Το ημερολόγιο δείχνει 16 Οκτωβρίου 1975. Δυο χρόνια μετά τα τραυματικά γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου, η Δικαιοσύνη καλείται να αποδώσει ευθύνες στους υπαίτιους, να δικαιώσει τους νεκρούς, να αμβλύνει την οργή για το τυραννικό καθεστώς. Το κατηγορητήριο, βαρύ. Τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί αφορούν τόσο τις ημέρες εξέγερσης του Πολυτεχνείου αλλά και το αμέσως επόμενο διάστημα, οπότε και είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου είναι ο εφέτης Ιωάννης Κουσουλός, μέλη οι εφέτες Κωνσταντίνος Καινούργιος, Παναγιώτης Καλκαβούρας, Γεώργιος Μαρκουλάκης, και Α. Σακελλαριάδης. Εισαγγελέας της έδρας, ο Νικόλαος Γανώσης. Το δικαστήριο συνεδριάζει σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στις φυλακές Κορυδαλλού και θα συνεδριάζει κάθε εργάσιμη ημέρα μέχρι τα τέλη του 1973. Στο εδώλιο κάθονται 32 κατηγορούμενοι.
«Ο Παπαδόπουλος και ο Ιωαννίδης που είχαν το κουράγιο τους, κάθισαν στην προτελευταία σειρά των εδωλίων, χαμένοι μέσα στους 32 κατηγορούμενους, από τους οποίους απουσίαζαν δύο, ο τέως εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Π. Θεράπος που δήλωσε ασθένεια, και ο φονιάς Τσιαπάρας που φυγοδικούσε», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του ένας από τους δικαστές, ο Γιώργος Μαρκουλάκης.
Η δίκη – με τεράστια δημοσιότητα – θα αποδειχθεί οδυνηρή. Καταθέτουν άλλωστε συγγενείς των νεκρών, πρόσωπα που έχουν ταλανιστεί από τη Χούντα.
«Ασέβεια στο πένθος, απουσία αισθήματος ενοχής, ίχνος μεταμέλειας»
«Η δικονομική συμπεριφορά των κατηγορουμένων χαρακτηρίστηκε, κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, για την ασέβειά τους στο πένθος και στη δοκιμασία όσων παραστάθηκαν στη δίκη ως πολιτικώς ενάγοντες», έχει γράψει στην εφημερίδα Το Βήμα ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής, εκ των παραγόντων της ιστορικής αυτής δίκης. «Αποκαλούσαν τους φοιτητές και τους πολίτες που τους συνέτρεξαν σαν «όχλο» και δεν υπήρξε κατά τις απολογίες τους ίχνος αναλογισμού της ευθύνης και πολύ λιγότερο μεταμέλειας».
Ο διακεκριμένος νομικός αναφέρει ότι «από τα πρακτικά της δίκης του Πολυτεχνείου συνάγονται τρία προφανή πορίσματα:
«Το πρώτο είναι η πολιτική ανεπάρκεια των δικτατόρων: είχαν τη ναρκισσιστική ψευδαίσθηση, ότι τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα είναι εξισώσεις πρώτου βαθμού, που επέλυσαν σαν «καλοί μαθητές» (ή εντολοδόχοι)· αγνόησαν την πραγματικότητα. Η απολογία των δύο διαδοχικών «ηγητόρων» της βίαιης κατάλυσης της δημοκρατίας, Γ. Παπαδόπουλου και δ. Ιωαννίδη, ανέδειξε την κενότητα, την κοινοτοπία και την παραίσθηση μεγαλείου που όριζε την ασήμαντη πολιτική «ιδεολογία» τους· δεν δίστασαν μάλιστα να προβούν στη διάρκεια της δίκης σε «μαθήματα πολιτικής δι’ αρχαρίους».
(…)
Το δεύτερο πόρισμα της δίκης, που επισημάνθηκε πιο πάνω, είναι η απουσία αισθήματος ενοχής. Η προσωπικότητα του ανθρώπου που διαπράττει ένα έγκλημα έχει ένα βαθύ και τραγικό υπόστρωμα, διότι οι απαιτήσεις απαγορευόμενων παρορμήσεων που πραγματοποιούνται με την τέλεση του εγκλήματος, καταδικάζονται από τα αντίμαχα στοιχεία της προσωπικότητάς του· ακόμα και η προσπάθεια εκλογίκευσης του αισθήματος ενοχής είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια.
Η παρατήρηση αυτή γίνεται αντί άλλης αξιολόγησης του απίστευτου ισχυρισμού του δ. Ιωαννίδη κατά την απολογία του, σύμφωνα με τον οποίο «ο διμοιρίτης και ο λοχαγός στο άρμα μάχης ή μεταφοράς προσωπικού φοβούνται πως όταν έρθουν σε επαφή (διάφορα) τμήματα διαδηλωτών» είναι δύσκολη η διάλυσή τους. «Γι’ αυτό, λοιπόν, προσπαθώντας να εκτελέσουν την αποστολή τους ρίπτουν τα εκφοβιστικά πυρά. Ποια είναι η συνέπεια των πυρών; Είμαστε σε μια Αθήνα τώρα που είναι διαφορετική από την Αθήνα του 1923 και του 1943. Οι δρόμοι είναι στενοί, έχουν γίνει πολυκατοικίες και αυτός βαδίζει με το όχημά του κατ’ άξονα σε έναν στενό δρόμο. Βάλλει επάνω, πολλές σφαίρες, όπως κινείται και το άρμα ή το όχημα μεταφοράς προσωπικού κατ’ άξονα χτυπούν στους τοίχους των πολυκατοικιών, με αμβλεία γωνία και όπου πέφτουνε, όπου υπάρχει κόσμος σκοτώνουν».
Πρόκειται για έκφραση απόλυτης ηθικής αδιαφορίας.
(…)
Τρίτο πόρισμα από τη δίκη του Πολυτεχνείου είναι η αγωνία νομιμοποίησης του καθεστώτος βίας. Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας έγινε με την επίκληση της διάταξης του Συντάγματος του 1952 για την κήρυξη της χώρας σε «κατάσταση ανάγκης»· χωρίς, βεβαίως, να τηρηθούν οι συνταγματικές προϋποθέσεις. Το αρχικό βασιλικό διάταγμα της 21.4.1967 φαίνεται πως δεν υπογράφηκε ποτέ. Η αρχή του τέλους της τυραννίας έγινε πάλι με την εφαρμογή της διάταξης των χουντικών ψευδοσυνταγματικών κειμένων για τη θέση σε εφαρμογή του νόμου περί καταστάσεως πολιορκίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, το πραξικόπημα ήταν και παρέμεινε καθεστώς βίας, δεν έγινε ποτέ «νόμιμη» εξουσία. Η χούντα ανέτρεψε το ισχύον καθεστώς δικαίου
Πρόκειται για «κανονιστική» φάρσα: είναι αδύνατο να εξηγηθεί λογικά το φαινόμενο ενός καθεστώτος βίας να προσφύγει στον «νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας», σαν αυτός να μη διαρκούσε συνεχώς από την 21η.4.1967 ως την κατάρρευση της δικτατορίας. Αποδεικνύεται, πάντως, ότι τα χουντικά «συντάγματα» έγιναν αποκλειστικά και μόνο για να φαίνονται και να αισθάνονται οι πραξικοπηματίες «νομιμοποιημένοι» και μάλιστα «δικαιωμένοι».
Σ’ όλη τη διάρκειά της η δικτατορία αυτοχαρακτηριζόταν σαν «Επανάσταση» και μάλιστα στις δίκες κατά των οργάνων της στη Μεταπολίτευση αυτοί χρησιμοποίησαν το επιχείρημα ότι «επανάσταση που επικρατεί δημιουργεί δίκαιο». Ένα βίαιο καθεστώς, που καταλύει την υφιστάμενη έννομη τάξη, είναι αδιανόητο να προσφεύγει στην επίκληση «νόμιμου λόγου» αναστολής των ελευθεριών των πολιτών.
Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στη «νεόπλουτη» αντίληψη που έχουν οι πραξικοπηματίες, ότι ένα «κράτος βίας» είναι, πάντως, «κράτος» και αφού «κόσμημα» του κράτους είναι το «δίκαιο», η νομιμότητα προσδίδει στην αυθαιρεσία την αξία που διαθέτει η δημοκρατική Πολιτεία. Στην πραγματικότητα, όμως, το πραξικόπημα ήταν και παρέμεινε καθεστώς βίας, δεν έγινε ποτέ «νόμιμη» εξουσία. Η χούντα ανέτρεψε το ισχύον καθεστώς δικαίου. Ήταν άχρηστο και καταντούσε προκλητικό να επικαλείται το «δέον» του δικαίου. Το καθεστώς βίας επιβλήθηκε με τα τανκς και με αυτά τελεύτησε τον βίο του», τονίζει ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος.
Η ετυμηγορία
Στην απολογία του, ο Παπαδόπουλος θα πολιτικολογήσει ανερυθρίαστα, δηλώνοντας ότι προσφέρει τον εαυτό του «ως εξιλαστήριον θύμα όλης αυτής της τραγικής ιστορίας». Έχει αμφισβητήσει με ένστασή του την αρμοδιότητα του δικαστηρίου να κρίνει τις πράξεις του, ισχυριζόμενος ότι ως (δήθεν) πρόεδρος της Δημοκρατίας -τίτλος τον οποίο ο ίδιος είχε αποδώσει στον εαυτό του- ήταν «ανεύθυνος άρχων». Το δικαστήριο απορρίπτει την ένστασή του με το αιτιολογικό ότι η κυβέρνησή του είχε προέλθει κατόπιν πραξικοπήματος, οπότε ήταν παράνομη και ως εκ τούτου δεν προστατευόταν ο ίδιος από τις διατάξεις περί «ανευθύνου».
«Το στασιαστικό κίνημα της 21ης Απριλίου, έργον ομάδας αξιωματικών και η εκ τούτου κατάστασις μέχρι της 23ης Ιουλίου απετέλεσε πραξικόπημα, δι’ ου εσκοπείτο ο σφετερισμός της εξουσίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού. Αι εξ αυτού απορρεύσασαι κυβερνήσεις ήσαν κυβερνήσεις βίας. Κατά συνέπειαν και ο ιστάμενος κατηγορούμενος Γεώργιος Παπαδόπουλος, ασκήσας καθήκοντα προέδρου της δημοκρατίας κατά τον χρόνο καθ’ ον ετελέσθησαν αι εις αυτόν αποδιδόμεναι διά του παραπεμπτικού βουλεύματος πράξεις, δεν ήτο νόμιμος πρόεδρος της δημοκρατίας και συνεπώς δεν προστατεύεται υπό των διατάξεων περί ανευθύνου», αποφαίνεται το δικαστήριο.
Ο Ιωαννίδης θα πάρει όρκο ότι όσοι πυροβολούσαν δεν είχαν «ανθρωποκτόνον πρόθεσιν». Ο εισαγγελέας Γανώσης είναι καταπέλτης.
Η δίκη φθάνει στο τέλος της ενόσω εκπνέει το 1975, 30 Δεκεμβρίου. Οι δικαστές, ύστερα από σύσκεψη έξι ημερών, διατυπώνουν την ετυμηγορία τους, ανακοινώνουν τις ποινές σε βάρος είκοσι εκ των κατηγορουμένων, απαλλάσσουν τους υπόλοιπους δώδεκα. Επιβάλλουν ποινές ισόβιας κάθειρξης στους Δ. Ιωαννίδη, Σ. Βαρνάβα και Ν. Ντερτιλή, ποινή κάθειρξης 25 ετών στον Γ. Παπαδόπουλο και μικρότερες ποινές στους υπόλοιπους.
Δημήτριος Ιωαννίδης (αρχηγός της ΕΣΑ την περίοδο της εξέγερσης): 7 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 7 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Γεώργιος Παπαδόπουλος (εν ενεργεία δικτάτορας την περίοδο της εξέγερσης): 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες από πρόθεση και απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Σταύρος Βαρνάβας (αντιστράτηγος Ε.Α.): 3 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 3 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Νικόλαος Ντερτιλής (ταξίαρχος Ε.Α.): Ισόβια κάθειρξη και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για ανθρωποκτονία από πρόθεση του φοιτητή Μυρογιάννη.
Τέσσερις ανώτατοι αξιωματικοί καταδικάζονται σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε συνολικά 12 ανθρωποκτονίες και 56 απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και σε δεκαετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Δώδεκα κατηγορούμενοι τιμωρούνται με ελαφρύτερες ποινές, από 5 μήνες έως 10 χρόνια κάθειρξη για διάφορες κατηγορίες, κυρίως για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνες σωματικές βλάβες.