Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σημερινή του απόφαση στην υπόθεση C-118/22 έκρινε ότι η αποθήκευση, γενικώς και αδιακρίτως, βιομετρικών και γενετικών δεδομένων προσώπων που έχουν καταδικαστεί, μέχρι τον θάνατο των συγκεκριμένων προσώπων, παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο.
Ιστορικό
Στη Βουλγαρία, ένα πρόσωπο ενεγράφη στο αστυνομικό μητρώο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για ψευδομαρτυρία. Εν τέλει, το πρόσωπο αυτό κηρύχθηκε ένοχο για το προαναφερθέν αδίκημα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή. Μετά την έκτιση της επιβληθείσας ποινής τού δόθηκε το ευεργέτημα της αποκατάστασης καταδικασθέντος. Ακολούθως, υπέβαλε αίτηση διαγραφής του από το αστυνομικό μητρώο. Κατά το βουλγαρικό δίκαιο, τα δεδομένα που αφορούν τον καταδικασθέντα αποθηκεύονται στο αστυνομικό μητρώο και μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρχές που έχουν πρόσβαση σε αυτά χωρίς κανέναν άλλον χρονικό περιορισμό πέραν της επέλευσης του θανάτου του υποκειμένου των δεδομένων. Η αίτηση διαγραφής απορρίφθηκε για τον λόγο ότι τυχόν αμετάκλητη ποινική καταδίκη, ακόμη και σε περίπτωση αποκατάστασης του καταδικασθέντος, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων διαγραφής από το αστυνομικό μητρώο.
Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως, το βουλγαρικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Απόφαση ΔΕΕ
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αποθήκευση, γενικώς και αδιακρίτως, βιομετρικών και γενετικών δεδομένων προσώπων που έχουν καταδικαστεί με ποινική απόφαση μέχρι τον θάνατο των προσώπων αυτών αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποθηκεύονται στο αστυνομικό μητρώο στη Βουλγαρία συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, τα δακτυλικά αποτυπώματα, η φωτογραφία του υποκειμένου καθώς και δείγμα για την κατάρτιση προφίλ DNA. Το μητρώο περιλαμβάνει επίσης δεδομένα σχετικά με τα ποινικά αδικήματα που έχει διαπράξει το υποκείμενο των δεδομένων και τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εις βάρος του. Τα δεδομένα αυτά μπορεί να αποδειχθούν απαραίτητα προκειμένου να εξακριβωθεί εάν το υποκείμενο των δεδομένων εμπλέκεται στη διάπραξη και άλλων ποινικών αδικημάτων πέραν εκείνων για τα οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα. Ωστόσο, δεν συντρέχει για όλα αυτά τα πρόσωπα και στον ίδιο βαθμό ο κίνδυνος να εμπλακούν στη διάπραξη περαιτέρω ποινικών αδικημάτων, όπερ θα δικαιολογούσε το να ισχύει ενιαίο χρονικό διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων που τα αφορούν. Συνακόλουθα, από τη συνεκτίμηση παραγόντων όπως η φύση και η σοβαρότητα της διαπραχθείσας αξιόποινης πράξης ή η απουσία του στοιχείου της υποτροπής μπορεί να συναχθεί ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με το πρόσωπο του καταδικασθέντος δεν δικαιολογεί, κατ’ ανάγκην, τη διατήρηση των δεδομένων που τον αφορούν στο αστυνομικό μητρώο μέχρι τον θάνατό του. Κατά συνέπεια, η προθεσμία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως «κατάλληλη» μόνον εφόσον συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις που τη δικαιολογούν δεόντως. Τούτο, όμως, προδήλως δεν συμβαίνει όταν η προθεσμία αυτή εφαρμόζεται γενικώς και αδιακρίτως σε οιονδήποτε έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για εκ προθέσεως τελεσθέν ποινικό αδίκημα. Το δίκαιο της Ένωσης επιτάσσει η νομοθετική ρύθμιση να προβλέπει την υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας να επανεξετάζει περιοδικά εάν η διατήρηση εξακολουθεί να είναι αναγκαία και να αναγνωρίζει στα υποκείμενα των δεδομένων το δικαίωμα να ζητήσουν τη διαγραφή τους οσάκις η διατήρησή τους παύει να είναι αναγκαία.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-118/22
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Προστασία προσωπικών δεδομένων και αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Συστήματα Βιντεοεπιτήρησης, αναγνώριση προσώπου και προστασία προσωπικών δεδομένων