Την υποχρέωση του εργοδότη να γνωστοποιεί τους λόγους καταγγελίας όταν απασχολεί εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου έκρινε την Τρίτη 20 Φεβρουαρίου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-715/20, με το σκεπτικό ότι σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε καταστρατήγηση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.
Ιστορικό
Ένα Πολωνικό δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς μεταξύ ενός εργαζομένου, απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και του πρώην εργοδότη του. Ο τελευταίος, ενεργώντας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, κατήγγειλε τη σύμβαση με προειδοποίηση χωρίς να παραθέσει τους λόγους της απόφασής του. Ο εργαζόμενος, προβάλλοντας τον παράνομο χαρακτήρα της απόλυσής του, εκτιμά ότι η μη παράθεση των λόγων αυτών αντιβαίνει στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που κατοχυρώνεται τόσο στο δίκαιο της Ένωσης όσο και στο πολωνικό δίκαιο. Υποστηρίζει ότι υποχρέωση γνωστοποίησης των λόγων υφίσταται παρά ταύτα, κατά την πολωνική νομοθεσία, όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
Ο Πολωνός δικαστής ερωτά το Δικαστήριο αν το γεγονός ότι ισχύουν διαφορετικές απαιτήσεις ως προς την καταγγελία, ανάλογα με το είδος της οικείας σύμβασης εργασίας, συνάδει με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου. Ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν μπορεί να γίνει επίκληση της συμφωνίας αυτής σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών.
Απόφαση ΔΕΕ
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.
Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου βρίσκεται σε κατάσταση συγκρίσιμη με έναν εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται με σύμβαση αορίστου χρόνου στον ίδιο εργοδότη
Όταν ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου, δεν ενημερώνεται για τους λόγους καταγγελίας της σύμβασης, στερείται πληροφορίες που είναι σημαντικές για την εκτίμηση του τυχόν αδικαιολόγητου χαρακτήρα της απόλυσής του. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει εξαρχής πληροφορίες που ενδέχεται να είναι καθοριστικές για την επιλογή του να προσφύγει ή να μην προσφύγει στη δικαιοσύνη. Επομένως, η εν λόγω πολωνική νομοθεσία εισάγει διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου βρίσκεται, εν προκειμένω, σε κατάσταση συγκρίσιμη με έναν εργαζόμενο ο οποίος απασχολείται με σύμβαση αορίστου χρόνου στον ίδιο εργοδότη.
Επιπλέον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι απλώς και μόνον η προσωρινή φύση μιας σχέσης εργασίας δεν δικαιολογεί τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Η ευελιξία που είναι σύμφυτη με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης εργασίας δεν θα θιγόταν από τη γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-715/20
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Η πολυεπίπεδη κατοχύρωση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση