Την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει το τοπίο των δικονομικών εγγυήσεων για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών είχε σήμερα Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024 το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, μετά από ερώτημα που του υποβλήθηκε, στην υπόθεση τριών ανηλίκων οι οποίοι κατηγορήθηκαν στην Πολωνία για διάρρηξη σε εγκαταλελειμμένο χώρο συγκροτήματος παραθεριστικών κατοικιών.
Η υπόθεση απέκτησε ενδιαφέρον όταν, κατά τη διάρκεια της προδικασίας, διαπιστώθηκε ότι τα ανήλικα παιδιά παρέθεσαν αυτοενοχοποιητικά στοιχεία, έχοντας ανακριθεί από την αστυνομία χωρίς δικηγόρο. Ειδικότερα, πριν από την πρώτη τους ανάκριση, ούτε οι ίδιοι ούτε οι γονείς τους είχαν ενημερωθεί για τα δικαιώματά τους, με αποτέλεσμα οι διορισμένοι από το δικαστήριο δικηγόροι να ζητήσουν την διαγραφή των ενοχοποιητικών καταθέσεων.
Το δικαστήριο της Πολωνίας, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα των διαδικαστικών εγγυήσεων που ισχύουν για τους ανηλίκους κατά το στάδιο της προδικασίας, απευθύνθηκε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου κλήθηκε, συνεπώς, να εξετάσει κατά πόσο η εθνική νομοθεσία συμμορφώνεται με το ευρωπαϊκό δίκαιο και ποιες συνέπειες πρέπει να ακολουθήσουν από ενδεχόμενη ασυμβατότητα.
Η απόφαση του ΔΕΕ
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι οι ανήλικοι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν κατά τρόπο πρακτικό και αποτελεσματικό πρόσβαση σε δικηγόρο – και όπου είναι αναγκαίο, σε δικηγόρο διορισμένο από το δικαστήριο. Αυτή η υποχρέωση πρέπει να τηρείται πριν την πρώτη ανάκριση από την αστυνομία ή άλλη αρχή και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εξετάζεται ανήλικος χωρίς νομική συνδρομή. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, οι αρχές δεν μπορούν να ανακρίνουν ένα παιδί που δεν λαμβάνει πράγματι την εν λόγω συνδρομή, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Δικαστήριο τόνισε, επίσης, ότι οι ανήλικοι πρέπει να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους με τρόπο απλό και κατανοητό τρόπο πριν την πρώτη τους ανάκριση, ενώ η χρήση γενικών ενημερωτικών εγγράφων που προορίζονται για ενήλικες δεν είναι αποδεκτή.
Όσον αφορά τα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται σε δηλώσεις ανηλίκου κατά τη διάρκεια ανάκρισης κατά παράβαση των δικαιωμάτων του, το δίκαιο της ΕΕ δεν απαιτεί από το κράτος μέλος να προβλέπει τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να κηρύξει τα στοιχεία αυτά απαράδεκτα, σύμφωνα με το Ευρωδικαστήριο. Ωστόσο, το εκάστοτε εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξει ότι τα δικαιώματα αυτά έγιναν σεβαστά, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.
Τέλος, το Δικαστήριο της ΕΕ υπογράμμισε ότι εναπόκειται στους εθνικούς δικαστές να ελέγξουν αν η επίμαχη εθνική νομοθεσία της Πολωνίας είναι συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ, καλώντας, όμως, την ίδια στιγμή, τους εθνικούς δικαστές να ερμηνεύσουν, στο μέτρο του δυνατού, το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητά του. Στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία μία τέτοια ερμηνεία είναι αδύνατη, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να μην εφαρμόσει τις διατάξεις εκείνες οι οποίες δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-603/22, απόφ. της 5.9.2024