Η αγωνία που εκφράζεται για την επόμενη ημέρα μετά τις αλλαγές που επέφερε ο Ν 5090/2024, τόσο στον Ποινικό Κώδικα όσο και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι προφανής. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις αποτελούν μια σύνθετη πρόκληση για το σύνολο των θεσμικών φορέων της Δικαιοσύνης. Μια πρόκληση η οποία δοκιμάζεται από επιστημονικές αντιθέσεις και γόνιμη επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά των αλλαγών. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο των 50 ετών της Μεταπολίτευσης, παρά τα πολύτιμα επιτεύγματα της ελληνικής έννομης τάξης, υπάρχει μια σταθερά, μια χρονίζουσα παθογένεια από την οποία δεν έχουμε απεμπλακεί και αποτελεί ανοιχτή πληγή· μία ιστορική εκκρεμότητα και ανορθογραφία, η οποία εξακολουθεί να ταλανίζει το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη, από τους ασκούμενους δικηγόρους μέχρι τη δικαστική εξουσία. Πρόκειται για τους καχεκτικούς ρυθμούς απονομής της (ποινικής) Δικαιοσύνης. Με αυτή την παθογένεια φιλοδοξεί να αναμετρηθεί ο πρόσφατος νόμος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μένει, ωστόσο, να επιβεβαιωθεί στην πράξη αν θα τα καταφέρει.
Η Νομική Βιβλιοθήκη και το περιοδικό «Ποινική Δικαιοσύνη» διοργάνωσαν το Σάββατο 30 Μαρτίου 2024 με μεγάλη επιτυχία το Συνέδριο για την επόμενη ημέρα που επιφυλάσσουν οι αλλαγές, τόσο στον Ποινικό Κώδικα όσο και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στο πλαίσιο του Συνεδρίου έλαβαν μέρος έγκριτοι και εγνωσμένου κύρους δικαστές, καθηγητές και δικηγόροι οι οποίοι προσέφεραν πλούσιες απαντήσεις στο νέο τοπίο που σταδιακά διαμορφώνεται.
Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου
Την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου σηματοδότησε η εισήγηση της Καθηγήτριας Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ κ. Ελισάβετ Συμεωνίδου–Καστανίδου, η οποία εξαρχής τόνισε ότι οι σχετικές συζητήσεις αποτελούν μια καλή αρχή για να διαμορφωθεί ένα βήμα διαλόγου για σημαντικά ζητήματα ποινικού δικαίου, που απασχολούν τόσο τη θεωρία όσο και τη δικαστηριακή πρακτική.
Όπως παρατήρησε, με την ψήφιση του Ποινικού Κώδικα το 2019 επιχειρήθηκε να εγκατασταθεί ένα σύγχρονο φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο στην Ελλάδα, ανάλογο με εκείνο που ισχύει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ένα ποινικό δίκαιο – όπως είπε – εντός του οποίου και σε όλο το εύρος των διατάξεων, θα τηρούνταν οι αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της ενοχής. Θα περιγραφόταν, δηλαδή, με ακρίβεια η αξιόποινη συμπεριφορά, είτε με γενικούς είτε με ειδικούς όρους, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου. Και θα απειλούνταν γι’ αυτήν, όχι η πλέον εξοντωτική αλλά η απολύτως αναγκαία ποινή, που θα αντιστοιχούσε κάθε φορά στη βαρύτητα της προσβολής και την ενοχή του δράστη για την πράξη του. Οι θεμελιώδεις αυτές αρχές, όπως παρατήρησε, έχουν αλλοιωθεί στη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών που ακολούθησαν με αλλεπάλληλες, συγκυριακές και πρόχειρες επεμβάσεις, με αποκορύφωμα τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο πρόσφατος νόμος.
Ήδη, όπως σημείωσε, η τροποποίηση του άρθρου 47 ΠΚ δημιουργεί τα πρώτα σοβαρά ρήγματα. Ενώ μέχρι σήμερα υπάρχει μια ενιαία μορφή συνέργειας, απειλούμενη με μειωμένη ποινή, όπως επιβάλλει το μειωμένο άδικο της συνέργειας, από τον ερχόμενο Μάιο βασική μορφή συνέργειας θα είναι η άμεση και θα τιμωρείται μόνο με πλήρη ποινή. Η κατάργηση του ορισμού της άμεσης συνέργειας, συνοδευόμενη από την υποχρεωτική επιβολή πλήρους ποινής, παραβιάζει ευθέως, όπως παρατήρησε, τόσο την αρχή της νομιμότητας όσο και την αρχή της αναλογικότητας.
Επίσης, σημαντική αλλοίωση στη φυσιογνωμία του Ποινικού Κώδικα εντοπίζεται και στην πλήρη απαξίωση της χρηματικής ποινής, τη στιγμή μάλιστα που σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη η ποινή αυτή, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας, απειλείται ως εναλλακτική κύρωση που υποκαθιστά την στερητική της ελευθερίας ποινή για όλα τα μεσαίας απαξίας εγκλήματα, εφόσον ο δικαστής δεν θεωρεί απολύτως αναγκαίο τον εγκλεισμό.
Τέλος, επεσήμανε ότι είναι κρίσιμο να προστεθεί μια διάταξη, ίσως στο νόμο για την καλή νομοθέτηση, που να προβλέπει μια διαδικασία με αυξημένες εγγυήσεις όταν πρόκειται να τροποποιηθούν διατάξεις των βασικών κωδίκων. Ειδικότερα, όπως τόνισε, είναι αναγκαία η σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής μέσω ειδικού νόμου, όπως ισχύει όταν συντάσσονται εξαρχής οι κώδικες, ενώ ιδιαίτερα σημαντική θα είναι ομοίως η νομοθετική πρόβλεψη ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου από τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, προκειμένου να ενσωματωθούν στους κώδικες οι όποιες αλλαγές. Έτσι μόνο θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η διατήρηση αλώβητης της δομής των κωδίκων σε βάθος χρόνου. Παράλληλα, όμως, θα διευκολυνόταν, σύμφωνα με την ίδια, και η απονομή της δικαιοσύνης, το έργο της οποίας δυσχεραίνεται όταν οι βασικοί κώδικες αλλάζουν με τόσο γρήγορους ρυθμούς.
Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης
Σε λιγότερο από 5 χρόνια, ο Ποινικός Κώδικας υπέστη με τρεις νόμους γύρω στις 200 τροποποιήσεις. Δεν νοείται, όπως εκτίμησε ο Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ κ. Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, ένα κεντρικό νομοθέτημα να το αλλοιώνουμε τόσο πολύ, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
«Η προσέγγιση του νέου νόμου, όπου τη μεσαία εγκληματικότητα τη σωφρονίζουμε εγκλείοντας τον μικρομεσαίο εγκληματία στη φυλακή, είναι αποδεδειγμένα ατυχής», όπως επί λέξει παρατήρησε, για να προσθέσει ότι στα 44 χρόνια που ασκεί δικηγορία, δεν έχει δει έναν εγκληματία που ο εγκλεισμός του στη φυλακή να απέδωσε σωφρονιστικά.
Εν συνεχεία, σημείωσε ότι στα πρώτα χρόνια της δικηγορικής του σταδιοδρομίας, η αναγνώριση του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου ήταν συνυφασμένη με το λευκό ποινικό μητρώο. Οι προβληματισμοί άρχισαν πριν από κάποια χρόνια όταν σε υποθέσεις βαριάς ποινικής απαξίας οι δικαστές έκριναν ότι το λευκό ποινικό μητρώο από μόνο του δεν αρκεί. Τότε, όπως παρατήρησε, εφευρέθηκε η ιδιαίτερα θετική και επωφελής συμπεριφορά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας.
Η νομολογία προ του 2019 διολίσθαινε σε ηθικοπλαστικές κρίσεις, σε συμπεριφορές τρόπον τινά κοινωνικά επίμεμπτες, για να μην αναγνωριστεί το ελαφρυντικό. Γι’ αυτό το 2019 αντικαταστάθηκε ο όρος έντιμος, που έχει μια ευρύτερα αξιολογική χροιά, με τον όρο σύννομος, ο οποίος πιο εύκολα μπορεί να προσδιοριστεί. Και η νομολογία, πράγματι, όπως τόνισε, συμμορφώθηκε πολύ γρήγορα, αναγνωρίζοντας τον επιεικέστερο χαρακτήρα της διάταξης. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν με μια απόφαση του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 2/2022), η οποία κατά τον ίδιο συνιστά θλιβερή παρένθεση.
Τέλος, υπογράμμισε ότι, η θεωρία και η κρατούσα στη νομολογία άποψη επισημαίνουν ότι η βαρύτητα της πράξης δεν πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, κάτι που άλλωστε συνάγεται και από το γράμμα του νόμου. Αυτή τη θέση πρέπει, όπως παρατήρησε, να τηρεί στο ακέραιο και το Ανώτατο Ακυρωτικό της χώρας. Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν αποφάσεις, οι οποίες, όπως σημείωσε, αποκλίνουν από τον παραπάνω κανόνα, με αποτέλεσμα να βλέπουμε κάποιες φορές φαινόμενα ερμηνευτικών ακροβασιών.
Γεώργιος Δημήτραινας
Ακολούθως, ο Αναπληρωτής Καθηγητής ΔΠΘ κ. Γεώργιος Δημήτραινας σημείωσε ότι με το άρθρο 12 του Ν 5090/2024 προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 80Α με τίτλο «Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα». Όπως μάλιστα διαπίστωσε, η νομοτεχνική επιλογή της προσθήκης ενός εμβόλιμου άρθρου ως προς τον τρόπο έκτισης μιας κύριας ποινής στο χώρο των διατάξεων, οι οποίες προβλέπουν τα σχετικά με την επιμέτρηση των κύριων ποινών είναι παράδοξη, και αυτό διότι οι προβλέψεις για την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής αφορούν, μέσω της αλλαγής του είδους της κύριας ποινής από στερητική της ελευθερίας σε χρηματική, αλλαγή τρόπου έκτισης της μιας από τις τρεις κύριες ποινές, δηλαδή έκτισης ως χρηματικής της ήδη επιμετρηθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής, στην οποία αναλογικά εφαρμόζεται ο τρόπος επιμέτρησης που προβλέπει το άρθρο 80 στην παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα για τις χρηματικές ποινές.
Από την πρώτη ήδη ανάγνωση, όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε, διαπιστώνει κανείς ότι συμβαίνει το εξής παράδοξο: απαιτούνται δύο επιμετρητικές διαδικασίες στη σειρά, η πρώτη είναι εκείνη της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής (άρθρο 79 ΠΚ), η δεύτερη είναι εκείνη της επιμέτρησης και απότισης της χρηματικής ποινής, την οποία δανείζεται η μετατροπή της ποινής σε χρήμα. Την αξιοποιεί, δηλαδή, ο νομοθέτης από την επιβολή της χρηματικής κύριας ποινής που έχει μια δική της λογική επιμέτρησης και την εφαρμόζει αναλογικά στην μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε ποινή χρήματος. Αυτό, όμως, όπως τόνισε, συνεπάγεται ότι στις δύο επιμετρητικές διαδικασίες θα αξιοποιηθούν δύο φορές η βαρύτητα της πράξης και η ενοχή του υπαιτίου γι’ αυτή, κάτι που διαχρονικά επικρίνεται από τη θεωρία για λόγους διπλής αξιολόγησης.
Νικόλαος Δ. Βασιλειάδης
Εν συνεχεία, ακολούθησε η εισήγηση του Διδάκτορος Νομικής, Ειδικού Επιστήμονα στη Νομική Σχολή ΔΠΘ και Δικηγόρου κ. Νικόλαου Δ. Βασιλειάδη, ο οποίος σημείωσε ότι η αναστολή της εκτέλεσης των στερητικών της ελευθερίας ποινών αποτελεί θεσμό που βρίσκεται στον πυρήνα της φιλελεύθερης λειτουργίας του ποινικού συστήματος και κατατείνει στην αποτροπή της πραγματικής έκτισης της ποινής από τον καταδικασθέντα. Πρόκειται για ένα μοντέλο ελαστικότητας της ποινής. Ως θεσμός συναντάται με ομοιότητες και διαφορές στα περισσότερα σύγχρονα δικαιικά συστήματα και έχει την ιστορική του θεμελίωση στο αγγλοσαξονικό νομικό μοντέλο. Στην ελληνική έννομη τάξη, όπως σημείωσε, εισήχθη το 1911.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα το ανώτατο όριο της επιβληθείσας ποινής που αναστέλλεται, διαμορφώθηκε στα τρία έτη. Αναμορφώθηκε, όμως, ταυτόχρονα συνολικά ο θεσμός της αναστολής και αποσυνδέθηκε η δυνατότητα χορήγησής της από την τυχόν ύπαρξη προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών οποιουδήποτε ύψους. Το όριο των τριών ετών διατηρήθηκε και μετά τον Ν 4855/2021, ωστόσο διαμορφώθηκε ένα καθεστώς στο οποίο αξιολογείται εκ νέου η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης, αυξάνοντας ο νομοθέτης το όριο αυτής στα τρία έτη, ενίοτε δε μέχρι και τα 5 έτη φυλάκισης, θέτοντας επιπροσθέτως την προϋπόθεση ότι αυτή πρέπει να αφορά σε έγκλημα δόλου.
Όπως εν συνεχεία επεσήμανε, με τον Ν 5090/2024, αν και εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα νέα μέτρα αποτροπής έκτισης της ποινής, περιορίστηκε καθοριστικά το πεδίο εφαρμογής τους, ενώ στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις χορήγησής της. Έτσι η ολική αναστολή αφορά πλέον ποινές φυλάκισης που δεν υπερβαίνουν το 1 έτος. Παράλληλα δε, θα πρέπει ο καταδικασθείς να μην έχει και προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες που υπερβαίνουν συνολικά επίσης το 1 έτος.
Τέλος, όπως τόνισε, στο άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ πραγματοποιείται αναστροφή της υποχρέωσης αιτιολογίας του δικαστηρίου, δηλαδή θα πρέπει η αιτιολογία να αφορά τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής και όχι τη μη χορήγησή της, όπως μέχρι τώρα, ρύθμιση που εμφανίζεται δικαιοκρατικά και δογματικά άστοχη, καθώς αποδομεί συνολικά την ούτως ή άλλως άκρως περιορισμένη λόγω περιστολής των τυπικών προϋποθέσεων ολική αναστολή της ποινής και ανατρέπει εν τοις πράγμασι τη σχέση επικουρικότητας και των υπολοίπων μέτρων ελαστικότητας της ποινής. Εκτίμησε, επιπλέον, ότι με την αναστροφή της υποχρέωσης αιτιολογίας, η μη ύπαρξη ποινικού μητρώου εντός της δικογραφίας, κάτι ιδιαίτερα συνηθισμένο στα χαμηλόβαθμα δικαστήρια, θα λειτουργήσει αποθαρρυντικά από τη χορήγησή της, καθώς η άγνοια συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων εμποδίζει την ειδική αιτιολόγησή της.
Κατά τον ίδιο, οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν με τον Ν 5090/2024 στην αναστολή της εκτέλεσης αλλά και ευρύτερα στον χώρο της ελαστικότητας της ποινής αναδεικνύουν ένα μη ισορροπημένο μοντέλο αντεγκληματικής πολιτικής, που δεν λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προστασίας του ατόμου και της μικρομεσαίας εγκληματικότητας, απαξιώντας τις αρχές του κράτους δικαίου. Φαίνεται όμως, όπως σημείωσε, και κάτι ακόμη, που είναι η επιφυλακτικότητα του νομοθέτη απέναντι στον εφαρμοστή του δικαίου κατά την αξιολόγηση από τον τελευταίο των μέτρων αποτροπής έκτισης της ποινής.
Γιάννης Ναζίρης
Ακολούθως, ο Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ κ. Γιάννης Ναζίρης σημείωσε ότι η απόλυση υπό όρο είναι θεσμός του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, άρα ως τέτοιος πρέπει να υπακούει στις αρχές που διέπουν τους κανόνες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και μεταξύ αυτών την αρχή του επιεικέστερου νόμου. Επίσης, η απόλυση υπό όρο είναι τρόπος έκτισης της ποινής και δεν πρέπει να συγχέεται με τη χάρη. Στην πολιτεία του Τέξας, παρατήρησε ότι, η προμετωπίδα του κανονιστικού πλαισίου για την υφ’ όρον απόλυση ξεκινάει με τη φράση ότι αυτή αποτελεί προνόμιο και όχι δικαίωμα του καταδικασθέντος. Τρίτον, η απόλυση υπό όρο εντάσσεται στο εν γένει σύστημα ποινών, όχι μόνο στο σύστημα που έχει να κάνει με την έκτιση ποινών. Είναι τρία σημεία που, όπως τόνισε, πρέπει συνεχώς να έχουμε υπόψη μας διότι, αν και αυτονόητα, παραβλέπονται.
Ο ίδιος, μάλιστα, επίσης υπογράμμισε ότι στο άρθρο 105Β ΠΚ, παρότι δεν υπάρχει τροποποίηση, έχουμε εμμέσως επίπτωση λόγω της επίτασης της απειλούμενης ποινής. Έτσι, έχουμε ενισχυμένο τον ρόλο της απόλυσης, διότι υπάρχει αυστηροποίηση των όρων αναστολής εκτέλεσης της ποινής, συνεπώς έχουμε περισσότερους καταδικασθέντες στη φυλακή, πράγμα που με τη σειρά του συνεπάγεται ότι ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης αφορά περισσότερους στον χώρο του πλημμελήματος και πρακτικά όλους στον χώρο του κακουργήματος.
Η κρίση σχετικά με την υφ’ όρον απόλυση δεν πρέπει να «κοιτάει πίσω», δηλαδή το είδος του εγκλήματος που τέλεσε ο δράστης, ούτε το ύψος της ποινής, αλλά να έχει προγνωστικό χαρακτήρα. Η αξίωση, όπως παρατήρησε, και ενός γνήσιου προγνωστικού κριτηρίου (πλάι στη διαγωγή του καταδικασθέντος) ανταποκρίνεται σε όσα υιοθετούνται από τις περισσότερες έννομες τάξεις διεθνώς.
Συμπερασματικά, επεσήμανε πως είναι αληθές ότι με τον προισχύσαντα κώδικα και γενικώς διαχρονικά στην Ελλάδα υπήρξαν προβληματικές καταστάσεις, ακόμη και ακρότητες, ειδικά με νόμους που εξασφάλιζαν αυτόματη υφ’ όρον απόλυση με διαφορετικές κάθε φορά προϋποθέσεις. Τώρα, ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, φτάνουμε στο άλλο άκρο. Και αυτό διότι ταυτοχρόνως έχουμε αυξημένες ποινές, πιο εύκολη έκτιση εντός σωφρονιστικού καταστήματος, αυξημένο ελάχιστο τμήμα για την απόλυση υπό όρο, πιο δύσκολη τη χορήγηση απόλυσης και πιο εύκολη την άρση της απόλυσης.Τέλος, εκτίμησε ότι απαιτούνται οπωσδήποτε νομοτεχνικές βελτιώσεις, απαιτείται συνοχή των εν λόγω διατάξεων, και αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί κανείς να αξιώσει.
Ηλίας Σπυρόπουλος
Επιπροσθέτως, ο Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Μονάχου, Εντεταλμένος Διδάσκων στη Νομική Σχολή ΔΠΘ και Δικηγόρος κ. Ηλίας Σπυρόπουλος τόνισε ότι η προσθήκη της περίπτωσης ε’ στην παρ. 1 του άρθρου 290Α ΠΚ εγείρει δικαιοκρατικές και δογματικές ενστάσεις.
Πρώτα απ’ όλα, όπως σημείωσε, στην περίπτωση ε’ έχουμε την περιγραφή μιας παραβίασης, του ερυθρού σηματοδότη, δηλαδή την παραβίαση ενός εξωποινικού κανόνα που τυποποιείται στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, η δε διάταξη ερμηνεύει αυθεντικά το μέτρο επιμελείας και τίποτε παραπάνω. Όμως, η παραβίαση αυτού του κανόνα «βαπτίζεται» από τον νομοθέτη ως βασικό έγκλημα, χωρίς ωστόσο να τυποποιείται ως τέτοιο. Ο νομοθέτης ουσιαστικά μας υποδεικνύει ότι εδώ έχουμε ένα διακρινόμενο εκ του αποτελέσματος έγκλημα, με βασικό έγκλημα όχι μια σωματική βλάβη, αλλά την παραβίαση ενός ερυθρού σηματοδότη. Εδώ εγείρεται, αναμφίβολα, όπως υπογράμμισε, μια δογματική περιπλοκή.
Υπάρχει όμως και μια δικαιοκρατική ένσταση, καθότι οι περιπτώσεις που κατοχυρώνονται στο 290Α ΠΚ, πλην της παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη, έχουν μια συνέπεια, που συνίσταται στο γεγονός ότι η οδήγηση έχει μια διάρκεια, από την άλλη όμως, όπως παρατήρησε, η περίπτωση ε’ δεν είναι έτσι, εν προκειμένω, δηλαδή, γίνεται λόγος για μια στιγμιαία συμπεριφορά, και αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα, ότι δηλαδή αποστερείται από τον δράστη το δικαίωμα στην έμπρακτη μετάνοια. Για τους παραπάνω λόγους, όπως κατέληξε, η συγκεκριμένη προσθήκη δεν μπορεί να κριθεί επιτυχημένη.
Κωνσταντίνος Χατζηκώστας
Εν συνεχεία, τον λόγο έλαβε ο Επίκουρος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ κ. Κωνσταντίνος Χατζηκώστας ο οποίος, εισαγωγικά, σημείωσε ότι με τις διατάξεις του 21ου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα και παρά τις όποιες ενστάσεις θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς σε σχέση με ορισμένες επιλογές του νομοθέτη, είχε επιτευχθεί μια αρκετά ικανοποιητική ισορροπία μεταξύ της προστασίας της τιμής και της ελευθερίας του λόγου αλλά και της διαφύλαξης ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων, τα οποία κάποιες φορές πραγματώνονται μέσω της προσβολής της τιμής τρίτων προσώπων.
Ο νέος νόμος, όπως παρατήρησε, διαταράσσει την παραπάνω ισορροπία σε βάρος της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και των δικαιολογημένων συμφερόντων, η προαγωγή των οποίων προϋποθέτει άσκηση οξείας κριτικής στην κοινωνική δραστηριότητα άλλων ατόμων. Εκτίμησε, μάλιστα, ότι ο περιορισμός της ποινικής ύλης και του φόρτου εργασίας των πλημμελειοδικείων φαίνεται να αποτέλεσε σοβαρό κίνητρο για τις εκτεταμένες νομοθετικές παρεμβάσεις στο πεδίο των εγκλημάτων κατά της τιμής.
Μέχρι σήμερα, όπως τόνισε, μια πράξη δυσφήμισης, δηλαδή ο ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του ήταν καταρχήν άδικη, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή το ψεύδος του δυσφημιστικού ισχυρισμού, παρόλα αυτά αναγνωριζόταν σαφές προβάδισμα στην ελευθερία του λόγου και ειδικότερα στο δικαίωμα του ατόμου να λέει την αλήθεια στο πλαίσιο μιας αφηρημένης στάθμισης αγαθών.
Πλέον με το νέο νόμο στο πεδίο της ποινικής προστασίας της τιμής επέρχονται, σε γενικές γραμμές, οι ακόλουθες αλλαγές: Πρώτον, η απλή δυσφήμιση καταργείται. Δεύτερον, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 363 ΠΚ για την συκοφαντική δυσφήμιση περιορίζεται, καθώς προβλέπεται ρητά ότι στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. Τρίτον, περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 361 ΠΚ για την εξύβριση, αφού προστίθεται η πρόβλεψη ότι ο δράστης θα πρέπει να ενεργεί με σκοπό. Πρόκειται, όπως σημείωσε, για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ποινική μας νομοθεσία όπου ο σκοπός αναφέρεται στα ευθέως προβλεπόμενα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Ταυτόχρονα, βέβαια, στο ήδη υφιστάμενο διακεκριμένο έγκλημα της δημόσια τελούμενης πράξης εξύβρισης προστίθεται νέα διακεκριμένη μορφή εξύβρισης, η οποία αφορά προσβολή της τιμής που ανάγεται σε σχέσεις του ιδιωτικού ή του οικογενειακού βίου. Τέταρτον, καταργούνται οι διατάξεις του άρθρο 366 ΠΚ για τη δικαιολόγηση της πράξης δυσφήμισης στην περίπτωση που ο δυσφημιστικός ισχυρισμός αποδεικνύεται αληθής. Τέλος, καταργείται ολοσχερώς η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ συμπαρασύροντας και όλους τους λόγους άρσης του αδίκου των πράξεων εξύβρισης και δυσφήμισης που προβλέπονται σε αυτήν.
Αθηνά Σαχουλίδου
Η Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ κ. Αθηνά Σαχουλίδου ασχολήθηκε με ένα εξόχως ενδιαφέρον ζήτημα, την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων υπό το φως των νέων τροποποιήσεων των ΠΚ και ΚΠΔ με τον νόμο 5090/2024. Πρόκειται, όπως παρατήρησε, για μια «βίαιη» αλλαγή παραδείγματος χωρίς σαφές δικαιοπολιτικό έρεισμα και με πολλαπλές ρυθμιστικές ατέλειες. Προς την ίδια κατεύθυνση, τόνισε ότι νομοθετική παρέμβαση δεν συνάδει με τις αρχές της καλής νομοθέτησης, αφενός μεν διότι παρακάμφθηκε πλήρως η εγχώρια και διεθνής επιστημονική συζήτηση και αφετέρου δε διότι η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής αφιέρωσε στη σχετική της έκθεση μία σελίδα στην ανάλυση των σχετικών διατάξεων.
Μάλιστα, όπως τόνισε, επί ενός τόσο σύνθετου και κρίσιμου στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς ζητήματος απαιτείται εμπειρική ανάλυση προκειμένου να διασφαλιστεί μια μακρόπνοη νομοθετική προσέγγιση του ζητήματος που θα σέβεται τους κανόνες της αρχής του κράτους δικαίου και θα ανταποκρίνεται στην ανάγκη ενδοσυστηματικής συνοχής του δικαίου, μακριά από αντιφατικές ρυθμίσεις που προάγουν την ανασφάλεια δικαίου.
Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας
Στο σκέλος της αποτίμησης των ποινικών δικονομικών ρυθμίσεων, πρώτος, τον λόγο έλαβε ο Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ, Δικηγόρος και Αντιπρόεδρος ΕΕΠΔ κ. Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας, ο οποίος τόνισε ότι ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της ποινικής δίκης αποτελεί ιστορική κατάκτηση που νοηματοδοτεί την ποινική δίκη ως τον χώρο μετουσίωσης στην πράξη των συνταγματικών δικαιωμάτων. Έκφραση αυτού του χαρακτήρα συνιστά η δικαιοκρατική μορφή της ποινικής διαδικασίας, που επαληθεύεται αφενός με την τήρηση της αρχής του φυσικού δικαστή, με την μετουσίωση των αξιώσεων της νομοτυπικότητας και δικαιότητας της διαδικασίας αλλά και με την υλοποίηση των αξιώσεων ελευθερίας και ισότητας. Ειδική σημασία αποκτά, όπως υπογράμμισε, η αξίωση ελεγξιμότητας, καθόσον κάθε έλλογα δομημένη διαδικασία οφείλει να παρέχει σε κάθε διαδικαστική φάση την δυνατότητα ελέγχου του αποτελέσματός της, που επάγεται την αξιοπιστία της διαδικασίας και είναι προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εμπιστοσύνης του κοινού στην απονομή της δικαιοσύνης.
Ο νέος νόμος δυστυχώς, όπως παρατήρησε, εξετράπη της παραπάνω πορείας, προωθώντας ένα μόρφωμα δίκης που προτάσσει τη διεκπεραίωση και όχι την εκδίκαση και περικόπτοντας δικαιώματα, διαδικαστικές φάσεις και ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Τέλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νομοθέτηση στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου αξιώνει την επίπονη δόμηση ενός νομοθετικού προγράμματος που θα υπακούει σε σύγχρονες δικαιοκρατικές απαιτήσεις. Ο Ν 5090/2024 αποτελεί νομοθεσία που αποκλίνει από τις αρχές της καλής νομοθέτησης και θα δοκιμαστεί αν στοιχείται με τα κριτήρια της δίκαιης δίκης.
Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος
Ακολούθως, ο Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών και Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων κ. Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος σημείωσε ότι τα δικαστικά συμβούλια επιτελούν έναν πολύ σημαντικό ρόλο φιλτραρίσματος και διαμόρφωσης των υποθέσεων, και αυτό διότι με την παρεμβολή τους αποφεύγεται αφενός μεν η άσκοπη παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο, αφετέρου δε οι υποθέσεις που παραπέμπονται στο ακροατήριο με την έκδοση βουλεύματος είναι νομικά διαμορφωμένες και έχουν παράλληλα την απαιτούμενη αποδεικτική ωριμότητα ώστε το δικαστήριο να εκφέρει ορθή κρίση.
Σήμερα, όπως τόνισε, υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι η περικοπή των ενδιάμεσων σταδίων των δικαστικών συμβουλίων θα ανοίξει τον δρόμο για την ταχύτερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, στερείται απόδειξης. Το μόνο που θα επιταχυνθεί θα είναι η προδικασία, επιβαρύνοντας όμως τα ακροατήρια με υποθέσεις που δεν πληρούν την απαιτούμενη αποδεικτική ωριμότητα. Άρα, θα έχουμε τα ίδια αποτελέσματα, ίσως και χειρότερα, όπως εκτίμησε.
Τέλος, στον ισχυρισμό κάποιων ότι δεν χρειάζεται να έχουμε δικαστικά συμβούλια όταν σε άλλες χώρες ο εισαγγελέας είναι αυτός που αποφασίζει εάν μια υπόθεση θα παραπεμφθεί στο ακροατήριο, σημείωσε ότι σε αυτή τη συζήτηση αγνοείται η φυσιογνωμία της δικής μας ποινικής έννομης τάξης η οποία δεν μπορεί άνευ ετέρου να «μεταβολίσει» τη μεταφορά ενός τέτοιου συστήματος.
Χριστόφορος Αργυρόπουλος
Εν συνεχεία, ακολούθησε η εισήγηση του Δικηγόρου και πρώην Προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων κ. Χριστόφορου Αργυρόπουλου ο οποίος μίλησε για τη νομοθετική αποδυνάμωση του συνταγματικού κανόνα για τα μικτά ορκωτά δικαστήρια.
Όπως επεσήμανε, στις περιπτώσεις βαρύτατων εγκλημάτων, ο πολίτης καλείται να αποφασίσει, ως πράγματι συνυπεύθυνος, για την ίδια τη συντήρηση της έννομης τάξης που διατάραξε το έγκλημα. Η ιδιαίτερη νομική κατάρτιση, η εμπειρία, η ανεξαρτησία των δικαστών έχει σε αυτές τις θεμελιώδεις περιπτώσεις την ανάγκη του πραγματισμού, των απλών πολιτών, την κοινή λογική και εμπειρία. Η αυθεντία της εξουσίας είναι ικανή ρύθμιση, ωστόσο η λαϊκή συμμετοχή είναι εκείνη που συνιστά τον επαρκή όρο για να διασφαλιστεί η δικαιότητα της διαδικασίας και της ποινής.
Για τον λόγο αυτό, παρατήρησε ότι κάθε νομοθετική ρύθμιση που απομειώνει τη σύμπραξη των ενόρκων για όλα τα ζητήματα που έχουν άμεσο αποτέλεσμα υπέρ ή σε βάρος της ελευθερίας του κατηγορουμένου είναι αντίθετη με την αρχή in dubio pro libertate, που αποτελεί την αρετή της δημοκρατικής πολιτείας.
Τόνισε, επιπλέον, ότι η επικράτηση της μικτής μορφής των ορκωτών δικαστηρίων καθιέρωσε ένα γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του ενιαίου μικτού ορκωτού δικαστηρίου, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει πως ο κανόνας δεσμεύει τη νομοθετική λειτουργία να έχει ως κριτήριο των σχετικών επιλογών της τη διαφύλαξη του τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ του ενιαίου ΜΟΔ.
Τέλος, έκλεισε με τις σκέψεις ότι περισσότερο από μία ατυχής νομοθετική ρύθμιση, η τροποποίηση του άρθρου 404 ΚΠΔ και η κατάργηση του άρθρου 405 ΚΠΔ είναι η επικράτηση της σκοπιμότητας έναντι της νομιμότητας.
Δημήτριος Ι. Γκύζης
Επιπροσθέτως, ο Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών κ. Δημήτριος Ι. Γκύζης σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ότι ο καταφανώς μονομερής προσανατολισμός του ποινικού δόγματος στο πρόωπο του δράστη αρχίζει να υποχωρεί, καθώς, δίπλα στην καθόλα σεβαστή αξίωση προστασίας του υπόπτου ή κατηγορουμένου μέσω του σεβασμού των δικαιωμάτων του, αναγνωρίζεται πλέον και σταδιακά ικανοποιείται το εξίσου νομιμοποιημένο αίτημα για αποκατάσταση της βλάβης του θύματος, τόσο μέσω της πρόβλεψης μηχανισμών υποστήριξης και προστασίας του όσο και μέσω της διασφάλισης της πιο ενεργού συμμετοχής του στην ποινική διαδικασία. Υπό αυτά τα δεδομένα, το σύγχρονο διακύβευμα της ποινικής δικαιοσύνης διεθνώς, αλλά και στην Ευρώπη ειδικώς, αναδιατυπώνεται ως αξίωση αναγνώρισης των συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών, μέσω της ορθολογικής και αναλογικής εξισορρόπησης των δικαιωμάτων των δραστών και θυμάτων. Στην Ευρώπη η ΕΣΔΑ δεν επέτρεψε, λόγω του προσανατολισμού της προς την διαφύλαξη των δικαιωμάτων των υπόπτων/κατηγορουμένων, την νομολογιακή ανανγώριση δικονομικών δικαιωμάτων στα θύματα
Όπως τόνισε, ο αρχικός νομικός χαρακτηρισμός είναι η λύδια λίθος, επί της οποίας, σε συνδυασμό με τα αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, θα δοκιμαστεί η αξία των ερμηνευτικών προσεγγίσεων των όρων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η σημασία του δεν είναι μόνο νομική αλλά και ουσιαστική καθόσον ο αρχικός νομικός χαρακτηρισμός καθορίζει και τα ζητούμενα της αποδεικτικής διαδικασίας και τα απαιτούμενα αποδεικτικά μέσα.
Ο ίδιος, τέλος, εκτίμησε ότι η ταχύτητα επιτυγχάνεται με την εύστοχη διάγνωση των νομικών και ουσιαστικών κενών της καταγγελίας ούτως ώστε αυτή είτε να απορρίπτεται εγκαίρως ως νόμω αβάσιμη είτε να ανακρίνεται αποτελεσματικά με στοχευμένες παραγγελίες προκαταρκτικής και να θεμελιώνεται έτσι με ασφάλεια η κρίση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης.
Αθανάσιος Ζαχαριάδης
Εν συνεχεία, ο Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ κ. Αθανάσιος Ζαχαριάδης σημείωσε ότι, παρά τον διττό σκοπό του νομοθέτη να επιταχύνει τη δίκη αλλά και να συμβάλει στην ποιοτική της αναβάθμιση, οι ρυθμίσεις του τόσο συνολικά όσο και με σημείο αναφοράς την σημαντική αύξηση της ύλης των μονομελών δικαστηρίων (εφετείων και πλημμελειοδικείων) στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο στην ικανοποίηση της αρχής της επιτάχυνσης την οποία υπηρετούν σε βάρος της αναβάθμισης της ποινικής δίκης.
Παρά τις εκπτώσεις εγγυήσεων που κατά καιρούς νομοθετήθηκαν και το προβάδισμα που εμφανώς παραχωρήθηκε στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ουδέποτε, όπως υπογράμμισε, παρατηρήθηκε μια πλήρης ανισορροπία των δύο παραπάνω αρχών. Δυστυχώς την εν λόγω ανισορροπία καθιερώνει ο νέος νόμος, και μάλιστα χωρίς αντισταθμίσματα τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Με το πρόσφατο νομοθέτημα το πενταμελές εφετείο καταργείται πλήρως ως δικαστικός σχηματισμός και το ταβάνι των πολυμελών συνθέσεων αποτελεί, σε επίπεδο τακτικών δικαστών, το τριμελές εφετείο.
Μεταξύ άλλων, ο ίδιος χαρακτήρισε ανεπιτυχή την ρύθμιση της υπαγωγής όλων σχεδόν των πλημμελημάτων στα μονομελή πλημμελειοδικεία, κάτι που προφανώς θα οδηγήσει στην υπερφόρτωση της ύλης των δικαστών του πρώτου βαθμού στους οποίους ούτως ή άλλως έχει ήδη μεταφερθεί, προς αποφόρτιση της ύλης των δικαστών του δευτέρου βαθμού, η αρμοδιότητα της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης. Το σχήμα που όλο και περισσότερο προωθείται είναι όλα τα πλημμελήματα στο μονομελές πλημμελειοδικείο, όλα τα κακουργήματα στο μονομελές εφετείο, πλην εκείνων του ΜΟΔ για τα μάτια τήρησης του άρθρου 97 του Συντάγματος, και όλες οι παραπομπές στο ακροατήριο με απευθείας κλήση. Όλα αυτά όμως ανοίγουν τον δρόμο για την υποβάθμιση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, ενώ είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν το εγχείρημα της επιτάχυνσης θα στεφθεί από επιτυχία δεδομένου ότι θα «στοιβαχτούν», όπως χαρακτηριστικά είπε, τόσες υποθέσεις προς εκδίκαση στα ακροατήρια των μονομελούς συνθέσεων δικαστηρίων.
Τόνισε, τέλος, ότι ο κανόνας των πολυπρόσωπων δικαστικών σχηματισμών σε μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία θα έπρεπε να συνιστά δεδομένη κατάκτηση. Τούτο διότι συμβάλλει στην ορθοκρισία των δικαστών, μειώνει τις πιθανότητες δικαστικής πλάνης, ενισχύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα λήψης των αποφάσεων και μέσω της διάσκεψης δημιουργεί συνθήκες για την απόκτηση εμπειρίας των νεότερων δικαστών.
Αριστομένης Τζαννετής
Η συζήτηση συνεχίστηκε με την εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή ΕΚΠΑ και Δικηγόρου κ. Αριστομένη Τζαννετή, ο οποίος ανέφερε ότι εάν κανείς ανατρέξει στους προγραμματικούς σκοπούς του νομοθετήματος θα διαβάσει ότι προωθείται η ουσιαστικότερη, αμεσότερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης. Για τον λόγο αυτό, όπως παρατήρησε, επιταχύνεται η διαδικασία επεξεργασίας και εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων με τη λήψη μέτρων όπως η ενθάρρυνση της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης.
Με τις παρεμβάσεις, ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, στο άρθρο 303 και 349 ΚΠΔ δεν επιτυγχάνονται τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η ποινική διαπραγμάτευση, παρά την αναφορά στο άρθρο 2 του Ν 5090/2024 δεν ενθαρρύνεται, ενώ εισάγονται κάποιες ρυθμίσεις που δεν είναι εφαρμόσιμες στην πράξη. Από την άλλη μεριά οι διατάξεις για την αναβολή των ποινικών υποθέσεων ομοίως, όπως εκτίμησε, θα αποδειχθούν ανεφάρμοστες στην πράξη, ενώ δεν είναι συμβατές με το κατοχυρωμένο σε υπερεθνικό επίπεδο δικαίωμα του κατηγορουμένου σε συνήγορο υπεράσπισης.
Γιώργος Τριανταφύλλου
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ κ. Γιώργος Τριανταφύλλου, εν συνεχεία, υπογράμμισε ότι ο Ν 5090/2024 έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο δίκαιο της απόδειξης, πολλές εκ των οποίων αφορούν το ειδικότερο ζήτημα της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, κυρίως υπό την τυπική όψη της αμεσότητας, δηλαδή της άμεσης προσωπικής επαφής του δικαστή με τα αποδεικτικά μέσα.
Όπως σημείωσε, σύμφωνα με τη νέα διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 215 ΚΠΔ, προβλέπεται ότι οι αστυνομικοί και λοιποί ανακριτικοί υπάλληλοι δεν καλούνται στο ακροατήριο εφόσον έχουν καταθέσει στην προδικασία, με στόχο την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Το πιο σημαντικό ζήτημα που αναφύεται αναφορικά με την εν λόγω ρύθμιση είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, η σχέση της με το άρθρο 210Α ΚΠΔ, το οποίο ορίζει ότι επί ποινή σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται όσοι άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα στην συγκεκριμένη περίπτωση ως μάρτυρες. Μάλιστα είναι αξιοσημείωτη η νομολογία του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να παρακαμφθεί αυτή η απαγόρευση μέσω της ανάγνωσης της κατάθεσης στην προδικασία που τυχόν έχει δώσει ο ανακριτικός υπάλληλος. Επομένως, μέχρι σήμερα επί τη βάσει της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, ούτε μπορούσε να καταθέσει ο ανακριτικός υπάλληλος, αν προβαλλόταν η σχετική ακυρότητα στο ακροατήριο, ούτε ήταν επιτρεπτή κατά νόμο η ανάγνωση της κατάθεσής του στην προδικασία. Τώρα με τη νέα ρύθμιση δημιουργείται μια προφανής αντινομία, που συνίσταται στο γεγονός ότι δεν έχει καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 210Α ΚΠΔ, δηλαδή εάν εμφανιστεί ο ανακριτικός υπάλληλος στο ακροατήριο απαγορεύεται να καταθέσει, εντούτοις με τη νέα ρύθμιση του 215 ΚΠΔ διαβάζεται υποχρεωτικά η κατάθεσή του. Επομένως, όπως παρουσίασε, είναι προφανής η δικονομική τακτική που μπορεί να ανθίσει υπό την σκέπη της εν λόγω αντινομίας. Μπορεί, δηλαδή, ο ανακριτικός υπάλληλος να δίνει μια κατάθεση στην προδικασία, παρότι έχει εμφανώς ανακριτικά καθήκοντα, στη συνέχεια να μην καλείται και να διαβάζεται η κατάθεσή του. Αν όμως ο εισαγγελέας τον καλέσει στο ακροατήριο, όπως έχει τη δυνατότητα κατ’ εξαίρεση σύμφωνα με αυτή τη διάταξη να πράξει, τότε δεν θα μπορεί να καταθέσει. Υπάρχει, εδώ, μια προφανής αντίφαση και αντινομία που πρέπει οπωσδήποτε να αρθεί. Ταυτόχρονα δε, όπως τόνισε, η διάταξη εγείρει και άλλες αντιρρήσεις, με επικρατέστερη τη σχέση της με το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ’ της ΕΔΣΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ερωτήσεων και αντιπαράθεσης του κατηγορουμένου με τους μάρτυρες κατηγορίας.
Δημήτρης Γ. Συμεωνίδης
Τον κύκλο του συνόλου των εισηγήσεων έκλεισε η ομιλία του Καθηγητή στη Νομική Σχολή ΔΠΘ κ. Δημήτρη Γ. Συμεωνίδη, ο οποίος σημείωσε ότι ο νόμος στο δικονομικό του σκέλος θα ξεπεραστεί από την πραγματικότητα και το υπόλοιπο μέρος αυτού δεν θα μπορέσει εν τοις πράγμασι να εφαρμοστεί. Όπως, μάλιστα, εκτίμησε ο καλός δικαστής, ακόμη και υπό αυτές τις προβλέψεις, είναι σε θέση να συστείλει τις διατάξεις οι οποίες γεννούν πάρα πολλά ερωτηματικά, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι μπορούν να βρεθούν ερμηνευτικοί τρόποι προκειμένου να μείνουν ανεφάρμοστες οι διατάξεις που απαγορεύουν τα ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αναφορικά με τα ζητήματα των ενδίκων μέσων, εξέφρασε την αισιοδοξία ότι οι καλοί δικαστικοί λειτουργοί θα φροντίσουν στο επίπεδο της εφαρμογής των διατάξεων να ανατρέψουν αυτή την δυσπιστία που εκφράζει ο νόμος στο πρόσωπό τους.