fbpx

ΔΕΕ: Οι αποδοχές των δικαστών πρέπει να αντιστοιχούν στη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους

Οι παρεκκλίσεις από τον κανόνα αυτόν επιτρέπονται μόνο για λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η αντιμετώπιση ενός υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος

Χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-146/23 και C-374/23, στις οποίες ένα πολωνικό και ένα λιθουανικό δικαστήριο υπέβαλαν προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα των εθνικών διατάξεων για τον καθορισμό των αποδοχών των δικαστών με το δίκαιο της Ένωσης.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο καθορισμός των αποδοχών των δικαστών αποτελεί εγγύηση της ανεξαρτησίας τους και πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά, προβλέψιμα, σταθερά και διαφανή κριτήρια. Οι αποδοχές πρέπει να αντιστοιχούν στη σπουδαιότητα των καθηκόντων των δικαστών και να είναι αρκούντως υψηλές, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του οικείου κράτους μέλους και τον μέσο μισθό.

Η περίπτωση της Πολωνίας

Στην Πολωνία, ο βασικός μισθός των δικαστών καθορίζεται βάσει του μέσου μισθού που δημοσιοποιεί η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία. Ωστόσο, τρεις διαδοχικοί νόμοι τροποποίησαν τη μέθοδο υπολογισμού, παγώνοντας την αναπροσαρμογή των αποδοχών για τα έτη 2021, 2022 και 2023. Η πολωνική κυβέρνηση αιτιολόγησε αυτήν την απόφαση επικαλούμενη δημοσιονομικούς περιορισμούς λόγω της πανδημίας COVID-19 και της επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.

Ένας δικαστής προσέφυγε κατά της απόφασης, αξιώνοντας την καταβολή της διαφοράς μεταξύ του μισθού που έλαβε και του ποσού που θα του οφειλόταν αν δεν είχε εφαρμοστεί η ρύθμιση αυτή.

Η περίπτωση της Λιθουανίας

Στη Λιθουανία, δύο δικαστές άσκησαν αγωγή αποζημίωσης κατά του κράτους, υποστηρίζοντας ότι το ύψος των αποδοχών τους εξαρτάται άμεσα από την πολιτική βούληση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Επιπλέον, αμφισβήτησαν την έλλειψη ενός νομικού μηχανισμού που να διασφαλίζει αξιοπρεπείς αποδοχές, προσαρμοσμένες στις αρμοδιότητές τους και συγκρίσιμες με τους μισθούς άλλων νομικών επαγγελμάτων.

Η κρίση του ΔΕΕ

Το Δικαστήριο τόνισε ότι η ανεξαρτησία των δικαστών προϋποθέτει αποδοχές που αντιστοιχούν στη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους. Οι λεπτομερείς κανόνες καθορισμού των αποδοχών πρέπει να έχουν νομικό έρεισμα, ώστε να αποκλείεται κάθε αυθαίρετη παρέμβαση της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας.

Το επίπεδο των αποδοχών πρέπει να προστατεύει τους δικαστές από πιέσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους και από τον κίνδυνο διαφθοράς. Ωστόσο, η ανεξαρτησία τους δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίσουν τις αποδοχές των δικαστών σε επίπεδο χαμηλότερο από τις μέσες αποδοχές άλλων νομικών επαγγελμάτων.

Οι παρεκκλίσεις από τον κανόνα αυτόν επιτρέπονται μόνο για λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η αντιμετώπιση ενός υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Σε κάθε περίπτωση, οι παρεκκλίσεις αυτές πρέπει να είναι:

  • Προσωρινές
  • Αναγκαίες
  • Αυστηρά αναλογικές προς τον επιδιωκόμενο σκοπό

Επιπλέον, τόσο ο τρόπος καθορισμού των αποδοχών όσο και τα μέτρα παρέκκλισης πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να ελέγξουν εάν οι προϋποθέσεις αυτές τηρούνται, επιβεβαιώνοντας έτσι τη σημασία της ανεξαρτησίας τους στο πλαίσιο του κράτους δικαίου.

Δείτε τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις στη Qualex: ΔΕΕ συνεκδ. υπόθ. C-146/23 και C-374/23

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις