Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση που εξέδωσε την Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου στην υπόθεση C-222/22 έκρινε ότι μια αίτηση ασύλου η οποία ερείδεται στο γεγονός ότι ο αιτών αποδεδειγμένα έχει ασπαστεί μια νέα θρησκεία και εξαιτίας αυτής φοβάται τις διώξεις στη χώρα καταγωγής του δεν στοιχειοθετεί αυτομάτως ύπαρξη καταχρηστικής πρόθεσης ή κατάχρησης της εφαρμοστέας διαδικασίας.
Ιστορικό
Ένας Ιρανός, του οποίου η αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε από τις αυστριακές αρχές, υπέβαλε νέα αίτηση («μεταγενέστερη αίτηση») για διεθνή προστασία στην Αυστρία. Δήλωσε ότι είχε εν τω μεταξύ ασπαστεί τον χριστιανισμό και, για τον λόγο αυτό, φοβόταν διώξεις στη χώρα καταγωγής του.
Στη συνέχεια χορηγήθηκε στον αιτούντα καθεστώς επικουρικής προστασίας και άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου. Οι αυστριακές αρχές έκριναν ότι είχε αποδείξει επαρκώς ότι είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό στην Αυστρία «από εσωτερική πεποίθηση» και ότι ασκούσε ενεργά την πίστη του. Για το λόγο αυτό, κινδύνευε να εκτεθεί σε ατομική δίωξη σε περίπτωση που επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του. Εντούτοις, οι αυστριακές αρχές αρνήθηκαν να του αναγνωρίσουν το καθεστώς του πρόσφυγα. Επισημαίνεται ότι, η αυστριακή νομοθεσία εξαρτά την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα κατόπιν μεταγενέστερης αίτησης από την προϋπόθεση ότι η νέα κατάσταση που δημιούργησε ο αιτών με δική του απόφαση πρέπει να αποτελεί έκφραση και συνέχιση των πεποιθήσεων που είχε στη χώρα καταγωγής.
Το αυστριακό διοικητικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν η προϋπόθεση αυτή είναι συμβατή με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ περί αναγνώρισης των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τελικώς, απάντησε ότι η προϋπόθεση της αυστριακής νομοθεσίας δεν συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο.
Απόφαση ΔΕΕ
Η Οδηγία περί αναγνώρισης δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι κάθε μεταγενέστερη αίτηση που βασίζεται σε συνθήκες τις οποίες ο αιτών δημιούργησε με δική του απόφαση μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής είναι αποτέλεσμα καταχρηστικής πρόθεσης και κατάχρησης της διαδικασίας χορήγησης διεθνούς προστασίας. Κάθε μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να αξιολογείται σε ατομική βάση.
Έτσι, όταν διαπιστώνεται, όπως στην παρούσα υπόθεση, ότι ο προσφεύγων έχει αποδείξει επαρκώς ότι ασπάστηκε τον χριστιανισμό «από εσωτερική πεποίθηση» και ότι ασκεί ενεργά την πίστη αυτή, αυτό αποκλείει την ύπαρξη καταχρηστικής πρόθεσης ή κατάχρησης της εφαρμοστέας διαδικασίας. Εάν ο εν λόγω αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η Οδηγία για να χαρακτηριστεί πρόσφυγας, πρέπει να του αναγνωριστεί το καθεστώς αυτό.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχει καταχρηστική πρόθεση και κατάχρηση της εφαρμοστέας διαδικασίας, η χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα μπορεί να απορριφθεί, ακόμη και όταν ο αιτών έχει δικαιολογημένους φόβους δίωξης στη χώρα καταγωγής του ως αποτέλεσμα περιστάσεων που δημιουργήθηκαν με δική του απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, διατηρεί ωστόσο το καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αιτών πρέπει να επωφελείται από την προστασία που εγγυάται η εν λόγω σύμβαση, η οποία απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την απέλαση ή την επιστροφή («refouler») ενός πρόσφυγα στα σύνορα εδαφών στα οποία απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του, μεταξύ άλλων λόγω της θρησκείας του.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-222/22
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Προσφυγικό Δίκαιο: ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Προσφυγικό Δίκαιο – Πρακτική εφαρμογή και χειρισμός υποθέσεων ασύλου