, στα ανοιχτά των Κυθήρων. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, με τα οποία ήταν φορτωμένο, βυθίστηκαν στον πυθμένα της θάλασσας και οι Έλληνες δύτες χρειάστηκαν δυο χρόνια για να τα διασώσουν. Έως ότου ανασυρθούν όλα τα κομμάτια, όσα Μάρμαρα έβγαιναν στην επιφάνεια έπρεπε να παραμείνουν στην παραλία καλυμμένα με άμμο, φύκια και πέτρες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν και αυτά στη Μάλτα. Η αλμύρα και η υγρασία δεν είναι οι καλύτεροι φίλοι του μαρμάρου, κατά συνέπεια τα Γλυπτά θα υπέφεραν σημαντικά από αυτές τις συνθήκες. Νέα στοιχεία σχετικά με το ναυάγιο και την επιχείρηση διάσωσης των Μαρμάρων έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα, με περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις κακοτυχίες που αντιμετώπισαν τα Γλυπτά.

Τα υπόλοιπα Μάρμαρα πέρασαν κι αυτά τη δική τους βάσανο. Χρειάστηκε να περιμένουν σε διάφορα λιμάνια της Αγγλίας, κάτω από συνθήκες υγρασίας, έως ότου ο λόρδος Έλγιν ελευθερωθεί, μετά από τρία χρόνια φυλάκισης στη Γαλλία. Πολλά κιβώτια είχαν παραμείνει επί έτη στο λιμάνι του Πειραιά (1804-1810), έως ότου και η δεύτερη αυτή συλλογή δρομολογηθεί προς την Αγγλία, δεδομένου ότι ο Lusieri είχε δυσκολίες να τα φυγαδεύσει. Όταν ο Έλγιν έφτασε στην Αγγλία, αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες και αναγκάστηκε να μετακινήσει τα Μάρμαρα τέσσερις φορές, από έπαυλη σε έπαυλη μέσα στο Λονδίνο, ώσπου τελικά, απελπισμένος, δέχτηκε την πρόταση της βρετανικής κυβέρνησης να τα αγοράσει.

Φυσικά, και οι πρόχειρες εκθέσεις του Έλγιν στο Λονδίνο δεν ανταποκρίνονταν βεβαίως ούτε κατ’ ελάχιστον σε μουσειολογικές προδιαγραφές. Τα Γλυπτά στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο, τα παραπήγματα γέμιζαν από επισκέπτες και ακόμη και αγώνες πυγμαχίας οργανώθηκαν στον πρώτο εκθεσιακό χώρο. Κάποια στιγμή τμήμα ενός λίθου αναφέρεται ότι έπεσε στο πόδι κάποιου επισκέπτη. Μαρτυρίες κάνουν λόγο για έναν χώρο αποθήκευσης υγρό και βρώμικο με τα μάρμαρα να κείτονται καλυμμένα από σκόνη και μούσκεμα από την υγρασία.

Να επισημανθεί βέβαια ότι από την πρώτη στιγμή που εκφορτώθηκαν στο λιμάνι του Πλίμουθ, στην Αγγλία, τα εκπατρισμένα γλυπτά και αρχιτεκτονικά τμήματα του Παρθενώνα, ακούστηκαν, παράλληλα με τις φωνές θαυμασμού για τα αξεπέραστα δημιουργήματα της κλασικής τέχνης, και οι πρώτες διαμαρτυρίες για την αρπαγή. Από τότε, πλειάδα ανθρώπων του πνεύματος και της πολιτικής ζωής, έχουν ταχθεί σθεναρά υπέρ της παλιννόστησης των εκπατρισμένων τμημάτων του μοναδικού μνημείου.

Nέα αρχειακά στοιχεία σχετικά με το χρονικό της αφαίρεσης των Μαρμάρων
του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν

Όπως αναφέρεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, η ευνοϊκότατη διάθεση του Σουλτάνου προς τον Άγγλο πρέσβη παρακίνησε τον Elgin να επιδιώξει από τον Sejed Abdullah καϊμακάν πασά, αντικαταστάτη του μεγάλου βεζίρη, ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο, κάποιες παραχωρήσεις για την ομάδα του στην Ακρόπολη. Το 1801 όπως προαναφέρθηκε, δόθηκε τελικά από τον καϊμακάν πασά, με τον οποίο ο Elgin είχε ιδιαίτερη φιλική σχέση, άτυπη χαριστική επιστολή, λανθασμένα επονομαζόμενη «φιρμάνι», με την οποία προτρεπόταν η ευνοϊκή αντιμετώπιση του συνεργείου του Elgin από τους προεστούς της Αθήνας, προκειμένου να γίνει αποτύπωση, σχέδια και λήψη εκμαγείων από τα μνημεία της Ακρόπολης, καθώς και ανασκαφή και πιθανή απομάκρυνση από τα ερείπια γύρω από τον Παρθενώνα κάποιων τμημάτων ενεπίγραφων ή με γλυπτή διακόσμηση, με σαφή διευκρίνιση όμως ότι δε θα επερχόταν καμία βλάβη ή φθορά στο κτίριο. Η επιστολή αυτή, σύμφωνα με στοιχεία που εντόπισε η γράφουσα στο πρωτόκολλο της τότε βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να παραχωρήθηκε στον Elgin χωρίς κανονικές διοικητικές διαδικασίες, καθώς προκύπτει ότι ζητήθηκε ανορθόδοξα από τον ίδιο τον Elgin, δηλαδή χωρίς σχετικό εξερχόμενο αίτημα. 

Σήμερα διασώζεται η μετάφραση της επιστολής του καϊμακάμη στα ιταλικά, τη lingua franca της εποχής. Επί του κειμένου αυτού δομήθηκε όλη η βρετανική επιχειρηματολογία και «στηρίχτηκε» η νομιμοποίηση των αποκτημάτων του Άγγλου πρέσβη. Παράλληλα ο Elgin προσέφερε πλούσια δώρα και χρήματα στους Οθωμανούς αξιωματούχους της Αθήνας για την επιδίωξη των σκοπών του, με τους τελευταίους να σιωπούν από φόβο και συμφέρον.

Οι οθωμανικές αρχές στην Αθήνα βλέποντας τις φοβερές ζημιές που επέρχονταν στα μνημεία της Ακρόπολης, ζήτησαν να τους προσκομίσει ο Elgin επιστολές αναδρομικής κατοχύρωσής τους από την Υψηλή Πύλη. Ο λόρδος αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να βρει τρόπο καθησυχασμού τους και απέκτησε για τους προεστούς της Αθήνας το 1802 δυο επιστολές από τον μεγάλο βεζίρη, οι οποίες μέχρι πρότινος θεωρούνταν χαμένες. Παρά το γεγονός ότι έως τώρα δεν υπήρχαν, επί του περιεχομένου τους χτίστηκε μεγάλο μέρος της βρετανικής επιχειρηματολογίας. Όλοι οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το ζήτημα, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, αναφέρουν ότι οι ενέργειες του Elgin «νομιμοποιήθηκαν» με κάποιες επιστολές από την Κωνσταντινούπολη, έστω και εκ των υστέρων. O W. St. Clair μάλιστα χρησιμοποιεί τον όρο «αμνηστία» που δόθηκε στους Τούρκους της Αθήνας για τις παρανομίες με τα μετέπειτα «φιρμάνια», όπως ονομάζει τις συγκεκριμένες επιστολές.

Επι παραδείγματι, Η γραφούσα κατά την διάρκεια της έρευνας της εντόπισε την επιστολή του βεζίρη Gazi Giousouf Zigia πασά προς τον βοϊβόδα της Αθήνας. Το κείμενο αναφέρει ότι ο βεζίρης εκφράζει την ευαρέσκεια του στον βοεβόδα, ο οποίος προσέφερε στον Elgin, όταν βρέθηκε στην Αθήνα το 1802, την πρέπουσα υποδοχή και φιλοξενία, στο πλαίσιο των άριστων σχέσεων μεταξύ της Υψηλής Πύλης και της Αγγλίας αλλά και στον ζωγράφο του Lusieri και των μαθητών του, οι οποίοι μετά την αναχώρηση του Elgin έμειναν επί τόπου για να ετοιμάσουν κάποια ζωγραφικά σχέδια.

Η αδυναμία όλων των κειμένων αυτών είναι η ασάφεια τους και η ρητορικότητα των οθωμανικών εκφράσεων. Κατά συνέπεια είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς με απόλυτη σαφήνεια τι υπονοείται στο κείμενο, όταν απλά αναφέρεται στο έργο που έχει ανατεθεί στον Lusieri. Είναι, όμως, πολύ ενδεικτικό ότι αναφέρει μόνο την προετοιμασία ζωγραφικών σχεδίων και ουδέν έτερον. Σε καμία περίπτωση, πάντως, τώρα που βρέθηκε το περιεχόμενο των επιστολών ), δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την, έστω εκ των υστέρων, «νομιμοποίηση» των ενεργειών του Elgin σχετικά με την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα. Θα ήταν φυσικό, εάν η Υψηλή Πύλη ήθελε πράγματι να δώσει μια τέτοια νομιμοποίηση για τις αρχαιότητες της Ακρόπολης, να ανέφερε ρητά και με σαφήνεια την συγκατάθεση της για την αφαίρεση τους.

Είναι αξιοσημείωτο ότι σε πολλές επιστολές που αποστέλλονταν από τον Lusieri καθ’ όλη τη διάρκεια των δραστηριοτήτων του προς τον Elgin, υπάρχει σαφής καταγραφή της ανησυχίας και του φόβου των Οθωμανών προεστών στην Αθήνα, αλλά ακόμη και των απλών Ελλήνων αρχιτεχνιτών που χρησιμοποιούσε ο Lusieri στην Ακρόπολη.

Για την διασφάλιση όσο λιγότερων, φωνών αντίρρησής, ο Elgin προσπαθούσε, άλλωστε, να ρυθμίζει τη τοποθέτηση φιλικών προς αυτόν τοπικών Οθωμανών προεστών ή Άγγλου πρόξενου με κατάλληλες εισηγήσεις στην Υψηλή Πύλη. Εξάλλου, είχε πάντοτε την άριστη δικαιολογία, ότι το έπραττε στο πλαίσιο προστασίας της συμμαχίας της Μεγάλης Βρετανίας και της Υψηλής Πύλης από τους αντίπαλους Γάλλους. Διαφαίνεται, πάντως, από τις σχετικές επιστολές ότι «φρόντιζε» και οικονομικά τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζοντα, στήνοντας ουσιαστικά μια «επιχείρηση» στην Αθήνα, την οποία στήριζε με μικροπολιτική, άφθονα δώρα, χρήματα και εκμετάλλευση των καταστάσεων από κάθε άποψη.

Εν ολίγοις, ο Elgin δεν απέκτησε ποτέ νόμιμη άδεια από τον Σουλτάνο για την αφαίρεση γλυπτών από τον Παρθενώνα, ο οποίος δε φαίνεται να πληροφορήθηκε ποτέ σχετικά με τα τεκταινόμενα. Αντίθετα, σε επιστολή που έστειλε στον Elgin ο sir Robert Adair, μεταγενέστερος στη Κωνσταντινούπολη πρέσβης, αναφέρεται ότι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι ο Elgin είχε οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα στα Μάρμαρα. Ο Adair ανέλαβε υπηρεσία στην Κωνσταντινούπολη το 1808. Μεγάλο μέρος της συλλογής του Elgin βρισκόταν ακόμη στην Αθήνα και ο βοεβόδας της πόλης απαιτούσε φιρμάνι για να επιτρέψει την απομάκρυνση των αρχαιοτήτων. Οι αξιωματούχοι, όμως, στην Κωνσταντινούπολη απάντησαν στον Adair ότι ο Elgin δεν είχε λάβει ποτέ άδεια να αφαιρέσει αρχαιότητες από την Ακρόπολη και ότι δεν είχε καμία ιδιοκτησία επ’ αυτών. 

Ωστόσο, μετά από κάποιο έγγραφο έγκρισης, της οποίας το κείμενο δε διαθέταμε έως τώρα, προερχόμενο από τον καϊμακάμη προς τον βοεβόδα της Αθήνας, δόθηκε η δυνατότητα το 1810 στον Lusieri να φορτώσει τα εναπομείναντα αρχαία από το λιμάνι του Πειραιά και να τα στείλει στην Αγγλία. Ο W. St. Clair θεωρεί ότι αυτό αποτελεί την τελευταία επισφράγιση της νομιμότητας των ενεργειών του Elgin. Αλλά ακόμη και στο οθωμανικό έγγραφο εντολής του καϊμακάμη προς βοϊβόδα της Αθήνας από το αρχείο της γραφούσας, δεν αναφέρεται πουθενά οθωμανική διοικητική αποδοχή αποξηλώσης γλυπτών από τα μνημεία της Ακρόπολης. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο ότι ο Έλγιν, όταν βρέθηκε στην Αθήνα – δηλαδή το 1802 – τοποθέτησε σε κιβώτια μερικά σπασμένα μάρμαρα και αγγεία για να τα μεταφέρει στη χώρα του. Καταλήγει δε ότι η φόρτωση των πετρών αυτών τελικά δε θα πρέπει να εμποδιστεί.

Ο Elgin παρέλαβε μεν στο Λονδίνο και το δεύτερο τμήμα των αρχαιοτήτων από την Αθήνα αλλά στην πορεία, όταν προσπάθησε να πωλήσει τη συλλογή του στο αγγλικό δημόσιο, συνάντησε σοβαρές δυσκολίες για το κόστος αλλά και τη νομιμότητα των αποκτημάτων του. Χρειάστηκε δε για το λόγο αυτό να αποδείξει ότι η συλλογή του ήταν καθαρά προσωπική και όχι αποτέλεσμα της πρεσβευτικής του ιδιότητας στην Κωνσταντινούπολη. Αναγκαζόμενος λοιπόν να το τεκμηριώσει, προσέφυγε στον Adair, ο οποίος γνώριζε τις έντονες ενστάσεις των Οθωμανών για τις αρχαιότητες που αφαίρεσε ο λόρδος. Ο Elgin θέλησε να προκαλέσει αλλαγή στο νόημα των αρνήσεων αυτών ζητώντας μια νέα επιστολή του Adair προς τον ίδιο με τροποποιημένο περιεχόμενο έτσι ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι επιδιώξεις του (δηλαδή η πώληση της συλλογής του). Ζήτησε δηλαδή από τον Adair να πει ότι οι Οθωμανοί της Αθήνας, οι οποίοι δεν είχαν τη δικαιοδοσία να επιτρέψουν οποιαδήποτε παρέμβαση στα μνημεία της Ακρόπολης , παρανόμησαν και τελικά ο Elgin καλή τη πίστη και μην έχοντας οποιοδήποτε εμπόδιο προχώρησε στην απομάκρυνση των αρχαιοτήτων από την Αθήνα.

Ο Adair ανταποκρίθηκε και έκανε προσπάθειες για τη σύνταξη του νέου κειμένου, αν και εμφανώς δυσκολευόταν αλλάζοντας συνεχώς διαφορετικές εκφράσεις που επανειλημμένα διέγραφε στο γράμμα του και μετά τις επαναδιατύπωνε. Ο Elgin με τα πολλά ικανοποιήθηκε με τη νέα εκδοχή του σχεδίου της επιστολής που του έστειλε ο Adair και του ζήτησε να του αποσταλεί καθαρογραμμένη επιστολή με το τροποποιημένο περιεχόμενο, στο οποίο κατέληξαν από κοινού. Μέσω αυτής της διαδικασίας ο Elgin επιθυμούσε να μετατοπισθεί το βάρος του ζητήματος στο κατά πόσο ήταν νόμιμες οι ενέργειες των Οθωμανών της Αθήνας στο να του δώσουν τα Μάρμαρα, έτσι ώστε να αποφύγει το κατά πόσο ο ίδιος είχε τελικά νόμιμη κατοχή επ’ αυτών.

Μέσα από αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα αλληλουχία επιστολών καταδεικνύεται ο τρόπος που χειριζόταν τις υποθέσεις του ο Elgin. Προσπαθούσε δηλαδή πάντοτε να στρέφει τις καταστάσεις ακόμη και με πλάγιους τρόπους υπέρ του συμφέροντος του. Μετά από όλα τα παραπάνω μπορεί να θέσει κανείς πολλά ερωτηματικά σχετικά με τις ήδη υπάρχουσες ερμηνείες του ιστορικού της αφαίρεσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Είναι ολοφάνερο ότι για να οδηγηθεί κανείς σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα γύρω από την ιστορική αλήθεια και το πάντοτε επίμαχο ζήτημα της νομιμότητας η μη της συλλογής του λόρδου Elgin, οφείλει να εξετάζει κάθε πτυχή των υφισταμένων στοιχείων και ντοκουμέντων, να προβαίνει σε συσχετισμούς και να επιδιώκει άοκνα να αλιεύει νέα στοιχεία γύρω από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατόρθωσε ο Άγγλος πρεσβευτής να αποξηλώσει τα σημαντικότερα γλυπτά από τον Παρθενώνα και να τα μεταφέρει στην Αγγλία, όπου παραμένουν ακόμη.

* Η κ. Έλενα Κόρκα είναι αρχαιολόγος, επίτιμη Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με Master’s και διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (με θέμα διδακτορικής διατριβής : «Το ζήτημα της επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα στο πλαίσιο της νέας διεθνούς πρακτικής επιστροφής πολιτιστικών αγαθών»). Έχει τιμηθεί από Διεθνείς Επιτροπές για την Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα για τη δράση και το έργο της για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα και αποτελεί αντεπιστέλλων μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -