fbpx

22 χρόνια μετά την εξαφάνιση του θύματος η αμετάκλητη καταδίκη για ανθρωποκτονία (ΑΠ 523/2024)

Ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε επτά (7) έτη πρόσκαιρη κάθειρξη, καθώς συνεκτιμήθηκε η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την υπ’ αριθ. 523/2024 Απόφαση του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, επανεξετάζεται υπόθεση εξαφάνισης από το 2002 και καθίσταται αμετάκλητα ένοχος για ανθρωποκτονία, ο αναιρεσείων, φίλος της θανούσας, ο οποίος την δολοφόνησε, εμφορούμενος από το κίνητρο οικονομικής εκμετάλλευσής της. Ο καταδικασθείς, επί σειρά ετών και εν όσω η παθούσα αγνοούνταν, εκποιούσε την ακίνητη περιουσία της, προσποιούμενος ότι αυτή βρισκόταν εν ζωή. Το 2023 καταδικάσθηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης. Στη συνέχεια άσκησε αίτηση αναίρεσης, με αιτιάσεις για παραβίαση δικονομικών αρχών και υπερασπιστικών δικαιωμάτων και αναιτιολόγητη κρίση της καταδίκης του για ανθρωποκτονία.

Πραγματικά περιστατικά


Η παθούσα γεννήθηκε το 1932 στη Γερμανία, κατοικούσε σε περιοχή της Αττικής, όπου και διατηρούσε σχολή χορού. Μετά τον θάνατο του αδελφού της, μετακόμισε στη Μαγνησία, διατηρώντας περιορισμένες επαφές με την οικογένειά της και τους φίλους της. Ο κατηγορούμενος, κάτοικος της περιοχής, ανέπτυξε στενή σχέση εμπιστοσύνης μαζί της, αποκτώντας πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με ζητήματα περιουσιακής και οικονομικής φύσεως.

Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας τους, το θύμα ανέθεσε στον κατηγορούμενο τη διαχείριση της περιουσίας του μέσω πληρεξουσίων, επιτρέποντάς του να μεταβιβάζει ακίνητα για λογαριασμό του. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο καταδικασθείς δεν απέδωσε τα ποσά από τις πωλήσεις ακινήτων της στην παθούσα, κλόνισε τη φιλική τους σχέση και προκάλεσε την αποξένωσή τους. Μάλιστα, το θύμα, αφού συμβουλεύθηκε δικηγόρο, επιχείρησε να ανακαλέσει το γενικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο που είχε παραχωρήσει προς τον κατηγορούμενο, χωρίς όμως να προλάβει, αφού στη συνέχεια εξαφανίστηκε.

Από τα τέλη του 2002, η παθούσα αγνοούνταν, και παρόλο που υπήρξαν έρευνες από τις αρχές αλλά και από τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσιογραφικές ομάδες για την τύχη της, αυτές απέβησαν άκαρπες. Ο κατηγορούμενος ισχυριζόταν ότι το θύμα κατοικούσε πλέον στην Αγγλία προς αναζήτηση θεραπείας, εξ αιτίας ιατρικού προβλήματος που το ταλαιπωρούσε, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε. Κατά τη διάρκεια της εξαφάνισης, ο κατηγορούμενος εξακολουθούσε να διαχειρίζεται την περιουσία του θύματος, πλαστογραφώντας έγγραφα και εμφανίζοντας ένα τρίτο πρόσωπο ως την άτυχη θανούσα. Για να ενισχύσει την εντύπωση ότι το θύμα ήταν εν ζωή και λειτουργώντας βάσει οργανωμένου σχεδίου, έδινε στους οικείους της ψεύτικους τηλεφωνικούς αριθμούς, εμφάνιζε πλαστές επιστολές με διεύθυνση σύνταξης την Αγγλία και την Αθήνα, παρέμενε όμως το μόνο πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι είχε επαφές μαζί του μετά την εξαφάνισή του. Ταυτοχρόνως, εξακολουθούσε να εμφανίζει ψεύτικες εξουσιοδοτήσεις και συμβολαιογραφικά πληρεξούσια σε φορολογικές και δικαστικές αρχές, εκποιώντας την ακίνητη περιουσία της αγνοούμενης.

Νομικό σκέλος

Το 2016, με απόφαση του Ειρηνοδικείου η παθούσα κηρύχθηκε σε αφάνεια, έπειτα από πρωτοβουλία της αδερφής της. Ο κατηγορούμενος επιχείρησε την άρση της απόφασης αυτής, με αίτησή του στο Ειρηνοδικείο και προσβάλλοντας στη συνέχεια με έφεση την απορριπτική απόφαση. Τελικώς, με Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (εκουσία δικαιοδοσία) το 2019, το θύμα κηρύχθηκε σε αφάνεια με χρόνο έναρξης αυτής την 1.10.2002.

Με αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου, το 2020, ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία, αφού είχε καταφέρει να μεταβιβάσει μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας της θανούσας, μέσω τρίτης γυναίκας, που εμφανιζόταν ως το θύμα και υπέγραφε τα πληρεξούσια πωλήσεων.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, το 2023, εξετάζοντας σε δεύτερο βαθμό την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Το δικαστήριο επέβαλε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης επτά (7) ετών, αναγνωρίζοντας στον κατηγορούμενο τις ελαφρυντικές περιστάσεις της μη εύλογης διάρκειας της δίκης και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.

Ο κατηγορούμενος με αίτηση αναίρεσης επικαλέσθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και της αρχής της δημοσιότητας της διαδικασίας. Ειδικότερα υποστήριξε ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, συγκεκριμένα εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, ισχυρισμός που κρίθηκε αβάσιμος, καθώς το περιεχόμενο των εκθέσεων προέκυπτε από την αναγνωσθείσα καταδικαστική απόφαση για την πράξη της πλαστογραφίας.
Επίσης, πρότεινε ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας, λόγω μη συγκεκριμένης αναφοράς της απόφασης στο χρόνο τέλεσης της πράξης και ανεπαρκούς αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων. Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, θεωρώντας ότι πλήρως σχηματίσθηκε δικανική πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορουμένου. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίσθηκε ο τρόπος τέλεσης και δεν εντοπίσθηκε ποτέ το πτώμα του θύματος, δεν επηρέασε την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.
Ο αναιρεσείων επικαλέστηκε, ακόμη, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, λόγω της συνεκτίμησης καταδικαστικής απόφασης για πλαστογραφία εγγράφων, μεταξύ των οποίων και επτά επιστολές, ως προς τις οποίες η πράξη θεωρήθηκε παραγεγραμμένη. Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, η αξιολόγηση της καταδικαστικής αυτής απόφασης επικεντρώνεται στα πλαστά δημόσια συμβολαιογραφικά έγγραφα που καταρτίστηκαν και για τα οποία ο αναιρεσείων αμετάκλητα καταδικάστηκε, ενώ η αναφορά στις επιστολές ήταν όλως διηγηματική.

Τελικώς, η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε στο σύνολό της και είκοσι δύο χρόνια μετά την εξαφάνιση του θύματος, ο υπαίτιος για το θάνατό της, καταδικάστηκε αμετάκλητα, με ποινή μειωμένη, γεγονός στο οποίο συντέλεσε η διαπίστωση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου ότι υπήρξε υπέρβαση του εύλογου χρόνου της ποινικής διαδικασίας.

Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΑΠ (Ποιν) 523/2024

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -