Η ακίνητη μοναστηριακή περιουσία των Μονών του Αγίου Όρους έχει απασχολήσει αρκετές φορές την ελληνική Δικαιοσύνη. Οι υποθέσεις, ασφαλώς, δεν φημίζονται για τη νομική τους απλότητα, αντιθέτως το ζήτημα της ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας ενδέχεται να καταστεί σύνθετη υπόθεση, ιδίως αν σκεφθούμε ότι κάποιες εκ των διατάξεων εκτείνονται στο μακρύ ιστορικό χρόνο.
Μία τέτοια περίπτωση ήχθη προσφάτως ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με αφορμή ένα γεωτεμάχιο, πευκόφυτο για την ακρίβεια νησάκι, που βρίσκεται μεταξύ των Μονών Εσφιγμένου και Παντοκράτορος. Όπως, τελικώς, έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κακώς το γεωτεμάχιο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής καταχωρίσθηκε με ιδιοκτήτη «άγνωστο», καθότι ανήκε στην κυριότητα της Μονής Παντοκράτορος (ΕφΘεσ 870/2023).
Πιο συγκεκριμένα, με αγωγή της το 2020, η Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους υποστήριξε ότι έχει την κυριότητα ενός γεωτεμαχίου, το οποίο απέκτησε πριν από το 1492, υπό την ισχύ των διατάξεων της τουρκικής νομοθεσίας. Μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι, εξακολούθησε να έχει την κυριότητα αυτού και υπό την ισχύ της ελληνικής νομοθεσίας που κατά καιρούς ίσχυσε, η οποία αναγνώρισε τα επί της οθωμανικής κυριαρχίας αποκτηθέντα εμπράγματα δικαιώματα.
Ο Σουλτάνος Σελίμ Β’ δήμευσε το σύνολο της ακίνητης περιουσίας των μονών και υποχρέωσε τους αγιορείτες μοναχούς να «αγοράσουν» από το οθωμανικό δημόσιο τα δημευθέντα
Ειδικότερα, σημειώνεται ότι, η Μονή Παντοκράτορος, που ιδρύθηκε περί τα μέσα του 14ου αιώνα, τουλάχιστον από το έτος 1491 είχε αποκτήσει το μετόχιο (χειμαδιό) με την ονομασία «Αζάπικο Λογγού», κάτι που μάλιστα προκύπτει από έναν Διακανονισμό (απόφαση Διαιτητικής Επιτροπής) μεταξύ 1491 και 1492 για το χειμαδιό του Λογγού, μετά από διαφορά που προέκυψε μεταξύ της Μονής και της Μονής των Ρώσσων. Σύμφωνα με αυτόν, η διαφορά λύθηκε από τον ιεροδίκη Μαχμούτ Τσελεμπή, ο οποίος έκρινε ότι ο τόπος του Λογγού ανήκει στη Μονή Παντοκράτορος. Άλλη καταγραφή αναφορικά με την απόκτηση του μετοχιού από τη Μονή βρίσκεται σε κτηματολογικό απόσπασμα (Τεφτέρ-Σουρέτ) των βιβλίων του παλαιού αυτοκρατορικού κτηματολογίου (Δεφτέρ-Χακανί), που κατά το περιεχόμενό του γράφτηκε στα τέλη του 4ου αραβικού μήνα Ρεμπί-ουλ-αχίρ το σεληνιακό έτος Εγίρας 949 (4-12 Αυγούστου 1542).
Μάλιστα, όπως τόνισε το Δικαστήριο, τα εν λόγω έγγραφα, αν και δεν αποτελούν τίτλους κτήσης εμπράγματος δικαιώματος της Μονής, εισφέρουν όμως απόδειξη περί της σύνδεσής της με την έκταση του μετοχιού και την κατοχή της τουλάχιστον από τα έτη εκείνα.
Περαιτέρω, υπογραμμίζεται ότι κατά τα έτη 1565-1568 ο Σουλτάνος Σελίμ Β’ δήμευσε όλη την ακίνητη περιουσία των μονών, που βρίσκονταν είτε εντός είτε εκτός του Άθω, η οποία είχε αποκτηθεί από τους βυζαντινούς χρόνους και απολάμβανε της προστασίας των «προνομίων» που χορηγήθηκαν στην ορθόδοξη εκκλησία από την εποχή του Μωάμεθ του Πορθητή. Ταυτόχρονα, ο Σελίμ Β’ υποχρέωσε τους αγιορείτες μοναχούς να «αγοράσουν» από το οθωμανικό δημόσιο τα δημευθέντα. Πράγματι, το 1568, μετά την «εξαγορά» τους από τις κατ’ ιδίαν μονές, οι μοναστηριακές γαίες εγγράφηκαν (οιονεί μεταγράφηκαν) στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο (defterhane) επ’ ονόματι του συνόλου των μοναχών κάθε μονής. Τα μοναστήρια έλαβαν αποσπάσματα αυτών των εγγραφών – «μεταγραφών», προς απόδειξη της ιδιοκτησίας τους. Εν προκειμένω, τα κτήματα της Μονής Παντοκράτορος καταχωρίσθηκαν το 1568 στον Αυτοκρατορικό Κτηματολογικό Κώδικα, αντίγραφο του οποίου καταρτίστηκε το έτος 1613 (ισλαμικό έτος 1022) και φυλάσσεται στο Οθωμανικό Αρχείο Πρωθυπουργίας της Κωνσταντινούπολης.
Όπως υπογράμμισε το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, η συμπερίληψη της ένδικης νησίδας στο μετόχι της Μονής προκύπτει, ωστόσο, και από νεότερα έγγραφα, όπως λ.χ. με απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου το 1927 το οποίο απέρριψε τις αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου «τας εκ του επιδίκου δάσους Αζάπικο του κειμένου εν θέσει Λογγών της περιφερείας Συκιάς της Χαλκιδικής» και αναγνώρισε «τούτο ως ιδιωτικόν ανήκον τη διεκδικούση Ιερά Μονή του Παντοκράτορος».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το οθωμανικό δίκαιο και γενικότερα το μουσουλμανικό δίκαιο αγνοούσε παντελώς την έννοια του νομικού προσώπου. Εντούτοις, με την εγγραφή των αγιορείτικων μονών στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο (defterhane) από το 1568 και εξής αναγνωριζόταν de facto μία οιονεί νομική προσωπικότητα στις χριστιανικές μονές και εν τοις πράγμασι δικαιοκτητική ικανότητα αυτών, καθότι τα ακίνητά τους εγγράφονταν κάτω από το όνομα του μοναστηριού ως περιουσιακής ολότητας και όχι κάτω από το όνομα κάποιου φυσικού προσώπου. Έτσι, αναγνωρίστηκε στους μοναχούς το ήδη βυζαντινό δικαίωμα να κληρονομούν τις περιουσίες τους συλλογικά και όχι ως ατομικές περιουσίες κάθε μοναχού. Με τη δημοσίευση του ΟθΝπΓαιών ρυθμίστηκε οριστικά το θέμα της αναγνώρισης της κυριότητας προσαρτημένων στις μονές ακινήτων τους και ιάθηκε μόνο ως προς αυτές, ήτοι τις «έκπαλαι προσηρτημένες» γαίες, η ατέλεια της απουσίας του θεσμού των νομικών προσώπων από το οθωμανικό δίκαιο. Ως «ανέκαθεν προσηρτημένα» δηλώνονται στην περίπτωση των μονών τα ακίνητα της §α’ του άρθρου 122 του ΟθΝπΓαιών, τα οποία είχαν αποκτηθεί από αυτές μέχρι το 1858 και εξουσιάζονταν επ’ ονόματι των μονών, επιπλέον δε ήταν εγγεγραμμένα και στο Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο (defterhane). Συνεπώς, από τον ΟθΝπΓαιών μέχρι τον νόμο «περί ιδιοκτησίας των νομικών προσώπων επί ακινήτων» της 11.02.1913, μέχρι δηλαδή την απελευθέρωση του Αγίου Όρους, «αι προσηρτημέναι έκπαλαι» στις μονές «και ως τοιαύται εις το Κτηματολόγιον εγγεγραμμένοι» γαίες αναγνωρίζονται ως ανήκουσες απευθείας στην κυριότητα των μονών, ουσιαστικά δηλαδή ως εν τοις πράγμασι νομικών προσώπων, και όχι επ’ ονόματι κάποιου φυσικού προσώπου. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους η κεκτημένη επί Τουρκοκρατίας περιουσία των μονών εντάχθηκε στις ρυθμίσεις της ελληνικής νομοθεσίας που εισήχθη στις Νέες Χώρες, η οποία ρητά αναγνώρισε τα επί των τέως οθωμανικών γαιών ιδιωτικά δικαιώματα με παράλληλη την ad hoc αποκλειστική υπαγωγή τους στις σχετικές με αυτά ρυθμίσεις της οθωμανικής γαιοκτητικής νομοθεσίας.
Παράλληλα, με τα άρθρα 5 και 6 της Συνθήκης των Αθηνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1913 αναγνωρίζονται τα κεκτημένα εμπράγματα δικαιώματα των μονών του Αγίου Όρους καθώς και οι δικαστικές πράξεις και οι επίσημοι τίτλοι που είχαν εκδοθεί από τις αρμόδιες οθωμανικές αρχές ή σύμφωνα προς τους νόμους του οθωμανικού κράτους. Επομένως, μετά την εισαγωγή στις Νέες Χώρες της ελληνικής εμπράγματης νομοθεσίας οι αγιορείτικες μονές, ως νομικές οντότητες, προσπορίσθηκαν -χωρίς οποιαδήποτε άλλη διατύπωση- δικαιώματα κυριότητας επί των άλλοτε οθωμανικών γαιών, τις οποίες εξουσίαζαν επί Τουρκοκρατίας. Η αναγνώριση των μονών του Αγίου Όρους ως ΝΠΔΔ και της δικαιοκτητικής τους ικανότητας κατοχυρώθηκε οριστικά με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους του 1924 και του κυρωτικού αυτού ΝΔ της 10/16.09.1926, σύμφωνα με τις οποίες οι μονές ασκούν ως κυρίαρχες τη διοικητική εξουσία τόσο στην εσωτερική τους διοίκηση όσο και στη διοίκηση των εξαρτημάτων τους.
Κατόπιν τούτων, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης έκρινε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής ορθώς έκανε δεκτή την αγωγή αναγνωρίζοντας το δικαίωμα κυριότητας της εφεσίβλητης επί του ένδικου ακινήτου, διατάσσοντας παράλληλα τη διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Συκιάς.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΕφΘεσ 870/2023
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η Ακίνητη Περιουσία των Μονών του Αγίου Όρους