Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου φέρνει στο προσκήνιο το ιστορικό «ΟΧΙ», την κοινή στράτευση ενάντια στον φασισμό, τον αγώνα για την προάσπιση της εθνικής επικράτειας, της ίδιας της Δημοκρατίας. Η Ελλάδα της ιταλικής κατοχής και αμέσως μετά η γερμανική εισβολή, ημέρες δοκιμασίας για τη χώρα και τους κατοίκους της, ημέρες ζοφερές. Το ΝΒ Daily, τιμώντας την εθνική επέτειο, αναδημοσιεύει μικρό απόσπασμα – ανατριχιαστική μαρτυρία μιας ανώνυμης γυναίκας, η οποία περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ο Κοινός Λόγος».
«Ο Κοινός Λόγος» φέρει την υπογραφή της ‘Ελλης Παπαδημητρίου (Σμύρνη 1906 – Αθήνα 1993). Η σκαπανέας είχε αρχίσει να συγκεντρώνει μουσικά ακούσματα, λαϊκές αφηγήσεις, προφορικές μαρτυρίες και προσωπικές καταγραφές γεγονότων πριν από το 1930. Πρωτοδημοσίευσε μέρος της δουλειάς αυτής το 1964: μια σειρά από δεκαεπτά προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, με τίτλο «Ακούμε τη φωνή σου, πατρίδα». Ανάμεσα στο 1972 και το 1979, το υλικό αυτό, φτάνοντας τις περίπου 100 αφηγήσεις, επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση, παίρνοντας τον τίτλο «Κοινός λόγος». Το 1984, την εκδοτική σκυτάλη του «Κοινού λόγου» ανέλαβαν οι εκδόσεις Ερμής και η Λένα Σαββίδη.
«Οι πείνες είχαν σφίξει πολύ». ΕΓΡΑΨΕ ΜΙΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ.
ΜΕΝΑΜΕ ΣΤΗ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ. Είχαμε μαζευτεί 9 άτομα κι ένα μωρό, φεύγοντας τους βομβαρδισμούς του Πειραιά. Η πείνα άρχισε να μας σφίγγει. Μια καινούρια ηλεκτρική κουζίνα AEG στα χαρτιά ακόμα — με τρία μάτια και διπλούς φούρνους, τη δώσαμε για 10 οκάδες μαυρομάτικα φασόλια.
Εκεί κάθε βράδυ μια ή δυο και τρεις φορές κάποιος καθότανε να ξαποστάσει, έξυνε το παράθυρο και με βραχνή φωνή φώναζε: «Πεινάωωω! Πεινάωωω! Χριστιανοί!!»
Εγώ δούλευα στο εργοστάσιο του Παπαστράτου. Κατάφερα να παραγγείλω στην επαρχία ένα τσουβάλι ξανθιά σταφίδα. Ώσπου να ‘ρθει πέρασαν 3 μήνες. Η πείνα είχε σφίξει πολύ. Βρήκα ένα χειράμαξο, το συμφώνησα και ξεκινήσαμε από τη Βάθη για το σπίτι. Είχαμε ρίξει από πάνω διάφορα παλιοσακιά. Όταν φτάσαμε στην Ερεσού, αυτός που έσερνε με κόπο ως εκείνη τη στιγμή το καρότσι, έβαλε φτερά στα πόδια του. Εγώ έτρεχα πίσω του μουσκεμένη στον ιδρώτα απ’ την προσπάθεια και την αγωνία μη χάσω τη σταφίδα και φώναζα «πιάστε τον». Δυο περαστικοί τον σταμάτησαν. Μαζεύτηκε κόσμος. Ένας αστυφύλακας που έφτασε έβγαλε το συμπέρασμα «Μαύρη αγορά. Κατάσχεται». Είδα κι έπαθα παρακαλώντας τον κόσμο και τον αστυφύλακα ότι είμαστε 9 άνθρωποι κι ένα μωρό στο σπίτι να γλιτώσω τα 3/4 του τσουβαλιού.
Φτάσαμε σπίτι συνοδεία με τον αστυφύλακα. Έδωσα στο παιδί τα λεφτά που είχε ζητήσει και κάμποση σταφίδα γιατί δεν έφευγε, άλλη τόση στον αστυφύλακα. Την υπόλοιπη που κόντευε στη μέση το τσουβάλι, τη μοιραστήκαμε το βράδυ σαν μαζευτήκαμε και οι 9. Καθήσαμε γύρω γύρω στο τραπέζι με μια μαξιλαροθήκη ο καθένας μπροστά του, ένας έκανε τη μοιρασιά με μια κούπα του τσαγιού. Δέσαμε τις μαξιλαροθήκες μας και ο καθένας την έβαλε κάτω από το κρεβάτι του να τρώει όποτε θέλει.
Και τότε άρχισε άλλο δράμα. Το σπίτι μας ήτανε ημιυπόγειο με τρία παράθυρα στο δρόμο. Το ένα παράθυρο, όπως ο δρόμος ήτανε κατηφορικός, είχε απέξω παγκάλι όσο μιας καρέκλας. Εκεί κάθε βράδυ μια ή δυο και τρεις φορές κάποιος καθότανε να ξαποστάσει, έξυνε το παράθυρο και με βραχνή φωνή φώναζε: «Πεινάωωω! Πεινάωωω! Χριστιανοί!!». Εμείς από μέσα μουδιάζαμε. Στην αρχή δε θέλαμε v’ ακούσουμε τη φωνή, αλλά σε λίγο κάποιος από μας πότε ο ένας πότε ο άλλος σηκωνότανε σιγά σιγά άνοιγε τη μαξιλαροθήκη του, έπαιρνε μια φούχτα σταφίδα και την έριχνε στο τενεκεδάκι που ήτανε ακουμπισμένο στο μάρμαρο του παραθυριού, πλάι στον σκελετωμένο άνθρωπο, που άρχιζε με μανία να τρώει τη σταφίδα.
Ήτανε τότε που για 45 μέρες τρώγαμε σκέτες λαχανίδες χωρίς λάδι και χωρίς ψωμί. Μαζευότανε ο κόσμος αν είχες πέσει κάτω σε σήκωνε σου ‘δινε λίγο νερό και μόλις συνερχόσουνα έφευγε.
Δούλευα στον Πειραιά και καθόμουνα στην Αθήνα. Κάθε πρωί στις 7.15′ με 7.20′ κατέβαινα τρέχοντας τις σκάλες του Ηλεκτρικού να πάω στη δουλειά μου. Οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις πλαϊνές πόρτες και υποχρεωτικά έπρεπε να βγεις από την κεντρική είσοδο, τα σκαλιά της έπιαναν από τον ένα τοίχο ως τον άλλο και άρχιζαν απ’ το πλατύσκαλο της πλατφόρμας και τέλειωναν στην εξωτερική είσοδο μια ολόκληρη πλατεία σκαλιά.
Ένα πρωί καθώς είχα αργήσει κι έτρεχα σχεδόν σκόνταψα σ’ έναν άνθρωπο ξαπλωμένο λίγο λοξά πάνω στα σκαλιά. Δίπλα του ένα τενεκεδάκι από κονσέρβα. Αυτά τα τενεκεδάκια κείνη την εποχή ήτανε συνηθισμένο πράμα, είχαν αρχίσει οι λιποθυμίες αργότερα κι εγώ θυμάμαι λιποθύμησα δυο φορές στο δρόμο γυρίζοντας από τη δουλειά στο σπίτι. Ήτανε τότε που για 45 μέρες τρώγαμε σκέτες λαχανίδες χωρίς λάδι και χωρίς ψωμί. Μαζευότανε ο κόσμος αν είχες πέσει κάτω σε σήκωνε σου ‘δινε λίγο νερό και μόλις συνερχόσουνα έφευγε. Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει και τίποτ’ άλλο. Έσκυψα να βοηθήσω τον λιπόθυμο άνθρωπο. Έπιασα το κεφάλι και το χέρι του να τον ανασηκώσω και τότε… πάγωσα, ήτανε νεκρός και ξυλιασμένος. Το ‘βαλα στα πόδια, ούτε ξέρω πώς έφτασα στη δουλειά μου, αριστερά κι όλο δεξιότερα πήγαινα. Αλλά τον είχανε σηκώσει. Από τότε σχεδόν κάθε πρωί έβρισκα κάποιον νεκρό στα σκαλιά με τενεκεδάκι ή όχι, και αργότερα πλήθυναν δυο τρεις κάθε πρωί. Μια μέρα μέτρησα πέντε. Εξωτερικά είχα εξοικειωθεί στη θέα τους, όμως η τρομάρα μου δεν έφυγε ποτέ.
Δούλευα στου Παπαστράτου στον Πειραιά και καθόμουνα στην Χαριλάου Τρικούπη στην Αθήνα. Η κουνιάδα μου που έμενε στο σπίτι, μας είχε φτιάσει από μια σακούλα κάμποτ ένα στον καθέναν που δεν την αποχωριζόμασταν ποτέ. Τις είχε βάψει και με πράσινη μπογιά να μη λερώνουν γιατί δεν υπήρχε σαπούνι. Η δικιά μου ήτανε τόσο συφοριασμένη, στραβή, έτσι βγήκε το πανί. Εγώ όμως την ανέμιζα κάθε πρωί ξεκινώντας απ’ το σπίτι σα να ήτανε κομψοτέχνημα. Δεν τις διπλώναμε σε χαρτί, γιατί δεν υπήρχε, αλλά και γιατί ώσπου να τις ξεδιπλώσεις υπήρχε κίνδυνος να χάσεις το φαγώσιμο από μπροστά σου, χύμαγε αμέσως ο κόσμος να το πάρει. (…)»