Tην ακύρωση του διοικητικού μέτρου της αναστολής των καθηκόντων της ζητούσε νόμιμη υπάλληλος νοσοκομείου, η οποία δεν είχε εμβολιαστεί, όπως απαιτείτο υποχρεωτικά για τους εργαζόμενους σε δομές υγείας. Την αίτησή της κλήθηκε να κρίνει το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με σειρά ενδιαφερόντων επιχειρημάτων να «ξετυλίγεται» στην απόφαση, σχετικά με την συνταγματικότητα ή μη του υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Πραγματικά περιστατικά
Η αιτούσα, μόνιμος υπάλληλος του Γ.Ν. Αττικής ΚΑΤ και μέλος του κλάδου ΠΕ Νοσηλευτικής, υπηρετούσε στο νοσοκομείο από 2.5.1995. Η αιτούσα είχε εξαιρεθεί από τον εμβολιασμό λόγω νόσησης από COVID-19 από 1.9.2021 έως 30.10.2021. Ωστόσο, στις 31.10.2021, η αιτούσα δεν είχε λάβει ούτε την πρώτη ούτε τη μοναδική δόση του εμβολίου κατά της COVID-19. Ως αποτέλεσμα, αποφασίστηκε η επιβολή του διοικητικού μέτρου της αναστολής καθηκόντων της από την 31.10.2021, λόγω της ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας (αρ. 206 του ν. 4820/2021), ενώ παράλληλα παύθηκε η μισθοδοσία της για όλο το διάστημα της αναστολής.
Από την 1.1.2023, η αιτούσα επέστρεψε στα καθήκοντα της λόγω της άρσης του μέτρου αναστολής καθηκόντων, δυνάμει υπουργικής απόφασης. Εντούτις, παρά τη λήξη της ισχύος της αναστολής, η ίδια υποστηρίζει ότι έχει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, καθώς η προσβαλλόμενη πράξη εξακολουθεί να έχει δυσμενείς συνέπειες για την επαγγελματική της εξέλιξη έως σήμερα. Και τούτο, διότι η αναστολή των καθηκόντων των δημόσιων υπαλλήλων δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, γεγονός που επηρεάζει τη βαθμολογική και μισθολογική της εξέλιξη.
Αντίθεση με τα άρθρα του Συντάγματος και διεθνή κείμενα
Η αιτούσα υποστήριξε αρχικώς ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1 (σεβασμός της ανθρώπινης αξίας), 5 (ελευθερία της προσωπικότητας) και 25 (προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων) του Συντάγματος, καθώς και στη Σύμβαση του Οβιέδο και στην ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Παράλληλα, ανέφερε ότι παραβιάζει το άρθρου 3 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε (δικαίωμα στην ακεραιότητα του προσώπου) και τις διατάξεις του Κανονισμού 2021/953 της Ε.Ε., που απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω εμβολιασμού.
Το δικαστήριο απέρριψε τις ανωτέρω σκέψεις, επισημαίνοντας ότι η θεσμοθέτηση του υποχρεωτικού εμβολιασμού εντάσσεται στο πλαίσιο της δημόσιας πολιτικής υγείας και δεν συνιστά παραβίαση των αρχών της προσωπικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσης του ατόμου, εφόσον οι περιορισμοί είναι αναλογικοί και απολύτως αναγκαίοι για την προστασία της δημόσιας υγείας. Παρομοίως, απορριπτέοι κρίθηκαν οι ισχυρισμοί, αναφορικά με την παραβίαση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, με το σκεπτικό ότι το μέτρο θεσπίστηκε στο πλαίσιο εθνικής πολιτικής εμβολιασμού, και όχι ως εφαρμογή ενωσιακής νομοθεσίας, συνεπώς δεν εφαρμόζεται ο Χάρτης της ΕΕ και εκφεύγει της αρμοδιότητας της ΕΕ.
Επίσης, η αιτούσα πρόβαλε ότι οι διατάξεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, καθώς επιβάλλουν την υποχρέωση εμβολιασμού μόνο για το υγειονομικό προσωπικό και όχι για άλλες κατηγορίες εργαζομένων με επαφή με ευάλωτες ομάδες. Το δικαστήριο, ωστόσο, δεν δέχτηκε αυτόν τον ισχυρισμό, κρίνοντας ότι το υγειονομικό προσωπικό βρίσκεται σε διαφορετικές συνθήκες λόγω της στενής και καθημερινής επαφής με ασθενείς, οι οποίοι ενδέχεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από την ασθένεια (COVID-19), καθιστώντας τη διάκριση δικαιολογημένη.
Μη αναγκαιότητα και προσφορότητα του μέτρου
Η αιτούσα υποστήριξε, επίσης, ως επιχείρημα ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν είναι αναγκαίος και αποτελεσματικός για την προστασία της υγείας, με το σκεπτικό ότι αντίστοιχα οι πλήρως εμβολιασμένοι μεταφέρουν ιϊκό φορτίο και είναι ικανοί να μεταδώσουν την COVID-19. Το Δικαστήριο αντέκρουσε και αυτόν τον ισχυρισμό, επισημαίνοντας ότι, κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου, η χώρα βρισκόταν σε υγειονομική κρίση, λόγω της ταχείας διασποράς της μετάλλαξης «Δέλτα». Η κυβέρνηση, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, έλαβε μέτρα για να μειώσει τη μετάδοση του ιού και να «ανακουφίσει» το σύστημα υγείας, το οποίο είχε φτάσει σε κορεσμό. Σε αυτήν την κατεύθυνση, τα επιστημονικά πορίσματα από διεθνείς οργανισμούς (όπως ο ΠΟΥ και ο ΕΟΔΥ) αποδεικνύουν ότι ο εμβολιασμός μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης, διασωλήνωσης ή/και θανάτου από COVID-19.
Δυσμενής και άνιση μεταχείριση
Επιπρόσθετα, η αιτούσα υποστήριξε ότι υφίσταται δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τους εμβολιασμένους υγειονομικούς, δεδομένου ότι και αυτοί νοσούν και μεταδίδουν τη νόσο. Ωστόσο, το Δικαστήριο εξήγησε ότι οι εμβολιασμένοι έχουν μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν σοβαρά και να μεταδώσουν τον ιό, σύμφωνα με τα τρέχοντα επιστημονικά δεδομένα. Σύμφωνα με τους δικαστές, η ρύθμιση του υποχρεωτικού εμβολιασμού είναι σε εύλογη αναλογικότητα με τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας και της εύρυθμης λειτουργίας των υγειονομικών δομών, επομένως δεν παραβιάζει τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης διακρίσεων.
Ανεπαρκής επαναξιολόγηση του μέτρου
Τέλος, η αιτούσα πρόβαλε ότι το μέτρο αναστολής καθηκόντων που επιβλήθηκε σε αυτήν, λόγω μη εμβολιασμού, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθώς συνεπάγεται τόσο την απομάκρυνσή της από την υπηρεσία, όσο και τη στέρηση αποδοχών, με σοβαρές οικονομικές και ηθικές συνέπειες για την ίδια. Αντίστοιχα η τροποποίηση του ν.4876/2021, η οποία επαναξιολογεί το μέτρο μέχρι τις 31.3.2022, δημιουργούσε αβεβαιότητα για το καθεστώς εργασίας της, καθιστώντας αδύνατο τον προγραμματισμό της ζωής της.
Το Δικαστήριο, σε αυτόν τον τελικό ισχυρισμό, τάχθηκε υπέρ της αιτούσας, κρίνοντας ότι η συνέχιση του μέτρου χωρίς την αναγκαία επαναξιολόγηση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας
Συγκεκριμένα, λόγω της φύσης του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού του υγειονομικού προσωπικού – το οποίο περιορίζει σοβαρά τα ατομικά δικαιώματα των εργαζομένων -, πρέπει να επαναξιολογείται συνεχώς με βάση τα ανανεωμένα επιστημονικά δεδομένα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, τις συνέπειες του κορονοϊού και την εξέλιξη της πανδημίας. Μάλιστα, το δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο νομοθέτης είχε προβλέψει ότι η εφαρμογή του μέτρου θα επαναξιολογούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα (ανά δύο ή τρεις μήνες), εξαιτίας της δυναμικής εξέλιξης της πανδημίας και των επιστημονικών δεδομένων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αρχικά προγραμματισμένη για το τέλος του 2021, μετατέθηκε διαδοχικά έως το 2022. Η Διοίκηση χρησιμοποίησε δεδομένα από μελέτες, που είχαν προηγούμενο χρόνο αναφοράς, γεγονός που προκαλεί αμφιβολίες για την επικαιρότητα των επιστημονικών στοιχείων που στηρίζουν τη συνέχιση του μέτρου, σύμφωνα με τις σκέψεις του δικαστηρίου. Ειδικότερα, δεν εξετάστηκαν δεδομένα, όπως η αποτελεσματικότητα των εμβολίων, οι νέες μεταλλάξεις του ιού (όπως η «Όμικρον»), και οι συνέπειες της αναστολής των εργαζομένων στις υγειονομικές υπηρεσίες
Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε ότι, παρά τη διατήρηση του μέτρου της αναστολής καθηκόντων, δεν είχε γίνει η απαιτούμενη επαναξιολόγηση των δεδομένων, με αποτέλεσμα το μέτρο να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Η διατήρηση του μέτρου της αναστολής καθηκόντων της αιτούσας από 1.1.2022 έως 31.12.2022 κρίθηκε μη νόμιμη και συνεπώς ακυρωτέα για το επίμαχο χρονικό διάστημα.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕφΑθ 240/2024 (Ακυρ)