Τι κομίζουν οι παρεμβάσεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και πόσο επηρεάζουν τη φυσιογνωμία του ποινικοδικονομικού μας συστήματος; Είναι άραγε τόσο κρίσιμες και αναγκαίες οι προτεινόμενες αλλαγές, λίγα χρόνια μετά τις τροποποιήσεις που έλαβαν χώρα το 2019; Πώς αξιολογούν τις προτεινόμενες παρεμβάσεις έγκριτοι καθηγητές και δικηγόροι που υπηρετούν για μια ολόκληρη ζωή το ποινικό δίκαιο σε θεωρία και πράξη; Και τελικώς τι βαραίνει περισσότερο στο ζύγι του απολογισμού, «η αναμόρφωση ή η παραμόρφωση»;
Τα παραπάνω ερωτήματα τέθηκαν με έμφαση στο τραπέζι της χθεσινής δημόσιας συζήτησης στην εκδήλωση που διοργάνωσαν η Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου και η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Εισηγητές της εκδήλωσης ήταν ο κ. Ιωάννης Γιαννίδης, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου και Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ, ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ, ο κ. Θεοχάρης Δαλακούρας, Καθηγητής ΔΠΘ, ο κ. Αριστομένης Τζαννετής, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ, ο κ. Αλέξανδρος Δημάκης, Επίκουρος Καθηγητής ΕΚΠΑ, η κα Τόνια Τζαννετάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια ΕΚΠΑ, ενώ τον συντονισμό της εκδήλωσης ανέλαβε η κα Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ομότιμη Καθηγήτρια ΑΠΘ.
Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι
Η κα Καϊάφα-Γκμπάντι σημείωσε εξαρχής ότι οι παρεμβάσεις που θα πραγματοποιηθούν αποσκοπούν να παρέμβουν με γόνιμο τρόπο στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο αναφορικά με την για πολλοστή φορά τροποποίηση των βασικών νομοθετημάτων της χώρας που ρυθμίζουν την ποινική καταστολή. Μάλιστα, σημείωσε ότι οι εισηγήσεις στοχεύουν στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει η θεσμικά επιβεβλημένη καλή νομοθέτηση, η οποία άλλωστε συνιστά και κομβική έκφραση της άσκησης της νομοθετικής εξουσίας σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Στο ίδιο μήκος κύματος ανέδειξε ότι οι αρχές της καλής νομοθέτησης δεν συμβαδίζουν με το κοινό περί δικαίου αίσθημα που δήθεν ικανοποιείται από τις επιχειρούμενες αλλαγές, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή την αξία των επικείμενων τοποθετήσεων για την διεξαγωγή του διαλόγου κατά τρόπο ψύχραιμο και νηφάλιο. Η ίδια μάλιστα -λίγο προτού δώσει τον λόγο στον κ. Γιαννίδη- διερωτήθηκε το εξής: «Όταν οι δικαιοπολιτικές επιλογές αποβλέπουν στην πάταξη του εγκλήματος μέσω της συστημικής αυστηροποίησης των ποινών, μήπως τίθενται ζητήματα με την αρχή της αναλογικότητας; Μήπως οι ίδιες επιλογές παραβλέπουν ότι ουδέποτε ιστορικά περιορίστηκε η εγκληματικότητα με επιλογές αυστηροποίησης;».
Ιωάννης Γιαννίδης
«Το νομοσχέδιο επιδιώκοντας την εκρίζωση της μεσαίας εγκληματικότητας υιοθετεί το ιδεώδες νόμος και τάξη»
Ο κ. Γιαννίδης, αφού ξεκαθάρισε ότι στόχος της εκδήλωσης είναι η υπεράσπιση του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, εξέφρασε τις ανησυχίες του για το βαθύτατα, όπως το χαρακτήρισε, προβληματικό νομοσχέδιο, όχι μόνο λόγω των νομικών αλλά και εξαιτίας των εγκληματοπολιτικών του χαρακτηριστικών. Ο ίδιος εντοπίζει στους κώδικες έναν πρωτόγονο πολιτικό βολονταρισμό, δηλαδή την εμφάνιση μιας συνθήκης όπου τα πρωτεία έχει η βούληση και όχι ο νους. Σε πιο προσωπική αναφορά επεσήμανε μάλιστα ότι ο διαπρεπής νομικός και Ομότιμος Καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Λάμπρος Μαργαρίτης, θα ντρεπόταν να προσυπογράψει ένα τέτοιο νομοθέτημα.
Εν συνεχεία, αναφερόμενος στις συνθήκες μυστικότητας επεξεργασίας του νομοσχεδίου, υπογράμμισε ότι το σύνολο των σχεδίων των ποινικών κωδίκων της χώρας έχουν συνταχθεί από εγνωσμένου κύρους νομικούς, όπως ήταν ο Ν. Ανδρουλάκης και ο Ι. Μανωλεδάκης, καθώς και άλλους άρτια καταρτισμένους δικηγόρους, δικαστές και θεωρητικούς του ποινικού δικαίου – όλοι τους εξαιρετικά γνωστοί και επιδραστικοί στη δημόσια σφαίρα. Προφανώς, όπως σημείωσε, κάποιοι συνέταξαν και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το γεγονός όμως ότι οι συντάκτες του δεν είναι γνωστοί, εγείρει σημαντικά ζητήματα διαφάνειας. Τόνισε, δε, ότι «οφείλουμε ηθικώς καταρχήν να ξεκινάμε από την υπόθεση ότι οι συντάκτες είναι καλοπροαίρετοι, ωστόσο ο δρόμος για την απώλεια είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».
Ακολούθως, δεν δίστασε να επισημάνει ότι στο πλαίσιο του υπό διαβούλευση κώδικα ποινικής δικονομίας η εκτεταμένη εισαγωγή της μονοπρόσωπης σύνθεσης των δικαστηρίων συνιστά ευρωπαϊκή πρωτοτυπία που είναι έκθετη σε έντονη κριτική. Εξ άλλου, με το να διαδηλώνει κανείς την πίστη του στις ικανότητες του Έλληνα δικαστή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πρωτοτυπία αυτή. Υπ’ αυτή την έννοια, «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα».
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννίδη, οι επιχειρούμενες τροποποιήσεις μας φέρνουν ένα βήμα εγγύτερα προς την αποπροφορικοποίηση και εγκατάλειψη της αμεσότητας της ποινικής δίκης, δύο κορυφαίες αρχές, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση κατά τον καθηγητή εκείνη του άρθρου 63 του ΚΠΔ, όπου εισάγεται ως κανόνας -και όχι ως εξαίρεση- η μη εμφάνιση των μαρτύρων αστυνομικών στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα, κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, να καταστρατηγούνται βασικές αρχές της κατ’ αντιδικία ποινικής δίκης. Παράλληλα, κατά τον ίδιο, οι παρεμβάσεις χαρακτηρίζονται από ασύμμετρη παραβατικότητα τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και εσωτερικά, επιβαρύνουν ασύμμετρα την μικρή και βαριά εγκληματικότητα και δεν θίγουν την μεσαία εγκληματικότητα. «Γιατί άραγε αυτή η έλλειψη αναλογικότητας», διερωτήθηκε, για να απαντήσει ότι έγνοια του νομοθέτη είναι ο εγκλεισμός στις φυλακές.
Καταλήγοντας, οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις συνθέτουν για τον ίδιο «το θλιβερό πρόσωπο του ποινικού λαϊκισμού», καθότι το όραμα του σχεδίου είναι αντιμεταρρυθμιστικό, προσανατολισμένο σε εγκληματολογικές αντιλήψεις παρωχημένων εποχών αλλά και στην λογική ότι η απλοποίηση είναι σε θέση να λύσει όλα μας τα προβλήματα.
Ηλίας Αναγνωστόπουλος
«Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο προβληματικών διατάξεων, τόσο νομοτεχνικά όσο και κατά περιεχόμενο. Είναι ανησυχητικά οπισθοδρομικό»
Την σκυτάλη έλαβε ο κ. Αναγνωστόπουλος ο οποίος εξέφρασε την δυσαρέσκειά του για τη χρήση της λέξης «παρεμβάσεις» στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο και όχι για «τροποποιήσεις», κάτι που κατά τον ίδιο επιβεβαιώνει την διάθεση «ν’ αλλάξουν όλα».
Ομοίως σε πιο προσωπικό τόνο, εξομολογήθηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια συγκρατεί την προθυμία όλων των μελών των εκάστοτε νομοπαρασκευαστικών επιτροπών να εισφέρουν στο καλώς νομοθετείν, κάτι που μάλλον στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέβη. Κατά τον ίδιο οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν έχουν συστηματική εποπτεία των κωδίκων, ενώ τα δείγματα ποιότητας του νομοθετείν είναι δυσάρεστα, λόγω των αντιφάσεων που σε πολλές διατάξεις παρατηρούνται.
Παράλληλα, κάνοντας μια αναφορά στο άρθρο 84 ΠΚ για τις ελαφρυντικές περιστάσεις, σημείωσε ότι επιχειρείται η κατάργηση του πρότερου σύννομου βίου και η επαναφορά του πρότερου έντιμου βίου, κάτι που αφενός δεν έχει έρεισμα, ιδίως τώρα που ο σύννομος βίος έχει αποκρυσταλλωθεί σε νομολογιακό επίπεδο, αφετέρου δε είναι μια «ένδειξη περιφρόνησης προς την επιστήμη και την νομολογία».
Ακολούθως, τόνισε ότι το 2019 ο νομοθέτης έκανε κάποιες βασικές επιλογές, οι οποίες είναι αναγκαίο, προτού τροποποιηθούν, να δοκιμαστούν σε θεωρία και πράξη και μόνο εφόσον εντοπιστούν μελανά σημεία πρέπει να τεθούν προς αναθεώρηση. Εν προκειμένω, 4 μόλις χρόνια μετά την ψήφιση των προηγούμενων κωδίκων οι διατάξεις δεν έχουν δοκιμαστεί στον βαθμό που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να παράγεται μια εκπληκτική ανασφάλεια δικαίου. Η βιασύνη, όπως επεσήμανε, τροποποίησης των διατάξεων χωρίς οι προηγούμενες να έχουν εφαρμοστεί επαρκώς, σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα διαχρονικού δικαίου, αποτελούν σαφείς ενδείξεις κακής νομοθέτησης.
Ο κ. Αναγνωστόπουλος έκλεισε την δική του εισήγηση με το σχόλιο ότι το νομοσχέδιο ανατρέπει το σύστημα των κωδίκων έτσι όπως μέχρι και σήμερα το γνωρίζουμε, δημιουργεί ένα συνονθύλευμα που θα γεννήσει ανασφάλεια δικαίου, ενώ οι κατηγορούμενοι θα κρίνονται με πάρα πολλά και ετερόκλητα καθεστώτα ανάλογα με το πότε έχουν τελέσει την πράξη τους.
Αλέξανδρος Δημάκης
«Το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο εργαλειοποιείται για δικονομικούς σκοπούς»
Ο κ. Δημάκης ξεκίνησε την εισήγησή του τονίζοντας ότι ο νομοθέτης προτείνει μια αλλαγή στην απόπειρα, με τρόπο ώστε να μπορεί πλέον στην ίδια να επιβληθεί και πλήρης ποινή και όχι η ελαττωμένη ποινή της απόπειρας. Η σύλληψη εδώ του νομοθέτη είναι ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η απαξία της απόπειρας φέρει την ίδια απαξία με το τετελεσμένο έγκλημα. Παρόλα αυτά, όπως με έμφαση σημείωσε, πρόκειται για μια εξαιρετικά εσφαλμένη προσέγγιση καθότι με καμία θεωρία για την απόπειρα (πέραν της υποκειμενικής), δεν μπορεί να εξισωθεί η απαξία της απόπειρας με αυτή του τετελεσμένου εγκλήματος. Πρόκειται για μια διάταξη άκρως αντισυνταγματική η οποία αντιφάσκει στην αρχή της αναλογικότητας, αντιβαίνει στην αρχή της ενοχής και θέτει εκποδών το Σύνταγμα διότι δεν τιμωρείται κάτι που έγινε αλλά κάτι το οποίο πάει να γίνει.
Εν συνεχεία, ο ίδιος επέμεινε στην περίπτωση της δήμευσης της περιουσίας σε σχέση με το έγκλημα του εμπρησμού των δασών, η οποία σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση είναι αποζημιωτικού χαρακτήρα. Στην κατεύθυνση αυτή, τόνισε ότι εφόσον πρόκειται για αποζημιωτικού χαρακτήρα δήμευση είναι προφανές ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, και αυτό διότι δεν είναι στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να επιδικάζουν αποζημιώσεις. Στο σημείο αυτό μάλιστα ο κ. Δημάκης κατέθεσε την ανησυχία του για την δήμευση της περιουσίας η οποία αν σήμερα εντοπίζεται στον εμπρησμό των δασών είναι λίαν πιθανό να επεκταθεί και σε άλλα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Τέλος, ο ίδιος πραγματοποιώντας μια ιστορική αναφορά, υπογράμμισε ότι γενική δήμευση είχαμε στην χώρα μας σε περιόδους πολιτειακής ανωμαλίας, θυμίζοντας λχ. ότι αυτή επιβλήθηκε μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 στους στασιαστές.
Τόνια Τζαννετάκη
«Υπάρχει ευρύτατη επιστημονική συναίνεση σήμερα ότι η επίταση της βαρύτητας της ποινής δεν ενισχύει την αποτρεπτική της λειτουργία»
Η σειρά των εισηγήσεων συνεχίστηκε με την κα Τζανετάκη η οποία τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι κοινός άξονας των τελευταίων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών ήταν η μετριοπάθεια στις ποινές. Σημείωσε μάλιστα ότι η πρώτη και πρωτοπόρα επιτροπή ήταν εκείνη του Ν. Ανδρουλάκη στο πλαίσιο της οποίας προτάθηκε η μείωση του ανώτατου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης στα 15 έτη, η μείωση του εύρους πρόβλεψης των ισοβίων, η διαζευκτική πρόβλεψη ισοβίων και πρόσκαιρης κάθειρξης, η κατάργηση της μετατροπής, η αναλογική χρηματική ποινή αλλά και η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα έκτισης βραχυχρόνιων πλημμεληματικών ποινών ή και της ποινής στο σύνολό τους. Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια, όλες οι επιτροπές είχαν κοινή προσέγγιση ώστε να μην μπορούμε δικαιολογημένα να ισχυριστούμε ότι το σύστημα ποινών που επήλθε με τους κώδικες του 2019 εκφράζει ένα διαφορετικό από αυτές πνεύμα.
Τέλος, έθεσε με θέρμη το ζήτημα ότι είναι καιρός να αποφασίσουμε τι ακριβώς επιζητούμε από την ποινή. Μια μελέτη των ποινών σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους αποκαλύπτει δύο προσεγγίσεις, όπου από την μια πλευρά έχουμε το πρότυπο της Αμερικής, σύμφωνα με το οποίο η ποινή νοείται ως διάρρηξη σχέσεων με τον παραβάτη η οποία τον αποκλείει από την κοινότητα, ενώ από την άλλη έχουμε το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία λειτουργούν στην λογική ότι παρά την διάπραξη ενός εγκλήματος η διάρρηξη των σχέσεων με τον παραβάτη δεν συνιστά επιλογή, δεδομένου ότι αυτός αποτελεί μέλος της κοινότητας και η κοινή μας ζωή θα πρέπει να συνεχιστεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία κατά την κα Τζαννετάκη ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές εμπνέονται από το μοντέλο των ΗΠΑ – ένα μοντέλο που μας απομακρύνει από την ευρωπαϊκή συμπεριληπτική προσέγγιση.
Θεοχάρης Δαλακούρας
«Επιτάχυνση με εγγυήσεις»
Ο κ. Δαλακούρας στην δική του εισήγηση επέμεινε στην θέση ότι η επιτάχυνση της ποινικής δίκης είναι κρίσιμο να εναρμονίζεται με συγκεκριμένες αρχές, όπως είναι η αρχή της δικαιότητας, η αρχή της δικαιοκρατικότητας και η αρχή της ουσιαστικής αναζήτησης της αλήθειας. Η υπέρβαση των ορίων που θέτουν οι παραπάνω τρεις αρχές, καθιστά έωλη την οποιαδήποτε διαδικασία επιτάχυνσης της ποινικής δίκης.
Με άξονα την παραπάνω σκέψη σημείωσε ότι όταν με την επίκληση της επιτάχυνσης αναιρούνται τα όρια που οι παραπάνω αρχές θέτουν, δεν νοείται να πορευόμαστε με την σκέψη ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Έτσι, λοιπόν, οι αυξανόμενες περικοπές των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, η συρρίκνωση των ενδίκων μέσων, ο περιορισμός της λειτουργικής αρμοδιότητας των συμβουλίων, η κατάργηση διατάξεων σχετικών με ελεγκτικούς μηχανισμούς αλλά και η διεύρυνση της ύλης των δικαστηρίων μονομελούς σύνθεσης δυναμιτίζουν τον δικαιοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του ΚΠΔ καθώς την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του μηχανισμού της απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Αριστομένης Τζαννετής
«Ο φαύλος κύκλος των χαμένων νομοθετών»
Ο κ. Τζαννετής αφού με χιουμοριστική διάθεση έθεσε το ερώτημα εάν το κοινό αντέχει περαιτέρω κριτική σε βάρος του νομοσχεδίου κατέθεσε την αντίφαση στην οποία αυτό έχει περιέλθει. Πιο συγκεκριμένα, σημείωσε ότι, το ζεύγος της ενίσχυσης της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας με την αυστηροποίηση των ποινών αφενός και της ουσιαστικότερης, αμεσότερης και αποτελεσματικότερης διεξαγωγής της ποινικής δίκης αφετέρου είναι παράταιρο και δεν έχει θέση σε σύγχρονα κράτη δικαίου, καθότι όταν αυστηροποιείται το ποινικό πλαίσιο είθισται να αυξάνονται και οι δικονομικές εγγυήσεις.
Σε δεύτερο χρόνο σημείωσε μεταξύ άλλων ότι ο νομοθέτης καταφεύγει εν πολλοίς σε αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος, όπως είναι για παράδειγμα ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών, η δυνατότητα άρσης της αναστολής του 497 ΚΠΔ σε περίπτωση τέλεσης νέων εγκλημάτων στο χρόνο της αναστολής καθώς και η αναβάθμιση της απευθείας παραπομπής των κακουργημάτων στο ακροατήριο, παραβλέποντας την πολύτιμη ενδιάμεση διαδικασία του συμβουλίου, η οποία σύμφωνα με στοιχεία συνεπάγεται την μη παραπομπή του 1/3 των υποθέσεων στα ακροατήρια, γεγονός που αποδεικνύει ότι με αυτό το ενδιάμεσο φίλτρο υπηρετείται το αίτημα της επίσπευσης των διαδικασιών της ποινικής δικαιοσύνης.
Τέλος, κατά τον ίδιο, ο Έλληνας νομοθέτης σύρεται πίσω από την επικαιρότητα και την επικοινωνιακή σκοπιμότητα, προσπαθεί να γιγαντώσει στις συνειδήσεις των πολιτών το αίσθημα ατιμωρησίας και υπόσχεται λύσεις στην τιθάσευση της μικροεγκληματικότητας, οι οποίες ωστόσο πολύ σύντομα θα πέσουν στο κενό.