Αντίθετη με το δίκαιο της Ένωσης έκρινε, σήμερα Πέμπτη 30 Μαΐου, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, τη ρύθμιση του Ιταλού νομοθέτη στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, αποφαινόμενο ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβάλει στους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών, που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, πρόσθετες υποχρεώσεις οι οποίες, μολονότι απαιτούνται για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών στην εν λόγω χώρα, δεν επιβάλλονται στο κράτος μέλος εγκατάστασής τους.
Ιστορικό
Στην Ιταλία, οι ενδιάμεσοι πάροχοι διαμεσολάβησης διαδικτυακών υπηρεσιών και μηχανών αναζήτησης, όπως οι Airbnb, Expedia, Google, Amazon και Vacation Rentals, υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις βάσει εθνικών διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν το 2020 και το 2021, με καθορισμένο στόχο τη διασφάλιση της επαρκούς και αποτελεσματικής εφαρμογής του Κανονισμού για την προώθηση της αμεροληψίας και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες των διαδικτυακών (online) υπηρεσιών διαμεσολάβησης. Οι πάροχοι των εν λόγω υπηρεσιών οφείλουν, μεταξύ άλλων, να εγγράφονται σε μητρώο που τηρεί μια διοικητική αρχή (AGCOM), κατά περιόδους να της διαβιβάζουν έγγραφα στοιχεία σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση, να της παρέχουν μια σειρά λεπτομερών πληροφοριών, όπως, και να της καταβάλλουν χρηματική εισφορά. Παράλληλα, σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών, προβλέπονται κυρώσεις.
Οι προαναφερθείσες εταιρείες αποφάσισαν να αμφισβητήσουν αυτές τις υποχρεώσεις ενώπιον ιταλικού δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι η προκύπτουσα αύξηση των διοικητικών τελών είναι αντίθετη προς το δίκαιο της ΕΕ. Όλες οι ανωτέρω εταιρείες -πλην της Expedia, η οποία είναι εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες- επικαλούνται την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και υποστηρίζουν ότι υπόκεινται κατ’ αρχήν στο νομικό σύστημα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες (εν προκειμένω, της Ιρλανδίας ή του Λουξεμβούργου). Ως εκ τούτου, θεωρούν ότι ο Ιταλός νομοθέτης δεν μπορεί να τους επιβάλει άλλες απαιτήσεις σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ιταλικό δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο.
Απόφαση ΔΕΕ
Το Δικαστήριο κρίνοντας τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις σημείωσε ότι το δίκαιο της ΕΕ απαγορεύει μέτρα όπως αυτά που θέσπισε η Ιταλία. Σύμφωνα με την Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο (Οδηγία 2000/31/ΕΚ), το κράτος μέλος προέλευσης της εταιρείας είναι και εκείνο που ρυθμίζει την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.
Τα κράτη µέλη υποδοχής των ξένων επιχειρήσεων, καθότι δεσμεύονται από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, υποχρεούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, να µην περιορίζουν την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών αυτών.
Συνεπώς, η Ιταλία δεν μπορεί να επιβάλει στους παρόχους των υπηρεσιών αυτών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πρόσθετες υποχρεώσεις οι οποίες, μολονότι απαιτούνται για την παροχή των υπηρεσιών αυτών στη χώρα αυτή, δεν επιβάλλονται στο κράτος μέλος εγκατάστασής τους.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι υποχρεώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις που επιτρέπει η Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Πρώτον, υπόκεινται σε έλεγχο από το ιταλικό δικαστήριο, γενικής και αφηρημένης εφαρμογής. Δεύτερον, δεν είναι αναγκαίες για την προστασία ενός από τους στόχους γενικού συμφέροντος που αναφέρονται στην εν λόγω Οδηγία. Τέλος, η θέσπιση των εν λόγω υποχρεώσεων δεν δικαιολογείται από την πρόθεση, την οποία επικαλούνται οι ιταλικές αρχές, να εξασφαλίσουν την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του προαναφερθέντος Κανονισμού.
Δείτε τις αποφάσεις στη Qualex: ΔΕΕ συνεκδ. υπόθ. C-662/22, C-667/22, ΔΕΕ υπόθ. C-663/22, ΔΕΕ συνεκδ. υπόθ. C-664/22, C-666/22, ΔΕΕ υπόθ. C-665/22
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Digital Services Act (DSA) & Digital Markets Act (DMA)
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Η αρχιτεκτονική της Digital Services Act – Από την «ευθύνη του ενδιάμεσου» σε «υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας» για την αντιμετώπιση παράνομου περιεχομένου και τη διασφάλιση των θεμελιωδών ενωσιακών δικαιωμάτων