Το άρθρο 17 του Συντάγματος της Ελλάδας προστατεύει την ιδιοκτησία υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που διασφαλίζουν το γενικό συμφέρον και επιβάλλουν πλήρη αποζημίωση σε περίπτωση απαλλοτρίωσης. Η ιδιοκτησία προστατεύεται από το κράτος, αλλά δεν μπορεί να ασκείται εις βάρος του γενικού συμφέροντος. Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης, απαιτείται δημόσια ωφέλεια και αποδεικνύεται με τον προσήκοντα τρόπο. Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο.
Το άρθρο 13 του Ν. 2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων) ορίζει ότι η αποζημίωση πρέπει να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης. Κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας περιλαμβάνουν την αξία παρακείμενων ακινήτων, την αντικειμενική αξία, τιμήματα σε συμβόλαια και την πρόσοδο του ακινήτου. Η πρόσοδος αναφέρεται στα κέρδη από τη χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου. Το άρθρο 25 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι σε περίπτωση απαλλοτρίωσης καλλιεργούμενων ή προσοδοφόρων ακινήτων, ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για την απωλεσθείσα πρόσοδο από την κατάληψη μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης.
Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ, προστατεύει το δικαίωμα στην περιουσία, επιτρέποντας στέρηση μόνο για δημόσια ωφέλεια και υπό προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.
Η παρούσα περίπτωση αφορά την απαλλοτρίωση μέρους ακινήτου που ανήκει σε ιδιοκτήτη κτηνοτροφικής επιχείρησης. Ο ιδιοκτήτης αξίωσε αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη από την εκμετάλλευση του ακινήτου του, τα οποία θεωρεί ότι αποτελούν άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι η αποκατάσταση αυτών δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης σύμφωνα με τα άρθρα 13 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Ωστόσο, ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο παρέβη τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Η υπόθεση παραπέμπεται προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση, και διατάσσεται η επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΑΠ Ολ 1/2024