fbpx

Πολιτιστική Κληρονομιά: Ο ανεκτίμητος θησαυρός μας – Η Ευρώπη γιορτάζει 27-29 Σεπτεμβρίου

Οι Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι μια κοινή δράση του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία πρωτοξεκίνησε το 1985 και φέτος εορτάζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, κατά το διάστημα 27-29 Σεπτεμβρίου 2024.

Χρόνος ανάγνωσης 26 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 26 λεπτά

Δείτε επίσης

Με αφορμή την 28η χρονιά των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το NB Daily ανασύρει από την πολύτιμη μελέτη του Γρηγόριου Αυδίκου, Δικαστικού Πληρεξούσιου ΝΣΚ, ΔΝ (σσ: δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ΠερΔικ, 3/2021, σελ. 356-362), σχετικά με την έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπως αυτό παρουσιάζεται και προστατεύεται από το Σύνταγμα, τη νομοθεσία και την ελληνική νομολογία.

Οι Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι μια κοινή δράση του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία πρωτοξεκίνησε το 1985 και φέτος εορτάζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, κατά το διάστημα 27-29 Σεπτεμβρίου 2024. Πρόκειται για μία από τις ευρύτερα εορταζόμενες συμμετοχικές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Ευρώπη, με τη συμμετοχή 50 χωρών. Ο φετινός εορτασμός συμπίπτει με την 70η επέτειο της υπογραφής της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Σύμβασης (European Cultural Convention, Παρίσι 1954), η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση, εμβάθυνση και περαιτέρω ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Το Σαββατοκύριακο του εορτασμού 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2024 η είσοδος στους  αρχαιολογικούς χώρους, τα μουσεία και τα μνημεία του κράτους είναι ελεύθερη. 

Για περισσότερες πληροφορίες στο www.culture.gov.gr, στο facebook: @EHDaysGR, (https://www.facebook.com/EHDaysGR/#), και στο Instagram: ehpk_greece (https://www.instagram.com/ehpk_greece/).

Το άρθρο έχει ως εξής:

1.Εισαγωγή

«Αντικείμενο της παρούσας εισήγησής μου είναι η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπως αυτό παρουσιάζεται και προστατεύεται από το Σύνταγμα, τη νομοθεσία και την ελληνική νομολογία. Τι είναι όμως το πολιτιστικό περιβάλλον; Το πολιτιστικό ή ανθρωπογενές (δεδομένου ότι δημιουργείται με την παρέμβαση του ανθρώπου στον φυσικό χώρο) περιβάλλον περιλαμβάνει όλα τα πολιτιστικά αγαθά και στοιχεία που αποτελούν μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, της παρέμβασης και της σχέσης του με το περιβάλλον και διακρίνεται στην πολιτιστική κληρονομιά (μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι, παραδοσιακές περιοχές, παραδοσιακά στοιχεία) και τα λοιπά πολιτιστικά αγαθά που συνθέτουν το οικιστικό περιβάλλον (οικισμοί, πόλεις, έργα υποδομής κ.λπ.). Η πολιτιστική κληρονομιά περιλαμβάνει και τα άυλα πολιτιστικά αγαθά και ως τέτοια νοούνται εκφράσεις, δραστηριότητες, γνώσεις και πληροφορίες, όπως μύθοι, έθιμα, προφορικές παραδόσεις, χοροί, δρώμενα, μουσική, τραγούδια, δεξιότητες ή τεχνικές που αποτελούν μαρτυρίες του παραδοσιακού, λαϊκού και λόγιου πολιτισμού.

Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου η πολιτιστική κληρονομιά είναι εξαιρετικά πλούσια, διατρέχει ένα χρονικό ορίζοντα χιλιάδων ετών και αποτελεί ουσιαστικά ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εθνική συλλογική ταυτότητα αλλά και τη σχέση με το παρελθόν, καθώς και επικαθορίζει την πορεία της προς το μέλλον, είναι ευνόητο, ότι η προστασία της κληρονομιάς θα πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής των επιστημόνων. Η αποτελεσματική προστασία της, κατά την άποψή μου, προϋποθέτει μια διεπιστημονική προσέγγιση και προσπάθεια ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των ζητημάτων σε επίπεδο ιστορικό, αρχαιολογικό, διαχείρισης πολιτιστικού περιβάλλοντος, οικονομικό όσο και νομικό. Στόχος της παρούσας εισήγησής μου είναι η σε αδρές γραμμές σκιαγράφηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου και η επισήμανση των δυνατοτήτων του.

2. Το συνταγματικό πλαίσιο της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος

Στο άρθρο 24 του Συντάγματος προβλέπονται τα εξής: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων … 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το περιβάλλον αναγνωρίστηκε ως δικαίωμα του καθενός με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το περιβάλλον αναγνωρίστηκε ως δικαίωμα του καθενός με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 24 του Συντάγματος, όπως αυτή εξειδικεύεται και στη νομολογία, το περιβάλλον είναι ενιαίο και εκφάνσεις του αποτελούν το φυσικό (δηλαδή τα φυσικά στοιχεία, ατμόσφαιρα, ύδατα, έδαφος, χλωρίδα, πανίδα) και το πολιτιστικό περιβάλλον (δηλαδή το σύνολο των δημιουργημάτων του ανθρώπου). Στην ίδια εξάλλου κατεύθυνση κινείται και ο ορισμός του περιβάλλοντος που περιέχεται στον ν. 1650/1986, ο οποίος είναι βασικό νομοθέτημα για την προστασία του περιβάλλοντος και προβλέπει ότι περιβάλλον είναι το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες.

Η προστασία, που το κείμενο του Συντάγματος παρέχει στο πολιτιστικό περιβάλλον, απευθύνεται και στις τρεις εξουσίες, και είναι ιδιαίτερη αυξημένη, καθώς ανάγει την προστασία του: α) σε υποχρέωση του κράτους, β) σε δικαίωμα του καθενός, γ) ενώ προβλέπει και την αρχή της αειφορίας. Έτσι η συνταγματική διάταξη επιτάσσει τόσο τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όσο και τη διοίκηση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Μάλιστα, κατά τη νομολογία, η υποχρέωση της διοίκησης, τόσο για αποχή από τη λήψη μέτρων που βλάπτουν το περιβάλλον, όσο και για τη λήψη θετικών προστατευτικών μέτρων, πηγάζει ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγματος, ακόμη και όταν λείπουν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις.

Περαιτέρω κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να προστατεύει το περιβάλλον και το κράτος δεν είναι έτσι ο μόνος διαχειριστής του. Το δικαίωμα αυτό στρέφεται τόσο έναντι του κράτους όσο και έναντι τρίτων. Όσον αφορά την αρχή της αειφορίας, αυτή εισήχθη στο Σύνταγμα με την αναθεώρηση του 2001 και αν και δεν έχει αποκρυσταλλωμένο περιεχόμενο, φαίνεται να σημαίνει ότι τα στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος θα πρέπει να διατηρούνται, κατά το δυνατόν ακέραια,  στο διηνεκές. Εξάλλου, αυτό αποτυπώνει η νομολογία του ΣτΕ, χωρίς να αναφέρεται ρητά στο περιεχόμενο της αρχής αυτής. Μέτρα της διοίκησης που δεν συνάδουν με την αρχή της αειφορίας, μπορούν να κριθούν αντίθετα στο Σύνταγμα. Περαιτέρω με βάση την ομόλογη αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, πηγάζουσα από τα άρθρα 24 και 106 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να εναρμονίζεται με τις ανάγκες της περιβαλλοντικής προστασίας. Ως τέτοια, θεωρείται η ανάπτυξη εκείνη που δεν εξαντλεί ούτε υποβαθμίζει τους φυσικούς και εν προκειμένω τους αισθητικούς πόρους, δηλαδή τα πολιτιστικά αγαθά, αλλά τα διαφυλάσσει για τις επόμενες γενιές.

3. Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος

Βασικό νομοθέτημα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί ο ν. 3028/2002 («Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς»). Μέχρι τη θέσπιση του παραπάνω νόμου το ζήτημα ρυθμιζόταν από μια σειρά νομοθετημάτων του 1932, που αφορούσαν τις αρχαιότητες και του 1950, που αφορούσαν τα ειδικής κατηγορίας οικοδομήματα και έργα τέχνης, μεταγενέστερα του 1830, τα οποία θεωρήθηκαν ανεπαρκή, ιδίως μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Σημαντικό στοιχείο του νόμου αυτού είναι η ισότιμη αντιμετώπιση των μνημείων, σύμφωνα με την εισηγητική του έκθεση, δηλαδή το γεγονός ότι όλα τα πολιτιστικά αγαθά (αρχαία μνημεία, νεότερα μνημεία, ακίνητα, κινητά) αντιμετωπίζονται ισότιμα, σε αντίθεση με τον αρχαιοκεντρισμό που χαρακτήριζε το προϊσχύσαν νομικό πλαίσιο, το οποίο έβρισκε το δικαιοπολιτικό του έρεισμα στην ανάγκη επανασύνδεσης της νεοελληνικής κοινωνίας με το αρχαίο παρελθόν της ήδη από την εποχή του Όθωνα, η οποία βρήκε πρόσφορο έδαφος εκείνη την εποχή και στο πλαίσιο του νεοκλασικισμού στην τέχνη, ο οποίος μεταλαμπαδεύθηκε στην Ελλάδα με τον νεαρό βασιλιά Όθωνα, από το Μόναχο και αποτέλεσε (η ελληνική εκδοχή του) μία από τις πλέον επιτυχημένες εκδοχές του στον ευρωπαϊκό χώρο. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σύμφωνα με τον ν. 3028/2002 συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) στην αποτροπή της παράνομης ανασκαφής, της κλοπής και της παράνομης εξαγωγής, δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) στη διευκόλυνση της πρόσβασης και της επικοινωνίας του κοινού με αυτήν, στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά.

Η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, πέρα από τον ν. 3028/2002, διαχέεται και σε άλλες επί μέρους διατάξεις ή τμήματα νόμων, όπως για παράδειγμα το άρθρο 6 του ν. 4067/2012 (Νέος Οικοδομικός Κανονισμός) με βάση το οποίο κηρύσσονται ως διατηρητέα μεμονωμένα κτήρια με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους. Παρόμοια προστασία προβλέπεται στο ίδιο νομοθέτημα και για οικισμούς ή τμήμα οικισμών ή πόλεων ή άλλα και άλλα μέρη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Περαιτέρω, νόμος που αποσκοπεί στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι και ο ν. 3658/2008 (Μέτρα για την Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών και άλλες διατάξεις), ο οποίος συστήνει διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού με σκοπό την προστασία των πολιτιστικών αγαθών και την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας.

4. Το διεθνές πλαίσιο προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος

Η προστασία όμως του πολιτιστικού περιβάλλοντος δεν οργανώνεται μόνο σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή μέσω των διατάξεων του Συντάγματος και των σχετικών νόμων αλλά και σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω των διεθνών συμβάσεωντις οποίες έχει κυρώσει η Ελλάδα καθώς και μέσω των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Η πληθώρα των συμβάσεων, οδηγιών και εν γένει διατάξεων μας επιτρέπει να αναφερθούμε στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης ενδεικτικά μόνο σε κάποιες από αυτές.

Η Σύμβαση της Γρανάδας υπεγράφη από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 3 Οκτωβρίου 1985 και αφορά την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης.

Εξαιρετικά συχνά στη νομολογία, για παράδειγμα, εμφανίζεται η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας. Η Σύμβαση της Γρανάδας υπεγράφη από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 3 Οκτωβρίου 1985 και αφορά την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Με τον ν. 2039/1992 «Κύρωση της Σύμβασης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης» κυρώθηκε η σύμβαση και ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας και μάλιστα με υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ, κατά την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος. Περαιτέρω, με τον ν. 1126/1981 κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η υπογραφείσα το 1972 στο Παρίσι διεθνής σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, η οποία επίσης εμφανίζεται στην ελληνική νομολογία. Τέλος, με το ν. 3378/2005 κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, η οποία υπεγράφη στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ελληνική νομολογία αξιοποιεί κατά περίπτωση, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, τις διεθνείς συμβάσεις για να ερμηνεύσει το περιεχόμενο που πρέπει να λάβει η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος.

5. Ο έντονος δικαιοδοτικός έλεγχος από τη νομολογία

Η προστασία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος έχει πρακτικό αντίκρισμα, παρά τις όποιες αδυναμίες της. Το πρακτικό της αντίκρισμα σίγουρα βρίσκει έρεισμα στον έντονο δικαιοδοτικό έλεγχο των δικαστηρίων κατά τον έλεγχο των πράξεων της διοίκησης. Η νομολογία των δικαστηρίων και ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ιδιαίτερα πλούσια στο ζήτημα της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.

5.1 Το έννομο συμφέρον

Βασικό στοιχείο του έντονου δικαιοδοτικού ελέγχου είναι η υιοθέτηση από τη νομολογία της διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντοςστο ζήτημα της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή της ανάγκης να υφίσταται βλάβη ο αιτών τη δικαστική προστασία και της συνεπαγομένης διεύρυνσης της νομιμοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων (π.χ. ΟΤΑ, συλλόγων κ.λπ.) να στραφούν κατά πράξεων που προσβάλλουν το έννομο αγαθό του πολιτιστικού περιβάλλοντος, σε εναρμόνιση με την διάταξη του άρθρου 24 που προβλέπει ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι και δικαίωμα του καθενός. Για παράδειγμα: α) κάτοικοι του Δήμου Γαλατσίου κρίθηκε ότι έχουν έννομο συμφέρον να ζητούν την ακύρωση υπουργικής απόφασης με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου Γαλατσίου και η οποία κατασκευή έβλαπτε τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου («Ομορφοκκλησιά»), σε αντίθεση, κατά τους ισχυρισμούς τους, με το πλαίσιο προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το Σύνταγμα, β) ο Δήμος Σπάτων κρίθηκε ότι έχει έννομο συμφέρον να στρέφεται κατά υπουργικής αποφάσεως που επικυρώνει τη μεταφορά αρχαιολογικών ευρημάτων από τον λόγο Ζαγάνι σε άλλη τοποθεσία, για τις ανάγκες κατασκευής του αεροδρομίου.

Εξάλλου, όπως είναι γνωστό στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής δίκης, από το οποίο μπορούμε κατ΄ αναλογία να αντλήσουμε συμπεράσματα και για το πολιτιστικό περιβάλλον, το ΣτΕ έχει προβεί σε εντυπωσιακή νομολογιακή διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος για την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, δέχεται ότι συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτηση ακύρωσης κατά διοικητικών πράξεων που προσβάλλουν το περιβάλλον, σε έναν ευρύ κύκλο προσώπων, χωρίς όμως να διαμορφώνει, αν και προσεγγίζει, τη λεγόμενη λαϊκή αγωγή (actio popularis), δεχόμενο, αφ΄ ενός μεν ότι στα φυσικά πρόσωπα η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος εξαρτάται από τη σχέση τοπικής εγγύτητας του αιτούντος με την περιοχή της βλάβης, αφ΄ ετέρου δε για τα νομικά πρόσωπα ότι αυτά έχουν έννομο συμφέρον για περιβαλλοντικά θέματα, εφ’ όσον ως σκοπός του καταστατικού τους προβλέπεται η προστασία του περιβάλλοντος και ανεξάρτητα από τη σχέση τοπικής εγγύτητας.

5.2 Η ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος

Η νομολογία δεν αρκείται στη διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος στο ζήτημα της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, αλλά ερμηνεύει κατά τέτοιο τρόπο το Σύνταγμα, ώστε να παρέχει ένα ευρύ, κατά περιεχόμενο, πλαίσιο προστασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γενόμενη στάθμιση καταλήγει ή θα πρέπει να καταλήγει πάντα στην ακύρωση των μέτρων της διοίκησης.

Ειδικότερα σε σχέση με τους περιορισμούς που συνεπάγεται η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην ιδιοκτησία, η νομολογία έχει κρίνει ότι η προστασία της κληρονομιάς αυτής συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των παραπάνω μνημείων και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος και συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας καθώς και της υποχρεώσεως των ιδιοκτητών και νομέων να τα αποκαταστήσουν στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από το χρόνο ή άλλες ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά. Οι περιορισμοί αυτοί, που ρυθμίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος. Όταν οι περιορισμοί αυτοί δεσμεύουν ουσιωδώς την ιδιοκτησία κατά τον προορισμό της, χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δημιουργούν δικαίωμα αποζημιώσεως ευθέως εκ του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, την έκταση του οποίου θα καθορίσει το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, ανεξαρτήτως αν έχει εκδοθεί ο ειδικός νόμος που προβλέπει η διάταξη αυτή.

Περαιτέρω, κατά τη νομολογία από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις συνάγεται ότι ως προς τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν επιτρέπονται επεμβάσεις, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο υποβάθμισή τους και ότι κατ΄ αρχήν επιβάλλεται να διατηρούνται τα στοιχεία αυτά στο διηνεκές, αναλόγως και προς το είδος και τον χαρακτήρα τους, στον τόπο, στον οποίο βρίσκονται. Επομένως κάθε επέμβαση επί και πλησίον μνημείου πρέπει κατ΄ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων ευρημάτων και επί τη βάσει των δεδομένων της αρχαιολογικής επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου. Ο κανόνας όμως αυτός υπάγεται σε εξαιρέσεις, εντός των ορίων της γενικής ρήτρας του δημοσίου συμφέροντος. Όπως η ίδια η νομολογία ερμηνεύει το Σύνταγμα σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλων τεχνικών έργων, τα οποία είναι απαραίτητα για την εθνική άμυνα της χώρας ή έχουν μείζονα σημασία για την εθνική οικονομία και ικανοποιούν ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατόν να επιτρέπονται επεμβάσεις, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους παραπάνω σκοπούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της σοβαρότητας του επιδιωκόμενου σκοπού και της αναγκαιότητας να εκτελεστεί το έργο, εφ΄ όσον διαπιστωθεί, με βάση εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, με την οποία θα ήταν δυνατόν να αποτραπεί η βλάβη του μνημείου. Συναφώς επίσης, έχει κριθεί ότι οι πράξεις των αρμοδίων οργάνων της διοίκησης, με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον μνημείου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες ως προς την κρίση ότι με τα έργα ή τις εργασίες αυτές προστατεύεται, αναδεικνύεται ή, πάντως, δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο, ούτε ο περιβάλλων χώρος του.

Για παράδειγμα, χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου οι επεμβάσεις πλησίον ή επί μνημείων δεν απετράπησαν λόγω ακριβώς της παραπάνω εξαίρεσης είναι:

α) Η περίπτωση της κατασκευής του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου στη θέση «Ομορφοκκλησιά» του Δήμου Γαλατσίου Αττικής, το οποίο συνορεύει με τον περιβάλλοντα χώρο του Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου («Ομορφοκκλησιά») και η οποία κρίθηκε με την απόφαση ΣτΕ 1682/2002. Ο μεσαιωνικός αυτός ναός έχει κηρυχθεί ως προέχον βυζαντινό μνημείο με βασιλικό διάταγμα του 1921. Η 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων εκδήλωσε τη διαφωνία της για τη χωροθέτηση του έργου, σημειώνοντας την αρχαιολογική σημασία του μνημείου, το οποίο είναι κτισμένο τον 12ο αιώνα και φέρει στο εσωτερικό του εξαιρετικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα και ότι με την κατασκευή ογκώδους κτιρίου «σε απόσταση αναπνοής από το μνημείο, η επέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο του μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάναυση». Παρά ταύτα δρομολογήθηκε η κατασκευή του έργου και εκδόθηκε κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου Γαλατσίου. Εν συνεχεία κάτοικοι του Δήμου Γαλατσίου προσέφυγαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επιδιώκοντας την ακύρωση της παραπάνω υπουργική απόφασης. 

Το Δικαστήριο έκρινε στη μείζονα πρόταση του νομικού του συλλογισμού, ότι οι πράξεις των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως, με τις οποίες επιτρέπεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον μνημείου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες ως προς την κρίση ότι με τα έργα ή τις εργασίες αυτές προστατεύεται, αναδεικνύεται ή, πάντως, δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο ούτε ο περιβάλλων χώρος του. Εν τέλει το Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή τους ως αβάσιμη, αφού προηγουμένως στάθμισε την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και το μείζον δημόσιο συμφέρον της κατασκευής αυτού του γυμναστηρίου, δεχόμενο επιπλέον ότι στην προσβαλλομένη πράξη ρητώς μνημονεύεται η ύπαρξη του μνημείου και λαμβάνονται τα προσήκοντα, κατά την αντίληψη της διοικήσεως, μέτρα προστασίας του, εν όψει και των υποδείξεων της αρχαιολογικής υπηρεσίας (φυτεύσεις γύρω από το μνημείο με υψηλό πράσινο, φύτευση όλου του χώρου του Γυμναστηρίου, μετατόπιση της θέσεως της εσωτερικής οδού μακράν του ναού), με σκοπό τη μείωση των επιπτώσεων της επέμβασης στο μνημείο, θεωρώντας έτσι αιτιολογημένη την κρίση της διοίκησης.

β) Ούτε στην περίπτωση του λόφου Ζαγάνι απετράπη η επέμβαση επί μνημείου. Ο λόφος αυτός βρίσκονταν στον χώρο του σημερινού αεροδρομίου των Σπάτων και είχε αρχαιολογικά ευρήματα, δηλαδή «λείψανα ελληνιστικής οχύρωσης» και «οχυρωμένο οικισμό νεολιθικής/πρωτοελλαδικής εποχής», μεγάλο μέρος όμως του οποίου λόγω της μικρής επιχώσεως και της συνεχούς χρήσεως ως βοσκοτόπου είχε ήδη καταστραφεί. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο βρέθηκε ενώπιον του ζητήματος που δημιουργήθηκε για την «ταπείνωση» (δηλαδή την αποκοπή του υψηλότερου μέρους) του λόφου Ζαγάνι, δοθέντος ότι πάνω από αυτόν διέρχεται ένας από τους δύο προβλεπόμενους αεροδιαδρόμους (εναέρια πορεία προσγείωσης και απογείωσης των αεροσκαφών) του υπό κατασκευή τότε Διεθνούς Αεροδρομίου των Σπάτων, και εν τέλει γνωμοδότησε υπέρ της κατ΄ ανάγκην ταπείνωσης του λόφου Ζάγανι υπό τον όρο της μεταφοράς των ευρημάτων σε άλλη τοποθεσία.  Οι πιο πάνω όροι για την ασφαλή μεταφορά των ευρημάτων, τους οποίους έθεσε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, απετέλεσαν περιεχόμενο υπουργικής απόφασης, κατά της οποίας προσέφυγε στο ΣτΕ ο Δήμος Σπάτων. Το ΣτΕ έκρινε ότι  η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση με το ανωτέρω περιεχόμενο ήταν νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δοθέντος ότι ύστερα από αιτιολογημένη στάθμιση, αφ’ ενός της ανάγκης εκτέλεσης έργου μείζονος σημασίας για την Εθνική Οικονομία (του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου στα Σπάτα) και αφ΄ ετέρου της ανάγκης διατήρησης στον τόπο που ανευρέθησαν των πιο πάνω ευρημάτων, έκρινε ότι πρέπει να συνδυασθεί η εξυπηρέτηση αμφότερων των ως άνω συνταγματικώς προστατευτέων αξιών, με το να καταστεί δυνατή η κατασκευή του διεθνούς αεροδρομίου και να ληφθούν αφ’ ετέρου όλα τα αναγκαία και κατά την κρίση της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας μέτρα πρώτον για την ολοκλήρωση της αρχαιολογικής έρευνας και στη συνέχεια για την προσήκουσα μεταφορά σε κατάλληλο χώρο, ύστερα από την ενέργεια αεροφωτογράφισης και κατασκευή προπλάσματος ολόκληρου του λόφου με τα αποκαλυφθέντα ευρήματα.

Χαρακτηριστικές όμως περιπτώσεις όπου οι επεμβάσεις πλησίον ή επί μνημείων απετράπησαν είναι οι εξής:

α) Με την υπ’ αριθ. 2073/1997 απόφαση του ΣτΕακυρώθηκε απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού με την οποία είχε εγκριθεί  η υποβληθείσα τεχνική μελέτη για την κατασκευή και λειτουργία του φρέατος εξαερισμού του Μετρό στην πλατεία Μητροπόλεως Αθηνών. Ο ναός είχε κηρυχθεί ως ιστορικό και καλλιτεχνικό οικοδόμημα που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας και είναι ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως των Αθηνών. Κατά της υπουργικής απόφασης προσέφυγε στο ΣτΕ ο Ιερός Ναός. Το Δικαστήριο δεχόμενο ότι η τυχόν χορηγουμένη σχετική άδεια πρέπει, από τη φύση της, να είναι νομίμως αιτιολογημένη ως προς την επιβαλλόμενη και από το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος υποχρέωση αποτελεσματικής εις το διηνεκές προστασίας των πολιτιστικών μνημείων ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη με το σκεπτικό ότι η πρόδηλος και σπουδαία θρησκευτική σημασία του ως άνω ναού και του χώρου και ο οφειλόμενος προς αυτόν σεβασμός, σε συνδυασμό με την ανάγκη περισυλλογής των προσερχομένων πιστών, καθιστούν ανάρμοστη προς τον ιερό χαρακτήρα του ναού και του χώρου την κατασκευή και λειτουργία συστήματος παραγωγής αποβλήτων αερίων, όπως ήταν το ένδικο σύστημα εξαερισμού του με τις συναφείς οχληρές εκπομπές και επενέργειες. Εξ άλλου, συνέχισε, η κατά τα ανωτέρω κήρυξη του κτίσματος του ναού και του περιβάλλοντος αυτό χώρου ως προστατευομένων συναρτάται με την επίσης προστατευτέα αισθητική αξία του συμπλέγματος αυτού ως ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου, η αξία δε αυτή, που απετέλεσε και τον λόγο της κηρύξεως, προδήλως θα βλάπτονταν από τις ένδικες υπέργειες κατασκευές, οι οποίες είχαν σημαντικό σχετικά μέγεθος και ήταν ανάρμοστες και άσχετες προς το προστατευόμενο αισθητικό σύνολο.

β) Ιδιαίτερα σημαντική τόσο για τις νομικές της κρίσεις όσο και τα πραγματικά ζητήματα που αντιμετώπισε, αλλά και υπόθεση που έχει λάβει τεράστια δημοσιότητα, είναι η υπόθεση της εκτροπής του Αχελώου. Πρόσφατα εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 26/2014 απόφαση του ΣτΕ, η οποία: i) διακόπτει τη συνέχιση της εκτελέσεως του συνόλου του έργου της εκτροπής του Αχελώου ποταμού, ii) κλείνει έναν δικαστικό κύκλο αγώνων είκοσι τριών ετών που άνοιξε το 1991, στο πλαίσιο του οποίου εκδόθηκαν μια σειρά αποφάσεων του ΣτΕ και απόφαση του ΔΕΕ (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), iii) φαίνεται να κλείνει οριστικά το έργο της εκτροπής του Αχελώου. Στο πλαίσιο της παραπάνω υπόθεσης προσέφυγαν στο ΣτΕ με αίτηση ακυρώσεως σειρά οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας, φορείς (π.χ. Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο), η Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αιτωλοακαρνανίας, σύλλογοι και σωματεία και αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες που έχουν ως σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος.

Σε σχέση με τα μνημεία και το πολιτιστικό περιβάλλον θα πρέπει να επισημανθεί ότι με την 3478/2000 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ ακυρώθηκε η κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του 1995, για τον λόγο ότι δεν είχε αξιολογηθεί το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, ούτε τα υπόλοιπα πολιτιστικά στοιχεία που βρίσκονται στην ίδια περιοχή Συκιάς σε σχέση με τους ορισμούς της Διεθνούς Σύμβασης της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης για να κριθεί, αν αποτελούν μνημειακές κατασκευές ιδιαιτέρως σημαντικές, κατά την έννοια της Σύμβασης αυτής και κατ΄ επέκταση, αν υπάγονται στο αυστηρό προστατευτικό καθεστώς που θεσπίζεται με αυτή. Ήδη με τη ΣτΕ 26/2014 κρίθηκε εκ νέου πλημμελής η αιτιολογία της συμπληρωματικής μελέτης του 2002 ως προς την αξιολόγηση των θιγομένων μνημείων (μοναστήρι, εκκλησίες, τοξωτά και πέτρινα γεφύρια, νερόμυλοι, λίθινες γέφυρες, λείψανα ελληνιστικής εποχής) με βάση τα κριτήρια που επιβάλλονται για την κατά το άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος και τη Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως ως βάσιμος.

Περαιτέρω και σε σχέση με την επιβάρυνση του περιβάλλοντος το Δικαστήριο έκρινε ότι σε κάθε περίπτωση, η απουσία πλήρους γνώσης όλων των επιπτώσεων του επίδικου σχεδίου καθιστά αδύνατη τη στάθμιση της βλάβης των προστατευομένων ειδών και τόπων και των επιτακτικών λόγων σημαντικού δημοσίου συμφέροντος (κυρίως παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, άρδευση και δευτερευόντως ύδρευση) καθώς και τη διαπίστωση της υπάρξεως λιγότερο επιβλαβών εναλλακτικών λύσεων.

Παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή, μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την παραπάνω συνταγματική αρχή.

Επίσης το ΣτΕ έκρινε ότι η ευθεία αξιολόγηση από μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζόμενη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ΄ ακολουθίαν, παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή, μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την παραπάνω συνταγματική αρχή.

Εν τέλει, το ΣτΕ έκρινε, με βάση τις κρίσεις που περιέχονται στην προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ που απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία είχε θέσει το Δικαστήριο και στα οποία δεν περιλαμβάνεται ερώτημα αναφερόμενο στη συμβατότητα του έργου με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, ότι με το επίδικο έργο παραβιάζονται βασικοί κανόνες της εθνικής και ενωσιακής περιβαλλοντικής νομοθεσίας που αποτελούν παραμέτρους της αρχής αυτής και, συγκεκριμένα κανόνες, με τους οποίους, στο πλαίσιο της εν λόγω αρχής επιδιώκεται η προστασία και ορθολογική αξιοποίηση των υδάτων ως φυσικών πόρων, η προστασία των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας ως στοιχείων του οικοσυστήματος, η εξασφάλιση της πληρέστερης δυνατής αξιολόγησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον από την εκτέλεση έργων και δραστηριοτήτων και η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Τέλος, έκρινε ότι το επίδικο έργο, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, αλλά και τους κανόνες της κοινής πείρας συναγόμενους με βάση τα στοιχεία αυτά, συνεπάγεται εκτεταμένη περιβαλλοντική βλάβη σε περιοχή που περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000, δηλαδή σε ευαίσθητη από περιβαλλοντική άποψη περιοχή, υπαγόμενη σε νομικό καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας. Η επιβαλλόμενη δε από την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αποτροπή ή μετριασμός και επανόρθωση της βλάβης αυτής, προϋποθέτει την τήρηση των κανόνων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, πολλοί από τους οποίους έχουν παραβιαστεί στην προκειμένη περίπτωση. Με τα δεδομένα αυτά, το έργο εκτροπής ποσότητας 600 εκατομμυρίων κ.μ. ύδατος ετησίως των υδάτων του Αχελώου, όπως έχει σχεδιαστεί και εγκριθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίθηκε ότι αντίκειται προδήλως στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.

6. Επίλογος και μια πρόταση διεύρυνσης  της προστασίας των μνημείων

Συμπερασματικά, θα μπορούσαν να επισημανθούν τα εξής: Το πολιτιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η πολιτιστική κληρονομιά τυγχάνει πλέον σήμερα συστηματικής νομοθετικής αντιμετώπισης τόσο σε επίπεδο εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων και συνταγματικών διατάξεων, όσο και σε επίπεδο διεθνών και ευρωπαϊκών ρυθμίσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο δημόσιος διάλογος πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν θα αναδείξει νέα ζητήματα και πτυχές που χρήζουν ειδικότερης ή το πρώτον ρύθμισης. Περαιτέρω, η ελληνική νομολογία ευαισθητοποιημένη στο ζήτημα αυτό, ερμηνεύει και εφαρμόζει τις κείμενες διατάξεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διευρύνει το έννομο συμφέρον, να παρέχει υψηλό επίπεδο προστασίας στο πολιτιστικό περιβάλλον, να πραγματοποιεί τις αναγκαίες σταθμίσεις, πραγματοποιώντας συνεπώς ένα έντονο δικαιοδοτικό έλεγχο στις πράξεις της διοίκησης, χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αδυναμίες ή νέα νομικά ζητήματα που θα βοηθήσουν στην εμβάθυνση της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός νομικού ζητήματος που χρήζει πληρέστερης επεξεργασίας, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε νομολογιακό επίπεδο είναι το ζήτημα της συντήρησης των μνημείων που κινδυνεύουν με κατάρρευση και των διαθεσίμων δικαστικών μέσων προστασίας τους. Η πρόσφατη κατάρρευση του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας, φέρνει στο προσκήνιο το μείζονος αυτό σημασίας ζήτημα. Το νομικό πλαίσιο που επιτρέπει και επιβάλλει στη διοίκηση τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη συντήρηση υπάρχει και τίθεται με τις διατάξεις των άρθρων 3, 10, 11, 40, 41 επ. του ν. 3028/2002και αφορά τα μνημεία τα μεταγενέστερα του 1453, καθώς τα παλαιότερα είναι συχνά ερείπια και συνεπάγονται διαφορετικές επιστημονικές μεθόδους και αρχές επέμβασης. Από τη νομολογία προκύπτει ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η διοίκηση πράγματι λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη συντήρηση των μνημείων και μάλιστα η νομολογία απορρίπτει τις αιτήσεις ακύρωσης και αναστολής των τυχόν ιδιωτών ακινήτων των μνημείων αυτών. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις όπου η διοίκηση αδρανεί και δεν λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα συντήρησης; Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς ότι πρωταρχικό μέλημα είναι η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής διοίκησης, η οποία θα επεμβαίνει, όταν αυτό απαιτείται έγκαιρα και αποτελεσματικά, είναι χρήσιμη στο σημείο αυτό, όταν δηλαδή αδρανεί η διοίκηση, η παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών και των λοιπών νομικών προσώπων (π.χ. ΟΤΑ, σύλλογοι κ.λπ.), οι οποίοι αφ΄ ενός μεν μπορούν να αναδεικνύουν τα προβλήματα στους αρμόδιους για τη συντήρηση φορείς, αφ΄ ετέρου δε, με την κατάλληλη ερμηνεία των διατάξεων από τη νομολογία, θα είναι σε θέση να επιδιώκουν τη δικαστική ακύρωση της παράλειψης των αρμοδίων αρχών.

Ειδικότερα, η νομολογία θα πρέπει να συμβάλλει, ώστε να ερμηνευθούν παγίως (δεδομένου ότι το ζήτημα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί στη δημοσιευμένη μέχρι σήμερα νομολογία) κατά τέτοιο τρόπο οι κείμενες διατάξεις, ώστε να θεωρείται ότι οι πολίτες και τα νομικά πρόσωπα, εντός των διαγραφομένων ορίων του εννόμου συμφέροντος για την άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά ρητής διοικητικής πράξης (όπως π.χ. είναι μια υπουργική απόφαση που επιτρέπει επέμβαση επί ή πλησίον μνημείου) έχουν έννομο συμφέρον και για την περίπτωση κατά την οποία επιδιώκουν, είτε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων την ακύρωση της παράλειψης των αρμοδίων οργάνων για συντήρηση των μνημείων, κατ΄ αναλογία της σχετικής διεύρυνσης της έννοιας της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, στην οποία προέβη το ΣτΕ για την προστασία του περιβάλλοντος, είτε επιδιώκουν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίωντην άρση της προσβολής της προσωπικότητάς τους, η οποία λαμβάνει χώρα με την προσβολή του δικαιώματός τους στην απόλαυση των πολιτιστικών αγαθών, κατά περίπτωση και ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, στο πλαίσιο ενός είδους τριτενέργειας του δικαιώματος στο πολιτιστικό περιβάλλον έναντι των ιδιωτών, οι οποίοι με τις πράξεις του προσβάλλουν την απόλαυση του αγαθού αυτού.

Τέλος, από όλα τα παραπάνω, προκύπτει εναργές το συμπέρασμα, ότι η προστασία της κληρονομιάς θα πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής των επιστημόνων και ότι η αποτελεσματική προστασία της προϋποθέτει μια διεπιστημονική προσέγγιση και προσπάθεια ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των ζητημάτων σε επίπεδο ιστορικό, αρχαιολογικό, διαχείρισης πολιτιστικού περιβάλλοντος, οικονομικό όσο και νομικό».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -