Tι μπορεί να μεταλλάξει τη φυσιογνωμία του Αστυνομικού Δικαίου; Υπάρχει αστική ευθύνη των αστυνομικών οργάνων σε σχέση με φυσικές καταστροφές- πλημμύρες, σεισμούς, πυρκαγιές-, όπως στο Μάτι και την Μάνδρα; Ποιο είναι το στίγμα που δίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, δια της νομολογίας του;
Ζητήματα μείζονος σημασίας για τη νομική – κοινωνική πραγματικότητα αναλύθηκαν στο πλαίσιο της επιστημονικής ημερίδας που διοργανώθηκε την Πέμπτη 28 Μαρτίου με τίτλο «Επίκαιρα Θέματα Αστυνομικού Δικαίου», υπό την αιγίδα της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, στην αίθουσα «Χάρης Καρατζάς» στη Νομική Βιβλιοθήκη.
Την ημερίδα χαιρέτισε ο Κοσμήτορας της Σχολής Αξιωματικών κ. Κωνσταντίνος Λάβδας. Προεδρεύων της εκδήλωσης ήταν ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος κ. Διομήδης Κυριλλόπουλος.
Στην ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα πρώτη εισήγηση υπό τον τίτλο «Το Αστυνομικό Δίκαιο ως κλάδος του δημοσίου δικαίου και οι ενοσίχθονες προκλήσεις αυτού» παρουσιάστηκε από τον Ευάγγελο Διαμαντή, Τακτικό Καθηγητή της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, η ιστορία, το γνωστικό αντικείμενο, ο ορισμός, η δογματική και οι πήγες του Αστυνομικού Δικαίου. Όπως αναλύθηκε από τον κ. Διαμαντή, οι σύγχρονες προκλήσεις ασφάλειας, εξαιτίας της φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας, της κλιματικής κρίσης και των άλλων σύγχρονων απειλών μεταλλάσσουν τη φυσιογνωμία του Αστυνομικού Δικαίου, μετατρέποντάς το σε ένα Δίκαιο της Ασφάλειας. Ο εισηγητής, ολοκληρώνοντας την ομιλία του, διατύπωσε την πρόταση να διδάσκεται το Αστυνομικό Δίκαιο σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο πρώτου και δεύτερου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών, καθώς και να συσταθεί ένα Εργαστήριο Έρευνας του Αστυνομικού Δικαίου στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.
Ακολούθησε η εισήγηση της κυρίας Χαρίκλειας Αθανασοπούλου, Επίκουρης Καθηγήτριας Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, υπό τον τίτλο «Η αστική ευθύνη των αστυνομικών οργάνων από βίαια γεγονότα οφειλόμενα στην ανθρώπινη παρέμβαση». Η εισηγήτρια ανέλυσε την αστική ευθύνη των αστυνομικών οργάνων σχετικά με τις φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, σεισμούς και πυρκαγιές και άλλα φυσικά φαινόμενα. Ειδικότερα, αναφορικά με τα τυχαία φυσικά φαινόμενα, η ευθύνη της αστυνομίας εντοπίζεται στο επιχειρησιακό στάδιο σε ένα πιο επικουρικό ρόλο, κατά περίπτωση, αλλά, όπως τονίστηκε από την εισηγήτρια, θα πρέπει να υπάρχει άμεση συνεργασία με την πολιτική προστασία. Είναι σημαντικό να προσδιοριστεί η έκταση της αστικής ευθύνης των αστυνομικών οργάνων κατά το αρχικό στάδιο και κατά την εξέλιξη τέτοιων φαινομένων, καθώς και κατά πόσο επιμερίζεται με τα άλλα κρατικά όργανα της πυροσβεστικής, της ελληνικής ακτοφυλακής, του λιμενικού σώματος και των άλλων κρατικών οργάνων.
Από την εισηγήτρια διερευνήθηκαν οι υποθέσεις που απασχόλησαν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και αφορούν τις καταστροφικές πλημμύρες στην Μάνδρα Αττικής, καθώς και οι πρόσφατες αποφάσεις των διοικητικών Πρωτοδικείων για την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής με την σχετική επιχειρηματολογία για την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ για την στοιχειοθέτηση της αστικής ευθύνης.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε η Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας κυρία Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, η οποία παρουσίασε εκτενώς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των αστυνομικών οργάνων από εγκληματικές πράξεις και τρομοκρατικές επιθέσεις. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στην απόφαση της Μυρτούς της Πάρου (ΣτΕ 1500/2022), με την οποία η Μυρτώ δικαιώθηκε, κρίνοντας ότι το Δημόσιο υποχρεούται να την αποζημιώσει καθώς υπάρχει «αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου» και ότι «δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού».
Ο κ. Ελευθέριος Μελισσαρίδης, Πάρεδρος ΣτΕ, διευκρίνισε βασικές νομολογιακές αρχές των πειθαρχικών υποθέσεων του ένστολου προσωπικού της ΕΛΑΣ. Εστίασε στις σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ του πειθαρχικού και του ποινικού δικαίου, ιδιαίτερα όσον αφορά στην αρχή «Nullum crimen nulla poena sine lege», τονίζοντας την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία μεταξύ της πειθαρχικής και της ποινικής διαδικασίας. Επιπλέον αναφέρθηκε στο μείζον ζήτημα της δέσμευσης του Συμβουλίου της Επικρατείας από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου όσον αφορά στην ύπαρξη και ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και φώτισε το νομολογιακό πεδίο μετά και την απόφαση του ΕΔΔΑ «Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος». Τέλος, αναφέρθηκε στο ζήτημα της παραγραφής των πειθαρχικών αδικημάτων και στη δυνατότητα αυτεπάγγελτου ελέγχου της παραγραφής κατά την άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής. Ολοκληρώνοντας ανέπτυξε την προηγούμενη ακρόαση ως ουσιώδη τύπο της διαδικασίας και αναφέρθηκε στο ζήτημα της λυσιτέλειας της προβολής του αντίστοιχου λόγου.
Ο κ. Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδρος ΣτΕ, συστηματοποίησε τη νομολογία σχετικά με την προαγωγική εξέλιξη του αστυνομικού προσωπικού. Αρχικά, παρουσίασε τη νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με τις ποσοστώσεις, το ύψος και τις κοινές αθλητικές δοκιμασίες. Συνεχίζοντας τόνισε τη διαφορετική νομολογιακή γραμμή στην κατηγορία πολύτεκνων-τριτέκνων, όπου η ευνοϊκή ρύθμιση που ισχύει για την εισαγωγή στη Σχολή Αστυνομικών της ΕΛΑΣ δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, σε αντίθεση με ότι ισχύει για την εισαγωγή στα ΑΕΙ [το ζήτημα της αξιοκρατίας VS δημογραφικό πρόβλημα σύμφωνα και με τις ΣτΕ 1932-9/2018 επτ. (σε αντιδιαστολή) με την ΣτΕ Ολομ. 986-8/2014 Ολομ.].
Επίσης, σχετικά με τα άτομα με δυσλεξία κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι για την εισαγωγή στο αστυνομικό προσωπικό είναι ιδιάζουσας σημασίας η ικανότητα κατανόησης διαταγών, η οποία σχετίζεται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων των ανακριτικών υπαλλήλων (ΣτΕ 1643/2023).
Επιπλέον, σχετικά με τα Δικαιώματα και τις Υποχρεώσεις των Αστυνομικών, ο εισηγητής παρουσίασε νομολογία σχετικά με τα διακριτικά της στολής (ΣτΕ 1159/2020 επταμ.), τη δερματοστιξία (ΣτΕ 780/2014 επταμ.), τη συνδικαλιστική ελευθερία (ΣτΕ 3356/2004 επταμ.), τις αποδοχές (ΣτΕ 2192/2014 Ολ.), τις προαγωγές (ΣτΕ 2825/2018 επταμ.) και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (Moser v. Las Vegas Police Dpt no 19-16511 (9th Cir.2021) και Conseil s’ Etat no 474289/28.12.2023).
Συμπέρασμα της εν λόγω εκδήλωσης αποτέλεσε η παραδοχή ότι η βαρυσήμαντη αποστολή της ΕΛΑΣ, ως αποτέλεσμα της ειδικής σχέσης εξουσίασης των μελών της με το Κράτος, δεν αποκλείει τη συνεργασία με τη δικαιοσύνη – μια συνεργασία αναγκαία για να μη διαρρηγνύεται η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το θεσμό της αστυνομίας.