Με απόφαση που εξέδωσε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-218/22 έκρινε ότι εργαζόμενος που δεν μπόρεσε να λάβει το σύνολο του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών προτού παραιτηθεί δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τις ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν ελήφθησαν.
Ιστορικό
Από τον Φεβρουάριο του 1992 έως τον Οκτώβριο του 2016, δημόσιος υπάλληλος εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος στον Δήμο Copertino (Ιταλία). Ο ίδιος παραιτήθηκε προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα και ζήτησε την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για τις 79 ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν είχε λάβει κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης.
Ο Δήμος Copertino αντιτάχθηκε στο αίτημα αυτό, επικαλούμενος τον κανόνα της ιταλικής νομοθεσίας κατά τον οποίο οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν ελήφθησαν κατά τη λήξη της σχέσης εργασίας.
Το ιταλικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της διαφοράς μεταξύ του δημοσίου υπαλλήλου και του Δήμου Copertino διατήρησε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του κανόνα αυτού με το δίκαιο της Ένωσης. Σύμφωνα με την «οδηγία για τον χρόνο εργασίας», ο εργαζόμενος που δεν μπόρεσε να λάβει το σύνολο του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πριν από τη λήξη της σχέσης εργασίας δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τις ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν ελήφθησαν.
Απόφαση ΔΕΕ
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης σε εργαζόμενο για ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν έλαβε όταν ο εργαζόμενος αυτός λύει οικειοθελώς τη σχέση εργασίας.
Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει ο Ιταλός νομοθέτης θεσπίζοντας την επίμαχη εθνική νομοθεσία, πρέπει να αναφερθεί ότι το δικαίωμα των εργαζομένων σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης αντικατάστασής της από χρηματική αποζημίωση, δεν μπορεί να εξαρτάται από αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις, όπως ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών. Εντούτοις, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο σκοπός που συνδέεται με τις οργανωτικές ανάγκες του εργοδότη του δημόσιου τομέα, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ορθολογικού προγραμματισμού της περιόδου άδειας, συνάδει στην πραγματικότητα με τον σκοπό της Οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας αναπαύσεως, ενθαρρύνοντάς τον παράλληλα να λάβει άδεια.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην απώλεια του δικαιώματος αυτού μόνον όταν ο εργαζόμενος σκοπίμως παρέλειψε να λάβει τις ημέρες άδειάς του, μολονότι ο εργοδότης τον ενθάρρυνε να το πράξει και τον ενημέρωσε για τον κίνδυνο απώλειας του δικαιώματος αυτού κατά τη λήξη της περιόδου αναφοράς ή της περιόδου μεταφοράς.
Επομένως, αν ο εργοδότης δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια προκειμένου να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να λάβει πράγματι την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δικαιούται, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απώλεια του δικαιώματος σε τέτοια άδεια κατά τη λήξη της επιτρεπόμενης περιόδου αναφοράς ή της επιτρεπόμενης περιόδου μεταφοράς, και, σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας, η αντίστοιχη μη καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για μη ληφθείσα ετήσια άδεια συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2003/88, καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, αντιστοίχως.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Υποδείγματα Εργατικού Δικαίου
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Επίκαιρα Εργασιακά & Μισθολογικά Ζητήματα
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Οι άδειες των εργαζομένων του νόμου για την προστασία της εργασίας